π. Παναγιώτη Καποδίστρια: “ΛΕΥΚΟΤΕΡΟΣ ΚΑΙΓΕΣΑΙ”.
Σκέψεις μιας πρώτης ανάγνωσης
Γράφει η Τατιάνα Ε.-Γ. Καρύδη
Δεν ξέρω να πω τίποτα για την Ποίηση. Στέκεται πολύ μακριά από μένα για να την αγγίξω. Ούτε ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω τι έχει στη σκέψη του ο Ποιητής όταν γράφει. Δεν ξέρει κανείς την αφορμή που πυροδοτεί τις λέξεις. Ξέρω μόνο πως: Αυτό, ήταν οπωσδήποτε Εμπειρία. Τίποτα λιγότερο. Υπήρξε μια ανέλπιστης άκρας φιλανθρωπίας θεϊκή Στιγμή, που έσκισε βαθιά το χρόνο, σαν να τραβήχτηκε απροσδόκητα η βαριά κουρτίνα της παχύτατης ύλης, ανοίγοντας ρωγμή αποκάλυψης, ώστε μπήκε Φως.
«Λευκότερος καίγεσαι»... Επαφή του ανθρώπου με κάτι Θεϊκό, ασύμβατο με τις τρέχουσες έννοιες, με την ίδια του την πεπερασμένη φύση, παρηγορητικό και εξαίσιο Δώρο, σ' επιλεγμένο πλάσμα που είναι ωστόσο «καλός αγωγός» για Τόση θερμότητα ξαφνικά. Κάποιος που θ' αντέξει το Φως της Προθέσεως έστω στιγμιαία, χωρίς να πεθάνει από την Ένταση, αλλά να έχει τη γενναιότητα να φυλακίσει μια ακτίνα που καίει αβάσταχτα, για να τη δώσει να την αγγίξω εγώ εδώ σε μια άκρη και να Νοιώσω ένα ψήγμα, έστω κατακερματισμένο της Αλήθειας.
Εκείνο το Φως, ήταν Πυρ που τον έκαψε βαθιά κι αναλλοίωτα. Και ήταν Φως που κράτησε σε χέρια που ΕΠΡΕΠΕ να γράψουν, αλλιώς θα καούν.
"Ο Ιερέας Ποιητής / επιθέτει σπλάχνα λέξεων / ψιχουλάκια συλλαβών / στο δισκάρι της Διάρκειας / και λογχίζοντάς τους την πλευρά της Ανάγκης / χλοΐζουν κι αιωνίζονται."
Κανείς δεν ερμηνεύει κανέναν, ούτε ο ίδιος ο Ποιητής συλλαμβάνει το όλον, παρά μόνον υποψιάζεται το όριο. Έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι Μεγάλο. Κάτι μεγαλύτερο από την ύπαρξη. Ένας Αιώνιος Λόγος. Ίσως εκείνα που γράφει είναι ακόμη Υψηλότερα απ ότι ο ίδιος νομίζει. Υπερίπτανται κι είναι αδέσμευτα και πετούν σαν πουλιά , κι έχουν μια δική τους ζωή. Δεν τα ελέγχει πια κι ας τα έθρεψε με το αίμα της ψυχής του.
Προϋποτίθεται Πόνος. Πονάει «Η παρα-ποίηση». Εξ ού και η «Αυλή των Τραυμάτων. ...αναμένοντας θαυμάτων επούλωση / εξέγερση πτωμάτων….» και Πίκρα της διαπίστωσης: «Ανώδυνη δεν υφίσταται άνοιξη», και «ο χρόνος εξαντλείται αφού μας εξαντλήσει…». Επώδυνη η άνοιξη. Πόνος είναι ο χαμένος χρόνος, ο εγκλωβισμένος χρόνος, ο αγαπών ματαιότητες, αλλά τελικώς μοιάζει ανύπαρκτος ο χρόνος. Όλα όσα αξίζουν συμβαίνουν εκτός του χρόνου και είναι Αναστάσιμα.
Όλα είναι φτιαγμένα από την Αγάπη: «ο Άγγελος του Πάθους και η Μαρία…» το «σκεύος εκλογής». Η Ρομφαία είναι δίστομη. Στις Σημειώσεις Απριλίου καταγράφει: «..Σε συλλαμβάνουν οι λυγμοί..». Ομολογεί: «Πόνοι απόρρητοι … ολοξάγρυπνοι». Έχει πονέσει ο Ποιητής και συνεχώς οδυνάται, αλλιώς θα έπαυε να γράφει - να «ποιεί Λόγον» υπακούοντας στην «εντολή». Κι αλλού στραγγίζει δάκρυα – αφού ψυχαναλυτικά διακρίνει ότι πρέπει: «αν είναι δάκρυ να εκφραστεί, αλλιώς θα σε χαλάσει».
Βλέπει γυμνές κι αποκαθηλωμένες τις ψευδαισθήσεις, αυτές που τρέφει η Ανάγκη, και πυροδοτούν τα προσωπεία. Μονολογεί πικρά, καθώς γυμνή, χωρίς προστατευτικό δίχτυ, ισοπεδώνει η πραγματικότητα διαλύοντας αυτοείδωλα. Σαρκάζει τον ναρκισσισμό της ουτοπίας, αφού «το Νυφικό» σύρθηκε τόσον, ώστε «...ο σουμιές πάρθηκεν απ' τον Γύφτο».
Λιώνουν όλα κάποτε, δοκιμαζόμενα από το Πυρ και ξεχωρίζει ο χρυσός από τις απομιμήσεις, αφού το «…το χωνευτήρι εξοντώνει ονόματα και δόξες...».
Γνωρίζει τη γοητεία που ασκεί ο μαγικός αυλός και το πώς σε υπνωτίζει ελκυστικά ο βυθός και σε τραβάει στον όλεθρο, καθώς καθρεφτίζεσαι ως νάρκισσος, κι ακούς τραγούδι γοητευτικότατο από σειρήνες – υποσχέσεις. Δεν είναι αμέτοχος και απρόσβλητος, δεν είναι άγευστος εμπειρίας. Είναι διακεκαυμένος, αλλά Ανθεκτικός. «..Εν ώ γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι». Ο Λόγος του είναι καυστικός, αλλά και γι' αυτό διεισδυτικός. Η Διάκριση γνωρίζει πότε να καυτηριάσει το τραύμα, απολυμαίνοντας την πληγή, πότε ν' αγκαλιάσει υποστηρικτικά και κάποτε να συστήσει παράδοξους τρόπους θεραπείας.
Ομολογεί: «...Πανδύσκολος ο Έρως / γέρος απαιτητικός». Προειδοποιεί: «Φοβού τις δροσερότατες του Πηγαδιού υποσχέσεις / Λίγο στο φιλιατρό να ξεχαστείς ανυποψίαστος / σε καταβροχθίζει ολάκερον / ηδονικότατα ρουφώντας / ίσαμε και των προγόνων σου τους ήσκιους».
Αναρωτιέται: «Τι να την κάμεις την ενδόμυχη ζωή; / Εντός ολίγου διακοινώνονται (με βίες κι εξογκώματα) / όλα τα εντός /εκτός σου». Όλα είναι φανερά τα κρυπτά. Ο χρόνος δεν υπάρχει.
«Εφανερώθη / σπαργανωμένος ήλιος». Η Απόσταση είναι τόσο μεγάλη από την Αγάπη. Την καθορίζει η ελευθερία του ανθρώπου που είναι μεγαλύτερη από τον ίδιο... Ο άνθρωπος είναι μικρός και στέκεται μακριά. Δεν αντέχει το Φως και κλείνει τα μάτια. Απαντά μ' εκείνο που έχει, με «λογχισμούς κακότητας» μεγάλης.
«... κάθε πλάγιος λυγμός κι ένας ληγμένος άγγελος / … / κι εσύ να μελίζεσαι για το μέγα μου Τίποτα. / Στο δικό σου το ξύλο αφουγκράζομαι ανάσταση / στο δικό μου δρυοκολάπτη. / Σου ξαναδίνω τη θέση μου αχαρίστως -τάθελα και τάπαθες. / Έρχου!»
Ο Ποιητής έχει αυτογνωσία, βλέπει πέρα από την εικόνα και γνωρίζει ότι «Περιδιαβαίνει / το χωράφι των ψυχών / μελλοτάξιδος».
Στέκεται όρθιος εκεί, «νέος έως θανάτου», να συνομιλήσει με τους ανθρώπους της εποχής του με όρους Αιωνιότητας, και να συνομιλήσει με το Αιώνιο με όρους ανθρώπινης γλώσσας. Έχει «αναλάβει» να μεταφράσει αιώνιες λέξεις στη γλώσσα των ανθρώπων. Λέξεις που του διδάχτηκαν ανεπίγνωστα κι έχει «Χρέος» καταχωρημένο ενδόμυχα και καταλυτικά για την ύπαρξή του. Να δείξει εκείνο που του δόθηκε να δει, κάποια Στιγμή σαν μια αστραπή, κι είναι Ανάγκη να χαραχτεί κάπου, γιατί μια λάμψη ήταν και τη χάνεις. Μα πάντα θυμάσαι ότι την είδες. Και είναι αβάσταχτος ο Πόνος που την έχασες...
30/01/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου