Συνθέτης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Oρχήστρας των Xρωμάτων
Μια επιφανειακή προσέγγιση της έντεχνης μουσικής στη χώρα μας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απατηλή ευφορία. Ιδιαίτερα αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην Αθήνα, το πλήθος και (συχνά) η ποιότητα των μουσικών εκδηλώσεων εντυπωσιάζουν. Θα αρκούσε και μόνο η δραστηριότητα του Μεγάρου Μουσικής, με το εύρος των προγραμμάτων του και τις πολλαπλές δυνατότητες που παρέχει η κτιριακή του υποδομή, για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ αναπτυγμένη μουσικά χώρα. Αλλά και οι υπόλοιποι βασικοί μουσικοί φορείς και θεσμοί στην Αθήνα, από τις συμφωνικές ορχήστρες ως το Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσιάζουν σήμερα αισθητή βελτίωση. Αν σ΄ αυτά όλα πρόσθετε κάποιος και τη δραστηριότητα των μεγάλων ωδείων (Αthenaeum, Φίλιππος Νάκας κτλ.), αλλά και των ξένων ινστιτούτων (Γαλλικό, Γκαίτε, Ελληνοαμερικανική Ενωση κτλ.), ορθώς θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ένας φιλόμουσος στην Αθήνα έχει καθημερινώς πολλές δυνατότητες επιλογής. Αλλωστε, πέραν των τεσσάρων (τουλάχιστον) αιθουσών του Μεγάρου Μουσικής, υπάρχουν σήμερα πολλοί χώροι ικανοί να φιλοξενήσουν σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις: Θέατρο Παλλάς, Ιδρυμα Θεοχαράκη, Παρνασσός, Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς), «Ελληνικός Κόσμος», «Τεχνόπολις» κ.ά. Ακόμη και σε πολλά προάστια των Αθηνών υπάρχουν νέοι, φιλόξενοι χώροι, με αξιόλογη δραστηριότητα.
Μια προσεκτικότερη ματιά ωστόσο θα σχετικοποιούσε πολύ την ευφορία της πρώτης εντύπωσης: η προσφορά είναι μεγάλη, αλλά η ζήτηση δεν είναι πάντα ανάλογη. Το κοινό είναι περιορισμένο και η ανταπόκρισή του συχνά εξαρτάται από εξωκαλλιτεχνικούς παράγοντες: η καλή προβολή, τα «γνωστά» ονόματα, το φτηνό εισιτήριο (ιδίως όσο εντείνεται η οικονομική κρίση) είναι μερικοί απ΄ αυτούς. Αλλα πάλι κριτήρια σχετίζονται με το είδος της μουσικής- για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι σε οτιδήποτε σύγχρονο.
Γενικά, διαπιστώνεται ότι ενώ ο αριθμός των επαγγελματιών μουσικών είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερος και το επίπεδό τους αισθητά βελτιωμένο, το κοινό της έντεχνης μουσικής παραμένει στάσιμο- ή μήπως και συρρικνώνεται;
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά ότι υπάρχει μεγάλη διάσταση ανάμεσα στην επαγγελματική και στη γενική παιδεία. Για να το πούμε αλλιώς, οι νέοι που επιλέγουν τη μουσική ως επάγγελμα έχουν τη δυνατότητα- σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό σε μια πιο αναπτυγμένη χώρα- να τελειοποιήσουν τις σπουδές τους και να αναζητήσουν μια αξιόλογη καριέρα. Ομως το ελληνικό κοινό, ακόμη και στην Αθήνα, δεν είναι μουσικά καλλιεργημένο. Πρόβλημα παιδείας, λοιπόν - όπως και όλα τα υπόλοιπα, που υποθέτω ότι σήμερα τίθενται στο τραπέζι των συζητήσεων για τη γενική αναμόρφωση του παιδαγωγικού μας συστήματος.
Θα πρέπει παράλληλα να δούμε ότι αυτή η μουσική πανδαισία - έστω και συχνά χωρίς συνδαιτυμόνες- χαρακτηρίζει κυρίως τη μουσική ζωή της Αθήνας. Η Θεσσαλονίκη, με τρεις μεγάλους φορείς (το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης και το μεγαλύτερο χειμερινό φεστιβάλ της χώρας μας τα «Δημήτρια»), παρά τη σημαντική συμβολή πολλών άλλων μικρότερων φορέων και μουσικών σχημάτων, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι είναι μουσικά κορεσμένη. Οι μικρότερες πόλεις, με μικρές εξαιρέσεις- π.χ., Βόλος, Πάτρα, Καλαμάτα-, μόνο περιστασιακά βιώνουν αξιόλογα μουσικά γεγονότα, ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο. Είναι άλλωστε γνωστή η έλλειψη κατάλληλων χώρων για μουσική, ακόμη και σε μεγάλα αστικά κέντρα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η έντεχνη μουσική στον τόπο μας, παρά την ύπαρξη πολλών και καλών καλλιτεχνών, δεν έχει την ανάλογη απήχηση στις προτιμήσεις
Υπάρχει ένα μεγάλο κενό μουσικής καλλιέργειας σε ό,τι αφορά την έντεχνη (με την ευρωπαϊκή έννοια του όρου) μουσική. Γνωρίζω βέβαια αρκετούς που θα σπεύσουν να αναφωνήσουν: «Και τι πειράζει; Η Ελλάδα έχει τη δική της μουσική παράδοση». Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό είναι μια πολύ επιφανειακή θεώρηση του ζητήματος, γιατί η Ελλάδα είχε και έχει ασφαλώς τις δικές της πολιτιστικές παραδόσεις, αυτό όμως δεν εμπόδισε μεγάλα στρώματα του λαού μας να γνωρίσουν και ν΄ αγαπήσουν την παγκόσμια λογοτεχνία, το καλό θέατρο, τον καλό κινηματογράφο, την καλή ζωγραφική. Ακόμη κι αν περιοριστούμε στην ελληνική διανόηση, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Γιατί οι περισσότεροι γνωρίζουν λίγο πολύ τις διάφορες μορφές και τα παγκόσμια ρεύματα, παλαιότερα και νεότερα, όλων των άλλων τεχνών και αγνοούν ειδικά τη μουσική;
Επανέρχομαι λοιπόν στο ζήτημα της παιδείας, γιατί η δική μου απάντηση είναι ότι η μουσική, ως η πλέον διανοητική, η πλέον αφηρημένη τέχνη, έχει ανάγκη μιας πιο συστηματικής αντιμετώπισης.
Από πού ν΄ αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς; Από τη μύηση των πολύ μικρών παιδιών, μέσα από πρακτικές μεθόδους συμμετοχικότητας στη μουσική δημιουργία- και όχι, ασφαλώς, προτείνοντας τη μουσική ως γνωστικό αντικείμενο. Αλλά με ποιους δασκάλους, σε ποιο σχολικό περιβάλλον και με ποιες υποδομές; Υστερα, στις μεγαλύτερες τάξεις, ποιος και με τι τρόπο θα μυήσει τα παιδιά στη μεγάλη τέχνη; Είναι, για παράδειγμα, διατεθειμένο το σχολείο ν΄ ανοίξει τις πόρτες του σε μικρές ομάδες μουσικών που θα μπουν στην κάθε τάξη (και όχι σε μεγάλες αίθουσες με 300 μαθητές στοιβαγμένους), θα γοητεύσουν τα παιδιά με τη μουσική τους και θα συνομιλήσουν μαζί τους, αποκαλύπτοντας τα μυστικά της τέχνης τους; Η τέχνη είναι πρώτα μια εγγενής ανάγκη του κάθε ανθρώπου, ύστερα γίνεται βίωμα και στο τέλος γνώση.
Αλλά- θα μου πείτε- ποιο βίωμα και ποια γνώση μέσα στο γενικότερο πολιτιστικό περιβάλλον που ζούμε, το οποίο εν πολλοίς καθορίζεται από το παντοδύναμο και αποχαυνωτικό τηλεοπτικό περιβάλλον της χώρας μας;
Τη συνέχεια μπορείτε να τη βρείτε στο ΒΗΜΑ Ιδεών
2 σχόλια:
Ναί αλλά βαρέθηκα τή γκρίνια! Ποιός θά κάτση, επί τέλους, νά απαριθμήσει τά οσα ε χ ο υ ν γίνει; Πόσα πιάνα ειχε η Πάτρα τόν καιρό τόν δικόν μου;Τό πολύ είκοσι. Πόσα έχει σήμερα; Πόσα Ωδεία ειχε τότε; Ενα, τήν Φιλαρμονική,Σήμερα πόσα έχει; Πόσα παιδιά ακουγαν τοτε μουσική στό σπίτι τους - πόσα ακούν τώρα μέ τά απειρα μέσα πού υπάρχουν; Εγώ τόν πρώτο δίσκο γραμοφώνου τόν άκουσα 11 χρονών καί τότε στήν Πάτρα μόνον ένας - ο Θάνος Βουρλούμης- ειχε συλλογή δίσκων. Σήμερα τι γίνεται;Σκεφτείτε το.
Διότι ξέρετε κάτι; Μέ τό νά μνημονεύετε μόνον τά όσα δέν έχουν γίνει, δέν βοηθάτε νά γίνουν αυτά πού θέλετε. Αλήθεια ειναι οτι θέλουμε περισσότερα, μάλιστα. Αλήθεια ομως καί οτι εχουν γίνει καμπόσα. Δέν θά μάς πέσει η μύτη αν φροντίζουμε νά τό λέμε κι αυτό.
Αθηνά Κακούρη
μια πρόοδος με αργά βήματα γίνεται αλλά η δουλειά του μαέστρου του επιβάλλει ίσως και χωρίς να το ελέγχει να δείξει πάντα το κενό που υπάρχει αλλιώς δεν έχει νόημα να δουλεύει και να αγωνίζεται, γιατί βλέπει το γεμάτο μισό του ποτηριού και παρηγορείται.
κ. Ανδριόπουλε αυτό το κείμενο με το σχόλιο της κας Κακούρη μου έδειξαν τις δυο πλευρές του ιδίου νομίσματος ταυτόχρονα. και αυτό από μόνο του είναι μια γοητεία του μπλογκ σας. Ευχαριστώ
Δημοσίευση σχολίου