(Μιὰ ἀκόμα ἐπίσκεψη στὸν ἀξεπέραστο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη)
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πέργης κύριον Εὐάγγελον, τὸν Ποιητὴ τῆς Πόλης, υἱϊκὸς Ἀναστάσιμος χαιρετισμὸς
Θεώρησα καλό, χρονιάρα μέρα ποὺ ξημερώνει, γιατὶ τέτοια μέρα εἶναι ἡ Πρωτομαγιά, νὰ παρουσιάσω κάποιες παλιές, νοσταλγικὲς εἰκόνες τῆς Σκιάθου τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ., τότε δηλαδή, ὅπου ἁγνότητα καὶ κάλλος συνταιριάζονταν μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀλληλοσεβασμό. Κάτι ποὺ φτάσαμε πολλοὶ ἀπό μᾶς, μέχρι τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁπότε κι ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση: ἐκείνη τῆς «ἀξιοποίησης» τῆς γῆς καὶ φυσικά, ἡ ἀπουσία συνειδητῆς διάσωσης ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ μὲ τὰ χρόνια μεταλλάσσονταν καὶ νοθεύονταν.
Μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀξεπέραστο Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο τῆς παντέρπνου νήσου τῶν λογίων, τῆς Σκιάθου, θὰ προσπαθήσω νὰ παρουσιάσω κάποιες χαριτωμένες εἰκόνες τοῦ χθὲς, ἔτσι, γιὰ ν᾿ ἀνασάνουμε γνήσια εὐωδία τῶν τρυφερῶν ἐκείνων ἐποχῶν, ποὺ ἀναμφισβήτητα ἀναπαύουν στοὺς σκληροὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε.
«Τὰ Βακούφικα» εἶναι ἕνα διήγημα τοῦ Μωραϊτίδη, τὸ ὁποῖο δημοσιεύτηκε πρὶν ἀπό 121 χρόνια στὴ «Νέα Ἐφημερίδα» τὶς μέρες τῆς Πρωτομαγιᾶς τοῦ ἔτους ἐκείνου. Μάλιστα ἠ σύνταξη τῆς ἐφημερίδας ἀναφέρει μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸ σχόλιό της: «Σήμερον εἴμεθα εἰς τὴν πρωτομαγιάν. Τί ὡραῖαι, τί δροσοστάλακτοι περιγραφαί, ἐφάμιλλοι τῶν τοῦ Ζολᾶ... Ὅλη ἡ φύσις μὲ τ᾿ ἄνθη καὶ τ᾿ ἀνθύλλιά της τ᾿ ἄγρια, ζῇ χαρωπὴ καὶ στίλβουσα ἐν τῶ δωματίῳ μας, ἀκριβῶς σήμερον ποὺ πανηγυρίζωμεν ὄντως καὶ τὴν πρωτομαγιάν... Ἀπαράμιλλος τέχνη βαθείας ψυχολογικῆς ποιήσεως». Καὶ νομίζω πὼς ὁ συντάκτης τῆς «Ν.Ε» δὲν ἔχει ἄδικο, γιατὶ οἱ περιγραφὲς τοῦ Μωραϊτίδη εἶναι ἀξεπέραστες, ζωντανὲς καὶ πάντα μὲ ποιητικὴ χροιὰ συνταγμένες. Ἄς τὸν προσέξουμε καὶ περισσότερο, ἄς κοιτάξουμε νὰ ξεπεράσουμε τυχὸν προκαταλήψεις ποὺ μᾶς δημιουργεῖ τὸ γλωσσικό του ὕφος. Γιατί, μακάρι νὰ ξέραμε τὰ γράμματα τοῦ Μωραϊτίδη...
«Ἐξημέρωνεν ἡ πρωτομαγιά. Αἱ πρῶται τῆς αὐγῆς ἀκτῖνες διεπέρων ἤδη τὸν μελανὸν ὀρίζοντα ὄπισθεν τοῦ ὁποίου ἤρχισε νὰ ὑποφέγγῃ λαμπρὰ ἡμέρα · τὰ ἄστρα ἐξηφανίζοντο καὶ ἐσβέννυντο τὸ ἕν κατόπιν τοῦ ἄλλου ὡς σβέννυνται αἱ λαμπάδες μία-μία τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα. Κατὰ σειρὰν ἕνα-ἕνα ἐξεχωρίζοντο τὰ κατάφυτα βουνὰ, καὶ μόνον οἱ ἀμπελῶνες τοῦ κάμπου ἦσαν ἀκόμη σκεπασμένοι ἀπό τὴν σκοτεινὴν τῆς νυκτὸς ὀμίχλην... Αὔρα δροσερὰ κ᾿ εὐώδης ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ ἀπό τὸ βουνὸν τοῦ παπα-Ἱερεμία ὡς εὐλογία ἀπό τῆς ὁλονυκτίου προσευχῆς τοῦ ἀσκητοῦ, ἡδέως ἀρωματισμένη ἐκ τοῦ θυμιάματος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἀνθέων τοῦ κόσμου».
Ἡ ἔξοδος πρὸς τὴν ὕπαιθρο τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀναμφισβήτητα ἀρχαῖο ἔθιμο ποὺ οἱ παλιότεροι διακρατοῦσαν μὲ εὐλάβεια. «Ἡ θειὰ Ζωΐτσα συνήθιζε κατ᾿ ἔτος τὴν πρωτομαγιὰ νὰ μεταβαίνῃ εἰς τὸν ἀμπελῶνα μετὰ τῶν θυγατέρων της <νύχτα-νύχτα>. Καὶ διότι πιστὴ εἰς τὰ πάτρια δὲν ἤθελε νὰ παραμελήσῃ μίαν ὡραίαν συνήθειαν, ἡ ποιητικοτάτη τὴν καρδίαν γραῖα...’Ξήρχοντο ἤδη συντροφίαι φαιδραὶ διὰ τὴν πρωτομαγιὰν, ὧν ἡ γελόεσσα ἰαχὴ ἐξεχύνετο πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις καὶ ἐχάνετο εἶτα μέσα εἰς τοὺς θάμνους καὶ τοὺς κήπους καὶ τοὺς ἀγρούς».
Ὅσοι είχαμε τὴν εὐλογία νὰ ζήσουμε σὲ μικρὰ νησιώτικα χωριά, σὲ χρόνια ποὺ περίσσευε ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ γῆ, θυμόμαστε μὲ συγκίνηση αὐτὲς τὶς πρωϊνὲς ὧρες ὅπου ὅμιλοι χωρικῶν ξεκινοῦσαν, ἄλλοι μὲ τὰ πόδια, ἄλλοι πάνω σὲ ὑποζύγια (γαϊδουράκια ἤ μουλάρια)-αὐτοκίνητα δὲν ὑπῆρχαν τότε- γιὰ τὴν ἐξοχὴ λέγοντας μὲ ὄρεξι τὸ γνωστὸ τραγούδι:
Ο Μάϊος μᾶς ἔφτασε/ ἐμπρὸς βῆμα ταχύ/ νὰ τὸν προϋπαντήσουμε παιδιὰ στὴν ἐξοχή». Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ στιγμὲς μυρωμένες ἀπ΄πο τὰ μαγιάτια τὰ τριαντάφυλλα, ποὺ στόλιζαν ὅλες τὶς ἐξώπορτες τῶν σπιτιῶν, ἀλλὰ κι ἀπὸ φρεσκοβρασμένο γίδινο ἤ πρόβιο γάλα...
«Κάτω...ὅπου διηνοίγετο εὐρὺ χωράφιον ἐθεᾶτο συντροφία πολυάριθμος τριῶν-τεσσάρων οἰκογενειῶν συγγενικῶν, αἵτινες ἄρτι ἐξεπέζευον μὲ θορυβώδη χαρὰν καὶ γέλωτας καὶ ἄσματα, ἐλθοῦσαι νὰ διασκεδάσωσι τὴν φαιδρὰν τῆς πρωτομαγιᾶς ἡμέραν... Παρῆλθεν ἡ μεσημβρία. Τότε αἱ τρεῖς γυναῖκες-ἡ θειὰ ἡ Ζωΐτσα δηλ. καὶ οἱ κόρες της- ἐκάθισαν ὑπὸ την καρυδέαν, εἰς τὸν δροσερὸν ἴσκιον της νὰ ξεκουρασθῶσιν καὶ νὰ φάγωσι τὸ λιτὸν γεῦμα των ἄρτον, τυρὸν καὶ μοσχοβολοῦντα πλατοκούκια ἀρτιδρεπῆ καὶ στάζοντα δρόσον ἀκόμη. Εἰς τὸ ἀντικρυνὸν χωράφιον ἐβούιζεν ἡ χαρὰ καὶ ἡ φαιδρότης τῶν εὐθυμούντων. Φωναὶ παιδίων, ἄσματα νεανίδων, καγχασμοὶ γυναικῶν, διαταγαὶ ἀνδρῶν, προπόσεις πυκναὶ καὶ γελαστικαί, κάπου-κάπου κλαυθμὸς ὀξὺς κανενὸς νηπίου ἀπετέλουν πολύφωνον συναυλίαν συμποτικοῦ γεύματος, ὅπερ εἶχε στρωθῆ ὑπὸ πυκνόφυλλον ὑψηλὴν δρῦν... Αὐτὰ εἶναι τῆς ἐξοχῆς τὰ ἡδέα καὶ ἁπλᾶ... (Καὶ) μετὰ τὸ πλουσιώτατον γεῦμα, εἶχεν ἀρχίσει κατὰ τὸ σύνηθες ὁ χορὸς καὶ ἤδη διὰ μέσου τῶν φυλλοφόρων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου ἔφθανον σαφῶς μέχρι τῆς καρυδέας αἱ λέξεις τοῦ ἄσματος τῆς καμάρας:
Καμάρα χτί-καμάρα χτί-
Καμάρα χτίζω στὸ γιαλὸ
Καμάρα δὲ στεργιώνει
Νὰ ζῆτε λέι τ᾿ ἀηδόνι.
Ἔλα πουλί μου ἔλα,
Μοσκοκάρφια καὶ κανέλλα».
Τὸ ἴδιο εὔθυμη εἶναι καὶ ἡ ἐπιστροφὴ. Μιὰ ἐπιστροφὴ ραντισμένη μὲ εὐχὲς γιὰ νὰ ξανασμίξουν τοῦ χρόνου...
Μόνο ποὺ ὑπῆρξε μιὰ τελευταῖα φορὰ ὅπου πῆγαν στὴν ἐξοχὴ, γλέντησαν, χόρεψαν χάρηκαν κι ὕστερα ὅλα τέλειωσαν.
Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ὑπάρχει ὁ πάντα νοσταλγικὸς καὶ λάτρις τῆς πατρίδας του, ἀλλὰ καὶ τῆς λεπτομέρειας γιὰ μᾶς ἐπιστρέφει κάθε χρόνο τέτοια μέρα σὲ ἀρυτίδωτες εὐλογημένες συνήθειες τοῦ χτές.
Χρόνια Πολλά.
παπα-Κων. Ν. Καλλιανός (Σκόπελος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου