KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
Μικρό μνημόσυνο
Κανένας άλλος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών της γενιάς του δεν προκαλούσε ένα τόσο ετερόκλητο φάσμα αντιδράσεων όσο ο Κωνσταντίνος Παπαπέτρου, ο οποίος εξεδήμησε την 22.9.2007 ύστερα από πολύμηνη μάχη με την επάρατη νόσο. Θαυμασμό και δέος, σεβασμό και μυθοποίηση, αλλά και φθόνο, εχθρότητα, περιφρόνηση ή ακόμη και μίσος γεννούσε το άκουσμα του ονόματός του σε όσους σχετίστηκαν μαζί του στον ακαδημαϊκό χώρο. Μόνο ένα πράγμα ήταν αδύνατο να συμβεί: να τον προσπεράσει κανείς αδιάφορος.
Γεννήθηκε στις Ερυθρές (Κριεκούκι) Αττικής το 1936. Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1959), έκανε σπουδές συστηματικής θεολογίας και φιλοσοφίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου (1961-1966, 1968-1969). Το 1969 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του γερμανικού αυτού Πανεπιστημίου και την επόμενη χρονιά έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα της Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1971 εξελέγη υφηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και το 1976 τακτικός καθηγητής αυτής στην έδρα της Εγκυκλοπαιδείας της Θεολογίας και της Απολογητικής, διδάσκοντας ανελλιπώς ως την αφυπηρέτησή του (2003) τα μαθήματα αυτά, όπως και τη Φιλοσοφία.
Κυριότερα έργα του: «Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ γνῶσις αὐτοῦ κατὰ τὸ Ὑπόμνημα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον» (θεολογική διδ. διατριβή, 1969), «Ἡ οὐσία τῆς θεολογίας. Συστηματικὴ μελέτη ἐπὶ ἑνὸς πατερικοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἔργου» (διατριβή επί υφηγεσία, 1970), “Über die anthropologischen Grenzen der Kirche. Ein philosophisch-theologischer Entwurf zum Thema, Simul justus et peccator‘ aus orthodox-katholischer Sicht” (Περί των ανθρωπολογικών ορίων της Εκκλησίας. Ένα φιλοσοφικό-θεολογικό σχεδίασμα γύρω από το θέμα ‘μαζί δίκαιος και αμαρτωλός’ από ορθόδοξη-καθολική άποψη• φιλοσοφική διδ. διατριβή, 1972), «Εἶναι ἡ θεολογία ἐπιστήμη; Δοκίμιον» (1970), «Ἡ ὀρθόδοξος ἀπολογητικὴ εἰς τὴν ἐποχήν μας» (1971), «Ὁ μηδενισμός. Ἡ γένεσις καὶ ἡ ὑπέρβασίς του» (1973), «Ἡ ἰδιοτροπία ὡς πρόβλημα ὀντολογικῆς ἠθικῆς. Συμβολὴ εἰς τὴν μελέτην τῆς σχέσεως μεταξὺ τῆς καθολικότητος τοῦ προσώπου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς ἀτομικῶν ἀποκλίσεων» (1973), «Προσβάσεις. Ζητήματα ἀπολογητικῆς θεολογίας καὶ φιλοσοφικῆς κριτικῆς τοῦ καιροῦ μας» (συλλογή μελετών, 1979), «Πίστη και γνώση» (λόγος στην εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1987) και η ποιητική συλλογή «Της ζωής και του θανάτου» (με το ψευδώνυμο Κώστας Ευαγγέλλου-Ρόκκος, 1989).
Με την εξαίρεση των δύο τελευταίων συμβολών, ο Παπαπέτρου από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 σταμάτησε να δημοσιεύει και επέλεξε την αποχή από τα θεολογικά δρώμενα, περιοριζόμενος στις υπηρεσιακές υποχρεώσεις και στις πανεπιστημιακές του παραδόσεις. Οι τελευταίες επικεντρώνονταν στην ανάλυση του ρόλου του μύθου, των διαδικασιών μυθοποίησης και απομύθευσης στην κοινωνία και στη θρησκεία, καθώς και σε μια προσπάθεια οριοθέτησης της έννοιας και του ρόλου της θεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Με τον αντισυμβατικό τους χαρακτήρα και την αμείλικτη ερωτηματοθεσία που αναδείκνυαν, οι παραδόσεις του Παπαπέτρου ενθουσίαζαν πολλούς, σκανδάλιζαν ορισμένους, έβγαζαν όμως όλους από τον εφησυχασμό που γεννάει τόσο η δίχως επίγνωση πίστη όσο και η υπεροπτική απιστία.
Με την επιλογή της αποστασιοποίησης συνετέλεσε στην προοδευτική, πλην όμως άδικη λήθη ενός έργου που δεν υποτάσσεται σε εύκολες σχηματοποιήσεις, ούτε ελκύει όσους ακολουθούν θορυβώδεις αστέρες στο θεολογικό στερέωμα (που συχνότατα αποδεικνύονται διάττοντες). Οι επιγραμματικές παρατηρήσεις που ακολουθούν ας νοηθούν ως πρόσκληση σπουδής:
Όντας σύγχρονος των πρωταγωνιστών της θεολογικής «γενιάς του ’60», ο Παπαπέτρου συμπορεύεται με αυτήν στις ανανεωτικές αξιώσεις, στη διαλογική ανοιχτότητα και στις προσωπολογικές αναζητήσεις. Ο λόγος του είναι πυκνός και απαιτητικός, πλην όμως απελευθερωμένος από τα καλούπια της σχολαστικής δογματικής. Αρνούμενος να δει το θεολογείν ως αυτοαναφορικό και ανιστορικό κλειστό σύστημα, δεν επιλέγει την εύκολη λύση του μηρυκασμού πατερικών αποσπασμάτων και των αστόχαστων συμπιλημάτων. Στο έργο του, όπου η «Ουσία της θεολογίας» κατέχει την πλέον σημαντική θέση, η πατερική σκέψη διαλέγεται με τις βασικότερες προκλήσεις που έθεσε επί τάπητος η θεολογία και η φιλοσοφία του εικοστού αιώνα: ο σχεσιακός-δοξολογικός χαρακτήρας του θεολογείν, ο περσοναλισμός και ο μηδενισμός, το ερμηνευτικό πρόβλημα, η επιστημολογία της θεολογίας και ο αποφατισμός, η θρησκεία και η εκκοσμίκευση, η επιστήμη και η τεχνική γίνονται αντικείμενο συχνά πρωτότυπης, σε κάθε περίπτωση όμως έντιμης πραγμάτευσης, μακριά από εθελότυφλες συμπεριφορές, στομφώδεις ιδεολογικοποιήσεις και φτηνές απολογητικές λύσεις.
Ιδιαίτερα πρέπει να μνημονευτεί η ολοκληρωμένη δυναμική-αξιολογική προσωπολογία του, η οποία υπήρξε από τις πρώτες συμβολές στο πεδίο αυτό από την πλευρά της ελληνόφωνης Ορθοδοξίας, μολονότι παραμένει σχεδόν ολότελα λησμονημένη. Ελάχιστοι γνωρίζουν επίσης τα θεατρολογικά του δημοσιεύματα ή την προμνημονευθείσα ποιητική του κατάθεση, τεκμήρια μιας χαρακτηρολογικής ευαισθησίας που καλυπτόταν πίσω από την πρώτη εντύπωση της απροσπέλαστης παρουσίας ή της επίφοβης αυστηρότητας.
Σε αντίθεση προς πολλούς προβεβλημένους εκφραστές της προμνημονευθείσας θεολογικής γενιάς ο Παπαπέτρου αρνείται να υιοθετήσει μια δυαλιστική-μανιχαϊστική εκδοχή για τη σχέση Ανατολής και Δύσης, να εκλάβει το βυζαντινό παρελθόν ως έναν απωλεσθέντα παράδεισο και να προσοικειωθεί την απολλιναρισμό όζουσα και εχθρική προς τον ανθρώπινο λόγο και τη σκέψη στάση, η οποία καταφεύγει στις γνωστές στρουθοκαμηλικού τύπου απολογητικές ευκολίες. Επίσης, η εκ μέρους του θεώρηση του θρησκευτικού φαινομένου απέχει πολύ από μια εν μέρει ανεπίγνωστα ριζωμένη στη διαλεκτική θεολογία πολωτική αντιδιαστολή Εκκλησίας και θρησκείας και εκπορεύεται από μια βαθιά συνείδηση των προκλήσεων που συνιστά η νεοτερικότητα για τη θεολογική αυτοσυνειδησία, πέρα από ποικίλες μονόπλευρες προσεγγίσεις του εκκλησιαστικού γεγονότος ή ρομαντικίζουσες θεωρήσεις της λειτουργικής και ασκητικής ζωής του Ορθόδοξου χριστιανισμού.
Για τον Παπαπέτρου, ο οποίος αφιέρωσε σημαντικό μέρος του έργου του στις εννοιολογικές διασαφήσεις των θεολογικών όρων, η θεολογία είναι η κοινωνία του Θεού, η οποία πραγματώνεται ως το γεγονός της αυθεντικής ζωής του ανθρώπου: δεν περιορίζεται σε μια εξευγενισμένη θρησκευτικότητα, παρά αναφέρεται στην ολότητα της ύπαρξης ως διαρκής επιτέλεση του αγαθού. Θεολόγος είναι κατ’ εξοχήν ο άγιος, το όντως πρόσωπο, που ανταποκρίνεται στη θεία κλήση με την αξιολογική έξαρση του όλου Είναι του (κάτι που προδήλως συνεπάγεται τη διεύρυνση της έννοιας της αγιότητας, η οποία δεν νοείται πλέον ως αποκλειστικά θρησκευτική πραγματικότητα). Κατά συνέπεια, η μετοχή του Θεού αποτελεί μια διαρκή αυθυπέρβαση του ανθρώπου: η θεολογία δεν είναι οπισθοδρομικός συντηρητισμός, αλλά δυναμισμός και η κατ’ ουσίαν δημιουργία, η οποία με τη σειρά της μόνο ως γεγονός κοινωνίας, τ.ε. Εκκλησίας, δύναται να νοηθεί.
Αναλογιζόμενος κανείς ευγνωμόνως την προσφορά του Κωνσταντίνου Παπαπέτρου δεν πρέπει να λησμονεί πως το καλύτερο μνημόσυνο των Δασκάλων είναι ο τοκισμός της παρακαταθήκης τους. Γένοιτο!
Γιώργος Βλαντής
Θεολόγος, επιστ. συνεργάτης της Έδρας Ορθόδοξης Συστηματικής Θεολογίας
του Πανεπιστημίου του Μονάχου
και της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
4 σχόλια:
"η θεολογία δεν είναι οπισθοδρομικός συντηρητισμός, αλλά δυναμισμός και η κατ’ ουσίαν δημιουργία, η οποία με τη σειρά της μόνο ως γεγονός κοινωνίας, τ.ε. Εκκλησίας, δύναται να νοηθεί"
Ακριβώς αυτό εννοούσε όταν δίδασκε ότι η θεολογία δεν ακολουθεί, ούτε συνοδοιπορεί, διότι απλά προπορεύεται!
Υπήρξε, ο μακαριστός Δάσκαλος, αδελφικός φίλος & συμφοιτητής με τον Βασίλειο Γοντικάκι.... και μεταπτυχιακός φοιτητής στη Γερμανία με το νύν Μητροπολίτη Κορωνείας Παντελεήμονα Καθρεπτίδη, διατελέσαντα λίαν επιτυχώς, πρότριτα, ιεροκήρυκα του Καθεδρικού Ναού Αθηνών! Σε ερώτηση μάλιστα που απηύθηναν φοιτητές στον Παπαπέτρου σχετικά με τα κηρύγματα του Καθρεπτίδη απήντησε "καλός, πολύ καλός, να εμβαθύνει όμως περισσότερο στα βιβλία μου"
Ένας μεγάλος πανεπιστημιακός δάσκαλος με αφάνταστη διορατικότητα που έβλεπε πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Η αγωνία του μεγάλη για την (τότε) νέα γενιά θεολόγων, και αυτό φαίνονταν συνεχώς. Το αμφιθέατρο γέμιζε στις παραδόσεις του. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Αξέχαστη είναι η ερώτηση που είχε βάλει στην εξεταστική του Ιούνη του 1984 στο 4ο έτος "Τι είναι κιτς" (υπήρχε σε υποσημείωση του βιβλίου του "Προσβάσεις") σε μία εποχή που μόνο οι πολύ ψαγμένοι το γνώριζαν. Ή το άρθρο του του 1966 "Κυβερνητική και Θεολογία" όταν οι υπολογιστές θεωρούνταν περιεχόμενο ενός βιβλίου επιστημονικής φαντασίας. Η παράθεση από το βιβλίο του "Είναι η θεολογία επιστήμη;", "Η επιστήμη είναι άπιστος έρευνα" με συνοδεύσει πάντα στη ζωή μου! Αξέχαστος!
Τιτανοτεραστιος! Διαμόρφωσε τη σκέψη μου και την πνευματική μου συγκρότηση. Τέσσερα έτη φοίτησης δεν έχασα μάθημα! Αιωνία του η μνήμη! Αν έγινα κάτι το οφείλω και σ' αυτόν...
Δημοσίευση σχολίου