Με αφορμή τα 50 χρόνια από την αναχώρηση του λογοτέχνη Νίκου Καχτίτση (1926-1970), ο οποίος είχε ζήσει και στην Πάτρα, όπου και ετάφη, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο του Βασίλη Λαδά "Το φάσμα του Νίκου Καχτίτση", το οποίο έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 63 (Νοέμβριος 2020) του περιοδικού "Μανδραγόρας", που περιλαμβάνει αφιέρωμα στον Νίκο Καχτίτση.
Αίφνης, θυμάμαι - σαν ήμουν νέος - ένα τεύχος του πατρινού περιοδικού «Παράθυρο», το υπ' αριθμόν 4 από τις αρχές του '85, εκεί όπου ο πατρινός λογοτέχνης και ποιητής Βασίλης Λαδάς παρουσίαζε ένα μονοσέλιδο κείμενο για τον Καχτίτση, προτείνοντας μάλιστα να δοθεί το όνομά του και σ' ένα δρόμο της πόλης.
«Θα ήθελε άραγε να ταφεί κάπου στην οδό Αγίου Ανδρέου (σ.σ. κεντρικός δρόμος των Πατρών) ο Καχτίτσης; Ή μήπως σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό του ηλειακού κάμπου, πλάι σε πυκνές φυλλωσιές; Είτε το 'θελε είτε δεν το 'θελε ενταφιάστηκε στο Α' Νεκροταφείο Πατρών. Να τολμήσω να προτείνω πως αν όχι η Αγίου Ανδρέου ένας άλλος δρόμος παρακατιανότερος θα μπορούσε να λάβει το όνομα Νίκος Καχτίτσης; Ή θα παρεξηγηθώ από το Δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους, αφού ο Νίκος Καχτίτσης δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελέσει σύμβολο λαϊκίστικης νοοτροπίας και ήθους».
Κι ακόμα θυμάμαι το κείμενο του Βασίλη Λαδά, με τίτλο "Με τον Στοππάκιο Παπένγκους στα Λουτρά" (Εφημερίδα των Συντακτών, 6.7.2013), εκεί όπου μας λέει ότι "με τις ζέστες του Μαΐου, εκδράμαμε οικογενειακώς, για ένα απόγευμα, στα Λουτρά Κυλλήνης. Ξάπλωσα με τον παιγνιώδη «Εξώστη» του Νίκου Καχτίτση στην επανέκδοση από την «Κίχλη» το 2012.".
Αλλά ας δούμε το σχετικό απόσπασμα από το κείμενο - ποταμός που δημοσίευσε ο Β. Λαδάς στον "Μανδραγόρα" για τον συγγραφέα της προσωπικής του μυθολογίας.
π.α.α.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΗ ΓΑΝΔΗ ΚΑΙ Η ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΗ
Στο μυαλό του Καχτίτση, όπου κι αν ζούσε, δύο ήσαν οι τόποι της πατρίδας του. Σε αυτούς κι από αυτούς δημιούργησε τον μύθο του. Μια λουτρόπολη στον κάμπο της Ηλείας απέναντι από τη Ζάκυνθο, τα Λουτρά της Κυλλήνης, ή Λίντζι, κατά τους Φράγκους, και η φανταστική πόλη Γάνδη, που ουδεμία σχέση έχει με την Φλαμανδική Γάνδη του Βελγίου. Η Γάνδη του Καχτίτση είναι μια πόλη – κράτος, σαν τις αυτόνομες πόλεις της Βόρειας Ευρώπης, πριν τη δημιουργία των κρατών – εθνών. Είναι μια πόλη που δημιουργήθηκε στο χαλί της φαντασίας του. Όπως τα παιδιά φτιάχνουν πολιτειούλες, στα δάπεδα των δωματίων τους, με σπιρτόκουτα, μικρά κουτάκια, κύβους, με το Δημαρχείο, τον στρατώνα, το γήπεδο ή φτιάχνουν στρατούς με ξυλάκια έτσι κι ο Καχτίτσης έφτιαξε την πόλη του, όπου περιώνυμοι κάτοικοί της ήσαν οι φίλοι του με ψευδώνυμα, σαν τα ψευδώνυμα που είχαν (δεν ξέρω αν τώρα έχουν, αλλά είχαν στα εφηβικά χρόνια του Καχτίτση) οι πρόσκοποι κι έφτιαξε κι έναν μυστήριο αόρατο στρατό να πολιορκεί την πόλη του. Και ποιοι είναι οι φίλοι; Οι Ηλείοι κατ’ αρχήν. Ο Γιώργης Παυλόπουλος. Ο Τάκης Σινόπουλος. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος κι αυτός από την εφηβική γυμνασιοπαρέα της Πάτρας – ψυχίατρος στην Αμερική, κουμπάρος του Καχτίτση, στην Αμερική βλέπονταν συχνότατα, μεγάλος δημοσίευσε και ποιητικές συλλογές. Ο Σωκράτης Καψάσκης, πολυπράγμων, ανθολογημένος ποιητής, μεταφραστής του Οδυσσέα του Τζόις, σκηνοθέτης, ιδιοκτήτης του ιστορικού κινηματογράφου Στούντιο στην πλατεία Αμερικής και εισαγωγέας ποιοτικών ταινιών, που τις προμηθεύονταν οι ανά την Ελλάδα κινηματογραφικές λέσχες των δεκαετιών 1970-1980. Σημειωτέον ότι με τον Καψάσκη είχε διαφορές ο Καχτίτσης ωστόσο είχε τη θέση του κι αυτός στη Γάνδη. Ήταν ακόμη ο Θεόδωρος Βαρουξής ιδιοκτήτης της εφημερίδας Πατρίς του Πύργου, φύλλα της οποίας έστελνε ο Παυλόπουλος στον Καχτίτση να διαβάζει, τα κοινωνικά θέματα κυρίως, αυτά που έτρεφαν την αδηφάγα φαντασία του όπως την έτρεφε διαβάζοντας φακέλους ψυχικώς πασχόντων γυναικών του φίλου του Ντίνου Ηλιόπουλου, συμπτώματα των οποίων έβρισκε στον εαυτό του, τρέμοντας πάντα για τη ψυχική και σωματική του υγεία. Στην τετράδα προστίθενται κι άλλοι κατά καιρούς κι έπαιρναν ρόλους στην πόλη του Καχτίτση. Η Γάνδη δεν ανήκε σε κράτος, ήταν κράτος κι ονομάστηκε έτσι γιατί βρήκε τη λέξη «γοητευτική» ο Καχτίτσης. Πράγματι θα μπορούσε να είναι ένα ωραίο γυναικείο όνομα στα ελληνικά. Ένα Γ προστίθεται στο Άνθη. Αναζητούσε τη μουσικότητα στις λέξεις – την ηχητικότητα – όπως έλεγε. Αφουγκραζόμενος το σύρσιμο της πέννας στο χαρτί, ίσως να άκουγε κάθε λέξη να αφήνει διαφορετικό ήχο από τις άλλες κατά το σύρσιμο. Η Γάνδη είναι στολισμένη με κτίρια βορειοευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, δεν έχει πολιτικές αντιπαλότητες, δεν έχει πολιτική ηγεσία, είναι όμως πολιορκημένη από έναν ύπουλο εχθρό (ποιος είναι αυτός δεν μαθαίνουμε). Παρ’ όλα αυτά σφύζει από κοινωνική ζωή. Όπερα, έρωτες, ίντριγκες, χοροεσπερίδες και νεκροταφεία που τη νύχτα τα φοβάσαι και στον ήλιο λάμπουν τα μάρμαρά τους.
Φωτογραφίες της Γάνδης του Βελγίου: Ιδιωτική Οδός |
Η Γάνδη είναι όμορφη (κατά σύμπτωση είναι κι η πραγματική Γάνδη), κάτι έχει στη μορφή της από την πόλη Κεμπέκ του Γαλλικού Καναδά. Οι εστέτ αξίζει να ζουν εκεί γιατί απεχθάνονται τις ασχήμιες σε όλες τους τις μορφές και γι’ αυτό υποφέρουν. Έτσι λέει και για τον εαυτό του. Και γράφει στον Παυλόπουλο αναφερόμενος στη Γάνδη του Τί σημασία μπορούν να έχουν τα ονόματα, για μας κάθε πόλη, κάθε πάρκο, κάθε σημείο της γης είναι μια Γάνδη. Μια ωραία Γάνδη αλλά πολιορκημένη. Έτσι επέλεξε αυτός και οι φίλοι του να είναι πολιορκημένοι από τις μικρότητες των άλλων, από την ασχήμια, από τα άγχη τους, από τους έρωτές τους. Μοιάζουν να λατρεύουν τους στίχους του Σαχτούρη: Πολιορκημένος είμαι σκοτεινιασμένος / από όλες τις πλευρές του έρωτά μου. Λίγο εγωιστικό; Απόλυτα εγωιστικό. Πρόκειται άλλωστε για ένα υπαρξιακό παιχνίδι. Στη Γάνδη λοιπόν ο Καχτίτσης έχει το ψευδώνυμο Στοππάκιος Παπένγκους. Το δημιούργησε από τα αρχικά που ήσαν γραμμένα σε ένα μικρό κανονάκι στο κοκκινόχωμα (γήπεδο τένις) στην παραλία του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Το μικρό κανονάκι επόπτευε την είσοδο στον λιμένα. Εννοείται πως ο Στοππάκιος Παπένγκους είναι ο βασικός ήρωας της υπαρξιακής παιχνιδούπολης. Ήρωας ή αντιήρωας; Και τα δύο μαζί. Γιατί ως ήρωας νοιάζεται πολύ για τη δόξα του, την οικονομική του δύναμη, την κατάκτηση των γυναικών, προδίδει και εγκληματεί για την καλοπέρασή του. Και αντιήρωας διότι οι ενοχές, τον κουρελιάζουν, τον μαζεύουν στο καβούκι του, δεν ξεμυτίζει από την ύπαρξή του. Η Γάνδη έχει και την εφημερίδα της. Λέγεται Πολιορκημένη Γάνδη και τη διαβάζει μόνο ένας: Ο Γιώργης Παυλόπουλος και του τη στέλνει ο συντάκτης της εφημερίδας Στοππάκιος Παπένγκους. Σ’ ένα φύλλο της εφημερίδας πάνω δεξιά υπάρχει μια λινοτυπία με μπούστο γυναίκας (μοιάζει με Γενοβέφα) με το δάχτυλο στο στόμα και ονομάζεται Γάνδη. Και στα περιεχόμενα υπάρχουν ένα σωρό κοινωνικά συμβάντα και περίεργες αγγελίες με χιούμορ γραμμένες. Σαν τις εφημερίδες που έγραφαν οι έφηβοι της εποχής του Καχτίτση για να τις διαβάζουν και να γελούν στις κοινωνικές τους συναναστροφές. Κάτι που θυμάμαι πως γινόταν και στους προσκόπους, όπου γράφονταν σατυρικές εφημερίδες και διαβάζονταν στις συγκεντρώσεις. Το παιδί Καχτίτσης συνόδευε πάντα τον ενήλικα Στοππάκιο Παπένγκους σε όλες τις συναναστροφές του. Μαζί δημιουργούσαν τις χαριτωμένες σκηνές που γοήτευαν τους άλλους. Ζούσαν σε μια ωραία πόλη που όμως είχε πολλές απόκρυφες ιστορίες και μυστήρια. Και πάντα οι ενοχές του Στοππάκιου Παπένγκους, απέναντι σε γυναίκες, ή σε κάτι που προξένησε κακό σε άλλον χωρίς να έχει πρόθεση ούτε να προέρχεται από αμέλειά του, παρηγορούνται από το «παιδί» Καχτίτση που τον συνοδεύει.
Τη Γάνδη την επινόησε έφηβος και η επινόηση τον στοίχειωσε. Ήταν το αστείο του, η καταφυγή του, η μεταφορά σε φανταστικό επίπεδο της ζωής του. Το άλλο του πρόσωπο, ο Στοππάκιος Παπένγκους, φορτωνόταν όλα τα ανεξόφλητα χρέη του. Ήταν μια κακή τράπεζα, όπως λένε σήμερα. Και η Γάνδη μια πόλη με κακές τράπεζες.
Ως Στοππάκιος Παπένγκους κι ως πολίτης της Γάνδης υπέγραφε τις επιστολές του προς τους Θεσσαλονικείς συγγραφείς .Το αστείο όμως αυτονομήθηκε. Η φανταστική του Γάνδη κήρυξε την ανεξαρτησία της ως πόλη – κράτος, αυτονομημένης, εσαεί πολιορκημένης και πηγή εμπνεύσεως. Γράφει, από την Ντουάλα του Καμερούν, το 1953 προς τον Παυλόπουλο: Άσχετα από τα φαιδρά της σημεία, πρέπει να ξέρεις, ότι η Γάνδη είναι τεράστιο θέμα και σοβαρότατο.
Αν όμως η Γάνδη είναι συμβολική και φανταστική, η Λουτρόπολη των ονείρων του, τα Λουτρά Κυλλήνης, το Λίντζι, όπου τα καλοκαίρια πήγαινε για παραθερισμό και για μπάνια προφανώς με όλη την οικογένεια, υπάρχουν ολοζώντανα. Ο Καχτίτσης είδε τα Λουτρά Κυλλήνης στη μορφή που είχαν τη δεκαετία του 1930. Από τα κτίσματα εκείνης της εποχής, σήμερα σώζεται μόνο η μαρμάρινη ροτόντα που περιβάλλει με κίονες την πηγή. Το χρώμα της από τον καιρό έχει πάρει τις γκρίζες και μπεζ αποχρώσεις ενός σοφού κτιρίου που έχει να αφηγηθεί πολλά. Γύρω από την πηγή μυρίζει το θειάφι. Το νερό που κυλά ανάμεσα σε αμμοθίνες, λασπώνεται και πολλοί αλείφονται από τη λάσπη και στέκονται όρθιοι κάτω από τα πανύψηλα δέντρα σαν μύστες του Ασκληπειού και σαν ζόμπι πολλές φορές. Μόνο, άλλο ένα κτίριο, θυμίζει τη δεκαετία του 1930. Είναι μια παλιά στενόμακρη αποθήκη στα νότια της ροτόντας που έχει μετατραπεί σε στάβλο αλόγων όπου τα ιππεύουν οι τουρίστες για μια μικρή ρομαντική βόλτα στην περιοχή. Όλα τα άλλα έχουν αλλάξει δύο φορές. Την πρώτη φορά με τα κτίρια των Ξενία τη δεκαετία του 1960 σε αρχιτεκτονική Κωνσταντινίδη, ο οποίος σεβάστηκε το δάσος και τα έκτισε σε αρκετή απόσταση από την αιγιαλίτιδα ζώνη και τις αμμοθίνες, ανάμεσα σε πανύψηλους ευκάλυπτους. Αν το 1970 ο Καχτίτσης πήγαινε στα Λουτρά Κυλλήνης, αυτά τα κτίρια θα ‘βρισκε στη θέση του παλιού ξενοδοχείου με τις τριγωνικές γοτθικές αψίδες στη σκεπή του και τα μεγάλα σε ύψος παράθυρα. Ένα κτίριο βορειοευρωπαϊκής φλαμανδικής αρχιτεκτονικής που κατά σύμπτωση μοιάζει με ένα ξενοδοχείο της πραγματικής Γάνδης. Τα παλιά μικρά πλίθινα και πέτρινα σπιτάκια, αυθαίρετα ή όχι, προς ενοικίαση, είχαν κατεδαφισθεί και στη θέση τους είχαν χτιστεί διώροφα τσιμέντινα ξενοδοχειάκια Θα ‘βρισκε όμως ένα μεγάλο κάμπινγκ ελεύθερης κατασκήνωσης που τα καλοκαίρια στις έναστρες νύχτες άκουγες να τραγουδούν οι παρέες Τζόαν Μπαέζ και Μπομπ Ντύλαν.
Σήμερα η περιοχή, δασωμένη όπως ήταν, νοικιάσθηκε ολόκληρη στα τέλη του 1990 σε ξενοδοχειακό συγκρότημα Resort και Spa. Φράχτηκε και πάνω στις αμμοθίνες χτίστηκαν αλυσίδες δωματίων και στούντιο, πισίνες και γηπεδάκια τένις. Πια η παραλία μπροστά από το συγκρότημα είναι χώρος άβατος για τους κοινούς θνητούς. Οι νόμοι βέβαια θεωρούν κοινόχρηστες τις αμμουδιές, ο καθείς έχει το δικαίωμα να ξαπλώσει να λιαστεί εκεί, αλλά μπάστακες φύλακες του συγκροτήματος με το ύφος τους σου δείχνουν ότι είσαι ανεπιθύμητος, σε αποτρέπουν ψυχολογικά από την επιθυμία να περπατήσεις στην αμμουδιά. Την αμμουδιά την χαίρονται πλούσιοι Ρώσοι ολιγάρχες, Έλληνες πολιτικοί και πριγκίπισσες από τη Σαουδική Αραβία. Έχω την τύχη ή την ατυχία – κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία – να μένω για δυο τρεις βδομάδες σε πανσιόν στον τελευταίο λόφο της διαδρομής από τη Γαστούνη προς τα λουτρά Κυλλήνης. Σε απόσταση χιλίων πεντακοσίων μέτρων από τα λουτρά και έχω τη θέα τους μπροστά μου. Η ομορφιά τους παραμένει. Το δάσος – αν και τσεκουρωμένο – στέκει στο ύψος του, το θειάφι μυρίζει έντονα και τώρα, παρότι το νερό έχει λιγοστέψει. Στην πανσιόν μένουν κυρίως Γερμανοί. Κάνουν απόλυτη ησυχία. Στις οκτώ το βράδυ είναι σαν να σημαίνει σιωπητήριο. Στη ράχη του λόφου της πανσιόν προς τη Γαστούνη περνούσαν οι ράγες του τρένου της γραμμής Καβάσιλα – Λουτρά, τώρα οι ράγες έχουν εξαφανισθεί κάτω από θάμνους. Κάθε χρόνο λοιπόν έχω την κατάλληλη ηρεμία – εξαιτίας των Γερμανών – και τις αφορμές από το τοπίο, να σκέφτομαι τον Καχτίτση και να δικαιολογώ τη λατρευτική προσήλωσή του στον τόπο αυτόν, στο μεγάλο παλιό ξενοδοχείο, στη ροτόντα της πηγής, στη θάλασσα, στο δάσος.
Στις επιστολές του συνεχώς αναφέρεται στα Λουτρά Κυλλήνης. Εκεί θέλει να πάει εκδρομή μια φίλη του. Εκεί στέλνει στο μυθιστόρημά του Ο ήρωας της Γάνδης, τον Στοππάκιο με τη σύζυγό του. Στο γαμήλιο ταξίδι τους ανά τον κόσμο, γράφει, περνώντας από την Πελοπόννησο, πηγαίνουν στις Μυκήνες και σε μια λουτρόπολη που λέγεται «Λουτρά Κυλλήνης». Ούτε στην Ολυμπία, ούτε σε αρχαία Κόρινθο, ούτε σε Μυστρά.
Μεταξύ των ουτοπικών σχεδίων του Καχτίτση, ήταν και η δημιουργία κοινοβίου συγγραφέων, να ζουν όλοι μαζί και να γράφουν. Το πιθανότερο βέβαια ήταν ότι θα έβγαζαν τα μάτια τους, αλλά ο Καχτίτσης διατηρούσε τον ρομαντισμό του. Έγραφε λοιπόν Μεγάλο Σάββατο του 1964 στον Παυλόπουλο πως για το κοινόβιό τους, θα επέλεγε την Κυλλήνη, ως τον πλέον κατάλληλο τόπο. Μάλιστα, αναρωτιόταν, μήπως ήταν δυνατόν να βρουν τουλάχιστον γι’ αυτόν μια τοποθεσιούλα κατάλληλη για αγορά «με δόσεις», αλλά να δούνε αν ακούγεται ωραία η θάλασσα το χειμώνα, τι μυρωδιά έρχεται από το δάσος.
Γράφει στον Γονατά στο γράμμα του Αυγούστου 1963, που αναφέρθηκε και πιο πάνω:
Κάθομαι και περιγράφω εν εκτάσει τη λουτρόπολη αυτή – τη στιγμή κατά την οποία δε διαδραματίζεται σ’ αυτήν παρά ένας θάνατος, ο θάνατος της ηρωίδας μου, η οποία ζει σε άλλο μέρος. Προς τί λοιπόν όλες αυτές οι 6 περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες περιγραφής της Λουτρόπολης – όταν η υπόθεση η οποία πιάνει, είναι αλήθεια, πολύ περισσότερες, εκτυλίσσεται αλλού; Το δράμα όμως είναι ότι, τουλάχιστον στη δική μου φαντασία, η λουτρόπολη αυτή και η πλοκή του «έργου» είναι άρρηκτα συνδεδεμένα…. Ναι, η ηρωίδα μου βρίσκεται πνιγμένη μέσα σε μία από τις μπανιέρες των λουτρών αυτών. Αλλά είναι άραγε αρκετό αυτό για να επεκταθώ στην περιγραφή της λουτρόπολης αυτής – όπως επίσης και στην άλλη περιγραφή του ταξιδιού με το τραίνο μέχρι εκεί; Πολύ θα ήθελα να έπειθα τον εαυτό μου να σας έστελνε όλο το κείμενο. Εντωμεταξύ παθαίνω και το άλλο, ότι δεν εννοώ επιτέλους να δώσω ένα τέλος, και μέσα στο μυαλό μου εκτυλίσσονται όλο και νέες σκηνές, ad infinitum. Μήπως θα ήταν δυνατόν να είχα μια συγκεκριμένη απάντησή σας πάνω σ’αυτό; Το μόνο ελαφρυντικό σε όλα αυτά είναι ότι η εν λόγω ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΗ έχει πάρει μορφή απομνημονευμάτων – αλλά όχι και η υπόθεση της ηρωίδας μου (μιας γιατρίνας), η οποία είναι γραμμένη με ύφος καθαρά αφηγηματικό. Είναι αλήθεια επίσης ότι στη Λουτρόπολη αυτή εγνώρισα, ως μικρό παιδί, την ηρωίδα μου αυτή, και σ’ αυτή την ίδια λουτρόπολη την κατασκόπευα αργότερα να απιστεί στον άντρα της και σ’ εμένα, πίσω από κάτι θάμνους. Τέλος, σ’ αυτήν καταφεύγει η ηρωίδα μου κάθε φορά που θέλει να φύγει από το πνιγηρό περιβάλλον του σπιτιού στο οποίο μένει με το γιατρό.
Εν τέλει δεν είδαμε τυπωμένο τι έγραφε το 1963 για τη Λουτρόπολη. Όμως στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Παλίμψηστος, δημοσίευσε με ψευδώνυμο το διήγημα Ριρίκα και Κυλλήνη στ’ αγγλικά που φέρεται πως είχε γραφτεί από το 1956. Εκπλήρωσε με τη δημοσίευσή του τις οφειλές στα νηπιακά και παιδικά του χρόνια προς την Κυλλήνη και το τρενάκι που τον πήγαινε εκεί. Όμως το ταλαιπωρημένο κι αργό τρενάκι μεταμορφώθηκε στο διήγημα σε τρένο ανάλογης ομορφιάς με το Όριαντ Εξπρές, οι επιβάτισσες είναι κυρίες με τα όλα τους, καλοχτενισμένες, καλοντυμένες κι όχι γριούλες χτυπημένες από ρευματικά και αρθριτικά. Τα Λουτρά μεταμορφώθηκαν σαν το Μπράιτον της Αγγλίας. Το δάσος έγινε δάση με αγριογούρουνα και βελανιδιές της Βόρειας Ευρώπης.
Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΗ ΓΑΝΔΗ
Στις 18 Δεκεμβρίου 2004, βραδάκι στον σιδηροδρομικό σταθμό Λεχαινών, ένα από τα κτίσματα Ιταλών αρχιτεκτόνων για τους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου, οι πολίτες της πόλης – κράτους Γάνδη, Γιώργης Παυλόπουλος, Θεόδωρος Βαρουξής και Ντίνος Ηλιόπουλος στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, θα μιλούσαν για τον ιδρυτή της πόλης – κράτους Νίκο Καχτίτση. Η ομιλία θα γινόταν εκεί που ήταν η αίθουσα του παλαιού καφενείου του σταθμού που είχε πάψει να λειτουργεί, γιατί τα τρένα θα έπαυαν πια να σφυρίζουν. Οι διαδρομές των τρένων θα τερματίζονταν. Από επιμονή των νέων εκείνων που είχαν αφιερώσει στον Καχτίτση το ενδέκατο τεύχος του περιοδικού Διάλογος το 1980 και το 2004 ήσαν μεσήλικες, οι αρμόδιοι του Σιδηρόδρομου επέτρεψαν η αίθουσα του καφενείου να μετατραπεί σε πολιτιστικό στέκι – μπαρ. Οι δυο από τους τρεις ομιλητές, οι Ντίνος Ηλιόπουλος και Γιώργης Παυλόπουλος είχαν συμμετάσχει και το 1990 σε εκδήλωση για τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καχτίτση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών. Την είχε οργανώσει ο υπεύθυνος, υπάλληλος του Δήμου Πατρέων για τον πολιτισμό, ποιητής, Δημήτρης Παπανικολάου στις 25 Μαΐου, ημέρα θανάτου του Καχτίτση. Ο Δημήτρης Παπανικολάου δίνει λατρευτική σημασία στους συμβολισμούς που αφορούν μνημόσυνες τελετές. Ο ίδιος άλλωστε μοιάζει με θρησκευτική φιγούρα του Ελ Γκρέκο με οστεώδες πρόσωπο και το διεισδυτικό βλέμμα του. Ο τρίτος ομιλητής στην Πάτρα ήταν ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο διαπρύσιος υποστηρικτής του Καχτίτση. Η εκδήλωση στην Πάτρα είχε την επισημότητα που επέβαλε η αίθουσα της πινακοθήκης με το παγερό φως. Οι ομιλίες των Παυλόπουλου και Παπαδημητρακόπουλου γοητευτικές μεν, μεγάλες δε, κούρασαν το κοινό που καθόταν σε άβολες καρέκλες. Την παράσταση την έκλεψε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, που, ως ψυχίατρος με μια ματιά αντιλήφθηκε την ψυχική κατάσταση των κουρασμένων ακροατών, και όταν ήρθε η σειρά του σηκώθηκε, ξέσφιξε λίγο τον κόμπο της γραβάτας του και είπε: Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω. Εγώ θα σας ζητήσω μόνο να σηκωθούμε να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή. Σηκώθηκαν όλοι λυτρωμένοι να ξεπιαστούν και η εκδήλωση τελείωσε με επιτυχία. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος μόλις είχε επιστρέψει τότε στην Ελλάδα από την Αμερική και θα έμενε μόνιμα στην Πάτρα.
Το 2004 στον σταθμό των Λεχαινών, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Ήσαν όλοι όσοι αγαπούσαν τον Καχτίτση, καθισμένοι άνετα στις πολυθρόνες του μπαρ, πίνοντας και καπνίζοντας. Έξω έριχνε χιονόνερο αλλά το μπαρ είχε ζεστασιά. Είχαμε βγάλει παλτά και σακάκια, μερικοί είχαν μείνει με τα πουκάμισα. Οι γέροντες πια ομιλητές δεν είχαν όρεξη να παραστήσουν τους καθηγητές Πανεπιστημίου, θυμήθηκαν τα νιάτα τους, τις τρέλες τους, τις παραξενιές του φίλους τους, τις κακιούλες του, την παιδικότητά του, τις αντιθέσεις τους με αυτόν, τον θαυμασμό τους για το πώς κατόρθωσε τα παιχνίδια του, η φανταστική του πόλη Γάνδη, να αποτελέσουν την πηγή των ιδεών του για τα βιβλία του, που βέβαια έγιναν λογοτεχνία – οι ιδέες αυτές – με την επίμονη δουλειά. Το μόνο που έλειπε από τη βραδυά αυτή ήταν να ακουστεί το σφύριγμα της Ριρίκας έξω από το σταθμό, στα πανύψηλα δέντρα και να ανέβουμε όλοι, πιωμένοι και μη, για μια βόλτα στα Λουτρά Κυλλήνης.
Ωστόσο η βραδυά ήταν μια εύθυμη και μεθυσμένη έξοδος από τη μελαγχολική Γάνδη. Η πολιορκία της πόλης – κράτους λύθηκε. Υπήρχε το παιδί Καχτίτσης στην γενέτειρα γη του και όχι το δημιούργημά του Στοππάκιος Παπένγκους, ένα τέρας που αυτοκτόνησε από τις τύψεις του. Ξεφύγαμε από τη μαγγανεία της γραφής, της Κίρκης που κρατάει ως μαγικό ραβδί την πέννα, πετώντας καβάλα σε σκουπόξυλα, όπως οι επαίτες της πολιορκημένης παραγκούπολης της ταινίας «Θαύμα στο Μιλάνο» του Ντε Σίκα.
Ο σταθμός των τρένων στη Γάνδη ιδιαίτερος και αρχιτεκτονικά - φέρνει κάτι από ανατολή - και διακοσμητικά. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου