
"...Μόλις άφησα το νησί μας κι ήρθα στην Αθήνα, μόλις πάτησα το πόδι μου στις εκκλησίες της, κατάλαβα πως τούτη η θρησκεία δεν έμοιαζε με τη δική μας. Με ενόχλησαν εδώ οι διφωνίες και τριφωνίες. Με ενόχλησαν οι καρέκλες αραδιαστά, τι ήτανε η εκκλησία θέατρο ή κινηματογράφος; Εγώ ενόμιζα, πως αριά και πού, στις μεγάλες γιορτές, στα δώδεκα ευαγγέλια ή τη Μεγάλη Παρασκευή, που βρίσκονταν και στο μέρος μας κάτι μεγαλοκυράδες, που κουβαλούσαν από τα σπίτια τους καθίσματα, φορτωμένα δυο-δυο στις υπηρέτριές τους, νόμιζα, λέω, πως ασεβούσαν στην ιερότητα του χώρου. Ο Χριστός πέθανε στο σταυρό απάνω και κείνες δεν άντεχαν να μείνουν δυο -τρεις ώρες όρθιες; Δεν ήθελα και τα ηλεκτρικά φώτα. Αναζητούσα τον καντηλανάφτη, που με το μακρύ κοντάρι στο χέρι περνούσε από κερί σε κερί κι έδιδε φως ή, άμα πλησίαζε η απόλυση, με το μακρύ του πάλι κοντάρι, που όμως τώρα τέλειωνε σ' ένα μικρό μαύρο χωνάκι, περνούσε από κερί σε κερί και το καπάκιαζε, το 'σβηνε ένα -ένα, ώσπου όλος ο πολυέλαιος, όλος ο ιερός χώρος βυθιζόταν από λίγο-λίγο στο σκοτάδι. Τώρα με τα ηλεκτρικά, όλα γινόντουσαν απότομα, αντιπαθητικά. Εμείς στον Άγιο Μηνά μας είχαμε μόνο τη γλυκειά βυζαντινή μουσική, και μόνο στασίδια, και μόνο καντήλια με λάδι και κεριά, και γι' αυτό λέω πως κείνα ήσαν τα τελευταία μου συγκινημένα Χριστούγεννα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου