Δημήτρης Μπαλτᾶς
Β. Γκρόσμαν, Τά πάντα ρεῖ, μετ. Γ. Μπλάνας, Ἐκδόσεις Γκοβόστη, Ἀθήνα 2016, σελ. 230
Ὕστερα ἀπό τό μνημειῶδες ἔργο Ζωή καί Πεπρωμένο παρουσιάζεται σέ ἑλληνική μετάφραση ἕνα ἀκόμη ἔργο τοῦ Β. Γκρόσμαν (1905-1964), τό ἀφήγημα «Τά πάντα ρεῖ», γραμμένο στό διάστημα 1955-1963, δηλαδή ὕστερα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Στάλιν (βλ. σχετικά τίς σσ. 35-37 τοῦ βιβλίου). Γιά τήν ἱστορία, θά σημειώσω ὅτι ἔχει προηγηθεῖ ἡ γαλλική μετάφραση τοῦ κειμένου (trad. J. Lafond, L’ Age d’ Homme, Lausanne, 1984).
Ἄν καί τό ἔργο χαρακτηρίζεται γενικά ἀπό τούς κριτικούς ὡς μυθιστόρημα, ἐντούτοις νομίζω ὅτι πρόκειται γιά ἕνα ἀφήγημα μέ στοιχεῖα μυθιστορήματος καί δοκιμίου.
Κεντρικός ἥρωας τοῦ ἀφηγήματος εἶναι ὁ ἄλλοτε πολλά ὑποσχόμενος φοιτητής και ἐπιστήμονας Ἰβάν Γκριγκόριεβιτς, ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει «πίσω στή ζωή, σέ μία ζωή πού τόν εἶχε ξεχάσει» (σ. 45), ὕστερα ἀπό δεκαετίες σέ στρατόπεδο καταναγκαστικῆς ἐργασίας. Βεβαίως τόσο στήν Μόσχα (σ. 60) ὅσο καί στό Λένινγκραντ (σ. 64) τά πάντα ἔχουν ἀλλάξει. Ὁ κόσμος πού γνώριζε ὁ Ἰβάν προτοῦ νά συλληφθεῖ καί νά φυλακιστεῖ «εἶχε πιά ἐξαφανιστεῖ» (σ. 64), σέ βαθμό πού ὁ ἴδιος ὁ Ἰβάν νά θεωρήσει πιά τόν ἑαυτό του «ξένο» (σ. 65).
Αὐτήν τήν ἴδια ἀπόσταση αἰσθάνεται ὁ Ἰβάν ὄχι μόνον ἀπό τόν χῶρο ἀλλά καί ἀπό τά πρόσωπα, ὅπως ἀπό τόν ἐξάδελφό του Νικολάϊ Ἀντρέγιεβιτς και τήν γυναίκα του Μαρία Πάβλοβνα (σσ. 22 κ.ἑξ.), οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νά ἐπιβιώσουν κατά τά δύσκολα χρόνια τοῦ σταλινικοῦ καθεστῶτος.
Μεταξύ τῶν ἀναμνήσεων πού ἔχει φέρει μαζί του ὁ Ἰβάν ἀπό το στρατόπεδο, εἶναι καί τό χαρακτηριστικό γεγονός ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού εἶχαν γεράσει μέσα στά στρατόπεδα ἐργασίας, «εἶχαν χάσει κάθε ἐπιθυμία να φύγουν ἀπό το στρατόπεδο» (σ. 89). Ὁ λόγος εἶναι ὅτι «ἡ δίνη τῆς ζωῆς τούς ἐξόντωνε. Τούς τρομοκρατοῦσε τό κρύο και ἡ μοναξιά τῶν ἀπέραντων πόλεων» (σ. 89. Ἐπίσης βλ. σ. 107).
Πάντως ἡ διάθεση τοῦ Ἰβάν νά ἐπιστρέψει στήν ζωή συνοδεύεται ἀπό τήν εὕρεση ἐργασίας: «κατάφερε νά προσληφθεῖ στόν συνεταιρισμό πού κατασκεύαζε κλειδαριές καί σκεύη κουζίνας ἀπό ἀλουμίνιο» (σ. 92).
Δύο ἀπό τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου (12ο καί 13ο) εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιερωμένα στις γυναῖκες πού ἔζησαν στά φρικτά σοβιετικά στρατόπεδα ἐργασίας. Καί γι’ αὐτές, ὅπως γιά τούς ἄνδρες, ἰσχύει ἡ διατύπωση τοῦ Γκρόσμαν: «Πολλά μποροῦν νά συγχωρεθοῦν σε κάποιον πού, μέσα στή λέρα καί τήν μπόχα τῆς βίας τῶν στρατοπέδων, παραμένει ἀνθρώπινο ὄν» (σ. 113).
Ἕνα ἄλλο πρόσωπο πού ἔχει ἕναν ὁρισμένο κεντρικό ρόλο στο ἀφήγημα τοῦ Γκρόσμαν, εἶναι ἡ σπιτονοικοκυρά του, ἡ Ἄννα Σεργκέγεβνα. Οἱ ἀναφορές τοῦ συγγραφέα στην Ἄννα Σεργκέγεβνα (σ. 99-100, σ. 111, σσ. 161-162, σ. 182, σ. 226), διακόπτονται, μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, ἀπό παρεκβάσεις δοκιμιακοῦ ὕφους πού ἀφοροῦν στό σοβιετικό κράτος (σσ. 166-167, σ. 170), στήν κρατική τρομοκρατία (σ. 104, σ. 181), στά στρατόπεδα ἐργασίας (σ. 107), ἀλλά στήν μοναδική σκιαγράφηση τοῦ χαρακτήρα τοῦ Λένιν (σσ. 188-193, σσ. 2022-203) καί τοῦ Στάλιν (σσ. 208-218).
Ἀλλά πίσω ἀπό τά ἀναφερθέντα θέματα εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ Γκρόσμαν, διά τοῦ Ἰβάν Γκριγκόριεβιτς, ἐπιχειρεῖ «νά κατανοήσει τήν ἀλήθεια τῆς ρωσικῆς ζωῆς» (σ. 162). Εἶναι βέβαιο ὅτι «ἡ ἄτεγκτη καταστολή τῆς προσωπικότητας -ἡ ἀπόλυτη ὑποταγή της στόν μονάρχη καί στό κράτος-ὑπῆρξε ἕνα σταθερό χαρακτηριστικό τῆς Ρωσικῆς ἱστορίας» (σ. 194). Ἀναφερόμενος ὁ Γκρόσμαν στήν «ρωσσική ψυχή» πού τελεῖ ὑπό καθεστώς διαρκοῦς δουλείας, συμπεραίνει ὅτι «ἡ ρωσική σκλάβα ψυχή ζεῖ καί στή ρωσική πίστη καί στή ρωσική ἀπουσία πίστης … στή ρωσική φιλαργυρία … στή ρωσική ἔλλειψη ὁποιασδήποτε αἴσθησης ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας» (σ. 204).
Ὁπωσδήποτε θά συμφωνήσει κανείς μέ τόν συγγραφέα ὅτι «ἀκριβῶς ὅπως τό ἔργο τοῦ Λένιν δεν πέθανε το 1924, ἔτσι καί τό ἔργο τοῦ Στάλιν συνέχισε νά ζεῖ μετά τόν θάνατό του» (σ. 218). Ἐξακολούθησε δηλαδή ὁ ρωσικός λαός νά βιώνει, μέ ἄλλους τρόπους, τήν ἀπουσία τῆς ἐλευθερίας, ὅπως σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἱστορίας του. Ἀλλά ἡ ἀπουσία ἐλευθερίας σημαίνει τήν ἀπουσία ζωῆς. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου γράφει χαρακτηριστικά ὁ Γκρόσμαν ὅτι «γιά τόν ἄνθρωπο, τό νά ζεῖ σημαίνει νά εἶναι ἐλεύθερος. Ὄχι, ὅλα ὅσα εἶναι πραγματικά, δέν εἶναι λογικά. Καθετί ἀπάνθρωπο εἶναι παράλογο καί ἀνώφελο» (σ. 221), ἀπαντώντας τρόπον τινα στήν περίφημη διατύπωση τοῦ μεγάλου Χέγκελ ὅτι «αὐτό πού εἶναι λογικό, εἶναι ἀληθινό. Καί αὐτό πού εἶναι ἀληθινό, εἶναι λογικό» (Βλ. Γκ. Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου, μετ. Στ. Γιακουμής, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα 2004, σ. 29).
Τό ἀφήγημα τοῦ Γκρόσμαν δέν ἔχει σύνθετη καί συναρπαστική πλοκή, ὅπως ἄλλα μεγάλα και γνωστά μυθιστορήματα τῆς ρωσσικῆς λογοτεχνίας. Νομίζω ὅτι θά πρέπει νά προσεγγιστεῖ λιγότερο αἰσθητικά καί περισσότερο ὡς ἕνα κείμενο κριτικῆς κατά τῆς ἀνελευθερίας πού χαρακτήρισε καί τήν σοβιετική περίοδο τῆς ρωσσικῆς ἱστορίας, ὅπως καί τίς παλαιότερες περιόδους μοναρχικῆς ἐξουσίας.
1 σχόλιο:
Σχετικά με τη "μετάφραση" του Γιώργου Μπλάνα από τα.. ρωσικά, έχει γράψει η αναπληρώτρια καθ. και μεταφράστρια από τα ρωσικά Αλεξάνδρα Ιωαννίδου ένα εκτενές και τεκμηριωμένο άρθρο για τον ίδιο ισχυρισμό του ίδιου "μεταφραστή" στην έκδοση του βιβλίου Ζωή και Πεπρωμένο του Βασίλι Γκρόσμαν.
http://athensreviewofbooks.com/wp-content/uploads/2015/06/ARB_63-ioannidou.pdf
Δημοσίευση σχολίου