Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου
Γεωργίου Τσέτση
Αναζητώντας πρό τινος κάποιο βιβλίο για αλλαγή παραστάσεων και προσωρινή «φυγή» από αναγνώσματα του συνήθους γνωστικού μου αντικειμένου, ανακάλυψα, σε γαλλική μετάφραση από το τουρκικό πρωτότυπο, ένα πρόσφατο μυθιστόρημα της Elif Şafak, της ραγδαία ανερχόμενης στο παγκόσμιο λογοτεχνικό προσκήνιο τριανταεννιάχρονης αυτής συγγραφέως. Το όνομα αυτού: «Μαύρο Γάλα». («Siyah Sut» (2007) στην τουρκική, «Lait Noir» στη γαλλική (2009). Αφού διάβασα τον κολοφώνα του και ξεφύλλισα τις πρώτες σελίδες που μιλούσαν για Πόλη και εκδρομή στην Πρίγκηπο με το «βαπόρι» της γραμμής, το αγόρασα χωρίς δισταγμό. Τι το πιό φυσικό για κάποιον που διαμένει μεν στη λεγόμενη Διασπορά, αλλά παραμένει για πάντα σκλαβωμένος μέσα στην υπέροχη, και μοναδική στον κόσμο, αυτή πόλη. Την Πόλη της νιότης του και των στερνών του!
Κράμα αυτοβιογραφίας και παραμυθιού, το «Μαύρο Γάλα» ομιλεί για μια διαρκή πάλη της ηρωΐδας του, που ονομάζεται κι΄αυτή Ελίφ. Μια πάλη, μεταξύ μητρότητας και συγγραφικής παραγωγής. Δοθέντος ότι, ευρικόμενη σε επιλόχεια κατάθλιψη μετά την γέννηση του παιδιού της, η λεχώνα δεν ξέρει προς τα πού να στρέψει την προσοχή της. Στη νεογέννητη κόρη της ή στο βιβλίο που γράφει, και το οποίο θεωρεί κι΄αυτό παιδί της; [Εξ΄ου και ο χαρακτηριστικός τίτλος του βιβλίου, που είναι εμπνευσμένος, καθώς δηλώνει η Şafak σε κάποια συνέντευξή της, από μια ρήση της, σουφιστικών τάσεων, γιαγιάς της. Η οποία, βλέποντας την κατάσταση της εγγονής της, επαναλάμβανε: «πρόσεχε κόρη, από το πολύ το κλάμμα θα μαυρίσει το γάλα σου». Αυτό το σχήμα λόγου, λέγει η Şafak στην ίδια πάντα συνένευξη, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό της. Και την έκαμε να φαντάζεται πως αντλεί γάλα από το μαστό της, προκειμένου να το μετατρέψει σε μελάνη για συγγραφή βιβλίων, που και αυτά τα θεωρεί «παιδιά» της]. Την διαρκή αυτή πάλη, η ηρωΐδα την διεξάγει με λιλιπούτιες υπάρξεις που φωλιάζουν στα σωθικά της, στον «εσωτερικό της λαβύρινθο», και τις οποίες χαρακτηρίζει ως τον «χορό των εσωτερικών της φωνών». Πρόκειται για τις κυρίες/δεποινίδες «πρακτικό μυαλό», «κυνική διανοούμενη», «δερβίσαινα», «φιλόδοξη εγωΐστρια», «ηδυπαθής», οι οποίες μαλλιοτραβιούνται μεταξύ τους για το πώς θα πάρει η κάθε μια την Ελίφ με το μέρος της και θα την επηρεάσει στις επολογές της.
Το βασικό ερώτημα στο βιβλίο είναι: «μητέρα ή συγγραφέας»; Η Şafak, στο μυθιστόρημα αυτό διά μακρών ομιλεί για το υπαρξιακό αυτό δίλημμα πολλών χειραφετημένων γυναικών. Για το πρόβλημά τους να συγκεράσουν μητρότητα και επαγγελματική σταδιοδρομία. Από το βιβλίο παρελαύνει σειρά όλη διάσημων συγγραφέων γυναικών. Άλλων που αρνήθηκαν την μητρότητα χάριν καρριέρας, και μερικών που προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τις δύο δημιουργικές ικανότητες της γυναίκας, του τίκτειν και συγγράφειν συνάμα. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο μέσα σε μια διαχρονικά ανδροκρατούμενη κοινωνία. Τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Είναι χαρακτηριστικό το ερώτημα της Şafak σ΄ένα σημείο του βιβλίου. Αν ο Fuzuli και ο Shakespeare, λέγει, είχαν κάποια αδελφή με το ίδιο ποιητικό τάλαντο, την ίδια ευαισθησία και την ίδια ευχέρεια στο γράφειν, θα είχαν την ίδια με τους αδελφούς τους αναγνώριση και δόξα; Μάλλον όχι, λόγω, ακριβώς, της «πατριαρχικής» δομής της κοινωνίας σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου.
Εκ πρώτης όψεως, το μυθιστόρημα δίνει την εντύπωση πως απευθύνεται στη γυναίκα. Ότι διαπνέεται από έντονο φεμινισμό. Ωστόσο, διαβάζοντάς το προσεκτικά, διαπιστώνει κανείς πως αυτά που εκφράζει, αφορούν ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Τον κάθε άνθρωπο, γυναίκα ή άνδρα, που βρίσκεται σε διαρκή πάλη με τις δικές του ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες εσωτερικές φωνές, του «εγωϊστή», του «εκκεντρικού», του «φιλόδοξου», του «φιλάρεσκου», του «κυνικού», του «αναίσθητου», του «αδιάλλακτου», αλλά και του νουνεχούς «δερβίση», μέχρις ότου καταλήξει εκεί που τον έταξε ο Θεός.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διάλογοι της ηρωΐδας με την «δερβίσαινα». Διάλογοι εμπνευσμένοι από την θεολογία και την κοσμοθεωρία του Σουφισμού. [Διόλου παράξενο, αν ληφθεί υπ΄όψη ότι το διδακτορικό της Şafak είχε ως θέμα τον Σουφισμό. Συναφώς, μπορεί να σημειωθεί ότι στο επίκεντρο του τελευταίου βιβλίου της «Αșk» - («The forty Rules of Love»,- «Οι σαράντα Κανόνες της Αγάπης» στην αγγλική μετάφραση), δεσπόζει ο Mevlana Celaleddin Rumi και n θεολογία του. Η «αγαπητική προσκόλληση στο Θεό», η αναζήτηση του Θείου Έρωτος είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο].
Στους διαλόγους, λοιπόν, αυτούς, γίνεται πολύς λόγος για την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, -«που δεν είναι ˝φόβητρο˝, αλλά Θεός απεριόριστης αγνής αγάπης»-, όπως και για την σχέση του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του. Δεν μπορείς, λέγει η «δερβίσαινα», να αγαπήσεις τον Δημιουργό χωρίς να αγαπάς το δημιούργημά Του. Γίνεται, όμως, λόγος και για το νόημα του θανάτου και της ζωής. Για το «πόθεν έρχεσαι και πού πηγαίνεις». «Νομίζουμε, λέγει η ˝κυρία δερβίσης˝, πως εγκαταλείποντας τον κόσμο αυτό, αποθνήσκουμε. Ότι με το θάνατό μας εξαφανιζόμαστε. Ενώ, αυτό που αποκαλούμε ˝θάνατο˝, στην πραγματικότητα είναι μια γέννηση. Ο θάνατός μας αποτελεί απλώς έξοδο από την ˝μήτρα˝ της γης, προκειμένου να γεννηθούμε στην αιωνιότητα». Στοχασμοί με βάθος, που δεν διαφέρουν πολύ από αυτό που διδάσκει και η Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία περί θανάτου και ζωής.
Ότι δηλ. η παρούσα ζωή είναι ένας στίβος όπου διεξάγεται η μάχη χάριν της αθανασίας και της αιωνιότητας. Πως η ημέρα του θανάτου, αποτελεί για τον άνθρωπο την γενέθλιο ημέρα του, την πραγματική γέννησή του στην αιώνια ζωή.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Şafak είναι μια ταλαντούχος και χαρισματική συγγραφεύς, που ξέρει να αρμόζει έντεχνα το μοντέρνο με το παραδοσιακό, την φιλελεύθερη σκέψη με την πιστότητα στην παράδοση. Σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους συγγραφείς, δεν διστάζει να ομιλεί, (σε πολλά βιβλία της), για την σχέση της με τον Θεό και την πίστη της στα θεία, έτσι όπως είναι διατυπωμένη αυτή από τον Mevlana. Αλλά έχει και ένα σπάνιο αφηγηματικό τάλαντο, στο να διατυπώνει αυτά που θέλει να εκφράσει, άλλοτε με στοχαστικές τοποθετήσεις, άλλοτε με φιλοσοφικές και θεολογικές θέσεις, και άλλοτε με χιούμορ ή παραβολές, που θυμίζουν παραμύθια της Ανατολής.
Πολλοί εδώ στη Δύση, όπου διαβιώ, την θεωρούν ως το θηλυκό «αντίπαλον δέος» του νομπελίστα Orhan Pamuk. Άτοπος και λανθασμένος χαρακτηρισμός. Και τούτο διότι, η Şafak έχει την δική της προσωπικότητα και την εαυτής ιδιαιτερότητα εις το γράφειν και αφηγείσθαι. Όπως και ο Pamuk έχει την δική του. Λοιπόν, Pamuk ή Şafak; Δεν ξέρω τι φρονεί το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Προσωπικά, όμως, μεταξύ του «πολιτικού» Pamuk και της «στοχαστικής» Şafak, προτιμώ, χωρίς δισταγμό, την δεύτερη.
Aπογευματινή Κωσταντινουπόλεως
1 σχόλιο:
ωραία παρουσίαση του βιβλίου. Δείχνει το μοντέρνο και προοδευτικό θεολογικό πνεύμα του π. Τσέτση ο οποίος σε ένα τόσο μικρό κείμενο έκανε την δική του κοινωνικο-θεολογική κριτική.
Δημοσίευση σχολίου