Θαρρεῖς πὼς ὁ χρόνος σταμάτησε σὲ κάποιες μέρες τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἤ τοῦ ‘60, τέτοιο καιρό, καιρὸ τῆς Ἀποκριᾶς, χρονιάρες μέρες. Μέρες μὲ γιορταστικὸ χαρακτῆρα, ποὺ τὸν συνόδευε ἕνα εὐχετήριο βγαλμένο ἀπό τὰ πολύτιμα μεταλλεῖα τῶν ψυχῶν ἐκείνων τῶν παλιῶν Κληματιανῶν: «Χρόνια Πουλλὰ· καλὴ Ἀπουκριὰ» ἤ, «Ἄντι, κι καλὲς τυρνὲς».
Τσικνοπέμπτη τοῦ σωτηρίου ἔτους 2010. Ἀπὸ πέρα, ἀπό τὴ Γλώσσα, ἀκούγονται τὰ μεγάφωνα τῆς Κοινότητας νὰ καλοῦν τὸν κόσμο στὸ γλέντι ποὺ θὰ γίνει τὸ βράδυ κι ἐσὺ πασχίζεις νὰ συρράψεις γεγονότα τοῦ χτὲς μὲ πρόσωπα ποὺ ρίζωσαν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, μέρα ποὺ εἶναι. Γιατὶ κάπως ἔτσι ξεκινᾶ τὸ ταξίδι μέσα στὸ Χρόνο καὶ στὴ συνέχεια μέσα στὴν ἴδια μας τὴν ψυχὴ ποὺ ἀνασαίνει, σ᾿ αὐτὰ τὰ χώματα, Νοσταλγία, Ἰστορία, Παράδοση.
Τσικνοπέμπτη τοῦ 2010 λοιπόν, καὶ νοιώθεις στὸ κρυστάλλωμα τοῦ Χρόνου νὰ συνυπάρχει τὸ Χτὲς μὲ τὸ Σήμερα, καθὼς ὁσμίζεσαι ἀκόμα τὴν εὐωδία τοῦ «καπαμᾶ» γιὰ τὸ ἀποψινὸ τραπέζι, ἀλλὰ καὶ τὴ μοσχοβολιὰ τῆς βανίλιας, ἀναμιγμένη μὲ τῆς κανέλας τὸ πιπεράτο ἄρωμα, ποὺ κοσμοῦσε τὶς βαθυὲς καὶ πλούσιες πιατέλες μὲ τὸ γνήσιο ριζόγαλο. Φυσικὰ, πρέπει ν’ ἀναφερθοῦν κι οἱ ἀρχοντικὲς κολοκυθόπιτες, οἱ γαρνιρισμένες μὲ μπόλικο τριμμένο ἀμύγδαλο καὶ κανέλλα. Αὐτὰ, λοιπόν, τὰ ἁπλὰ πράγματα, μαζὶ μὲ τὰ πρόσωπα, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ φυτεύουν στὴν ψυχὴ τὴ Νοσταλγία καὶ τὴν Ἀναπόληση: στοιχεῖα ἐξάπαντος χρήσιμα γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ βίωμα καὶ ν᾿ ἁπλωθεῖ στὴν ψυχὴ ἡ ὁμορφιὰ ἐκείνων τῶν λιτῶν, γνήσιων καὶ φωτεινῶν ἡμερῶν.
Οἱ Ἀποκριὲς στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα εἶχαν ἕνα χαρακτῆρα ποὺ συμπύκνωνε τὴν παράδοση μὲ τὴν εὐφρόσυνο ψυχαγωγία. Μαζεύονταν οἱ ἄνθρωποι στὰ σπίτια τὰ βράδυα, ὡσὰν τὸ ἀποψινὸ, γιατὶ τὴ μέρα τὴ διέθεταν γιὰ τὶς δουλειές τους, καὶ γεύονταν τὰ ἐδέσματα ποὺ παρασκεύαζαν μὲ «πτιδιοσύνη»καὶ μεράκι οἱ νοικοκυρές. Τρώγανε μὲ εὐχαρίστηση τὰ προϊόντα ποὺ ἦταν, τὰ περισσότερ᾿ ἀπ᾿ αὐτά, δικιὰ τους παραγωγὴ καὶ κόπος, κι ὕστερα ἀρχίζανε τὸ χορὸ μὲ τραγούδια παλιὰ, γνήσια ἀποκριάτικα τραγούδια. «Ἄχ, χειλάκι μου γραμμένο», «Τῆς Σούσας τὸ τραγούδι», ἀλλὰ καὶ κάποια σκωπτικά, ἔτσι γιατὶ τὸ καλοῦσε ἡ μέρα, ποτὲ ὅμως προσβλητικὰ. Σείονταν τότε τὰ πατώματα ἀπ᾿ τὸ χορὸ κι εὐφραίνονταν οἱ ψυχὲς. Τότε…
Φυσικὰ καὶ στὰ καφενεῖα γίνονταν κάποια μικρὰ γλέντια μὲ χορὸ τῶν ἀντρῶν μονάχα. Κι ἐδῶ πρέπει νὰ μνημονευτεῖ ὁ μπάρμπα Σταμάτης ὁ Δένδης, ποὺ ἕνα βαθὺ σούρουπο, τέτοιες μέρες πάντοτε, ἔσυρε τὸ χορὸ λέγοντας κάποιο παλιὸ ἀποκριάτικο τραγούδι μὲ μιὰ φωνὴ σταθερὴ καὶ γνήσια ποὺ ἔβγαινε ἀπό μιὰ ψυχὴ φορτωμένη ἀρχαῖες μνῆμες καὶ βιώματα. Δυστυχῶς, δὲ θυμᾶμαι ποιὸ ἦταν ἐκεῖνο τὸ τραγούδι, γιατὶ ἔχουν περάσει ἀπό τότε πάνω ἀπό πέντε δεκαετίες. Μόνο ὁ σκοπὸς περνάει ἀπὸ τ᾿ αὐλάκια τοῦ νοῦ μαζὶ μὲ τὴ φιγούρα τοῦ μακαρίτη τοῦ γέροντα. Φυσικὰ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ, πὼς ἐκεῖνος ὁ ἀλησμόνητος χορὸς ἔγινε ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ τοῦ μπάρμπα τοῦ Κωστῆ τοῦ Μπερτάνη τὸ καφενεῖο, σ᾿ ἐκείνη τὴ μικρὴ ὡστόσο ἱστορικὴ πλατεία, ἀφοῦ ἐκεῖ χόρεψαν οἱ περισσότερες νύφες τοῦ χωριοῦ.
Ὡστόσο στὴ μνήμη ἀπομένουν κι ἄλλα γεγονότα νὰ τὴν παραμυθοῦν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς στεγνοὺς κι ἀφιλόξενους καιροὺς, γιατὶ ὅσο ἡ ἀπόσταση ἀπό τὸ χτὲς μακραίνει, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νοιώθεις τὸ πόσο πολύτιμοι ἦταν ἐκεῖνοι οἱ καιροί.
Εἶχε πέσει στὸ χωριὸ μεγάλη ἐπιδημία τὶς μέρες τῆς Ἀποκριᾶς - ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960- κι ἔτσι πολὺ λίγα παιδιὰ ντύθηκαν «μτσούν(οι)». Πῶς; Φορώντας μιὰ παλιοπατατοῦκα ἀνάποδα, τὴ σκούφια τοῦ πατέρα τους, ἤ τὴ «φστάνα» τῆς μάνας τους, καλύπτοντας τὸ πρόσωπο μὲ ἔνα μαντήλι καὶ κρατώντας μεγάλες «στραβολέκες» ἤ ραβδιὰ, γύριζαν τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ. Τὰ καλοδέχονταν οἱ νοικοκυραῖοι καί τὰ κερνοῦσαν κολοκυθόπιττα γιὰ τὸ καλὸ. Κι ἐκεῖνα, τὶ χαρὰ ποὺ ἔπαιρναν…
Ἐκείνη τὴ χρονιὰ ὅμως μὲ τὴν ἐπιδημία λίγα παιδιὰ ντύθηκαν κι οἱ ἀπόκριες μὲ τὴ τράτα, τὴ γκαμήλα καὶ τοὺς «κ᾿ δουνάδις» κινδύνευε νὰ χαθεῖ. Μέχρι τὴ στερνὴ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς ὁπότε κι εἶχε τὴν ἰδέα ὁ δά-σκαλος τοῦ χωριοῦ, ὁ μακαρίτης Ἀνέστης Κούκουρας νὰ φτιάξει τὸ «μπακρατσοκέφαλο». Ἔντυσε μὲ λινάτσα ἕνα μεγάλο κεφάλι, ποὺ εἶχε φτιάξει μὲ σύρματα, ἔφτιαξε μύτη, στόμα, αὐτιὰ καὶ μάτια, τὸ ἔστησε σ᾿ ἕνα κοντάρι καὶ κάτω ἀπό τὸ φόρεμα ἔβαλε κάποιον νὰ τὸ κρατάει.Ἴσως ὅμως νὰ ἦταν κι ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος. Ἔντυσε δὲ κι ἄλλους γύρω του καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ θίασος πέρασε ἀπὸ τὸν κάθε δρόμο τοῦ χωριοῦ. Τὸ τὶ ἔγινε δὲν περιγράφεται, ἰδιαίτερα ὅταν γινόταν ὁ διάλογος μεταξὺ κάποιου ἀπό τὸ θίασο μὲ τὸν «κύριο μπακρατσοκέφαλο». Ἔλεγε τὰ δικά του ὁ ἕνας κι ὕστερα ρωτοῦσε μὲ σκωπτικὸ ὕφος: «Συμφωνεῖ κι ὁ κύριος μπακρατσοκέφαλος»; «Μάαααλιστα», ἔλεγε ἐκεῖνος καὶ κατέβαζε τὸ κεφάλι του σιγὰ-σιγὰ, πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ. Ἀκόμα θυμᾶσαι ἐκεῖ στὴν πλατεία τοῦ μπάρμπα Κωστὴ τοῦ Μπερδάνη, στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, τὸν κόσμο ποὺ εἶχε μαζευτεῖ, γιατὶ εἶχε ξημερώσει καὶ μιὰ θαυμάσια ἀνοιξιάτικη μέρα, ποὺ πραγματικὰ ταίριαζε μ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ πανηγύρι.
Στὸν ἴδιο πάντα τὸ χῶρο θυμᾶσαι ἀκόμα κάποιες ἄλλες ἀπόκριες, μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, μὲ τὴν παρέα τῶν νεαρῶν νὰ χορεύει καὶ στὴ μέση τοῦ χοροῦ τὸ συγχωρεμένο τὸν Γιάννη τὸν Καλλιανὸ (τὸν γνωστὸ ὡς Μπόντς) νὰ κρατάει ἕνα παλιὸ φωνόγραφο ποὺ ἔπαιζε τὸ τραγούδι τοῦ Γούναρη «Μιὰ κότα στρουμπουλή». Τί γινόταν ἐκεῖ γύρω, μήτε ποὺ μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ. Γιατὶ ἐκεῖ γύρω εἶχαν μαζευτεῖ πολλοὶ Κληματιανοὶ, ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ ψυχαγωγοῦνταν, γιόρταζαν. Καὶ νὰ οἱ μεζέδες, νὰ τὸ καλὸ κληματιανὸ κρασί, οἱ πίττες, τὰ ρυζόγαλα. Ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ταίριαζαν σ᾿ ἕνα πανηγύρι. Ἀνεπανάληπτο πανηγύρι…
Μόνο ποὺ οἱ μέρες αὐτὲς εἶχαν καὶ τὴν ἀνάποδη πλευρά τους, ὅπως τότε ποὺ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς τοῦ 1977, σούρουπο, πρὸς τὸ βράδυ ἀκούστηκε τὸ μαντᾶτο «Ἀρὴ, πάει οὑ παπᾶς». Πράγματι, λίγες ὧρες πρὶν, στὸ Βόλο, ἄφηνε τὴν ἔσχατη πνοὴ του ὁ μακαριστὸς παπα-Γρηγόρης Ξανθούλης, σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀνοίγοντας παράλληλα ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν Κληματιανὴ ἐνοριακὴ κοινότητα.
Μόλις ἀκούστηκε τὸ γεγονὸς, ὅλο τὸ χωριὸ ξαφνιάστηκε, πάγωσε, ἄφησε τὴ γιορτὴ καὶ τὴν κάθε ἐκδήλωση ψυχαγωγίας καὶ μιὰ βαθειὰ, πένθιμη σιωπὴ απλώθηκε παντοῦ. Γιατὶ οἱ Κληματιανοὶ ξέρανε πότε νὰ γλεντήσουν καὶ πότε νὰ σταθοῦν ἀπέναντι σὲ κορυφαῖα γεγονότα, ὅπως εἶναι ὁ θάνατος, μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ σεβασμό.
Αὐτὲς μὲ λίγα λόγια ἦταν οἱ Ἀποκριὲς στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα, ποὺ σήμερα ἀπομένουν νοσταλγικὰ στιγμιότυπα μὲ τὴν προοπτικὴ ὡστόσο τῆς μαθητείας γιὰ τοὺς νεότερους καὶ τῆς ἀναπόλησης γιὰ τοὺς μεγαλύτερους στὴν ἡλικία. Ὅσοι, φυσικά, τὸ ἐπιθυμοῦν.
Κλήμα Σκοπέλου
π. Κων Ν. Καλλιανός
Υ.Γ Αὐτὸ ποὺ ἐπίσης ἔχει σημασία νὰ εἰπωθεῖ, κι ύστερ᾿ ἀπό πενήντα τόσα περίπου χρόνια καταγράφεται ὡς μνήμη καὶ τιμή, εἶναι ἡ παρουσία, παραμονὲς τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, τῶν μποσταντζήδων ἀπό τὴ Σκόπελο, μὲ λαχανίδες καὶ κουνουπίδια.
Ἡ μνήμη, μάλιστα, νοσταλγικὰ στέκει σὲ κάποιο ἡλιοφώτιστο Σάββατο τοῦ τέλους τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, παραμονὴ τῆς Τυρινῆς, ὅπου στὴν εὐρύχωρη αὐλὴ τῆς θειᾶς Εὐανθίας, ἔξω ἀπό τὸ μαγαζί της, εἶχε ἀπό τὸ πρωῒ ἔλθει μὲ τὸ μουλάρι του φορτωμένο ὁ Κωστὴ ὁ Χασιώτης, φέρνοντας ἐκεῖνα τὰ ἐξαίσια καὶ τρυφερὰ κουνουπίδια, μαζὶ μὲ τὶς χρυσοπράσινες λαχανίδες, γιὰ νὰ κάμουν οἱ χωρικοὶ ἀποκριά.
Τότε, σὲ χρόνια πενιχρὰ καὶ ἀδύναμα, μπορεῖ νὰ κάνανε οἱ Κληματιανοὶ κολοκυθόπιτες ἤ τυρόπιτες, ὅμως τὸ κουνοπιδι καὶ ἡ λαχανίδα φέρνανε στὶς μέρες αὐτὲς ἕναν ἄλλον ἀγέρα, ποὺ διέλυε τὴ μονοτονία. Φυσικὰ, σήμερα, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια ποὺ τὰ λές αὐτὰ, ποιoὺς περιμένεις νὰ εὐαισθητοποιήσουν οἱ ἀναμνήσεις σου; Εἶναι, βλέπεις τόσο ἐπιδέξια ἁπλωμένη ἡ ὁριζοντίωση τῶν πάντων, ποὺ, πιστεύεις, ὅτι ἐλάχιστοι ἐπιμένουν νὰ θυμοῦνται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου