Μια ξεχωριστή έκθεση φωτογραφίας φιλοξενείται από τις 15 Μαϊου στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας, στην Κωνσταντινούπολη.
Η έκθεση περιλαμβάνει τη μεγάλη φωτογραφική συλλογή του Αχιλλέα Σαμαντζή και του Ευγένιου Δαλεζίου, ενώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη στην οποία αναφέρεται και στην οποία συγκροτήθηκε.
Την έκθεση επισκέφθηκε στις 14 Μαϊου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και την επομένη έγιναν τα εγκαίνια από τον Γενικό Πρόξενο, Νικόλαο Ματθιουδάκη, παρουσία του εκπροσώπου του Πατριάρχου Αρχιμ. Βαρθολομαίου, Αρχιγραμματέως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, και πολλών ομογενών.
Ο Αχιλλέας Σαμαντζής γεννήθηκε στην Πόλη το 1870, όπου και έζησε μέχρι το 1936, και υπήρξε ο φωτογράφος του Σουλτάνου και της Οθωμανικής Αυλής.
Ο Σαμαντζής λατρεύει την Πόλη, τη μοναδική πολυεθνική και πολυθρησκευτική μητρόπολη, την Πόλη των μειονοτήτων, και την αποτυπώνει σε ιδιαίτερης ευαισθησίας φωτογραφίες, οι οποίες καταγράφουν κτίρια, ανθρώπους, εξοχές, μνημεία αλλά και πολιτικά γεγονότα που τη συγκλόνισαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η ματιά του Σαμαντζή χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και αυθεντικότητα, σε αντίθεση με την επιτήδευση που χαρακτηρίζει την παραγωγή των οριενταλιστών φωτογράφων της ίδιας περιόδου.
Ο Ευγένιος Δαλέζιος, μέλος της επόμενης γενεάς και γαμπρός του Σαμαντζή, είναι αυτός που διέσωσε τη μεγάλη κληρονομιά του Σαμαντζή και συνέχισε το έργο του προσθέτοντας νέο φωτογραφικό υλικό.
Η έκθεση, που έχει ήδη συγκεντρώσει το ενδιαφέρον διανοουμένων και ιστορικών και καλλιτεχνών, θα διαρκέσει έως τις 20 Ιουνίου.
Ο Γενικός Πρόξενος Νικόλαος Ματθιουδάκης κατά την ημέρα των εγκανίων της έκθεσης |
Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία τού Κώστα Σταματόπουλου κατά τη βραδιά των εγκαινίων.
Ο Κώστας Σταματόπουλος σπούδασε ιστορία, γεωγραφία και αρχαιολογία στη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ βυζαντινής ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Τα σημαντικότερα έργα του είναι:
Ο Κώστας Σταματόπουλος σπούδασε ιστορία, γεωγραφία και αρχαιολογία στη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ βυζαντινής ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Τα σημαντικότερα έργα του είναι:
- Τομές στη νεοελληνική αγωνία, Δόμος 1988.
-Βήματα στα πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Δόμος β΄εκδ. 1992.
-Μαθήματα βαλκανικής ιστορίας, Δόμος 1995.
-Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955, Δόμος 1996.
Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και της Θεσσαλονίκης, στην Ανώτατη Σχολή Αξιωματικών Αστυνομίας, στο Ινστιτούτο Διαρκούς Επιμόρφωσης της Σχολής Δημοσίας Διοικήσεως κ.ά.
Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και της Θεσσαλονίκης, στην Ανώτατη Σχολή Αξιωματικών Αστυνομίας, στο Ινστιτούτο Διαρκούς Επιμόρφωσης της Σχολής Δημοσίας Διοικήσεως κ.ά.
Η ομιλία του Κώστα Σταματόπουλου έχει ως εξής:
Τι είναι αυτό Κυρίες και Κύριοι, που μας ελκύει στην συγκλονιστική αυτή πόλη, τι είναι αυτό που μας κάνει να νοιώθομε όταν βρισκόμαστε εκεί σαν σε ζεστή μητρική αγκαλιά; Το ότι δικαιολογημένα δύο λαοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι, αντλούν από αυτήν υπερηφάνεια, υπερηφάνεια, στην οποία οι μεν Τούρκοι προσθέτουν την έπαρση του κατακτητή και του κυρίαρχου, ενώ οι Έλληνες, μοιραία, το πένθος για την απώλεια και τον ακρωτηριασμό, δεν βοηθά στην απάντηση, διότι τα συναισθήματα αυτά, καίτοι απολύτως υπαρκτά, τολμώ να πω πως περισσότερο μας κρύβουν παρά μας αποκαλύπτουν την ψυχή της Πόλης. Δείχνουν ότι παραμένομε με το βλέμμα στραμμένο σε μας, όχι σ’ αυτήν κι ότι επομένως βαδίζομε σε λάθος δρόμο. Με άλλα λόγια, όσο κι αν τούτο ακούγεται παράξενο, δεν είναι ούτε η Αγία Σοφία, ούτε το Σουλεϊμανιγέ – κτίρια άλλωστε απολύτως αυτάρκη - ούτε οποιοδήποτε άλλο περίλαμπρο κτίσμα του ενδόξου μας βυζαντινισμού, ή του ενδόξου τους οθωμανισμού – που σου αποκαλύπτουν την εσώτερη Πόλη.
Την πρώτη φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη – δευτεροετής τότε φοιτητής – καίτοι έμεινα εκεί επί τρεις εβδομάδες, πηγαίνοντας από συγκίνηση σε συγκίνηση (ήμουν τότε «βυζαντινός» και μεγαλοϊδεάτης –αργότερα κατάλαβα την απόλυτη αντίφαση ανάμεσα στους όρους αυτούς -), η Πόλη δεν μου φανερώθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα, την επισκέφθηκα ξανά, κι ήταν αυτός ο πρώτος βασικός σταθμός στην σχέση μου μαζί της. Στο συντομότατο εκείνο ταξίδι, διάρκειας μόλις τριών ημερών, μου αποκαλύφθηκε η επίσης λίαν σημαντική νεοελληνική της, και τόσο ελάχιστα μελετημένη, διάσταση, η οποία πια δεν απέκλειε, αλλ’ αντιθέτως, συνεπλήρωνε και συντρόφευε και διαλεγόταν με την τουρκική. Αμφότερες, μαζί με τις μικρότερες οντότητες των Αρμενίων, των Εβραίων, αλλά και των Λεβαντίνων και των τόσων άλλων, συνέθεταν έναν κόσμο πολύπτυχο, για τον οποίον ουδείς εδικαιούτο να πη «είναι δικός μου», «είναι αποκλειστικά δικός μου», χωρίς να ψευσθεί.
Ήδη, το αντιλαμβάνεσθε, ο άξονας μετατοπιζόταν ώσπου να ισχύσει η αντεστραμμένη προοπτική, εκείνη των βυζαντινών εικόνων: η αφετηρία και η κατάληξη ήταν πια η ίδια η Πόλη, η ματιά μου δεν είχε πια καμμιά σημασία, και μου αρκούσε απλώς να είμαι εκεί. Η περιδιάβαση στις γειτονιές της και εν συνεχεία η μελέτη της ιστορίας της – με άλλα λόγια η γνώση του χώρου της και η γνώση του χρόνου της – βοήθησε στην βαθύτερη κατανόηση. Ήδη όμως, παρ’όλο που πάντοτε ξέκλεβα κάποια λεπτά για να θαυμάσω από μακρυά την Αγία Σοφία - είχα μάλιστα εντοπίσει το ιδανικότερο σημείο σε ένα σκιερό στενό του Γαλατά, παράλληλο στα πάλαι ποτέ «Σκαλάκια», απ’ όπου φαινόταν χωρίς τους παραστάτες μιναρέδες της, λουσμένη στο φως, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία -, οι πραγματικές στιγμές απόλαυσης, οι πραγματικές στιγμές της βαθύτερης κοινωνίας και μέθεξης με το Μυστήριο της Πόλης, ήσαν οι κάθοδοι στις φτωχογειτονιές, με ιδιαίτερη προτίμηση τα όρια του Γαλατά με το Πέραν (όπου συγκλονίζει η αντίθεση ανάμεσα στην σημερινή κακομοιριά και τα μεγέθη του χθες), καθώς επίσης στον λαβύρινθο των σκολειών δρομίσκων, κάτω από την Ταρλάμπαση και πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, προς το Ντολάπ Ντερέ και το Γενή Σεχίρ, όπου τις μουντές χειμωνιάτικες μέρες σε πνίγει η βαρειά μυρωδιά του κάρβουνου. Στην διάρκεια μιας τέτοιας περιδιάβασης ανάμεσα σε βρώμικους ξελεπιασμένους υγρούς τοίχους, βαδίζοντας πάνω στο ακάθαρτο οδόστρωμα, θυμάμαι την συγκίνησή μου όταν στο σούρουπο - που προσέθετε μελαγχολία στην ψυχή -, στρέφοντας κατά τύχη το κεφάλι, η ματιά μου έπεσε σε μία ελληνική επιγραφή: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» κι από κάτω την χρονολογία: «1912».
Φαινομενικά αντιφάσκω. Στην πραγματικότητα όμως ο καϋμός της πονεμένης Ρωμηοσύνης έρχεται απλώς να οξύνει ένα βαθύτερο αίσθημα, το οποίο δεν έχει να κάνει με τον ένα ή τον άλλο λαό, βρίσκεται επέκεινα της μελαγχολίας, αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο στο σύνολό του κι αγγίζει τα τρίσβαθα της ψυχής. Περνούμε έτσι αβίαστα σε ένα υπαρξιακό και συνεπώς πανανθρώπινο επίπεδο. Κι είναι αυτό, και όχι τα αυτοκρατορικά μεγαλεία, τα δικά μας ή τα δικά τους αδιάφορα, που κάνει την Κωνσταντινούπολη, να είναι η κατ’ εξοχήν, η μοναδικότατη Πόλη. Η ουσία της επομένως βρίσκεται στους αντίποδες του αυτοκρατορικού αντιφεγγίσματος για το οποίο Έλληνες και Τούρκοι δικαίως καμαρώνουν τόσο πολύ, και συνοψίζεται στις έννοιες «θνητότητα» και «φθορά».
Η Πόλη είναι σάρκινη, κι ως εκ τούτου εύθραυστη, τρωτή, τιποτένια, διαρκώς εξουθενωμένη και ταυτόχρονα είναι ακατάβλητη κι αθάνατη, καθώς μέσα από την αέναη φθορά, καμίνι όπου τήκονται και λειώνουν εκατομμύρια ανώνυμες και αφανείς υπάρξεις - κι όπου τα ίχνη των πολιτισμών που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον συνθέτουν μία σχεδόν ομοουσία πλην αενάως εναλλασσόμενη κατάσταση που ασταθώς ακροβατεί στα όρια της φθοράς, που γέρνει συνεχώς στην δύση της, χωρίς ποτέ να μεσουρανεί - γεννιούνται, βλασταίνουν, ξεπηδούν και αναπτύσσονται νέες μορφές ζωής, εξ ίσου εύθραυστες, εξ ίσου εφήμερες, εξ ίσου αφανείς και ταπεινές μ’ αυτές που προηγήθηκαν. Και τότε συγκλονισμένος, δεν μπορείς παρά να προσκυνήσεις και να θελήσεις κι ο ίδιος να σβύσεις μέσα σ’ αυτόν τον χορό.
Δεν είναι τυχαία επομένως η κεντρική σημασία που κατέχει η Πόλη στα αποκαλυπτικά κείμενα τόσο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, όσο και των Οθωμανών, καθώς και σε άλλα, ακόμη και εντελώς σύγχρονα, κι εννοώ, επί παραδείγματι, ορισμένα αποσπάσματα από βιβλία του Ορχάν Παμούκ (όπως λχ εκείνη η συγκλονιστική περιγραφή της κοίτης του Βοσπόρου απ’ όπου έχουν αποτραβηχθεί τα νερά, ή το όνειρο-παραλήρημα στο μυστηριώδες υπέδαφος του Γαλατά στο οποίο επιβιώνει μια ονειρική υπόγεια πόλη κάτοπτρο), στα οποία έκπληκτος αναγνωρίζει κανείς την ίδια υπόγεια φλέβα, ποιητική και αποκαλυπτική που έθρεψε τα βυζαντινά «Πάτρια» ή την απόκρυφη πολίτικη αποκάλυψη του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού. Δεν είναι τυχαία η παρουσία τόσων νεκροταφείων, τόσο στα όρια του ιστορικού της περιβόλου όσο και μέσα στον αστικό της ιστό, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν τα μόνα σ’ αυτήν κτίσματα που νίκησαν τον χρόνο είναι οι ναοί του Θεού… Για μακρές περιόδους της ιστορίας της η Πόλη υπήρξε ένας τεράστιος ερειπιώνας, σχεδόν ακατανόητος για τους κατοπινούς της οικήτορες (7ος – 9 ος, 14ος – 15ος), αλλά κι ακόμη στις περιόδους ακμής, μεγάλα της τμήματα κείτονταν και πάλι σε ερείπια, ως συνέπεια των καταστρεπτικών πυρκαγιών που αφάνιζαν ολόκληρες συνοικίες…Η Πόλη καιγόταν ολόκληρη τουλάχιστον μία φορά σε κάθε αιώνα! «…Εκεί,γράφει ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος στα «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής», καθώς τα σπίτια είναι όλα καμωμένα από πυρκαϊές, οι κάτοικοι ζουν μέσα στις φλόγες/ καίγονται συνεχώς και ξαναγεννιούνται συνεχώς από την τέφρα τους, απαράλλαχτα όπως το πουλί φοίνιξ…».
Σ’ αυτό ακριβώς το εσώτερο μυστήριο της Πόλης, που όπως κάθε μυστήριο δεν χαρίζεται σε όλους, οφείλεται η απογοήτευση που νοιώθουν τόσο όσοι την επισκέπτονται γεμάτοι βυζαντινές, αυτοκρατορικές προκαταλήψεις, όσο και οι δυτικοί περιηγητές που πάγια τονίζουν στις ταξιδιωτικές τους αφηγήσεις και περιγραφές, την αντίθεση ανάμεσα στο εξαίσιο πανόραμα που εκτυλίσσεται μπροστά τους, καθώς την προσεγγίζουν από την θάλασσα, και την εικόνα παρακμής και την χαώδη αταξία που θα αντιμετωπίσουν μόλις αποβιβασθούν. Περιμένουν να συναντήσουν μια πόλη σαν και αυτές από τις οποίες προέρχονται και όχι μια πόλη που είναι η ρεαλιστική ανακεφαλαίωση και το ωμότατο σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης… Έτσι, πέραν των τίτλων των κληρονομημένων από την Ιστορία, αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος, για τον οποίον ο επίσκοπος/πατριάρχης της πόλεως αυτής δεν μπορεί παρά να λέγεται Οικουμενικός!
Κυρίες και κύριοι, Τολμώ να πω πως ο Αχιλλέας Σαμαντζής και ο Ευγένιος Δαλέζιος, φωτογραφίζοντας την Πόλη, την Πόλη τους, κινήθηκαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, (κι υπερνικώντας τους περιορισμούς της τάξεως και της εποχής τους), πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο ψυχής. Τόσο ήσαν ταυτισμένοι μαζί της. Προσπάθησα με τα δικά μου κείμενα να μη τους προδώσω.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πόσο συμμερίζομαι την συγκίνηση του κ. Μάριου Δαλεζίου γι’ αυτή την επισημότατη, αυστηρή και χαρούμενη εορτή εις μνήμην των δύο προγόνων του, που πραγματοποιείται σήμερα στην γενέτειρά του. Σ’ αυτόν αποτείνονται οι ευχαριστίες μας. Στην Πόλη όμως ανήκει, Κυρίες και Κύριοι, ακέραια η δόξα και η τιμή.
Τι είναι αυτό Κυρίες και Κύριοι, που μας ελκύει στην συγκλονιστική αυτή πόλη, τι είναι αυτό που μας κάνει να νοιώθομε όταν βρισκόμαστε εκεί σαν σε ζεστή μητρική αγκαλιά; Το ότι δικαιολογημένα δύο λαοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι, αντλούν από αυτήν υπερηφάνεια, υπερηφάνεια, στην οποία οι μεν Τούρκοι προσθέτουν την έπαρση του κατακτητή και του κυρίαρχου, ενώ οι Έλληνες, μοιραία, το πένθος για την απώλεια και τον ακρωτηριασμό, δεν βοηθά στην απάντηση, διότι τα συναισθήματα αυτά, καίτοι απολύτως υπαρκτά, τολμώ να πω πως περισσότερο μας κρύβουν παρά μας αποκαλύπτουν την ψυχή της Πόλης. Δείχνουν ότι παραμένομε με το βλέμμα στραμμένο σε μας, όχι σ’ αυτήν κι ότι επομένως βαδίζομε σε λάθος δρόμο. Με άλλα λόγια, όσο κι αν τούτο ακούγεται παράξενο, δεν είναι ούτε η Αγία Σοφία, ούτε το Σουλεϊμανιγέ – κτίρια άλλωστε απολύτως αυτάρκη - ούτε οποιοδήποτε άλλο περίλαμπρο κτίσμα του ενδόξου μας βυζαντινισμού, ή του ενδόξου τους οθωμανισμού – που σου αποκαλύπτουν την εσώτερη Πόλη.
Την πρώτη φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη – δευτεροετής τότε φοιτητής – καίτοι έμεινα εκεί επί τρεις εβδομάδες, πηγαίνοντας από συγκίνηση σε συγκίνηση (ήμουν τότε «βυζαντινός» και μεγαλοϊδεάτης –αργότερα κατάλαβα την απόλυτη αντίφαση ανάμεσα στους όρους αυτούς -), η Πόλη δεν μου φανερώθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα, την επισκέφθηκα ξανά, κι ήταν αυτός ο πρώτος βασικός σταθμός στην σχέση μου μαζί της. Στο συντομότατο εκείνο ταξίδι, διάρκειας μόλις τριών ημερών, μου αποκαλύφθηκε η επίσης λίαν σημαντική νεοελληνική της, και τόσο ελάχιστα μελετημένη, διάσταση, η οποία πια δεν απέκλειε, αλλ’ αντιθέτως, συνεπλήρωνε και συντρόφευε και διαλεγόταν με την τουρκική. Αμφότερες, μαζί με τις μικρότερες οντότητες των Αρμενίων, των Εβραίων, αλλά και των Λεβαντίνων και των τόσων άλλων, συνέθεταν έναν κόσμο πολύπτυχο, για τον οποίον ουδείς εδικαιούτο να πη «είναι δικός μου», «είναι αποκλειστικά δικός μου», χωρίς να ψευσθεί.
Ήδη, το αντιλαμβάνεσθε, ο άξονας μετατοπιζόταν ώσπου να ισχύσει η αντεστραμμένη προοπτική, εκείνη των βυζαντινών εικόνων: η αφετηρία και η κατάληξη ήταν πια η ίδια η Πόλη, η ματιά μου δεν είχε πια καμμιά σημασία, και μου αρκούσε απλώς να είμαι εκεί. Η περιδιάβαση στις γειτονιές της και εν συνεχεία η μελέτη της ιστορίας της – με άλλα λόγια η γνώση του χώρου της και η γνώση του χρόνου της – βοήθησε στην βαθύτερη κατανόηση. Ήδη όμως, παρ’όλο που πάντοτε ξέκλεβα κάποια λεπτά για να θαυμάσω από μακρυά την Αγία Σοφία - είχα μάλιστα εντοπίσει το ιδανικότερο σημείο σε ένα σκιερό στενό του Γαλατά, παράλληλο στα πάλαι ποτέ «Σκαλάκια», απ’ όπου φαινόταν χωρίς τους παραστάτες μιναρέδες της, λουσμένη στο φως, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία -, οι πραγματικές στιγμές απόλαυσης, οι πραγματικές στιγμές της βαθύτερης κοινωνίας και μέθεξης με το Μυστήριο της Πόλης, ήσαν οι κάθοδοι στις φτωχογειτονιές, με ιδιαίτερη προτίμηση τα όρια του Γαλατά με το Πέραν (όπου συγκλονίζει η αντίθεση ανάμεσα στην σημερινή κακομοιριά και τα μεγέθη του χθες), καθώς επίσης στον λαβύρινθο των σκολειών δρομίσκων, κάτω από την Ταρλάμπαση και πίσω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, προς το Ντολάπ Ντερέ και το Γενή Σεχίρ, όπου τις μουντές χειμωνιάτικες μέρες σε πνίγει η βαρειά μυρωδιά του κάρβουνου. Στην διάρκεια μιας τέτοιας περιδιάβασης ανάμεσα σε βρώμικους ξελεπιασμένους υγρούς τοίχους, βαδίζοντας πάνω στο ακάθαρτο οδόστρωμα, θυμάμαι την συγκίνησή μου όταν στο σούρουπο - που προσέθετε μελαγχολία στην ψυχή -, στρέφοντας κατά τύχη το κεφάλι, η ματιά μου έπεσε σε μία ελληνική επιγραφή: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» κι από κάτω την χρονολογία: «1912».
Φαινομενικά αντιφάσκω. Στην πραγματικότητα όμως ο καϋμός της πονεμένης Ρωμηοσύνης έρχεται απλώς να οξύνει ένα βαθύτερο αίσθημα, το οποίο δεν έχει να κάνει με τον ένα ή τον άλλο λαό, βρίσκεται επέκεινα της μελαγχολίας, αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο στο σύνολό του κι αγγίζει τα τρίσβαθα της ψυχής. Περνούμε έτσι αβίαστα σε ένα υπαρξιακό και συνεπώς πανανθρώπινο επίπεδο. Κι είναι αυτό, και όχι τα αυτοκρατορικά μεγαλεία, τα δικά μας ή τα δικά τους αδιάφορα, που κάνει την Κωνσταντινούπολη, να είναι η κατ’ εξοχήν, η μοναδικότατη Πόλη. Η ουσία της επομένως βρίσκεται στους αντίποδες του αυτοκρατορικού αντιφεγγίσματος για το οποίο Έλληνες και Τούρκοι δικαίως καμαρώνουν τόσο πολύ, και συνοψίζεται στις έννοιες «θνητότητα» και «φθορά».
Η Πόλη είναι σάρκινη, κι ως εκ τούτου εύθραυστη, τρωτή, τιποτένια, διαρκώς εξουθενωμένη και ταυτόχρονα είναι ακατάβλητη κι αθάνατη, καθώς μέσα από την αέναη φθορά, καμίνι όπου τήκονται και λειώνουν εκατομμύρια ανώνυμες και αφανείς υπάρξεις - κι όπου τα ίχνη των πολιτισμών που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον συνθέτουν μία σχεδόν ομοουσία πλην αενάως εναλλασσόμενη κατάσταση που ασταθώς ακροβατεί στα όρια της φθοράς, που γέρνει συνεχώς στην δύση της, χωρίς ποτέ να μεσουρανεί - γεννιούνται, βλασταίνουν, ξεπηδούν και αναπτύσσονται νέες μορφές ζωής, εξ ίσου εύθραυστες, εξ ίσου εφήμερες, εξ ίσου αφανείς και ταπεινές μ’ αυτές που προηγήθηκαν. Και τότε συγκλονισμένος, δεν μπορείς παρά να προσκυνήσεις και να θελήσεις κι ο ίδιος να σβύσεις μέσα σ’ αυτόν τον χορό.
Δεν είναι τυχαία επομένως η κεντρική σημασία που κατέχει η Πόλη στα αποκαλυπτικά κείμενα τόσο του μεσαιωνικού Ελληνισμού, όσο και των Οθωμανών, καθώς και σε άλλα, ακόμη και εντελώς σύγχρονα, κι εννοώ, επί παραδείγματι, ορισμένα αποσπάσματα από βιβλία του Ορχάν Παμούκ (όπως λχ εκείνη η συγκλονιστική περιγραφή της κοίτης του Βοσπόρου απ’ όπου έχουν αποτραβηχθεί τα νερά, ή το όνειρο-παραλήρημα στο μυστηριώδες υπέδαφος του Γαλατά στο οποίο επιβιώνει μια ονειρική υπόγεια πόλη κάτοπτρο), στα οποία έκπληκτος αναγνωρίζει κανείς την ίδια υπόγεια φλέβα, ποιητική και αποκαλυπτική που έθρεψε τα βυζαντινά «Πάτρια» ή την απόκρυφη πολίτικη αποκάλυψη του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού. Δεν είναι τυχαία η παρουσία τόσων νεκροταφείων, τόσο στα όρια του ιστορικού της περιβόλου όσο και μέσα στον αστικό της ιστό, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν τα μόνα σ’ αυτήν κτίσματα που νίκησαν τον χρόνο είναι οι ναοί του Θεού… Για μακρές περιόδους της ιστορίας της η Πόλη υπήρξε ένας τεράστιος ερειπιώνας, σχεδόν ακατανόητος για τους κατοπινούς της οικήτορες (7ος – 9 ος, 14ος – 15ος), αλλά κι ακόμη στις περιόδους ακμής, μεγάλα της τμήματα κείτονταν και πάλι σε ερείπια, ως συνέπεια των καταστρεπτικών πυρκαγιών που αφάνιζαν ολόκληρες συνοικίες…Η Πόλη καιγόταν ολόκληρη τουλάχιστον μία φορά σε κάθε αιώνα! «…Εκεί,γράφει ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος στα «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής», καθώς τα σπίτια είναι όλα καμωμένα από πυρκαϊές, οι κάτοικοι ζουν μέσα στις φλόγες/ καίγονται συνεχώς και ξαναγεννιούνται συνεχώς από την τέφρα τους, απαράλλαχτα όπως το πουλί φοίνιξ…».
Σ’ αυτό ακριβώς το εσώτερο μυστήριο της Πόλης, που όπως κάθε μυστήριο δεν χαρίζεται σε όλους, οφείλεται η απογοήτευση που νοιώθουν τόσο όσοι την επισκέπτονται γεμάτοι βυζαντινές, αυτοκρατορικές προκαταλήψεις, όσο και οι δυτικοί περιηγητές που πάγια τονίζουν στις ταξιδιωτικές τους αφηγήσεις και περιγραφές, την αντίθεση ανάμεσα στο εξαίσιο πανόραμα που εκτυλίσσεται μπροστά τους, καθώς την προσεγγίζουν από την θάλασσα, και την εικόνα παρακμής και την χαώδη αταξία που θα αντιμετωπίσουν μόλις αποβιβασθούν. Περιμένουν να συναντήσουν μια πόλη σαν και αυτές από τις οποίες προέρχονται και όχι μια πόλη που είναι η ρεαλιστική ανακεφαλαίωση και το ωμότατο σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης… Έτσι, πέραν των τίτλων των κληρονομημένων από την Ιστορία, αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος, για τον οποίον ο επίσκοπος/πατριάρχης της πόλεως αυτής δεν μπορεί παρά να λέγεται Οικουμενικός!
Κυρίες και κύριοι, Τολμώ να πω πως ο Αχιλλέας Σαμαντζής και ο Ευγένιος Δαλέζιος, φωτογραφίζοντας την Πόλη, την Πόλη τους, κινήθηκαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, (κι υπερνικώντας τους περιορισμούς της τάξεως και της εποχής τους), πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο ψυχής. Τόσο ήσαν ταυτισμένοι μαζί της. Προσπάθησα με τα δικά μου κείμενα να μη τους προδώσω.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πόσο συμμερίζομαι την συγκίνηση του κ. Μάριου Δαλεζίου γι’ αυτή την επισημότατη, αυστηρή και χαρούμενη εορτή εις μνήμην των δύο προγόνων του, που πραγματοποιείται σήμερα στην γενέτειρά του. Σ’ αυτόν αποτείνονται οι ευχαριστίες μας. Στην Πόλη όμως ανήκει, Κυρίες και Κύριοι, ακέραια η δόξα και η τιμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου