Κείμενο - φωτογραφίες: Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος
Παρουσιάστηκε
απόψε στο κεντρικό κτήριο του Μουσείου
Μπενάκη ο τόμος Για
τη Μουσική, με κείμενα του συνθέτη
Γιώργου Σισιλιάνου (1920-2005), σε επιστημονική
επιμέλεια της συζύγου του Έλλης
Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου. Πρόκειται για
μια έκδοση (446 σελίδες) του Μουσείου
Μπενάκη σε συνεργασία με το Κέντρο
Ελληνικής Μουσικής (Αθήνα 2011).
Ο
τόμος περιλαμβάνει μια επιλεγμένη και
οργανωμένη σε θεματικές ενότητες σειρά
κειμένων του συνθέτη Γιώργου Σισιλιάνου,
τα οποία αναδεικνύουν την ευρύτητα του
θεωρητικού του προβληματισμού και την
αγωνία του για την πορεία των μουσικών
πραγμάτων, ήδη από τη δεκαετία του
1950.
Κείμενα (εισηγήσεις, συνεντεύξεις, δημοσιεύσεις) για τη μουσική παιδεία και τη μουσική πολιτική στην Ελλάδα, κείμενα θεωρητικού προβληματισμού, διαλέξεις πάνω στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, καθώς και σύντομες αναλύσεις των έργων του αποτελούν το περιεχόμενο του τόμου αυτού, που φιλοδοξεί, και το πετυχαίνει, να αναδείξει τον συνθέτη πέραν της μουσικής δημιουργίας.
Κείμενα (εισηγήσεις, συνεντεύξεις, δημοσιεύσεις) για τη μουσική παιδεία και τη μουσική πολιτική στην Ελλάδα, κείμενα θεωρητικού προβληματισμού, διαλέξεις πάνω στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, καθώς και σύντομες αναλύσεις των έργων του αποτελούν το περιεχόμενο του τόμου αυτού, που φιλοδοξεί, και το πετυχαίνει, να αναδείξει τον συνθέτη πέραν της μουσικής δημιουργίας.
Την
εκδήλωση χαιρέτισε ο Διευθυντής του
Μουσείου Μπενάκη καθηγητής Άγγελος
Δεληβοριάς, ο οποίος ευχαρίστησε τους
συντελεστές της έκδοσης και αναφέρθηκε
στις εκθέσεις και τα κατά καιρούς
αφιερώματα του μουσείου στον συνθέτη
Γιώργο Σισιλιάνο.
Για
το βιβλίο - μανιφέστο, θα λέγαμε, του
Σισιλιάνου για τη μουσική, μίλησαν απόψε
οι: Γιώργος
Δεμερτζής, βιολονίστας, ιδρυτής του
Νέου Ελληνικού Κουαρτέτου (το οποίο
έχει ηχογραφήσει όλα τα Κουαρτέτα
Εγχόρδων του συνθέτη), ο συνθέτης
Μηνάς Ι. Αλεξιάδης, αναπληρωτής καθηγητής
στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Αθηνών, ο αρχιμουσικός
Νίκος Τσούχλος, Καλλιτεχνικός Διευθυντής
του Μεγάρου Μουσικής και ο Γιάννης
Τσελίκας, μουσικολόγος και εκδότης του
Κέντρου Ελληνικής Μουσικής.
Ο
Γιώργος Δεμερτζής αναφέρθηκε στη
γνωριμία του με το συνθέτη και σε
...προφητικά κείμενα του Σισιλιάνου για
τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα και
κατέθεσε με παρρησία τις προσωπικές
του απόψεις γύρω από την κατάσταση στα
μουσικά πράγματα της χώρας σήμερα.
Ο
Μηνάς Αλεξιάδης κόμισε τις διδαχές του
Σισιλιάνου γύρω από τη σύνθεση (μέσα
από τις συζητήσεις που είχε μαζί του)
τις οποίες έλαβε σοβαρά υπ' όψιν του για
τη δική του συνθετική πορεία: το μέτρο
είναι το ζητούμενο σε μια μουσική
σύνθεση, ενώ πρέπει να λαμβάνονται υπ'
όψιν σοβαρές παράμετροι όπως η φόρμα
του έργου, η κατεύθυνση (πώς, π.χ., προχωρεί
μια μελωδική γραμμή ενώ η άλλη παραμένει
σταθερή), η υφή και ευληπτότητα (πόσες,
λόγου χάριν, μελωδικές γραμμές μπορεί
να προσλάβει ο ακροατής ακούγοντας ένα
έργο), το timing
και
η ενορχήστρωση (ο Σισιλιάνος θεωρούσε
τον εαυτό του αυτοδίδακτο στην
ενορχήστρωση). Ο Μηνάς Αλεξιάδης έκλεισε
την αναφορά του προτρέποντας όλους όσοι
ήμασταν εκεί απόψε να ακούμε τα έργα
του Γιώργου Σισιλιάνου και να διαβάζουμε
τα κείμενά του.
Ο
Νίκος Τσούχλος μίλησε για τον Σισιλιάνο
και τον μοντερνισμό στον οποίο ανήκε,
έθεσε το ζήτημα της ελληνικότητας που
απασχόλησε πολύ τον Σισιλιάνο και είπε,
εν κατακλείδι, ότι τα κείμενα που
περιλαμβάνονται στον τόμο είναι "κείμενα
επιστημονικής φαντασίας του μέλλοντος",
υπογραμμίζοντας έτσι την πρωτοποριακή
σκέψη του συνθέτη που παραμένει επίκαιρη
μέχρι σήμερα.
Τέλος,
ο Γιάννης Τσελίκας αναφέρθηκε στην καλή
συνεργασία του Κέντρου Ελληνικής
Μουσικής με το Μουσείο Μπενάκη για την
έκδοση του τόμου (ευχαριστώντας και τον
υπεύθυνο εκδόσεων του Μουσείου Δημήτρη
Αρβανιτάκη), μίλησε επιγραμματικά για
τις δραστηριότητες του Κέντρου (το οποίο
έχει εκδώσει, μεταξύ πολλών άλλων, και
τις παρτιτούρες της 2ης Συμφωνίας και
του Κουϊντέτου για πιάνο του συνθέτη),
τόνισε και αυτός την επικαιρότητα των
κειμένων του Σισιλιάνου, κάνοντας και
συγκεκριμένες αναφορές στην σημερινή
μουσική πραγματικότητα, διαγράφοντας,
π.χ., ζοφερό - φευ! - το μέλλον για τις
συμφωνικές ορχήστρες.
Η
εκδήλωση έκλεισε με ευχαριστίες της
συζύγου του συνθέτη Έλλης Γιωτοπούλου - Σισιλιάνου προς το Μουσείο
Μπενάκη για όλη την προβολή του έργου
του Γ.Σ. και προανήγγειλε μια έκθεση με
το σύνολο του συνθετικού έργου του
σπουδαίου αυτού δημιουργού "σοβαράς
μουσικής", όπως έλεγε κι ο ίδιος.
Στην
εκδήλωση παρέστησαν: ο συνθέτης Γιώργος
Κουρουπός, ο μαέστρος Δημήτρης Αγραφιώτης,
ο φιλόμουσος γιατρός, αειθαλής Θάνος
Κωνσταντινίδης, η Έλλη Σολομωνίδη -
Μπαλάνου, η διευθύντρια της Μεγάλης
Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος "Λίλιαν
Βουδούρη" Στεφανία Μεράκου, ο ακάματος
εργάτης της Ελληνικής Μουσικής
μουσικολόγος και κλαρινετίστας Γιάννης
Σαμπροβαλάκης, ο οποίος μαζί με τον
Γιάννη Τσελίκα έχουν στήσει το ΚΕΜ και
κάνουν σπουδαία δουλειά, η συνθέτρια
και μουσικολόγος Δώρα Παναγοπούλου, η
μουσικολόγος Βάλια Χριστοπούλου
(συνέταξε τον Κατάλογο τον έργων
Σισιλιάνου), ο διευθυντής του Ωδείου
Κόνταλυ Μιχάλης Πατσέας, η σολίστ στη
βιόλα Αγγέλα Γιαννάκη κ.α.
Παραθέτουμε
στη συνέχεια αποσπάσματα από την ομιλία
του Γιώργου Δεμερτζή, ο οποίος επέλεξε
ένα πολύ εύστοχο κείμενο του Σισιλιάνου
για την μουσική κατάσταση στην Ελλάδα,
το ακόλουθο:
Και
σε άλλους τόπους ίσως να υπάρχουν ανάλογα
προβλήματα, ίσως ακόμα και αντίστοιχοι
περιορισμοί και παρ’ όλ’ αυτά, τα
καλλιτεχνικά τους ιδρύματα να λειτουργούν
ομαλά. Εκεί όμως έχει, από αιώνες πριν,
δημιουργηθεί μια παράδοση. Υπάρχει ένα
πλαίσιο πολιτιστικού προγραμματισμού,
εκπονημένο από το σύνολο της πολιτικής
ηγεσίας, σύμφωνα με τις ανάγκες και
απαιτήσεις της κοινή γνώμης – πλαίσιο
που δημιουργεί ένα πνεύμα συνεργασίας
μεταξύ των παραγόντων της πολιτιστικής
ζωής.
Γιατί
εκεί, ανεξάρτητα αν πρόκειται για χώρα
πλούσια ή φτωχή, δεν συζητείται πχ. Το
γεγονός ότι η τέχνη στοιχίζει, και
στοιχίζει μάλιστα ακριβά, αφού είναι η
βιτρίνα και ο καθρέπτης του πολιτισμού
της χώρας. Ότι οι δημιουργοί και
καλλιτέχνες είναι οι φορείς αυτού του
πολιτισμού και όχι οι επαίτες, ή, ακόμα
χειρότερα, οι ευνοούμενοι της αυλής των
κάθε λογής επιτηδείων . και τέλος, ότι
η ενίσχυση και προβολή της εθνικής
δημιουργικής προσπάθειας δεν είναι
χαριστική πράξη για την οποία ζητούνται
τυχόν ανταλλάγματα, αλλά αυτονόητο
καθήκον και μαζί υποχρέωση προσφοράς
στην πολιτιστική ιστορία του τόπου.
Το παν
είναι ζήτημα παιδείας. Βιώσιμη όμως
παιδεία δεν γίνεται από τη μία στιγμή
στην άλλη, ούτε και επιβάλλεται εκ των
άνω από αυτοσχέδιους Μεσσίες ή με
αβασάνιστα νομοσχέδια, που περιπλέκουν
πιο πολύ παρά διευκολύνουν τη λύση
μερικών από τα ήδη λεπτά και περίπλοκα
προβλήματα της πολιτιστικής ζωής του
τόπου.
Τέτοια
παιδεία στην Ελλάδα σήμερα δυστυχώς
δεν υπάρχει. Και την έλλειψή της μαρτυρεί
η ίδια η πολιτική ηγεσία, που δεν είναι
σε θέση να εκτιμήσει την τεράστια σημασία
του πολιτισμού σε όλες του τις εκδηλώσεις.
Γι αυτό και θεωρεί την τέχνη ως απλή
αναψυχή και, ίσως μάλιστα, αργόσχολη
απασχόληση, τη δημιουργική καλλιτεχνική
εργασία ως προσφορά πολυτελείας και
τις πολιτιστικές δαπάνες ως βάρος
δυσβάστακτο και ανώφελο, πάνω στο οποίο
είναι ανάγκη να γίνονται όλε οι
δυνατές και αδύνατες περικοπές.
Και
σχολιάζει ο Γιώργος Δεμερτζής:
Σε
αυτό το σημείο θα ήθελα να παραθέσω,
μιμούμενος τον συνθέτη - ομιλητή του
1961 στην Θεσσαλονίκη, τις δικές μου
καθαρά προσωπικές απόψεις για τις
εξελίξεις στα θέματα που θίγει ο Γιώργος
Σισιλιάνος στα κείμενά του.
Εξελίξεις
υπήρξαν και το μέγεθός των ήταν καταλυτικό.
Σε ένα μεγάλο ποσοστό ακολούθησαν τις
παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές
ανακατατάξεις από τα μέσα της δεκαετίας
του 80 και εδώθε. Στην χώρα μας, υπήρξαν
επιλογές, από πρόσωπα που διέθεταν την
αποτελεσματική ισχύ να πραγματοποιούν
τις ιδέες των και προτεραιότητες,
βασισμένες σε τελείως διαφορετικές
ιδεολογικές βάσεις από αυτές που
διετύπωσε ο Γιώργος Σισιλιάνος. Ο οποίος, χρησιμοποιούσε την διάσταση «έλληνας»
«ελληνικό» «εμείς» οι «ξένοι» με τέτοια
πίστη και συχνότητα, ώστε να θυμίζει
υπερπατριώτη εθνικιστή που φυσικά δεν
ήταν. Μερικές από αυτές τις επιλογές
που επεκράτησαν, βοηθούσης και της
οικονομικής συγκυρίας, μας οδήγησαν
έως και λίγα μόλις χρόνια πριν, να
μοιάζουμε με ένα πολιτιστικό παράδεισο,
ή, αν θέλετε την καρικατούρα ενός
παραδείσου. Οι κατάλληλες για την
λειτουργία της μουσικής πράξης υποδομές,
κτιριολογικά τουλάχιστον, κυριολεκτικά
περισσεύουν, ιδίως σήμερα. Σκεφτείτε
πως μέχρι και το τέλος της δεκαετίας
του ΄80 οι συμφωνικές συναυλίες στην
Αθήνα φιλοξενούνται ακόμα σε αίθουσες
κινηματογράφων.
Ο αριθμός
των συμφωνικών ορχηστρών αυξάνεται
ιλιγγιωδώς θυμίζοντάς μου ανάλογο
εξαγγελίας χουντικού υπουργού: κάθε
πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γήπεδο
σε κάθε πόλη και συμφωνική ορχήστρα,
κάθε χωριό και κουαρτέτο εγχόρδων… Η
Χαλκίδα, γενέτειρα του Σκαλκώτα, έχει
για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο
συμφωνικές ορχήστρες. Η Κρήτη, κουαρτέτα
και συμφωνιέτες. Ο Βόλος και η Λάρισα
ξεχωριστές Συμφωνικές Ορχήστρες.
Γεμάτες συνήθως από εξαιρετικούς
κατά τα άλλα μουσικούς, προϊόντα
χωρών που εφάρμοσαν όχι μόνο ολοκληρωμένα
αλλά και ολοκληρωτικά συστήματα
εκπαίδευσης μουσικών, γεμίζοντας με
όλα τα καλά αλλά και κακά που μπορεί
κανείς να φανταστεί τον κόσμο όλο μετά
την κατάρρευση του τείχους που τους
συγκρατούσε. Η μέθοδος αυτή, χρήσης
έτοιμου και φτηνού εργατικού δυναμικού,
όχι μόνο θα λύσει προσωρινά το θέμα
της στελέχωσης των χάρις στην ίδρυση
και λειτουργία του Μεγάρου, εν
μιά νυκτί, ανεξάρτητων πλέον
ορχηστρών. Θα μας απαλλάξει από την
ανάγκη να φτιάξουμε αυτούς τους μουσικούς
που θα ήταν απαραίτητοι εμείς οι ίδιοι,
ακυρώνοντας στην πράξη κάθε σοβαρή
προσπάθεια ανάλογης αναβάθμισης στο
θέμα της μουσικής παιδείας με αυτή που
έφερε το Μέγαρο στη ίδια την μουσική
ζωή της χώρας μέσω της πλούσιας, έως
και πληθωρικής συναυλιακής κυρίως
δραστηριότητος. Η ίδια φυσικά ιλιγγιώδης
άνοδος, επρόκειτο, δοθείσης της
συγκυρίας, να ακολουθηθεί από ανεξέλεγκτη
πτώση, που παρακολουθούμε στις μέρες
μας, αδύναμοι να πραγματοποιήσουμε
εκτιμήσεις για την όλη κατάσταση αφού
τα συντρίμμια ακόμα φλέγονται και οι
επιζώντες τρέχουν ακόμα πανικόβλητοι
να σωθούν.
Μία άλλη
όμως πραγματικότητα με την αδιάψευστη
αλήθεια αριθμών, υπάρχει, την βλέπουμε,
την εποχή που λεφτά υπάρχουν και μάλιστα
άφθονα: επιτρέψτε μου ενδεικτικά να
αναφέρω πως:
Το τέταρτο
κουαρτέτο του Σισιλιάνου μαζί με το
τέταρτο κουαρτέτο του Σκαλκώτα αλλά
και τα τέταρτα κουαρτέτα των Δραγατάκη,
Λιάλιου ή Θεοδωράκη, παίζονται τα
τελευταία τριάντα χρόνια μόλις μία φορά
στην πόλη μας από γνωστούς αγνώστους.
Αρκετή όπως φαίνεται για να βγάλουμε-
και ας μην πήγαμε να τ’ ακούσουμε- τα
μάλλον αρνητικότατα για αυτά τα έργα
συμπεράσματά μας, αφού δεν χρειάστηκε
να τα ξαναπαίξουμε. Το ίδιο και για τα
κοντσέρτα για βιολί του Σισιλιάνου αλλά
και του Σκαλκώτα. Και ας κοντεύει το
αδελφό κοντσέρτο του Άλμπαν Μπεργκ να
μπει μέχρι και στο σχολικό ρεπερτόριο,
όχι βέβαια για το εύληπτο της μουσικής
γλώσσας που χρησιμοποιεί, αλλά αφού
πεισθήκαμε μετά τις απανωτές «ερμηνείες»
του πως –τελικά- είναι και πράγματι
είναι, ωραίο.
Αυτό που
για το Γιώργο Σισιλιάνο, όπως μέσα
από τα κείμενά του φαίνεται ως
«αυτονόητο καθήκον» σημειώστε
παρακαλώ την λέξη «καθήκον» για την
προβολή και διάσωση στο τέλος-τέλος της
Ελληνικής δημιουργίας, δεν μοιάζει
καθόλου αυτονόητο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου