Στον δάσκαλό μας με αγάπη
Tης Μαρίας Κατσουνάκη
Από την Καθημερινή
Τον γνώριζαν λίγοι άνθρωποι. Ηταν εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στους μαθητές του, πολλοί και διαφορετικοί όπως αρμόζει σε έναν καθηγητή γυμνασίου παλαιάς κοπής. Δίδαξε σε αρρένων και θηλέων, στην επαρχία και στην πρωτεύουσα. Η θητεία του «ανώνυμη», αφορούσε μόνο μια μικρή κοινότητα, από τις πολλές που απαρτίζουν τη ζωή της ελληνικής μέσης εκπαίδευσης. Με τα καλά και τα κακά της, τις γενναιοδωρίες και τις μιζέριες της, τις δημοσιοϋπαλληλικές καθηλώσεις και τις εμπνευσμένες στιγμές της.
Εκείνο που τον διέκρινε από άλλους συναδέλφους του, σε δύσκολους καιρούς, (ήταν ήδη ενενήντα χρόνων όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια, το περασμένο Σάββατο), ήταν η τόλμη του και η επιθυμία του να ανοίγει δρόμους σε εποχές μεγάλης δυστοκίας, άγριας υποταγής στους τύπους και συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού έργου στα στοιχειώδη (μόνο την επταετία να αναλογιστούμε).
Θεολόγος ως προς την ειδικότητα, δεν δίδαξε επί της ουσίας ποτέ Θρησκευτικά. Εμπαινε στην τάξη, όριζε την ύλη εξαρχής (με υπαινικτική σαφήνεια, δε, προσδιόριζε και τα θέματα στα διαγωνίσματα) και χρησιμοποιούσε την ώρα που του αναλογούσε για να κουβεντιάσει με τους μαθητές του, να αφουγκραστεί τις αγωνίες τους, να ανιχνεύσει προβλήματα, να φωτίσει το μέλλον τους. Το «μέλλον» και η διαδρομή μετά το γυμνάσιο - λύκειο, ήταν η βασική έγνοια του. Οταν ο «επαγγελματικός προσανατολισμός» ήταν έννοια άγνωστη, εκείνος αποκάλυπτε κλίσεις, αφιέρωνε χρόνο για να καλλιεργήσει συνειδήσεις, να ενισχύσει προθέσεις, να αναδείξει το φωτεινό και θετικό στον χαρακτήρα και των πιο «κακών» μαθητών.
Δεν ήταν ούτε η ποίηση το μεγάλο κέρδος (είχε σχεδόν πάντα μια ανθολογία μαζί του), ούτε οι παραμυθητικές παραβολές που χρησιμοποιούσε στις συναρπαστικές (γιατί ήταν μεστές και απλές) αφηγήσεις του. Ακέραιος άνθρωπος ο ίδιος και ιδιαίτερα γοητευτικός (έκανε θραύση στα γυμνάσια θηλέων!), επιβαλλόταν με την άνεση και αυτοκυριαρχία του. Αυτονομημένος από το σύστημα έκανε το «δικό του» μάθημα. Ηξερε τη διαφορά του σημαντικού από το ασήμαντο, της χρήσιμης πληροφορίας, που ριζώνει και ανθίζει και της άχρηστης, που κουράζει και εξανεμίζεται. Τα νοήματά του ήταν σαφή, δοκιμασμένα και σοφά επιλεγμένα.
Μετέδιδε και πολλαπλασίαζε, παρατηρούσε και διέκρινε, κατακτούσε και προχωρούσε. Και, πάνω απ’ όλα, είχε όρεξη και κέφι. Δεν βαριόταν, δεν συρόταν από την τυπολατρία, έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδυάζει την (απολύτως αδιάφορη, κατά τη γνώμη του) διδακτέα ύλη, με θέματα ζωντανά και σπαρταριστά. Περνούσε από τον Σπινόζα στον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και τον Χαλίλ Γκιμπράν (αγαπημένους του φιλόσοφους και –οι δύο τελευταίοι– ποιητές) με άνεση και χάρη. Χειριζόταν τον λόγο γοητευτικά και μεστά, καθόλου επιδεικτικά και με στόμφο.
Ανάμεσα στους «ανώνυμους» μαθητές του «ανώνυμου» δασκάλου, πολλοί επιτυχημένοι σήμερα επαγγελματίες, μεγάλοι άνθρωποι σε ηλικία, με παιδιά και εγγόνια. Κι όμως, χθες το μεσημέρι, στην κηδεία του, στο Α΄ Νεκροταφείο, όσοι το έμαθαν (η οικογένεια σεβάστηκε την επιθυμία του για λιτή, σε πολύ στενό κύκλο τελετή), τον ακολούθησαν με συγκίνηση. Ασπρομάλληδες μαθητές από τα πρώτα χρόνια της θητείας του στο Αστρος και κάποιες, μαθήτριες, από την τελευταία περίοδό του ως ενεργού καθηγητή, στο 4ο Γυμνάσιο Θηλέων, στο Παγκράτι. Ηρθαν, για να τιμήσουν εκείνον, στον οποίο, όπως έλεγαν, οφείλουν πολλά.
Ο Γαβριήλ Καράμπελας ήταν ένας από τους χιλιάδες καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Ηξερε πως στην ώρα του μαθήματος «κάθε στιγμή είναι πολύτιμη». Θεωρούσε ήττα τα αφηρημένα βλέμματα, αδιαφορούσε για την αντιγραφή. Σεβόταν κάθε προσπάθεια, ήταν αμείλικτος με τη σπατάλη χρόνου και ταλέντου. Πίστευε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δημιουργεί κίνητρα στους μαθητές, που τους δίνει τη δυνατότητα να αντλούν την πληροφορία μόνοι τους. Ανήκει στους ανθρώπους που δεν «αποχαιρετάς», γιατί κατοικούν μέσα σου, σταθερά και αμετάκλητα.
Εκείνο που τον διέκρινε από άλλους συναδέλφους του, σε δύσκολους καιρούς, (ήταν ήδη ενενήντα χρόνων όταν εγκατέλειψε τα εγκόσμια, το περασμένο Σάββατο), ήταν η τόλμη του και η επιθυμία του να ανοίγει δρόμους σε εποχές μεγάλης δυστοκίας, άγριας υποταγής στους τύπους και συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού έργου στα στοιχειώδη (μόνο την επταετία να αναλογιστούμε).
Θεολόγος ως προς την ειδικότητα, δεν δίδαξε επί της ουσίας ποτέ Θρησκευτικά. Εμπαινε στην τάξη, όριζε την ύλη εξαρχής (με υπαινικτική σαφήνεια, δε, προσδιόριζε και τα θέματα στα διαγωνίσματα) και χρησιμοποιούσε την ώρα που του αναλογούσε για να κουβεντιάσει με τους μαθητές του, να αφουγκραστεί τις αγωνίες τους, να ανιχνεύσει προβλήματα, να φωτίσει το μέλλον τους. Το «μέλλον» και η διαδρομή μετά το γυμνάσιο - λύκειο, ήταν η βασική έγνοια του. Οταν ο «επαγγελματικός προσανατολισμός» ήταν έννοια άγνωστη, εκείνος αποκάλυπτε κλίσεις, αφιέρωνε χρόνο για να καλλιεργήσει συνειδήσεις, να ενισχύσει προθέσεις, να αναδείξει το φωτεινό και θετικό στον χαρακτήρα και των πιο «κακών» μαθητών.
Δεν ήταν ούτε η ποίηση το μεγάλο κέρδος (είχε σχεδόν πάντα μια ανθολογία μαζί του), ούτε οι παραμυθητικές παραβολές που χρησιμοποιούσε στις συναρπαστικές (γιατί ήταν μεστές και απλές) αφηγήσεις του. Ακέραιος άνθρωπος ο ίδιος και ιδιαίτερα γοητευτικός (έκανε θραύση στα γυμνάσια θηλέων!), επιβαλλόταν με την άνεση και αυτοκυριαρχία του. Αυτονομημένος από το σύστημα έκανε το «δικό του» μάθημα. Ηξερε τη διαφορά του σημαντικού από το ασήμαντο, της χρήσιμης πληροφορίας, που ριζώνει και ανθίζει και της άχρηστης, που κουράζει και εξανεμίζεται. Τα νοήματά του ήταν σαφή, δοκιμασμένα και σοφά επιλεγμένα.
Μετέδιδε και πολλαπλασίαζε, παρατηρούσε και διέκρινε, κατακτούσε και προχωρούσε. Και, πάνω απ’ όλα, είχε όρεξη και κέφι. Δεν βαριόταν, δεν συρόταν από την τυπολατρία, έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδυάζει την (απολύτως αδιάφορη, κατά τη γνώμη του) διδακτέα ύλη, με θέματα ζωντανά και σπαρταριστά. Περνούσε από τον Σπινόζα στον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και τον Χαλίλ Γκιμπράν (αγαπημένους του φιλόσοφους και –οι δύο τελευταίοι– ποιητές) με άνεση και χάρη. Χειριζόταν τον λόγο γοητευτικά και μεστά, καθόλου επιδεικτικά και με στόμφο.
Ανάμεσα στους «ανώνυμους» μαθητές του «ανώνυμου» δασκάλου, πολλοί επιτυχημένοι σήμερα επαγγελματίες, μεγάλοι άνθρωποι σε ηλικία, με παιδιά και εγγόνια. Κι όμως, χθες το μεσημέρι, στην κηδεία του, στο Α΄ Νεκροταφείο, όσοι το έμαθαν (η οικογένεια σεβάστηκε την επιθυμία του για λιτή, σε πολύ στενό κύκλο τελετή), τον ακολούθησαν με συγκίνηση. Ασπρομάλληδες μαθητές από τα πρώτα χρόνια της θητείας του στο Αστρος και κάποιες, μαθήτριες, από την τελευταία περίοδό του ως ενεργού καθηγητή, στο 4ο Γυμνάσιο Θηλέων, στο Παγκράτι. Ηρθαν, για να τιμήσουν εκείνον, στον οποίο, όπως έλεγαν, οφείλουν πολλά.
Ο Γαβριήλ Καράμπελας ήταν ένας από τους χιλιάδες καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Ηξερε πως στην ώρα του μαθήματος «κάθε στιγμή είναι πολύτιμη». Θεωρούσε ήττα τα αφηρημένα βλέμματα, αδιαφορούσε για την αντιγραφή. Σεβόταν κάθε προσπάθεια, ήταν αμείλικτος με τη σπατάλη χρόνου και ταλέντου. Πίστευε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δημιουργεί κίνητρα στους μαθητές, που τους δίνει τη δυνατότητα να αντλούν την πληροφορία μόνοι τους. Ανήκει στους ανθρώπους που δεν «αποχαιρετάς», γιατί κατοικούν μέσα σου, σταθερά και αμετάκλητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου