Το τριήμερο 26-28 Νοεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκε στο περιώνυμο μοναστήρι του Bose (Β. Ιταλία) διεθνές συνέδριο με θέμα «Ιστορικοποιώντας τον οικουμενισμό» (Historicizing ecumenism). Θεολόγοι και ιστορικοί από όλη την Ευρώπη απόλαυσαν την εξαιρετική φιλοξενία της οραματικής μοναστικής κοινότητας, συμμετείχαν στην εμπνευσμένη λατρευτική ζωή της και εξέτασαν με σύγχρονα αναλυτικά εργαλεία ποικίλες πτυχές της ιστορίας της οικουμενικής κίνησης. Συστηματικά και εν γένει θεωρητικά προβλήματα της οικουμενικής θεολογίας, γεγονότα κομβικής σημασίας στην πορεία για την προώθηση της χριστιανικής ενότητας, η συμβολή σημαντικών μορφών του διαχριστιανικού διαλόγου στην προσπάθεια υπέρβασης όσων εμποδίζουν την πλήρη κοινωνία των χριστιανικών Εκκλησιών μελετήθηκαν επισταμένα, κομίζοντας νέα στοιχεία στην έρευνα, αναδεικνύοντας τα επιτεύγματα, αλλά και εξετάζοντας τις προκλήσεις και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η οικουμενική κίνηση σήμερα.
Το συνέδριο διοργανώθηκε από το «Ίδρυμα Θρησκευτικών Σπουδών Ιωάννης ΚΓ´» υπό την ευθύνη του καθηγητή Alberto Melloni (Reggio Emilia/Μπολόνια).
Εισηγήσεις κατέθεσαν οι εξής επιστήμονες: Jürgen Miethke (Χαϊδελβέργη· «Η “ενότητα της Εκκλησίας” στην υστερομεσαιωνική Εκκλησιολογία – λυδία λίθος για την οικουμενική κίνηση σήμερα»)· Cyril Hovorun (πανεπιστήμιο Yale, ΗΠΑ· «Θεολογικές γλώσσες οικουμενικών συγκλήσεων»)· Theresia Hainthaler (Φρανκφούρτη· «Χριστολογικοί διάλογοι με τις Εκκλησίες της Ανατολής»)· Enzo Bianchi (ηγούμενος της οικουμενικής μοναστικής κοινότητας του Bose· «Απολογισμός του οικουμενισμού σήμερα. Μια μοναστική προοπτική»· Adalberto Mainardi–Matthias Wirz (Bose· «Οικουμενισμός και μοναστικές εμπειρίες του εικοστού αιώνα»)· Silvia Scatena (Reggio Emilia/Louvain-la-Neuve· «Διεθνής, διομολογιακή, οικουμενική. Η κοινότητα του Taizé και η Μετερρυθμισμένη Εκκλησία στη Γαλλία: η “υπόθεση” των αδελφών παστόρων»)· Peter de Mey (Leuven· «Το καθολικό συνέδριο για την άμεση προπαρασκευή οικουμενικών ερωτήσεων για την ανανέωση της καθολικής εκκλησιολογίας στη Β´ Βατικανή Σύνοδο: Ανάλυση του μνημονίου του 1959 και των συναντήσεων του 1960 [Gazzada] και του 1961 [Strasbourg]»)· Leonard Hell (Mainz· «Ο επίσκοπος του Mainz Albert Stohr [1890-1961]»)· Margarethe Hopf (Βόννη· «Ο Max Lackmann, „Die Sammlung“ και ο „Bund für evangelisch-katholische Wiedervereinigung“)· Saretta Marotta (Μπολόνια/Μόναχο· «Η γένεση ενός οικουμενιστή: ο Augustin Bea στη σχολή του επισκόπου του Paderborn Lorenz Jaeger»)· Sergej Firsov (Αγία Πετρούπολη· «Ο πάπας Ιωάννης ΚΓ´ στον καθρέφτη του σοβιετικού τύπου. Αναθεωρώντας την ιστορία της πρόσληψης της προσωπικότητας του ποντίφηκα στην ΕΣΣΔ»)· Geert van Dartel (Ουτρέχτη· «Για την ανακαίνιση της Εκκλησίας και της κοινωνίας. Το οικουμενικό περιοδικό Kosmos & Oecumene [1967-1992]»)· Leo van Leijen (Ουτρέχτη· «Από λαχτάρα για την ενότητα. 60 χρόνια το περιοδικό Pokrof ενημερώνει για τον ανατολικό χριστιανισμό [1954-2013]»)· André Birmelé (Στρασβούργο· «Ένας απολογισμός των διαλόγων: οι μεθοδολογικές προκλήσεις και τα νέα παραδείγματα του οικουμενισμού»)· Πανδώρα Δημανοπούλου-Cohen (Παρίσι· «Η κίνηση του Πρακτικού Χριστιανισμού μπροστά στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του ᾽30»)· Mauro Velati (Νοβάρα· «Βίβλος και οικουμενισμός. Η δράση της Γραμματείας για την ενότητα») και Lucca Ferrracci (Μπολόνια· «Πρώτες αντιδράσεις στο κείμενο της Λίμα για το Βάπτισμα, την Ευχαριστία και το Λειτούργημα»). Επίσης, στο πλαίσιο του συνεδρίου παρουσιάστηκε το βιβλίο του καθηγητή Mauro Velati Separati ma frateli. Gli osservatori non cattoloci al Vaticano II («Χωρισμένοι, όμως αδελφοί. Οι μη καθολικοί παρατηρητές στη Β´ Βατικανή Σύνοδο», εκδόσεις Il Mulino, Μπολόνια 2014), ένας εξαιρετικός τόμος με ποικίλες αναφορές, μεταξύ άλλων, στον πολύ Νικόλαο Νησιώτη.
Εκ μέρους της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου συμμετείχε ο επιστημονικός της συνεργάτης κ. Γεώργιος Βλαντής (επίσης επιστημονικός συνεργάτης της έδρας Συστηματικής Θεολογίας του Τμήματος Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου), ο οποίος παρουσίασε εισήγηση με θέμα «Καθολικότητα, ενότητα, χάρη: ο Νίκος Νησιώτης για τη Β´ Βατικανή Σύνοδο».
Το συνέδριο διοργανώθηκε από το «Ίδρυμα Θρησκευτικών Σπουδών Ιωάννης ΚΓ´» υπό την ευθύνη του καθηγητή Alberto Melloni (Reggio Emilia/Μπολόνια).
Εισηγήσεις κατέθεσαν οι εξής επιστήμονες: Jürgen Miethke (Χαϊδελβέργη· «Η “ενότητα της Εκκλησίας” στην υστερομεσαιωνική Εκκλησιολογία – λυδία λίθος για την οικουμενική κίνηση σήμερα»)· Cyril Hovorun (πανεπιστήμιο Yale, ΗΠΑ· «Θεολογικές γλώσσες οικουμενικών συγκλήσεων»)· Theresia Hainthaler (Φρανκφούρτη· «Χριστολογικοί διάλογοι με τις Εκκλησίες της Ανατολής»)· Enzo Bianchi (ηγούμενος της οικουμενικής μοναστικής κοινότητας του Bose· «Απολογισμός του οικουμενισμού σήμερα. Μια μοναστική προοπτική»· Adalberto Mainardi–Matthias Wirz (Bose· «Οικουμενισμός και μοναστικές εμπειρίες του εικοστού αιώνα»)· Silvia Scatena (Reggio Emilia/Louvain-la-Neuve· «Διεθνής, διομολογιακή, οικουμενική. Η κοινότητα του Taizé και η Μετερρυθμισμένη Εκκλησία στη Γαλλία: η “υπόθεση” των αδελφών παστόρων»)· Peter de Mey (Leuven· «Το καθολικό συνέδριο για την άμεση προπαρασκευή οικουμενικών ερωτήσεων για την ανανέωση της καθολικής εκκλησιολογίας στη Β´ Βατικανή Σύνοδο: Ανάλυση του μνημονίου του 1959 και των συναντήσεων του 1960 [Gazzada] και του 1961 [Strasbourg]»)· Leonard Hell (Mainz· «Ο επίσκοπος του Mainz Albert Stohr [1890-1961]»)· Margarethe Hopf (Βόννη· «Ο Max Lackmann, „Die Sammlung“ και ο „Bund für evangelisch-katholische Wiedervereinigung“)· Saretta Marotta (Μπολόνια/Μόναχο· «Η γένεση ενός οικουμενιστή: ο Augustin Bea στη σχολή του επισκόπου του Paderborn Lorenz Jaeger»)· Sergej Firsov (Αγία Πετρούπολη· «Ο πάπας Ιωάννης ΚΓ´ στον καθρέφτη του σοβιετικού τύπου. Αναθεωρώντας την ιστορία της πρόσληψης της προσωπικότητας του ποντίφηκα στην ΕΣΣΔ»)· Geert van Dartel (Ουτρέχτη· «Για την ανακαίνιση της Εκκλησίας και της κοινωνίας. Το οικουμενικό περιοδικό Kosmos & Oecumene [1967-1992]»)· Leo van Leijen (Ουτρέχτη· «Από λαχτάρα για την ενότητα. 60 χρόνια το περιοδικό Pokrof ενημερώνει για τον ανατολικό χριστιανισμό [1954-2013]»)· André Birmelé (Στρασβούργο· «Ένας απολογισμός των διαλόγων: οι μεθοδολογικές προκλήσεις και τα νέα παραδείγματα του οικουμενισμού»)· Πανδώρα Δημανοπούλου-Cohen (Παρίσι· «Η κίνηση του Πρακτικού Χριστιανισμού μπροστά στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του ᾽30»)· Mauro Velati (Νοβάρα· «Βίβλος και οικουμενισμός. Η δράση της Γραμματείας για την ενότητα») και Lucca Ferrracci (Μπολόνια· «Πρώτες αντιδράσεις στο κείμενο της Λίμα για το Βάπτισμα, την Ευχαριστία και το Λειτούργημα»). Επίσης, στο πλαίσιο του συνεδρίου παρουσιάστηκε το βιβλίο του καθηγητή Mauro Velati Separati ma frateli. Gli osservatori non cattoloci al Vaticano II («Χωρισμένοι, όμως αδελφοί. Οι μη καθολικοί παρατηρητές στη Β´ Βατικανή Σύνοδο», εκδόσεις Il Mulino, Μπολόνια 2014), ένας εξαιρετικός τόμος με ποικίλες αναφορές, μεταξύ άλλων, στον πολύ Νικόλαο Νησιώτη.
Εκ μέρους της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου συμμετείχε ο επιστημονικός της συνεργάτης κ. Γεώργιος Βλαντής (επίσης επιστημονικός συνεργάτης της έδρας Συστηματικής Θεολογίας του Τμήματος Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου), ο οποίος παρουσίασε εισήγηση με θέμα «Καθολικότητα, ενότητα, χάρη: ο Νίκος Νησιώτης για τη Β´ Βατικανή Σύνοδο».
Ανάμεσα στα άλλα ο κ. Γεώργιος Βλαντής είπε:
Ο διακεκριμένος θεολόγος Νίκος Νησιώτης παρέστη εκ μέρους του Παγκοσμίου
Συμβουλίου Εκκλησιών ως Ορθόδοξος παρατηρητής στη Β´ Βατικανή Σύνοδο. Την εμπειρία
του και τις θεολογικές του κρίσεις για το μοναδικό αυτό συνοδικό γεγονός τις αποτύπωσε σε
πλειάδα κειμένων που δημοσιεύτηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά κατά τη
διάρκεια των εργασιών της συνόδου, αλλά και μετά το πέρας της. Επίσης, στη διάρκεια της
ζωής του επανειλημμένα έδωσε σχετικές διαλέξεις και συμμετείχε εν γένει στην προώθηση
των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τόσο με την Ορθοδοξία, όσο και με τις λοιπές
Εκκλησίες που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του ΠΣΕ.
Ο Νησιώτης αναγνωρίζει την οικουμενική σημασία της Β´ Βατικανής, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι διαγιγνώσκει στην εμπειρία της ενότητας που βίωσε η σύνοδος την παρουσία ενός από τα πλέον προφανή σημεία της χάριτος του Θεού. Ωστόσο, αρνείται να προσδώσει το χαρακτηρισμό «οικουμενική» στη σύνοδο, καθώς αυτή δεν φέρει τα γνωρίσματα των αρχαίων οικουμενικών συνόδων. Αντί να δείξει μια εκκλησιαστική αυτάρκεια που δυναμιτίζει τον διάλογο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα έπρεπε τουλάχιστον να προσκαλέσει στο μεγάλο συνοδικό γεγονός του Βατικανού τις υπόλοιπες Εκκλησίες. Για τον Νησιώτη είναι αδιανόητο να εκλαμβάνεται η κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης ως κριτήριο για την πρόσκληση ή μη μιας Εκκλησίας σε ένα γεγονός τέτοιας ολκής.
Η κριτική του Νησιώτη ενάντια στο παπικό πρωτείο είναι σκληρή: θεωρεί ότι στη ρωμαιοκαθολική προοπτική η καθολικότητα εντοπίζεται κατ᾽ εξοχήν στην ενότητα της Εκκλησίας sub romano ponitfice και όχι στην εμπειρία του «καθ᾽ όλον» στην υπό τον επίσκοπο σύναξη της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Πιστεύει ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προτείνει μια αυστηρά ιεραρχική εκκλησιολογία θεμελιωμένη de jure divino. Η Β´ Βατικανή Σύνοδος παρουσιάζει μια ιδιαίτερη έγνοια για την ταξινόμηση των ανθρώπων σε κατηγορίες που εκλαμβάνει ως ιερές, αποδίδοντας στον πάπα εξουσίες που η παράδοση των αρχαίων συνόδων ουδέποτε απέδωσε. Η εμμονή σε μια πυραμιδοειδή εκκλησιολογία μεστή κατηγοριοποιήσεων de jure divino διασπά την οντολογική ενότητα του Λαού του Θεού, προς διακονίαν του οποίου υπάρχει ο κλήρος. Στη Ρώμη ο Νησιώτης είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει μόνο ένα πρωτείο τιμής και αγάπης.
Ιδιαιτέρως επικρίνει ο Έλληνας θεολόγος την ελλειμματική πνευματολογία της Β´ Βατικανής Συνόδου, η οποία είναι απόρροια ενός χριστομονισμού και ενός υπερτονισμού του θεσμικού στοιχείου στην εκκλησιολογία, με αποτέλεσμα να παραθεωρείται η πνευματολογική, μυστηριακή, προφητική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας. Στα κείμενα της Συνόδου δίνεται η εντύπωση ότι το Πνεύμα υπάρχει μόνο για να θεμελιώνει τις νομικές δομές που έχουν ήδη de jure divino εγκαθιδρυθεί από τον Χριστό. Κατά τον Νησιώτη όμως η ύψιστη αυθεντία στην Εκκλησία δεν είναι ο πάπας, αλλά το όλο Σώμα στην εμπιστοσύνη του ότι το Πνεύμα θα οδηγήσει το πλήρωμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».
Ο Νησιώτης μαρτυρεί τον πόθο της μεγάλης πλειοψηφίας των πατέρων της Β´ Βατικανής Συνόδου για ένα οικουμενικό άνοιγμα της Εκκλησίας τους. Στο βαθμό όμως που η Ρώμη εκπροσωπεί το όραμα ενός οικουμενισμού ομόκεντρων κύκλων, όπου ως απόλυτο δικαιοδοσιακό κέντρο αναγνωρίζεται ο επίσκοπος της Ρώμης, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην προσέγγιση με τις Εκκλησίες που εκπροσωπεί το ΠΣΕ, οι οποίες αρνούνται την αναγνώριση ενός τέτοιου κέντρου, αγωνιζόμενες όμως ειλικρινά για την αποκατάσταση της ορατής ενότητας του Σώματος του Χριστού.
Ο Νησιώτης επαινεί ιδιαιτέρως το περί Θείας Λειτουργίας σύνταγμα της Β´ Βατικανής Συνόδου, ενώ επικρίνει τις προσπάθειες λήψης δεσμευτικών αποφάσεων υπό τη μορφή ενός άκαμπτου νόμου σε ζητήματα οικογενειακής ηθικής. Στο ζήτημα της σχέσης Εκκλησίας και κόσμου δεν βρίσκει στα συνοδικά κείμενα την ποθούμενη ανάπτυξη μιας εκκλησιολογικής κοσμολογίας, η οποία να εκλαμβάνει την Εκκλησία ως τον υπό του Πνεύματος μεταμορφούμενο κόσμο.
Η κριτική του Νησιώτη δίνει συχνά την εντύπωση μονομερειών και γενικεύσεων, ενώ είναι προφανές ότι προδευτεροβατικάνεια σχήματα επηρεάζουν την κρίση του. Ωστόσο, δεν της λείπει ο ρεαλισμός και η ειλικρινής πρόθεση συμβολής στην πολύ μεγάλη και απαιτητική προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την επικαιροποίηση του μηνύματός της. Οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις του Νησιώτη μαρτυρούν μια ανοιχτότητα δυσεύρετη σε σύγκριση προς τις εξκλουσιβιστικές εκκλησιολογίες πολλών Ορθόδοξων της εποχής του.
Μολονότι συγκρίνοντας το Ρωμαιοκαθολικισμό με την Ορθοδοξία δίνει την εντύπωση πως έχει στο νου του μια μάλλον ιδεαλιστική εκδοχή της δεύτερης, είναι προφανές πως δεν εκπροσωπεί τα αντιδυτικά σχήματα που η θεολογική γενιά του ᾽60 εφάρμοσε. Η εκκλησιολογική και εν γένει οικουμενική ανοικτότητα του Νησιώτη, σε συνδυασμό με την άρνησή του να αποδεχτεί τα σχήματα αυτά, συμβάλλει στην εξήγηση της αμηχανίας της γενιάς του ᾽60 ως προς το έργο του και της λήθης όπου έχει αυτό περιπέσει και η οποία δεν οφείλεται μόνο στις εκδοτικές περιπέτειες των κειμένων του Νησιώτη (διασπορά σε δυσεύρετα περιοδικά, ελάχιστες επανεκδόσεις, κ.λπ.).
Η κριτική του στη Β´ Βατικανή Σύνοδο συνοδεύεται από μια αυστηρότατη κριτική στην Ορθοδοξία, η οποία, όπως υποστήριζε ο επιφανής θεολόγος, απέτυχε να κάνει την εκκλησιολογία της καθημερινή πραγματικότητα στη ζωή της. Στη θέση του ενός πάπα έβαλε πολλούς, αντί για τη μοναρχία ζει μέσα σε ένα καθεστώς πολυαρχίας, δεσμευμένη μέσα στην περηφάνια της για το ένδοξο παρελθόν της και στους εθνικισμούς των Ορθόδοξων χωρών, όπως αυτοί παρουσιάζονται στην πραγματικότητα της διασποράς.
Ο Νησιώτης αναγνωρίζει την οικουμενική σημασία της Β´ Βατικανής, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι διαγιγνώσκει στην εμπειρία της ενότητας που βίωσε η σύνοδος την παρουσία ενός από τα πλέον προφανή σημεία της χάριτος του Θεού. Ωστόσο, αρνείται να προσδώσει το χαρακτηρισμό «οικουμενική» στη σύνοδο, καθώς αυτή δεν φέρει τα γνωρίσματα των αρχαίων οικουμενικών συνόδων. Αντί να δείξει μια εκκλησιαστική αυτάρκεια που δυναμιτίζει τον διάλογο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα έπρεπε τουλάχιστον να προσκαλέσει στο μεγάλο συνοδικό γεγονός του Βατικανού τις υπόλοιπες Εκκλησίες. Για τον Νησιώτη είναι αδιανόητο να εκλαμβάνεται η κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης ως κριτήριο για την πρόσκληση ή μη μιας Εκκλησίας σε ένα γεγονός τέτοιας ολκής.
Η κριτική του Νησιώτη ενάντια στο παπικό πρωτείο είναι σκληρή: θεωρεί ότι στη ρωμαιοκαθολική προοπτική η καθολικότητα εντοπίζεται κατ᾽ εξοχήν στην ενότητα της Εκκλησίας sub romano ponitfice και όχι στην εμπειρία του «καθ᾽ όλον» στην υπό τον επίσκοπο σύναξη της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Πιστεύει ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προτείνει μια αυστηρά ιεραρχική εκκλησιολογία θεμελιωμένη de jure divino. Η Β´ Βατικανή Σύνοδος παρουσιάζει μια ιδιαίτερη έγνοια για την ταξινόμηση των ανθρώπων σε κατηγορίες που εκλαμβάνει ως ιερές, αποδίδοντας στον πάπα εξουσίες που η παράδοση των αρχαίων συνόδων ουδέποτε απέδωσε. Η εμμονή σε μια πυραμιδοειδή εκκλησιολογία μεστή κατηγοριοποιήσεων de jure divino διασπά την οντολογική ενότητα του Λαού του Θεού, προς διακονίαν του οποίου υπάρχει ο κλήρος. Στη Ρώμη ο Νησιώτης είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει μόνο ένα πρωτείο τιμής και αγάπης.
Ιδιαιτέρως επικρίνει ο Έλληνας θεολόγος την ελλειμματική πνευματολογία της Β´ Βατικανής Συνόδου, η οποία είναι απόρροια ενός χριστομονισμού και ενός υπερτονισμού του θεσμικού στοιχείου στην εκκλησιολογία, με αποτέλεσμα να παραθεωρείται η πνευματολογική, μυστηριακή, προφητική και χαρισματική διάσταση της Εκκλησίας. Στα κείμενα της Συνόδου δίνεται η εντύπωση ότι το Πνεύμα υπάρχει μόνο για να θεμελιώνει τις νομικές δομές που έχουν ήδη de jure divino εγκαθιδρυθεί από τον Χριστό. Κατά τον Νησιώτη όμως η ύψιστη αυθεντία στην Εκκλησία δεν είναι ο πάπας, αλλά το όλο Σώμα στην εμπιστοσύνη του ότι το Πνεύμα θα οδηγήσει το πλήρωμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».
Ο Νησιώτης μαρτυρεί τον πόθο της μεγάλης πλειοψηφίας των πατέρων της Β´ Βατικανής Συνόδου για ένα οικουμενικό άνοιγμα της Εκκλησίας τους. Στο βαθμό όμως που η Ρώμη εκπροσωπεί το όραμα ενός οικουμενισμού ομόκεντρων κύκλων, όπου ως απόλυτο δικαιοδοσιακό κέντρο αναγνωρίζεται ο επίσκοπος της Ρώμης, θα συνεχίσουν να υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην προσέγγιση με τις Εκκλησίες που εκπροσωπεί το ΠΣΕ, οι οποίες αρνούνται την αναγνώριση ενός τέτοιου κέντρου, αγωνιζόμενες όμως ειλικρινά για την αποκατάσταση της ορατής ενότητας του Σώματος του Χριστού.
Ο Νησιώτης επαινεί ιδιαιτέρως το περί Θείας Λειτουργίας σύνταγμα της Β´ Βατικανής Συνόδου, ενώ επικρίνει τις προσπάθειες λήψης δεσμευτικών αποφάσεων υπό τη μορφή ενός άκαμπτου νόμου σε ζητήματα οικογενειακής ηθικής. Στο ζήτημα της σχέσης Εκκλησίας και κόσμου δεν βρίσκει στα συνοδικά κείμενα την ποθούμενη ανάπτυξη μιας εκκλησιολογικής κοσμολογίας, η οποία να εκλαμβάνει την Εκκλησία ως τον υπό του Πνεύματος μεταμορφούμενο κόσμο.
Η κριτική του Νησιώτη δίνει συχνά την εντύπωση μονομερειών και γενικεύσεων, ενώ είναι προφανές ότι προδευτεροβατικάνεια σχήματα επηρεάζουν την κρίση του. Ωστόσο, δεν της λείπει ο ρεαλισμός και η ειλικρινής πρόθεση συμβολής στην πολύ μεγάλη και απαιτητική προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την επικαιροποίηση του μηνύματός της. Οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις του Νησιώτη μαρτυρούν μια ανοιχτότητα δυσεύρετη σε σύγκριση προς τις εξκλουσιβιστικές εκκλησιολογίες πολλών Ορθόδοξων της εποχής του.
Μολονότι συγκρίνοντας το Ρωμαιοκαθολικισμό με την Ορθοδοξία δίνει την εντύπωση πως έχει στο νου του μια μάλλον ιδεαλιστική εκδοχή της δεύτερης, είναι προφανές πως δεν εκπροσωπεί τα αντιδυτικά σχήματα που η θεολογική γενιά του ᾽60 εφάρμοσε. Η εκκλησιολογική και εν γένει οικουμενική ανοικτότητα του Νησιώτη, σε συνδυασμό με την άρνησή του να αποδεχτεί τα σχήματα αυτά, συμβάλλει στην εξήγηση της αμηχανίας της γενιάς του ᾽60 ως προς το έργο του και της λήθης όπου έχει αυτό περιπέσει και η οποία δεν οφείλεται μόνο στις εκδοτικές περιπέτειες των κειμένων του Νησιώτη (διασπορά σε δυσεύρετα περιοδικά, ελάχιστες επανεκδόσεις, κ.λπ.).
Η κριτική του στη Β´ Βατικανή Σύνοδο συνοδεύεται από μια αυστηρότατη κριτική στην Ορθοδοξία, η οποία, όπως υποστήριζε ο επιφανής θεολόγος, απέτυχε να κάνει την εκκλησιολογία της καθημερινή πραγματικότητα στη ζωή της. Στη θέση του ενός πάπα έβαλε πολλούς, αντί για τη μοναρχία ζει μέσα σε ένα καθεστώς πολυαρχίας, δεσμευμένη μέσα στην περηφάνια της για το ένδοξο παρελθόν της και στους εθνικισμούς των Ορθόδοξων χωρών, όπως αυτοί παρουσιάζονται στην πραγματικότητα της διασποράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου