Από το 2ο μισό του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1930, το Καρναβάλι των Ρωμιών της Πόλης, γνωστό και ως Μπακλαχωράνι, αποτέλεσε μια από τις πιο ιδιαίτερες και εντυπωσιακές παραδόσεις των ορθοδόξων κατοίκων της. Σε σύμπνοια με τα αντίστοιχα, πανάρχαια έθιμα του ελλαδικού χώρου το Πολίτικο καρναβάλι περιστρεφόταν γύρω από το μασκάρεμα, κυρίως δε την ετεροφυλενδεσία, το «πιπεράτο» χιούμορ, την έμμεση κοινωνική κριτική, την έντονη οινοποσία, το χορό και το γλέντι. Σε αντίθεση όμως με τις ελλαδικές εκδοχές του το Πολίτικο Καρναβάλι ξεκινούσε, αντί να καταλήγει, από την Καθαρά Δευτέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα της Μ. Σαρακοστής, η οποία ήταν και το καθαυτό Μπακλαχωράνι, και συνεχιζόταν όλο το πρώτο δεκαπενθήμερο της Σαρακοστής.
Δύο συγκεκριμένα έθιμα αποτελούσαν τη βάση της Ταταυλιανής Αποκριάς. Το πρώτο ήταν οι λεγόμενες βεγγέρες, δηλαδή οι νυχτερινές επισκέψεις των καρναβαλιστών σε φιλικά σπίτια.
Οι οικοδεσπότες υποδέχονταν τους επισκέπτες με κεράσματα, ανταλλάσσονταν τολμηρά αστεία και πειράγματα, με βασική πηγή γέλιου την προσπάθεια εξακρίβωσης της ταυτότητας του κάθε μασκαρά. Το δεύτερο ήταν η μαζική πομπή των καρναβαλιστών την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας. Σύμφωνα με τον Λεβαντίνο μάρτυρα Bertrand Bareilles, Ρωμιοί από όλη την περιφέρεια της Πόλης μαζεύονταν στην Μεγάλη Οδό του Πέρα, σημείο εκκίνησης της παρέλασης. Οι μασκαράδες, ντυμένοι καρνάβαλοι, κλόουν, αρχαίοι Έλληνες, αρβανίτες φουστανελάδες ή και ζεϊμπέκηδες κ.α.και εξοπλισμένοι με σερπαντίνες και με τη συνοδείας μουσικής κατηφόριζαν την πλαγιά του Ταρλάμπασι, μέσω της Kalyoncu Kulluğu μέχρι το Papaz Koprusu. Η παρέλαση γινόταν «μπουλούκια- μπουλούκια», δηλαδή «σε άρματα» όπως θα έλεγε ένας σύγχρονος καρναβαλιστής. Οργανωμένο ανά μαχαλά το κάθε ένα από αυτά τα άρματα αποτελούσε μία ξεχωριστή θεματική ενότητα αλλά και ένα συγκεκριμένο δρώμενο: «οι γιατροί» «ξεγεννούσαν» άνδρες μασκαρεμένους σε λεχώνες στη μέση του δρόμου. Στην «κηδεία» οι καρναβαλιστές ντυμένοι στα μαύρα κουβαλούσαν με επιτηδευμένη κατάνυξη και θλίψη ένα φέρετρο από το οποίο ξεπεταγόταν «ο νεκρός» και εξαπέλυε χωρατά και γκριμάτσες προς το πλήθος. Από το Papaz Koprusu η παρέλαση διέσχιζε το ρέμα του Dolapdere, και από την μεγάλη ανηφόρα των Ταταούλων (Ακάρτζα) κατέληγαν στην κεντρική πλατεία (σημερινό Son Durak), μπροστά στο νεκροταφείο του Αγίου Ελευθερίου και την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Εκεί τους περίμεναν μικροπωλητές, πλανόδιοι μουσικοί, φωτογράφοι λατερνατζήδες, μίμοι και ακρoβάτες, οι περίφημοι Ταταυλιανοί τουλουμπατζήδες -δηλαδή ερασιτέχνες πυροσβέστες- καθώς και αθλητές του Α.Σ. Ταταούλων οι οποίοι προέβαιναν σε γυμναστικές και χορευτικές επιδείξεις.
Οι λεγόμενες Αμαζόνες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ξέφρενης αυτής πομπής. Αυτές δεν ήταν άλλες από τις εγχώριες ιερόδουλους που συμμετείχαν έφιππες και ομοιόμορφα ντυμένες με βελούδινα κουστούμια στην τελετουργική πομπή. Η έλευση των Αμαζόνων σηματοδοτούσε και μία «αλλαγή φρουράς» ηλικιακά αλλά και ταξικά. Αργά το βράδυ οι καθώς πρέπει οικογένειες έκλειναν τα παντζούρια των σπιτιών τους ενώ τα παιδιά με τους ουτσουρμάδες τους (χαρταετούς) έδιναν τη θέση τους σε κάθε λογής λαϊκούς γλεντζέδες και καπανταήδες. Σύμφωνα με τον παλιό Ταταυλιανό Αλέξανδρο Kορωνιό, το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τις πρωινές ώρες στα φημισμένα υπαίθρια ταβερνάκια και μπυραρίες των Ταταούλων, όπως το Αραράτ, το Ακροπόλ, τα μαγαζιά του Μπόγου και της Μπιζού. Επρόκειτο για μικρούς κήπους με άσπρα τραπεζάκια και περιφραγμένους με ξύλινους φράχτες. Εκεί οι καρναβαλιστές γλεντούσαν με μπύρα ή ρακί και νηστίσιμους μεζέδες, όπως η φάβα από ξερά κουκιά, ή τουρκιστί «μπακλά», (εξού και ο όρος Μπακλαχωράνι κατά μία εκδοχή) φρέσκα κρεμμυδάκια, κάρδαμο, ρόκα, στρείδια, χτένια, αυγοτάραχο και ταραμά, φασολάκια πλακί, πιπεριές ντολμάδες και διάφορα τουρσιά, όλα σερβιρισμένα σε μικρά πιατάκια του μεζέ.
Το Ταταυλιανό Μπακλαχωράνι είδε μεγάλες δόξες την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Το έθιμο ατόνησε αισθητά μετά τη μεγάλη φωτιά του 1928, η οποία αλλοίωσε ολοκληρωτικά την τοπογραφία και τον κοινωνικό χαρακτήρα των Ταταούλων, ενώ το 1941 η τοπική αστυνομία απαγόρευσε την παρέλαση προφασιζόμενη λόγους δημόσιας ασφαλείας.
Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως 27-2-2012
Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Ήδη από το 2009 ο Τούρκος συγγραφέας Χουσεϊν Ιρμάκ, οι Ελλαδίτες πάροικοι Μαρίνα Δρυμαλίτου και Χάρης Ρήγας και ο Ίμβριος μουσικός Στέλιος Μπερμπέρης είχαν ξεκινήσει πρωτοβουλίες και μικρά δρώμενα για την μερική αναβίωση του παραδοσιακού Καρναβαλιού. Το 2010 η παρέλαση των μασκαράδων επέστρεψε για πρώτη φορά μετά από 69 χρόνια στα Ταταύλα ενώ το 2011 αποτέλεσε έτος-σταθμό για την ιστορία του εθίμου. Με πρωτοβουλία του προέδρου της Κοινότητας Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, Δημήτρη Ζώτου, το Μπακλαχωράνι οργανώθηκε υπό την αιγίδα, την υλική και ηθική υποστήριξη της κοινότητας Ταταούλων και τον κόπο πληθώρας Ρωμιών, Ελλαδιτών, Αρμενίων και Τούρκων εθελοντών. Εκατοντάδες μασκαράδες παρέλασαν στους δρόμους του Κουρτουλούς με τη συνοδεία οργάνων, τραγουδώντας και χορεύοντας παραδοσιακά Ταταυλιανά τραγούδια. Η παρέλαση κατέληξε σε έναν ιστορικό κοινοτικό χώρο, τον Αθλητικό Σύλλογο Ταταούλων, όπου το γλέντι με παραδοσιακά εδέσματα, ποτά, ζωντανή μουσική και χορό συνεχίστηκε μέχρι πρωίας.Έτσι το Μπακλαχωράνι φαίνεται να πήρε τη θέση που του αρμόζει: μια αυθεντική, λαϊκή γιορτή των Ρωμιών της Πόλης βγαλμένη από τα βάθη της ιστορίας του λόφου των Ταταούλων και παράλληλα, ένα γενναιόδωρο και κεφάτο άνοιγμα στην Τουρκική κοινωνία. Ελπίδα όλων μας είναι ότι το Μπακλαχωράνι ξαναγύρισε στον Αη-Δημήτρη για να μείνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου