Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ
«Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι επίκαιρος και παρών σήμερα πρώτ’ απ’ όλα γι’ αυτό το αίσθημα της ξενιτείας που ένοιωθε, όταν έφτασε από το νησί του στην Αθήνα, που σήμερα είναι ακόμα πιο έντονο για όσους προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή τους σε σχέση με την Εκκλησία. Ξένοι και πάροικοι νοιώθουμε σήμερα κι εμείς μέσα στο σύγχρονο εικονικό κόσμο, όχι μόνο οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22 , όχι μόνο οι Κύπριοι πρόσφυγες του ‘74, και όχι μόνο στις πόλεις όπως άλλοτε αλλά και μέσα στα ίδια τα χωριά μας πλέον», τόνισε ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος σε ομιλία του σε τιμητική εκδήλωση στην κωμόπολη της Κακοπετριάς για τον μεγάλο Σκιαθίτη συγγραφέα.
Στην ομιλία του ο Μητροπολίτης Μόρφου μεταξύ άλλων επεσήμανε και τα εξής:
-Σ’ αυτή την εποχή της κρίσης, στρεφόμαστε προς τον Παπαδιαμάντη, ακολουθώντας την προτροπή του Ελύτη στο Άξιον εστί «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», γιατί ο Παπαδιαμάντης μας μιλά για τη βαθύτερή μας ταυτότητα.
-Τα ίδια θέματα που έβρισκε ο Παπαδιαμάντης μπροστά του, μας συντροφεύουν από τότε συνεχώς και τα αντιμετωπίζουμε και σήμερα περίπου αναλλοίωτα και ίσως πολύ πιο έντονα.
-Αν η κρατική ένδεια και ανεπάρκεια ήταν εκκωφαντική την εποχή του Παπαδιαμάντη, σήμερα έχει φτάσει στο μη παρέκει —τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Το ένδυμα του κράτους μας, δεν μπορεί να μας ντύσει...
Ο Παπαδιαμάντης, υπογράμμισε ο κ. Νεόφυτος, «είναι σήμερα πιο επίκαιρος παρά ποτέ και ξαναβρίσκοντάς τον, ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας. Μας καλεί να κάνουμε μαζί του μια στροφή προς τα εμπρός, δηλαδή προς Ανατολάς, προς τα εκεί από όπου ανέτειλε το Φως και απ’ όπου το αναμένουμε να έρθει ξανά για να φωτίσει το ξέφραγο αμπέλι που είμαστε».
Η επετειακή εκδήλωση, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τον θάνατο του μεγάλου νεοέλληνα λογοτέχνη, είχε τίτλο “Ο Παπαδιαμάντης και η καθ’ ημάς Ανατολή”.
Οργανωτής – Συντονιστής της εκδήλωσης ήταν το Σωματείο «Π.Α.Ο.Κ.» Κακοπετριάς.
Φορείς συνεργασίας:
Μουσείο «Σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» - Σκιάθος
Ιερά Μητρόπολη Μόρφου – Ι. Ν. Αγ. Παντελεήμονος Κακοπετριάς
Κοινοτικό Συμβούλιο Κακοπετριάς
Λύκειο Σολέας
Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Βυζαντινή χορωδία της Ι. Μ. Μόρφου «Άγιος Μάμας» , το Σχήμα Παραδοσιακής Μουσικής του «Πολιτιστικού & Περιβαλλοντικού Ιδρύματος της Ι. Μ. Μόρφου».
Την Οργάνωση – Παρουσίαση της εκδήλωσης είχαν ο Ιεροδ. Αθανάσιος Γ. Βουδούρης και ο κ. Χαράλαμπος Χρυσάνθου.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιελάμβανε:
Προλόγισμα – Χαιρετισμούς από τους φορείς συνδιοργάνωσης.
Εισαγωγική ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Κωνσταντίνος Κουτούμπας (Υπ. Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ), «Ψηλαφώντας τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
ΜΕΡΟΣ Β ΄
Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη. Προβολή ντοκιμαντέρ του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Ελλάδος
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Λογοτεχνικό μέρος με απαγγελία ποιημάτων του Αλ. Παπαδιαμάντη, από μαθητές του Λυκείου Σολέας
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Νοερή επίσκεψη στο σπίτι του Αλ. Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο - με λόγο και εικόνα. Παρουσίαση από την κα Αθηνά Παπαγεωργίου (Διευθύντρια Μουσείου Παπαδιαμάντη – Σκιάθος)
ΜΕΡΟΣ Ε΄
Υμνολογικό και καλλιτεχνικό μέρος
Εμμανουήλ Ξυνάδας (Υπ. Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ), ‘‘Το Υμνογραφικό έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη’’
Η Βυζαντινή Χορωδία της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου «Άγιος Μάμας», έψαλε ύμνους τού Παπαδιαμάντη και το Σχήμα Παραδοσιακής Μουσικής του «Πολιτιστικού & Περιβαλλοντικού Ιδρύματος της Ι. Μ. Μόρφου», ερμήνευσε παραδοσιακά τραγούδια της Ανατολής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι τελευταίες στιγμές του Αλ. Παπαδιαμάντη. Η Βυζαντινή Χορωδία της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου «Άγιος Μάμας», έψαλε το Δοξαστικό της Ενάτης Ώρας των Θεοφανείων, το οποίο έψαλε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πριν αφήσει την τελευταία του πνοή.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ
Όταν ο Παπαδιαμάντης κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία, περίπου πενήντα χρόνια μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η πορεία αυτού που επικράτησε να ονομάζεται Ελληνισμός έχει ήδη κριθεί και δρομολογηθεί.
Η επανάσταση του ’21, οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους το οποίο περιοριζόταν σ’ ένα μικρό κομματάκι της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, αφήνοντας εκτός συνόρων το κύριο σώμα της. Κατά τα άλλα, επρόκειτο για ένα κράτος στα πρότυπα που ονειρεύτηκε ο Κοραής, που καταδίκαζε τους κατοίκους του σ’ έναν διχασμό ταυτότητας από τον οποίο δεν έμελλαν να ξεφύγουν. Ένα έθνος-κράτος στραμμένο εσαεί προς Δυσμάς, που προσπαθούσε να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια καινούργια ταυτότητα, άλλην από εκείνη που διαμόρφωσε η Ρωμηοσύνη κατά τους αιώνες της δουλείας με επίκεντρο τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα κράτος, δηλαδή, του οποίου οι θεσμοί ήσαν —και δυστυχώς εξακολουθούν και σήμερα να είναι— σε αντίφαση με την ταυτότητα των κατοίκων του.
Όταν λοιπόν ο Παπαδιαμάντης καταφθάνει από την Σκιάθο στην Αθήνα, ο Ελληνισμός είναι ήδη έρμαιο ενός μεγάλου σπαραγμού: από τη μια οι δυνάμεις του εκδυτικισμού και από την άλλη η μεγάλη σιωπηλή πλειοψηφία του λαού που εξακολουθεί να βλέπει την υπόθεση της ταυτότητας όχι από τη σκοπιά του κρατικού διαβατηρίου αλλά της καρδιάς.
Κι όπως ήταν φυσικό, το σκηνικό αυτού του σπαραγμού ήταν η ίδια η πρωτεύουσα, από την οποία η κρίση έμελλε να εξακτινωθεί σιγά σιγά προς κάθε γωνιά του νέου κράτους. Ο νεαρός Παπαδιαμάντης έρχεται σε μια πόλη που είναι ο δίαυλος του ραγδαίου και εν πολλοίς εξαναγκαστικού εκδυτικισμού, μια πόλη στην οποία συντελείται ένας πολιτισμικός ξεριζωμός. Ήταν φυσικό λοιπόν, η συνάντηση αυτή να λάβει τις διαστάσεις ενός κλονισμού. Ο Παπαδιαμάντης νοιώθει τελείως ξένος, εξόριστος σχεδόν, στην άξενη πόλη των Αθηνών. Γράφει σχετικά: «Φευ! Τις μοι δώσοι ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπον εκείνον της δοκιμασίας και τον τόπον της μακράς αναψυχής, ήλθα εις τον τόπον της καταδίκης —όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μή έχων πλέον δυνάμεις να βαστάζω— εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών»1.
Ως άνθρωπος της Ανατολής, ο Παπαδιαμάντης ήταν φυσικό να βλέπει τα πραγματικά όρια του ελληνικού κράτους και να γράφει ότι «η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες δια να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν»2. Από την άλλη, επειδή ήταν ορθόδοξος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να είναι φαντασιόπληκτος ή ιδεολόγος, καταλάβαινε αυτό που προέβαλλε με το έργο του ως αντίποδα, η Ανατολή, δεν είναι πολιτικό πρόγραμμα ή ιδεολογικό αίτημα: «Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών. Αλλ’ ο Χριστός ομιλεί περί τινος μελλούσης ημέρας, ότε θα έλθη ο κύριος του αμπελώνος»3. Από τη μια λοιπόν οι πολιτικάντηδες και οι κάθε λογής εκσυγχρονιστές που θέλουν να κάνουν την Ελλάδα φράγκικο. Από την άλλη ένα ξέφραγο αμπέλι, η Ανατολή, που η δύναμή της εν ασθενεία τελειούται και δεν έχει τίποτα άλλο για να πιαστεί, πέρα από την ελπίδα της στον Χριστό.
Ανάμεσα στα δύο, ο Παπαδιαμάντης επιλέγει προφανώς το ξέφραγο αμπέλι...
Κατά τα άλλα, ο στόχος του δεν είναι η ηθογραφική αναπαράσταση μιας μικροκοινωνίας που έχει παρέλθει, αλλά η αναβάπτιση στο ζωντανό εκκλησιαστικό ήθος, όπως διασώθηκε μέσα από τη λαϊκή παράδοση και την κοινοτική ευσέβεια. Ο ορίζοντας της τέχνης του είναι σαφώς θεολογικός, αντλώντας από την κολλυβαδική παράδοση και τη λαϊκή ευσέβεια. Το «να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου» που θέτει ως στόχο της λογοτεχνίας του, αποτελεί μια ορθόδοξη θεώρηση για την ίδια την τέχνη, μια θεώρηση της τέχνης από δοξολογική και ευχαριστιακή σκοπιά.
Ενώ λοιπόν γύρω του, και στα μυαλά των συγχρόνων του μορφωμένων, διαμορφωνόταν ένας κρατικός εθνικισμός, ο Παπαδιαμάντης στρέφει πεισματικά την αναζήτησή του όχι προς την εθνική ιδεολογία αλλά προς την ανάδειξη του μερικού, του επιμέρους. Η μικρή κοινωνία προς την οποία στρέφει το βλέμμα της τέχνης του, αναδεικνύεται έτσι σε κρύπτη ανεκτίμητων θησαυρών.
Λόγω ακριβώς της βιωματικής του σχέσης, σε προσωπικό επίπεδο ψάχνει συνεχώς τρόπους για να κρατηθεί σε κοινωνία με την εκκλησιαστική παράδοση, ακόμα και μέσα στην έρημο της Αθήνας. Στα 1887 ανακαλύπτει τις αγρυπνίες που γίνονται στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, με επίκεντρο τον παπά Νικόλα Πλανά, τον μετέπειτα Άγιο Νικόλαο. Είναι άραγε τυχαίο που η συνάντηση αυτή συμπίπτει με μια μεγάλη στροφή στη λογοτεχνική του πορεία; Από την έκδοση του μυθιστορήματός του Χρίστος Μηλιόνης, το 1885, μέχρι το πρώτο του διήγημα, το Χριστόψωμο, το 1887, μεσολαβεί μια διετία σιωπής, κατά τη διάρκεια της οποίας φαίνεται να συντελέστηκε μια αποφασιστική στροφή στη δημιουργική του πορεία. Η στροφή αυτή συμπίπτει με την ανακάλυψη του Αγίου Ελισσαίου, όπου αναλαμβάνει ως δεξιός ψάλτης, ψάλλοντας στις αγρυπνίες του παπά Νικόλα. Από εκείνη τη στιγμή, εγκαταλείπει το μυθιστόρημα (αφού είχε ήδη γράψει τους Εμπόρους των εθνών, τη Γυφτοπούλα, κλπ.), που εκινείτο στα πρότυπα του ρομαντισμού και γενικά της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και στρέφεται προς τη μορφή των σύντομων διηγημάτων που ξέρουμε.
Φυσικό ήταν επίσης, στο βαθμό που η παραδοσιακή ευσέβεια βρισκόταν περίπου υπό διωγμόν εκείνη την εποχή, να υιοθετεί και μια στάση που από μερικούς σήμερα θεωρείται σαν άτεγκτη, απέναντι σε ο,τιδήποτε νοθεύει ή απειλεί την παράδοση. Ήταν ασυμβίβαστος, για παράδειγμα, σε θέματα λατρευτικής τάξης, ψαλμωδίας και γενικότερα λειτουργικού ήθους, διαβλέποντας και εδώ ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τους μορφωμένους και τους κάθε λογής αναμορφωτές. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει για το Πάσχα του 1887, όταν αναζητώντας να γιορτάσει την Ανάσταση ανάμεσα σ’ ένα ταπεινό εκκλησίασμα, πηγαίνει στα Μεσόγεια της Αττικής. Οι εντυπώσεις του από την ακολουθία ήσαν οι εξής : «Ευρέθησαν επτά ή οκτώ αυτοσχέδιοι ψάλται (...) ήσαν εύρωστοι χωρικοί νεανίαι και δεν τα έλεγον μεν απταίστως, αλλά δεν τα εδολοφόνουν ασυνειδήτως. Μόνον είς παραφώνως και ατάκτως έψαλλεν και ούτος ήτο διδάκτωρ της νομικής»4.
Όσο για τη βυζαντινή μουσική, της οποίας ήταν γνώστης και λάτρης, η διεισδυτική του ματιά βάζει και πάλι τα πράγματα στη θέση τους: «Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλωμεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των αγγέλων»5. Λόγια παρηγοριάς για όσους σήμερα επιμένουν να διακονούν αόκνως και με το ίδιο μεράκι, την μουσική αυτή των αγγέλων.
Όσο για τη βυζαντινή μουσική, της οποίας ήταν γνώστης και λάτρης, η διεισδυτική του ματιά βάζει και πάλι τα πράγματα στη θέση τους: «Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλωμεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των αγγέλων»5. Λόγια παρηγοριάς για όσους σήμερα επιμένουν να διακονούν αόκνως και με το ίδιο μεράκι, την μουσική αυτή των αγγέλων.
Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα της εποχής του, σημειώνει ενίοτε πικρά ειρωνικά σχόλια γι’ αυτό που επιχειρείται στην Ελλάδα: «Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το ελληνικό έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη»6. Και δεν διστάζει βέβαια να εντοπίσει το πρόβλημα στις ανώτερες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, στους «φωτισμένους» και κρατικοδίαιτους της εποχής του, οι οποίοι μεταλαμπαδεύουν τα ευρωπαϊκά φώτα στην Ελλάδα : «Τόσοι σοφοί άνδρες, φωστήρες εξ Εσπερίας ανατείλαντες, με τόσον παχείς μισθούς, και να μην μεταγγίσουν ολίγον αθεϊστικόν πνεύμα εις την Ελλάδα;»7 Κι εδώ ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται φυσικά στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο αθεϊσμό, που προηγήθηκε —και εν πολλοίς ετοίμασε τον δρόμο— του μπολσεβικικού αθεϊσμού. Τα όσα αφορούν τα κράτος και τη δημόσια ζωή της τότε Ελλάδας, συμπυκνώνονται ίσως στην περιβόητη φράση του Παπαδιαμάντη: «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»8
Από τον έλεγχο αυτό δεν εξαιρείται κάποιες φορές και ο κλήρος, κατά κανόνα ο ανώτερος κλήρος. Ενώ οι ταπεινοί ιερείς των χωριών απολαμβάνουν μια αξιοσέβαστη θέση στον παπαδιαμαντικό κόσμο, ως πραγματικοί ποιμένες ταυτισμένοι με τη ζωή της κοινότητάς τους, κάποιοι δεσποτάδες εκτίθενται για τις απολυταρχικές τους τάσεις και την προσκόλλησή τους στον πλούτο και την πολυτέλεια, ενώ στιγματίζεται εντονότατα η μάστιγα της σιμωνίας.
Κατά τα άλλα, η τέχνη του Παπαδιαμάντη, στην ώριμη της φάση, δηλαδή μετά τη στροφή προς το διήγημα, θα αποτελέσει την πρώτη ίσως συνειδητή αναίρεση της ρομαντικής φαντασίας στα ελληνικά γράμματα. Ας θυμηθούμε το πλήρες σημασίας σχόλιό του στον Λαμπριάτικο ψάλτη: «έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργεια του αναγνώστου»9. Η επικέντρωσή της αφήγησης του στον νησιωτικό κόσμο, διακρίνεται από έναν ρεαλισμό που ήταν άγνωστος μέχρι τότε στα γράμματα, θα τολμούσα να πω έναν ορθόδοξο ρεαλισμό. Τα θέματά του τα αντλεί κατά κανόνα από την καθημερινή ζωή του νησιού και πολλές φορές είναι τόσο ευτελή που σε μια ρομαντική θέαση των πραγμάτων δεν θα ήταν καν θέματα για αφήγηση. Οι ήρωες του είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, κατά κανόνα άσημοι, ψαράδες, γριούλες, αμόρφωτοι παπάδες, που η ρομαντική λογοτεχνία δεν θα καταδεχόταν να τους πάρει στα σοβαρά. Αυτή η συμπεριφορά, έχει ένα μήνυμα που είναι κατεπείγουσας σημασίας για μάς σήμερα όπου οι σύγχρονοι τύραννοί μας, οι κάθε λογής οθόνες και τα ηλεκτρονικά μέσα, διαμορφώνουν ένα φανταστικό κόσμο ο οποίος σιγά σιγά τείνει να καλύψει ύπουλα την πραγματικότητα, τείνει να μας εισάγει σε μια φαντασία, σε μια εικονική δήθεν πραγματικότητα, καθιστώντας μας ανάπηρους να ζήσουμε την των πραγμάτων αλήθειαν, δηλαδή την πραγματικότητα του ουρανού και της γης.
Όσο για το μεγάλο κάλλος της τέχνης του Παπαδιαμάντη, τη γλώσσα του, (που σήμερα φρόντισαν τα κράτη μας να μην μπορούν να την διαβάσουν οι νέες γενιές), τι να πω; Αποτελεί ίσως το πιο τρανό παράδειγμα ότι στην παράδοση που καλλιέργησε η Εκκλησία κατά τους αιώνες της δουλείας, είχε λυθεί ομαλά το γλωσσικό πρόβλημα —ή, για την ακρίβεια, δεν τέθηκε ποτέ. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής, του τύπου που έθετε ο Κοραής, ο Ψυχάρης και άλλοι μορφωμένοι που καθόρισαν την πορεία των γλωσσικών πραγμάτων στο ελλαδικό κράτος. Μέσα στο γλωσσικό του φρόνημα, αφομοιώνονται αρμονικά και χωρίς προσπάθεια τα αρχαία, τα βυζαντινά, μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, αλλά και οι ξένες λέξεις, είτε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, είτε από τα τούρκικα ή τα αλβανικά.
Γιατί όμως είναι επίκαιρος και παρών σήμερα ο Παπαδιαμάντης;
Πρώτ’ απ’ όλα γι’ αυτό το αίσθημα της ξενιτείας που ένοιωθε όταν έφτασε από το νησί του στην Αθήνα, που σήμερα είναι ακόμα πιο έντονο για όσους προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή τους σε σχέση με την Εκκλησία. Ξένοι και πάροικοι νοιώθουμε σήμερα κι εμείς μέσα στο σύγχρονο εικονικό κόσμο, όχι μόνο οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22 , όχι μόνο οι Κύπριοι πρόσφυγες του ‘74, και όχι μόνο στις πόλεις όπως άλλοτε αλλά και μέσα στα ίδια τα χωριά μας πλέον.
Σ’ αυτή την εποχή της κρίσης, στρεφόμαστε προς τον Παπαδιαμάντη, ακολουθώντας την προτροπή του Ελύτη στο Άξιον εστί «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», γιατί ο Παπαδιαμάντης μάς μιλά για τη βαθύτερή μας ταυτότητα. Τα ίδια θέματα που έβρισκε ο Παπαδιαμάντης μπροστά του, μας συντροφεύουν από τότε συνεχώς και τα αντιμετωπίζουμε και σήμερα περίπου αναλλοίωτα και ίσως πολύ πιο έντονα. Αν η κρατική ένδεια και ανεπάρκεια ήταν εκκωφαντική την εποχή του Παπαδιαμάντη, σήμερα έχει φτάσει στο μη παρέκει —τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Το ένδυμα του κράτους μας, δεν μπορεί να μας ντύσει...
«Οι Φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», λέει ο Χρίστος Βακαλόπουλος10. Ο ελληνικός κόσμος, λέει ο Βακαλόπουλος, μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο Γλώσσα και κοινωνία, «όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς». Γι’ αυτό, καταλήγει ο Βακαλόπουλος, «μερικοί από μας, χορτασμένοι και πεινασμένοι ταυτόχρονα, πιάνονται την ύστατη στιγμή από τον Παπαδιαμάντη»11.
Ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι μια φυγή προς τα οπίσω. Δεν είναι νοσταλγία για τα περασμένα, αλλά ματιά στο μέλλον. Ο Παπαδιαμάντης δεν επιχειρεί να δραπετεύσει ή να κρυφτεί ενόψει της νεωτερικότητας. Ούτε κατηγορεί τη Δύση από οπισθοδρομικότητα ή φόβο. Επειδή όμως ξέρει ποιος είναι και πού πάει, μπορεί να αντιμετωπίζει κριτικά τη Δύση και τις αξίες της.
Ο Παπαδιαμάντης, είναι σήμερα πιο επίκαιρος παρά ποτέ και ξαναβρίσκοντάς τον, ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας. Μας καλεί να κάνουμε μαζί του μια στροφή προς τα εμπρός, δηλαδή προς Ανατολάς, προς τα εκεί από όπου ανέτειλε το Φως και απ’ όπου το αναμένουμε να έρθει ξανά για να φωτίσει το ξέφραγο αμπέλι που είμαστε.
Αντί άλλης κατακλείδας, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, που μας εισάγει στην ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ένα απόσπασμα από το διήγημα ο Ξεπεσμένος δερβίσης:
Τον άστεγο δερβίση, «εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά η οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. (...) Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί. Του είπαν να τραγουδήση. Ετραγούδησε. Του είπαν να παίξη το νάϊ. Έπαιξε. Δεν τους ήρεσε. Ω, αυτός δεν ήτον αμανές. Δεν ήτον, όπως τον ήξευραν αυτοί. Αλλ’ ο Δερβίσης τους έλεγε τον καθ’ αυτό αμανέν. (...)
Τον αμανέ του Δερβίση, όμως, τον ήξεραν και τον αναγνώρισαν, μέσα από τον ήχο που ανέπεμπε το νάι το ήμερον, το ταπεινόν και πράον, του νάι το φιλάνθρωπον, τον αναγμώρισαν λοιπόν «τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου, η στέγη η μεγαλοβριθής,» τα οποία «δεν εξεπλάγησαν προς την φωνήν, προς το μέλος εκείνο. Την ενθυμούντο, την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει. Και εις τους αιώνας της δουλείας και εις τους χρόνους της ακμής. Η μουσική εκείνη δεν ήτο τόσον βάρβαρος, όσον υποτίθεται ότι είναι τα ασιατικά φύλα. Είχε στενήν συγγένειαν με τας αρχαίας αρμονίας, τας φρυγιστί και λυδιστί»12.
Υποσημειώσεις1. Ν. Δ. Τρανταφυλλόπουλος, Άπαντα, Νεκράνθεμα, τ. 4., σ. 578.
2. Βαρδιάνος στα Σπόρκα, τ. 2, σ. 571.
3. Βαρδιάνος στα Σπόρκα, τ. 2, σ. 569.
4. Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία, τ. 5, σ. 121.
5. Αποσπάσματα σκέψεων……
6. Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σ. 515.
7. Μεγαλείων οψώνια, τ. 4, σ. 427.
8. Η κάλτσα της Νώενας, τ. 4, σ. 194.
9. Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σ. 514.
10. Χρήστος Βακαλόπουλος, «Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας», Από το χάος στο χαρτί, Εστία, Αθήνα 1995, Επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, σ. 196.
11. Ό.π. σ. 197.
12. Α. Παπαδιαμάντης, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», Άπαντα, τ. 3, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 111−116
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου