Επιτροπή
Εμπειρογνωμόνων
για την εκπόνηση
νέου Προγράμματος Σπουδών
στα Θρησκευτικά
Δημοτικου και Γυμνασιου
Αθήνα 22 Μαΐου 2012
Aπάντηση στον κ. Γιώργο Παπαθανασόπουλο
Το
κείμενο του κ. Γιώργου Παπαθανασόπουλου (Γ.Π.) με τίτλο «Θρησκευτικά και Αντβεντιστές»,
που δημοσιεύθηκε στις 14-5-2012 ταυτόχρονα σε διάφορες θρησκευτικές ιστοσελίδες
του διαδικτύου, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά μεθοδευμένης και άδικης κριτικής εναντίον του νέου Προγράμματος
Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου.
Οφείλουμε
να επισημάνουμε ότι παραπλανά ευθύς εξαρχής, διότι ακόμη και η πρώτη φράση του
«Ε! όχι και κοινά βιβλία με τους Αντβεντιστές!», δημιουργεί την εντύπωση ότι
έχουμε κοινά διδακτικά βιβλία με τους Αντβεντιστές και όχι ότι χρησιμοποιούμε
κοινή επιστημονική βιβλιογραφία. Επιπλέον αναρωτιέται κανείς, με ποιο
επιστημονικό κριτήριο ο κ. Γ. Π. θεωρεί όλους αυτούς τους επιστήμονες Αντβεντιστές;
Αλλά και ο υποκρυπτόμενος υπαινιγμός στον παραπλανητικό τίτλο «Θρησκευτικά και Αντβεντιστές»
είναι αδικαιολόγητα προσβλητικός. Το Πρόγραμμα Σπουδών και ο Οδηγός για τον
Εκπαιδευτικό, ούτε χρησιμοποιούν, ούτε παραπέμπουν, ούτε καν αναφέρουν θέσεις
Αντβεντιστών! Επομένως, αντί ο αρθρογράφος να προσπαθεί να τεκμηριώσει την
κριτική του στην αποσπασματική χρήση του πίνακα της βιβλιογραφίας, θα ήταν
καλύτερα να είχε διαβάσει ολόκληρο τον Οδηγό και να είχε προσπαθήσει να
κατανοήσει τις θέσεις και τα περιεχόμενά του. Ελπίζουμε
πως αυτή του η κρίση είναι προϊόν ελλιπούς γνώσης ή κακής διατύπωσης και όχι έντεχνη παραπληροφόρηση. Επί της ουσίας, η
Παιδαγωγική και η Ψυχολογία δεν είναι επιστήμες που αποτελούν μονοπώλιο κάποιας
θρησκείας ή ομολογίας και οι συγκεκριμένοι επιστήμονες έχουν έργο, που με τα
σύγχρονα κριτήρια (αριθμός παραπομπών, επίδραση στην περαιτέρω έρευνα)
θεωρείται θεμελιώδες για να έχει κανείς έστω μια εικόνα από την επιστημονική
συζήτηση που διεξάγεται σχετικά. Αλλά και αν τα χρησιμοποιούν οι Αντβεντιστές ή
οποιοσδήποτε άλλος για τις δικές του ανάγκες, αυτό σημαίνει ότι απαγορεύεται να
τα χρησιμοποιήσουμε και εμείς; Σε κάθε επιστημονική εργασία παρατίθεται η
διεθνής επιστημονική βιβλιογραφία επί του θέματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
οι συγγραφείς υιοθετούν όλες τις θέσεις των βιβλίων που αναφέρονται. Στη βιβλιογραφία του Προγράμματος Σπουδών και του
Οδηγού αναφέρονται αρκετοί Έλληνες παιδαγωγοί και ορισμένοι ξένοι, ανεξάρτητα
από το εάν το Πρόγραμμα Σπουδών ακολουθεί ή εφαρμόζει τις θέσεις τους. Από την
άλλη πλευρά, η κοινή χρήση μιας έγκυρης βιβλιογραφικής αναφοράς δεν σημαίνει
σύμπτωση απόψεων μεταξύ εργασιών διαφορετικής προέλευσης.
Το
κείμενο του V. Korniejczuk, στο οποίο ο κ. Γ. Π. αναφέρεται, στοχεύοντας να αναδείξει
ένα θεωρητικό μοντέλο για τη θρησκευτική ανάπτυξη που θα μπορούσε να εφαρμοστεί
στον αντβεντιστικό «πληθυσμό», αφορμάται – απολύτως λογικά – από τις βασικές
θεωρίες για την ανάπτυξη του παιδιού (θεμελιωμένες στην αναπτυξιακή θεώρηση του
Piaget). Μήπως
αυτό σημαίνει ότι και ο Piaget δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στην θεωρία και πράξη
της ελληνικής θρησκευτικής εκπαίδευσης;
Ας
μάθει λοιπόν ο κ. Γ. Π. ότι οι εργασίες των Goldman, Fowler και Oser βασισμένες σε έρευνες γύρω από τη
γνωστική (Piaget) και ηθική (Kohlberg) ανάπτυξη του
παιδιού: α) συνιστούν θεμελιώδεις θεωρίες γύρω από τη θρησκευτική ανάπτυξη, που
– ακόμη και αν ορισμένες διαστάσεις τους έχουν ξεπεραστεί – δεν μπορούμε να μην
τις λαμβάνουμε υπόψη, β) βασίστηκαν σε εκτεταμένες και εμπεριστατωμένες
εμπειρικές έρευνες που προβάλλουν τις ψυχολογικές, ηθικές, πολιτισμικές κ.ά.
βάσεις και συνιστώσες της θρησκευτικής εκπαίδευσης, γ) ανέδειξαν τους τρόπους
με τους οποίους οι μαθητές σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τη θρησκεία,
συλλαμβάνουν τόσο το βιβλικό διδακτικό υλικό όσο και τις θρησκευτικές και
θεολογικές έννοιες, δ) στόχευσαν (άμεσα και έμμεσα) στην κατανόηση των αναγκών
της αποτελεσματικής θρησκευτικής εκπαίδευσης των μαθητών. Για όλους αυτούς τους
λόγους κανένας σοβαρός μελετητής, συγγραφέας, συντάκτης προγραμμάτων σπουδών
αλλά και διδάσκαλος του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν νομιμοποιείται να μην
τις λάβει υπόψη του στον σχεδιασμό της σχολικής θρησκευτικής αγωγής.
Για
τους παραπάνω λόγους οι εργασίες των Goldman, Fowler και Oser χρησιμοποιήθηκαν τόσο από την
προτεσταντική όσο και από τη ρωμαιοκαθολική σχολική θρησκευτική εκπαίδευση
(ακόμη και την εκκλησιαστική/κατηχητική, π.χ. στην Αυστραλία), προκειμένου να
εκτιμηθούν παράγοντες γύρω από τη διδασκαλία της θρησκείας, να ανανεωθούν
στοχεύσεις και κατευθύνσεις της σχολικής διδασκαλίας, να αναθεωρηθούν αναλυτικά
προγράμματα και βιβλία και να εμπλουτιστούν οι διδακτικές πρακτικές των
εκπαιδευτικών. Και βέβαια, μια και «είμαστε το κέντρο του κόσμου», ας γνωρίζει
ο κ. Γ. Π. ότι και οι εν Ελλάδι ορθόδοξοι χριστιανοπαιδαγωγοί των Θεολογικών
Σχολών (Ε. Περσελής, Χ. Βασιλόπουλος, Ι. Κογκούλης) όχι μόνο χρησιμοποιούν και αναφέρουν
στα κείμενά τους τις παραπάνω εργασίες, αλλά τις διδάσκουν και στους φοιτητές
τους.
Ως
προς τον P. Schreiner, είναι 6 και όχι 5 οι τίτλοι στους οποίους αναφέρεται ο
Οδηγός του Εκπαιδευτικού στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου. Ωστόσο,
βιβλίο «του» (αποκλειστικά) είναι μόνον ένα που αφορά στη συγκριτική παρουσίαση
στοιχείων για την ευρωπαϊκή θρησκευτική εκπαίδευση (το τελευταίο στη λίστα
μας). Σε όλα τα υπόλοιπα που είναι συλλογικά έργα, ο P. Schreiner είναι ένας από μια
πλειάδα συγγραφέων οι οποίοι προέρχονται από διάφορες χώρες μάλιστα και
ορθόδοξες (π.χ. Kozhuharov / Ρωσία, B. Andonov /Βουλγαρία). Ενδεικτικά
αναφέρουμε: Η. Verkest (Βέλγιο), C. Bakker, G. Bertram-Troost, S. Miedema
(Ολλανδία), R. Jackson, G. Pollard, D. Lankshear (Βρετανία), S. Mc Kinney
(Σκωτία), Α. Mc Grady (Ιρλανδία), F. Pajer (Ιταλία), Luodeslampi (Φινλανδία),
G. Skeie (Νορβηγία), J.P. Willaime (Γαλλία) κ.ο.κ. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς
ότι οι συγγραφείς δεν είναι αποκλειστικά προτεστάντες. Τα δε βιβλία δεν
εκδίδονται αποκλειστικά από το Comenius, αλλά σε συνεργασία με το δίκτυο ICCS
(Intereuropean Commission on Church and School).
Αν
στις παρατηρήσεις του ο P. Schreiner έχει λάθη ή ανακρίβειες, αυτό το επισημαίνει η
κριτική και γίνεται αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης. Ούτως ή άλλως κανείς
δεν αντιγράφει δουλικά στη διδακτική πράξη ό,τι διαβάσει, πολλώ μάλλον, όταν
πρόκειται για θεωρητικές μελέτες. Η βιβλιογραφία δίνει στον εκπαιδευτικό
δυνατότητες για επιλογή και διαμόρφωση προσωπικής διδακτικής στρατηγικής. Ο κ.
Γ. Π. αποσιωπά την πλούσια βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, που παρέχει ο
Οδηγός του Εκπαιδευτικού και απομονώνει ό,τι κατά την κρίση του μπορεί να
χρησιμοποιηθεί εναντίον του νέου Προγράμματος Σπουδών. Εξάλλου, η προσπάθεια
θεμελίωσης του ισχυρισμού ότι ο Οδηγός έχει «προτεσταντική έμπνευση» στο
γεγονός ότι τα Νέα Προγράμματα Σπουδών έχουν ενταχθεί από το ελληνικό κράτος
στη χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ είναι επίσης ακατανόητη και παραπλανητική.
Στην επιστημονική κοινότητα, υπάρχουν διάφοροι αποδεκτοί
τρόποι για οργάνωση-παράθεση των παραπομπών. Στη σύγχρονη ελληνική και ξένη
ακαδημαϊκή βιβλιογραφία είναι κυρίαρχη πλέον η τάση της καθιέρωσης του
συστήματος αναφοράς «Όνομα συγγραφέα-έτος έκδοσης βιβλίου» που έχει πολλά
πλεονεκτήματα. Εξυπακούεται ότι το ειδικό αναγνωστικό κοινό μιας επιστημονικής
εργασίας γνωρίζει τη βιβλιογραφία επί του θέματος και μπορεί να διασταυρώσει
τις πληροφορίες. Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι ο κ. Γ. Π., παρόλο το διδακτικό
ύφος του περί μεθοδολογίας, δεν γνωρίζει βασικά πράγματα απ’ αυτήν.
Ενδεχομένως, το γεγονός αυτό εξηγεί και τη στάση του. Ακόμη και ένας
προπτυχιακός φοιτητής που συγγράφει μια απλή φροντιστηριακή εργασία, γνωρίζει
ότι στη βιβλιογραφία οι τίτλοι αυτοτελών έργων δεν έχουν αριθμό σελίδων, παρά
μόνο αν πρόκειται για άρθρα ή λήμματα. Σημασία έχει ο συγγραφέας να αναπαράγει
σωστά τις πληροφορίες και όχι να δίνει την εντύπωση ότι γράφει στο γόνατο, όπως
κάνει ατυχώς ο κ. Γ.Π., που αναφέρει τα βιβλία χωρίς τα υπόλοιπα βιβλιογραφικά
στοιχεία, που αναγράφει τον ένα συγγραφέα ως R. Oser (αντί Fritz Oser, όπως σωστά γράφει ο Οδηγός), ή που
παραπέμπει σε έργο με παραποιημένο τον τίτλο «Λαυσαϊκές ιστορίες» (…!).Εάν ο
αρθρογράφος ήταν θεολόγος ή εκπαιδευτικός θα απέφευγε αρκετά από τα
αδικαιολόγητα λάθη στα οποία υπέπεσε. Ποια είναι η εγκυρότητα της κριτικής του,
όταν μάλλον με τη βοήθεια λεξικών (και όχι με βάση την επιστημονική
βιβλιογραφία ή έστω τη διδακτική εμπειρία) προσπαθεί να προσεγγίσει έννοιες
όπως είναι το «brainstorming»; Εάν έκανε τον κόπο να διαβάσει ολόκληρο τον Οδηγό, τον
οποίο ισχυρίζεται ότι έχει διαβάσει, θα διαπίστωνε ότι είναι διαδεδομένη
τεχνική διδασκαλίας με διάφορες ονομασίες στην ελληνική βιβλιογραφία και
διδακτική πρακτική, όπως «καταιγισμός αυθόρμητων ιδεών», «ιδεοκαταιγισμός»,
«καταιγισμός ιδεών», «ιδεοθύελλα» κ.ά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν είναι
«ομαδική εργασία προς επίλυση προβλήματος». Οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός με
στοιχειώδεις γνώσεις διδακτικής μπορεί να διακρίνει τον «καταιγισμό ιδεών» από
τη διδακτική τεχνική της «επίλυσης προβλήματος».
Αλγεινή, τέλος, εντύπωση μας προκαλεί το
γεγονός ότι ο κ. Γ.Π. αγνοεί τη μεγάλη σχετική συζήτηση και τα πάμπολλα
ορθόδοξα έργα που έχουν γραφτεί στις μέρες μας για ζητήματα ανεκτικότητας,
δικαιωμάτων, περιβάλλοντος κλπ., θεωρώντας ότι αυτά δεν πρέπει να απασχολούν
τον πραγματικό Χριστιανό («δεν είναι ζητούμενα»), διότι αρκεί η παράδοση που με
ευκολία κατέχουμε κληρονομικά και αποκλειστικά («δεν έχουμε ανάγκη
διδασκάλων»)· που δεν υποψιάζεται ότι χρέος της Θεολογίας είναι η δυναμική
ερμηνεία και μαρτυρία αυτής της παράδοσης στην σύγχρονη πραγματικότητα. Έτσι, ο
αρθρογράφος ισχυρίζεται ότι υπάρχουν θέματα όπως «το περιβάλλον, τα δικαιώματα
του ανθρώπου, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό, η αγάπη στον συνάνθρωπο, ο
σεβασμός της άποψης και της αντίληψης του άλλου» που είναι «αυτονόητα για
ένα Ορθόδοξο Χριστιανό αλλά που προφανώς δεν είναι στις εκκοσμικευμένες
προτεσταντικές κοινωνίες της Αγγλίας και των ΗΠΑ». Μια και ο αρθρογράφος
δείχνει ευαισθησία στις έννοιες των λέξεων, τι σημαίνει «αυτονόητα»; Εννοεί ότι
είναι περιττή η Ορθόδοξη προσέγγιση για τον Ορθόδοξο μαθητή μια και είναι
αυτονόητη; Ακόμη κατά τον αρθρογράφο τα θέματα της Παλαιάς και της Καινής
Διαθήκης που αναφέρονται στο Πρόγραμμα Σπουδών δεν πρέπει να διδάσκονται στο
ελληνικό σχολείο, επειδή «θα μπορούσαν να διδαχθούν αυτούσια και σε όποια άλλη
Χριστιανική Ομολογία, ακόμη και σε αιρετικές παραφυάδες, όπως οι Αντβεντιστές»;
Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη είναι αποκλειστικό κτήμα των αιρετικών παραφυάδων;
Κατακλείοντας,
ευελπιστούμε το κείμενο του κ. Γ. Π. να είναι μια ακόμη αφορμή, για να
κατανοηθεί το μέγεθος και η ποιότητα της εργασίας, μαζί με τις επιστημονικές
προϋποθέσεις και θεολογικές στοχεύσεις του νέου ΠΣ των Θρησκευτικών, αλλά και η
αναντίστοιχα πρόχειρη – πάντως όχι καλόβουλη και εποικοδομητική – και στρατευμένη κριτική που του ασκείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου