Διαχριστιανικοί Διάλογοι και Συμπροσευχή
Νεκτάριος Μαρκάκης
Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου
Διαβάζοντας, κάποιος, κείμενα και άρθρα τα οποία εναντιώνονται
στους διαχριστιανικούς διαλόγους, έχει την αίσθηση ότι ενδεχομένως να
υποβόσκει μια ασάφεια στο περιεχόμενο των όρων «διάλογος»,
«συμπροσευχή», «συλλειτουργία». Ιδιαιτέρως οι όροι «συμπροσευχή» και
«συλλειτουργία» φαίνεται να μην έχουν κατανοηθεί και αποσαφηνισθεί
πλήρως στη λογική κάποιων θεολόγων και ανθρώπων που ασχολούνται με
τα εκκλησιαστικά, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι όροι,
όπως συχνά συμβαίνει και με τους όρους «παρασυναγωγή», «σχίσμα» και
«αίρεση». Θα επιθυμούσα, λοιπόν, να καταθέσω μερικές σκέψεις με
αφορμή διάφορα άρθρα τα οποία δημοσιεύθηκαν στον απόηχο του
εορτασμού της επετείου 1700 ετών από την έκδοση του Διατάγματος των
Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η προσπάθεια να εξηγηθεί η
χριστιανική θέση σε Εβραίους, σε Έλληνες και σε Ρωμαίους, ανέπτυξε
διαλόγους της χριστιανικής πίστεως με τα υπόλοιπα θρησκευτικά ρεύματα
της εποχής. Έτσι αναπτύσσονται οι διαθρησκειακοί διάλογοι, από τους
οποίους προέκυψε ένα χριστιανικό «κίνημα», αυτό των Απολογητών. Στην
συνέχεια, οι Πατέρες της Εκκλησίας διαλέχθηκαν με αιρετικούς για να
αποδείξουν τις ορθόδοξες θέσεις. Όταν, αργότερα, η Ορθοδοξία
αναγκάστηκε να γειτνιάσει με το Ισλάμ, ανέπτυξε μαζί του διαλόγους,
στους οποίους μετείχαν επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας μας.
Η διεξαγωγή διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων δεν είναι
σύγχρονη μέθοδος και επινόηση. Είναι παραδοσιακή πρακτική της
Εκκλησίας μας η οποία ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Στη
σύγχρονη εποχή, οι διάλογοι οι οποίοι διεξάγονται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία με επικεφαλής το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν στηρίζονται
μόνο στην απόφαση μιας τοπικής Εκκλησίας, αλλά διεξάγονται με την
συναπόφαση όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, με
πανορθόδοξη σύμπνοια και συμφωνία και οι αρχές διεξαγωγής έχουν
θεσμοθετηθεί από τις Πανορθοδόξους Διασκέψεις.
Οι κύριοι λόγοι που επιβάλλουν τον διάλογο με τους ετεροδόξους είναι
δύο. Ο πρώτος λόγος είναι η ιεραποστολή και η μαρτυρία. Δεν έχουμε
δικαίωμα να φιμώσουμε το λόγο της πίστεώς μας. Οφείλουμε να
δηλώσουμε και να μαρτυρήσουμε την Πίστη μας εις «πάντα τά ἔθνη»,
αφού «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» και να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε απάντηση – απολογία σε κάθε άνθρωπο που το ζητάει. Άλλωστε η
διακονία της ιεραποστολής και μαρτυρίας είναι υποχρέωσή μας, αφού δεν
είναι η δική μας επιβολή, αλλά το σχέδιο του Θεού να αποκαλυφθεί στην
αναζήτηση του ανθρώπου. Όμως μια ιεραποστολή η οποία στερείται
διαλόγου και δρα με τη μέθοδο της επιβολής συνιστά θρησκευτικό
ολοκληρωτισμό, γι αυτό μια Εκκλησία που καλεί την ανθρωπότητα «ἐπ
ἐλευθερία» οφείλει, όχι να επιβάλλεται, αλλά να διαλέγεται. Η
ιεραποστολή και ο διάλογος δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Η σύνθεσή τους
είναι μίμηση της πρακτικής του Χριστού.
Ο δεύτερος λόγος που επιβάλλει την συμμετοχή μας στο διάλογο είναι
η αγάπη. Ανεξάρτητα από το τι και που πιστεύει ο κάθε άνθρωπος, εμείς
πιστεύουμε ότι ο κάθε άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού και του οφείλουμε
την αγάπη. Όταν δεν γίνεται σεβαστή η εικόνα του Θεού, τότε δεν
κατανοείται το μέγεθος της ελευθερίας του ανθρώπου. Η αγάπη προς
κάθε άνθρωπο δεν είναι επιλογή μας, είναι εντολή του Χριστού. Η
διαφορετικότητα πίστεως δεν δικαιολογεί άρνηση της αγάπης. Όπως,
παρόλη την ύπαρξη της αγάπης δεν δικαιολογείται παραχάραξη του
δόγματος, κατά ανάλογο τρόπο δεν είναι σωστό τα δογματικά θέματα να
μειώνουν την αγάπη. Έτσι επιτυγχάνεται το «ἀληθεύοντες δέ ἐν
ἀγάπῃ».
Εμείς ως Ορθόδοξοι, συμμετέχουμε στο διάλογο από αγάπη στους
συνομιλητές μας, ανεξάρτητα εάν εκείνοι ανταποκρίνονται στη δική μας
αγάπη ή όχι, όπως ο Χριστός «ἀγάπησε τούς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπό
τή δική τους ἀνταπόκριση, πολλές φορές χωρίς ἐκείνοι νά τόν ἀγαπούν ἤ νά
εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του, μόνο καί μόνο διότι Ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἡ
Ἀγάπη». Η αγάπη του Θεού διαλύει το ψεύδος της απάτης. Όταν η
αντιμετώπιση προς τους ετεροδόξους στερείται αγάπης, τότε μπορεί η
διατύπωση πίστεως να είναι Ορθόδοξη, όμως η μέθοδος αιρετίζει. Μπορεί
να παρουσιάζουμε έτσι μια εικόνα του Θεού διαστρεβλωμένη από την
εμπάθειά μας. «Ἐάν δέν ἀγαπᾶται ἑνωτικῶς ὁ συνάνθρωπος, δέν
ἀγαπᾶται ἀληθῶς ὁ Θεός». Γι αυτό η πίστη μας δεν είναι θεωρητική
διατύπωση, αλλά «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη».
Μόλις κυκλοφόρησε το σημαντικό αυτό πόνημα του π. Νεκταρίου Μαρκάκη |
Η «συμπροσευχή» είναι διαφορετική από τη «συλλειτουργία». Μπορεί
ένας Ορθόδοξος να προσεύχεται αλλά αυτό δεν συνιστά Λειτουργία. Η συλλειτουργία απαιτεί ενότητα πίστεως και είναι πάντα δημόσια και
κοινοτική, ενώ η προσευχή μπορεί να είναι και ιδιωτική – προσωπική. Η
συμπροσευχή δεν απαιτεί κοινό δόγμα, οπότε δεν υπάρχει διασάλευση του
δόγματος και της Ομολογίας Πίστεως εκάστου. Στη συμπροσευχή η κάθε
ομολογία διατηρεί απαρασάλευτη τη διατύπωση δόγματος. Η συμμετοχή
μας στη συμπροσευχή εμπνέεται από τον Χριστό, του Οποίου η
ενανθρώπιση αφορά όλη την ανθρωπότητα, έτσι και η δική μας προσευχή
δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε μερικούς. Και αφού ο Ίδιος ο Χριστός
το έδειξε με την ένσαρκη παρουσία Του, έτσι κι εμείς οφείλουμε να το
μαρτυρούμε με την παρουσία μας. Δεν παρεμποδίζεται η Ορθόδοξη
προσευχή όταν την ίδια στιγμή και στον ίδιο χώρο προσεύχονται και άλλες
ομολογίες. Η συμπροσευχή δεν δηλώνει κοινό δόγμα, δεν αφορά στο
κεφάλαιο του δόγματος, αλλά στο κεφάλαιο της αγάπης. Η διαφοροποίηση
«συμπροσευχής» και «συλλειτουργίας» είναι αποστολική πρακτική, αφού
οι πρώτοι Ιουδαιοχριστιανοί αρχικά συμμετείχαν στην προσευχή της
Συναγωγής, όμως τελούσαν τη Θεία Ευχαριστία ξεχωριστά, σε δική τους
σύναξη.
Οι αντιδρώντες στις συμπροσευχές προβάλλουν σχετικούς Ιερούς
Κανόνες. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε ότι οι εν λόγω Κανόνες
προορίζονται για περιπτώσεις όπου η πρόθεση των ετεροδόξων απέναντί
μας είναι εχθρική, πολεμική και προσηλυτιστική και όχι όταν είναι ευνοϊκή.
Γι αυτό διαπιστώνουμε ότι άλλοι Κανόνες είναι αυστηροί κι άλλοι
επιεικέστεροι. Έτσι ο 10ος και ο 45ος Κανόνες των Αγίων Αποστόλων και ο
33ος της Συνόδου της Λαοδικείας δεν επιτρέπουν γενικώς τη συμπροσευχή
με σχισματικούς και αιρετικούς. Ο 6ος της Λαοδικείας και ο 9ος του Αγίου
Τιμοθέου Αλεξανδρείας δεν επιτρέπουν την είσοδο και παραμονή στη Θεία
Λειτουργία αιρετικών εκτός αν δηλώσουν μετάνοια. Υπάρχουν όμως και
πολλοί κανόνες, οι οποίοι προσδιορίζουν τον τρόπο εισόδου των αιρετικών
στην Εκκλησία (όπως π.χ. ο 17ος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο 8ος και 9ος
της Λαοδικείας κ.α.) χρησιμοποιώντας την οικονομία.
Επιπλέον, οι Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με τους
αιρετικούς και ετεροδόξους αναφέρονται σε προσωπικές και μεμονωμένες
περιπτώσεις και όχι σε εκπροσώπους Εκκλησιών εξ ονόματος της
Εκκλησίας τους. Αναφέρονται στον «κάποιον» («Εἴ τίς...») που από
προσωπική πρωτοβουλία θα συμμετάσχει και όχι σε ομόφωνη απόφαση
Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος ή κάποιος Ιερέας, όταν μεταβαίνει εξ’ ονόματος
της Εκκλησίας και συμπροσεύχεται με ετεροδόξους, όχι μόνον δεν
κινδυνεύει, αλλά μαρτυρεί και ομολογεί την Ορθόδοξη πίστη και συνάμα
την αγάπη του προς αυτούς, όχι μόνο διαλεγόμενος αλλά και
προσευχόμενος.
Στην περίπτωση προσέλευσης ετεροδόξων στο διάλογο, η Εκκλησία
οφείλει να χρησιμοποιεί την Οικονομία, όπως το ίδιο πράττει στην
αναγνώριση – διαβάθμιση του Βαπτίσματος των ετεροδόξων ως
«ανυπόστατου, έγκυρου ή ενεργού» όταν πρόκειται να προσέλθουν στην
Ορθοδοξία, στην τέλεση των μικτών Γάμων, στην τέλεση εξοδίου ακολουθίας σε μη ορθόδοξο, στην από πλευράς μας χρήση λατρευτικών
χώρων ετεροδόξων για την τέλεση της Ορθοδόξου Θείας Λειτουργίας κ.α.
Άλλωστε, όχι μόνο η συμπροσευχή, αλλά και η συμμετοχή στο πρώτο ήμισυ
της Θείας Λειτουργίας επιτρεπόταν στους σχισματικούς και στους
αιρετικούς όταν επρόκειτο να ενισχυθεί η προϋπόθεση για επανένταξη στο
Σώμα της Εκκλησίας. Ιδιαιτέρως όταν υπήρχε δήλωση αιρετικού ότι
επιθυμεί την επιστροφή στην Εκκλησία, τότε του επιτρεπόταν η συμμετοχή
και στο δεύτερο μέρος της Θείας Λειτουργίας. Ο εκπεφρασμένος πόθος
ετεροδόξων, για προσπάθεια προς επίτευξη κοινωνίας στο Κοινό Ποτήριο,
επιβάλλει την από μέρους μας αποδοχή για συμπροσευχή μαζί τους, αλλά
και αποδοχή να παρευρίσκονται στην Ορθόδοξη Θεία Ευχαριστία ως
παρατηρητές. Η πρακτική αυτή επιπλέον προφυλάσσει τη Λατρεία μας,
ώστε να μην μπορούν να τη διεκδικήσουν άλλες Ομολογίες ή ομάδες (όπως
συμβαίνει με την Ουνία). Αυτό όμως δεν συνιστά συλλειτουργία.
Η αγωνία για τους ετεροδόξους και αιρετικούς αποτυπώνεται στη
Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου στη φράση: «τούς πεπλανημένους
ἐπανάγαγε, καί σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ, καί Ἀποστολικῇ
Ἐκκλησίᾳ». Είναι ξεκάθαρο ότι δεν υφίσταται λειτουργική κοινωνία με
τους ετεροδόξους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε τελείως άσχετοι.
Η κίνηση άρσεως των αναθεμάτων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν
επέτρεψε τη λειτουργική κοινωνία. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την
παλαιά έχθρα, αφού οι δύο Εκκλησίες βρίσκονται «εἰς μίαν νέαν σχέσιν
ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ἐν ἀκοινωνησίᾳ». Μη λησμονούμε βέβαια ότι αν και
δεν έχουν επικρατήσει αποφάσεις Συνόδων για ένωσή μας με τη
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εν τούτοις υφίσταται ένα προηγούμενο
προσπάθειας ενώσεως.
Οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι στην περίπτωση επιθυμίας για
αποκατάσταση της ενότητος, με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί αυτή εάν δεν
ενώσουμε τις προσευχές μας με τους υπόλοιπους ετεροδόξους που
επιθυμούν την εν Χριστώ ενότητα. «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν
περιόρισε τόν θεολογικό διάλογο καί τίς οἰκουμενικές σχέσεις σέ
ἀκαδημαϊκές συζητήσεις». Κίνητρο είναι η αγάπη.
Η παρουσία μας σε συμπροσευχές δηλώνει ότι δεν είμαστε εχθρικοί
προς τις λοιπές ομολογίες, αλλά μαρτυρούμε την προσδοκία μας για την
ειρήνη του κόσμου. Είναι αδιάλειπτο καθήκον μας η ειρήνη και η
ελευθερία. Στη συμπροσευχή μεταφέρουμε αυτό που δηλώνουμε στη Θεία
Λειτουργία, το οποίο οι άλλοι Χριστιανοί δεν μπορούν να το βιώσουν μαζί
μας και είναι η δέηση «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου». Η Θεία
Λειτουργία δεν αφορά μόνο εμάς που την τελούμε, αλλά όλον τον κόσμο, όπως το εμβόλιο που μπορεί να γίνεται σε ένα μέρος του σώματος, αλλά
αφορά όλο το σώμα. Η συμπροσευχή αυτή, σε καμία περίπτωση δεν
δηλώνει αποδοχή για δημιουργία μιας πανθρησκείας, αλλά αποφυγή της
εκκοσμίκευσης. Η παραίτησή μας από την συμπροσευχή οδηγεί στην
εκκοσμίκευση η οποία είναι αίρεση που ακυρώνει τον άνθρωπο ως
ευχαριστιακό και ασκητικό. Αντί να συζητάμε μόνο, συζητάμε
προσευχόμενοι. Την ώρα της συμπροσευχής εμπνέουμε τους άλλους με τη
δική μας προσευχή.
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε ότι δεν απαιτείται ιδιαίτερος κόπος, ούτε
εξονυχιστική έρευνα για να ανακαλύψουμε την αυτονόητη αγάπη που
πηγάζει από την Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αγάπη
αυτή προς πάντας δεν είναι κρυφή, αλλά δηλώνεται και διαχέεται στον
κόσμο, στον άνθρωπο και στην κτίση, είναι όπως λέει ο λαός μας, «φώς
φανάρι», για να προσθέσουμε ότι πηγάζει «εκ Φαναρίου». Το Οικουμενικό
μας Πατριαρχείο αντικατοπτρίζει την αγάπη του Θεού προς κάθε άνθρωπο.
Η Ορθοδοξία προσφέρει την οφειλόμενη αγάπη προς τους ετεροδόξους και
εργάζεται για την ειρηνική συνύπαρξη μαζί τους η οποία εκφράζεται με τη
συμπροσευχή και τη συμμετοχή στους διαχριστιανικούς διαλόγους.
- Διαβάστε το κείμενο αυτό με τις παραπομπές του στο Φως Φαναρίου.
- Ο π. Νεκτάριος Μαρκάκης είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι κάτοχος Master Θεολογίας στη Θρησκειολογία. Φέρει το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου (ΣΙ) και υπηρετεί στο Ηράκλειο Κρήτης ως Στρατιωτικός Ιερεύς της ΣΕΑΠ και της 126 ΣΜ.
12 σχόλια:
Κρυστάλλινος ο λόγος του π. Νεκταρίου Μαρκάκη. Συγκροτημένος άμα και συγκρατημένος. Λέγει αλήθειες τις οποίες πολλοί αγνοούν ή, ηθελημένα, παρακάμπτουν.
πρ. Γεώργιος Τσέτσης
"Η παραίτηση μας από την συμπροσευχή οδηγεί στην εκκοσμίκευση η οποία είναι αίρεση ...."
Οταν οι Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν την συμπροσευχή, ο π. Νεκτάριος αποφαίνεται ότι όποιος δεν συμπροσεύχεται οδηγείται στην αίρεση !
Κάθε καλοπροαίρετος και νοήμων άνθρωπος, ας βγάλει τα συμπεράσματα του.
‘’ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ’’
Τελικά, ορισμένες φορές αναρωτιέται κανείς εάν θα πρέπει να καταθέσει λόγο για τα αυτονόητα.
Γι’ αυτά δηλαδή που αποτελούν και τα βασικά συστατικά της ύπαρξης του ανθρώπου.
Και ένα, φυσικά, από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της κάθε υπαρκτικής δομής είναι το σπάνιο χάρισμα - δώρο της διαλεκτικής. Αυτής, μέσω της οποίας καταξιώνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, ανακαλύπτοντας αυτό που είναι και εκείνο που πρόκειται να γίνει κάποια στιγμή – πάντα σε χρόνο εσχατολογικό - η ίδια η ύπαρξη.
Και δεν μπορεί να είναι τα πράγματα διαφορετικά, γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο άνθρωπος υπάρχει για να επικοινωνεί και να σχετίζεται. Να γνωρίζει τον Άλλον και να γνωρίζεται.
Να ανακαλύπτει και να ανακαλύπτεται. Μονάχα με τη διαλεκτική και την επικοινωνία οι άνθρωποι ολοκληρώνονται ψυχοσωματικά. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει κι αν υφίσταται τέτοιος, δεν μπορεί παρά να είναι προβληματικός και άρα επικίνδυνος για την πνευματική συγκρότηση του όλου ανθρώπου.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο στο σημείο αυτό να κάνουμε και μία μικρή στάση στον σταθμό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ώστε να θυμηθούμε λιγάκι τους πλατωνικούς διαλόγους. Αλήθεια, τι θα ήταν η φιλοσοφία του Πλάτωνα εάν δεν γράφονταν σε διαλογική μορφή, προσφέροντας τον αφηρημένο φιλοσοφικό λόγο σε μορφή ποιητική; Από τη μια ο Πλάτωνας και από την άλλη ο Αριστοτέλης με τις ‘’βαρύγδουπες’’ και κάπως‘’ψυχρές’’πραγματείες του. Ο καθένας, βέβαια, έχει την ομορφιά του,… αλλά με το σύντομο αυτό παράδειγμα θέλω απλά και μόνο να τονίσω την ανεκτίμητη αξία της διαλεκτικής.
Γι’ αυτό το πολύτιμο δώρο του διαλόγου είναι επιτακτική ανάγκη να μιλήσουμε πολύ περισσότερο σήμερα, γιατι μάς έχουν πνίξει από παντού – πολιτική και Εκκλησία - οι φωνές του φανατισμού και της αλογίας. Ο ανθρώπινος λόγος σε τραγική και ολική έκπτωση!
Πολλές φορές έχεις την αίσθηση – τις δύσκολες μέρες που ζούμε - ότι αμφισβητούνται πλέον οι αυτονόητες επικοινωνιακές σταθερές, όπως αυτήν του διαλόγου. Σκέφτεσαι πολύ πριν μιλήσεις και γράψεις κάτι, γιατί γνωρίζεις πως από ορισμένες κοινωνικές ομάδες θα λοιδωρηθείς και θα απαξιωθείς με αυτοματικές διαδικασίες.
Kαι ερχόμαστε, τώρα, στον χώρο της Εκκλησίας. Εδώ όπου θα έπρεπε να υπάρχει πλεόνασμα αγάπης και να κυριαρχεί η σύνεση και η αποδοχή του όποιου Άλλου, διαπιστώνει κανείς ότι επικρατεί έντονο πνεύμα καχυποψίας, απόρριψης και μη συνδιαλλαγής, το οποίο σε κάθε περίπτωση ακυρώνει τη στοχοθεσία των ανθρωπίνων σχέσεων, που είναι η επικοινωνία και η πραγμάτωση της ανώτερης φύσης του ανθρώπου, αυτής της αγαπητικής κοινωνίας.
Μπορούν αλήθεια να υπάρξουν οι χριστιανοί χωρίς ουσιαστική επικοινωνία και διάλογο;
Είναι σα να θέλουμε να υπάρχει ο Θεός χωρίς τον κόσμο και το αντίστροφο.
Η αλήθεια μπορούμε να πούμε πως φανερώνεται ή καλύτερα ανακαλύπτεται μέσα από τις διαλεκτικές σχέσεις και μονάχα αυτές. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει για τα κτιστά και φθαρτά δεδομένα.
Δεν μπορώ κι εγώ παρά να συμφωνήσω με τις θεολογικές θέσεις του π. Νεκταρίου και να ευχηθούμε όλοι μας οι διαθρησκειακοί διάλογοι να είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας και όχι φυσικά ύποπτων παρασκηνιακών σκοπιμοτήτων, που ουδεμία σχέση έχουν με την Αλήθεια του Θεανθρώπου μας Χριστού!
Διογένης/Ε.Μ.
ο π. Νεκταριος εθεσε τα ζητηματα πολυ ωραια και ανοιγει ετσι εναν ουσιωδη διαλογο αναφορικα με το ζητημα της κανονικοτητας των συμπροσευχων και των διαλογων. επιτελους...
Κ.Ν.
Δεν μπορώ να φαντασθώ τους σύγχρονους αγίους γέροντες της Ορθοδοξίας μας (όπως π. Παϊσιο και π. Πορφύριο) που ήταν αδιαλείπτως προσευχόμενοι, να διέκοπταν τη νοερά προσευχή τους, όταν τους επισκεπτόταν ετερόδοξοι.
Noερά προσευχή και "αγγελισμός''
Δηλάδη, εάν διαβάζω με ορθό τρόπο τη σκέψη σου, αγαπητή Αγγελική, η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μια κατάσταση ''έκστασης'' από την υλική μας φύση, με τη βοήθεια, μάλιστα της νοεράς προσευχής?
Η ανθρώπινη επικοινωνία - με ετεροδόξους και ομοδόξους, δεν είναι αυτό,βέβαια, το ζητούμενο - μάλλον περιθωριοποιείται με τρόπο συστηματικό και άκομψο και είναι κατά πολύ υποδεέστερη της νοεράς προσευχής!
Αυτό που προέχει είναι η φυγή από την κοινωνική πραγματικότητα και η δημιουργία μίας κατάστασης ''αγγελισμού''!
Όλα τα παραπάνω, το τονίζω και πάλι, εάν ερμηνεύω σωστά τη σκέψη σου, πρέπει να πούμε με βεβαιότητα ότι βρίσκονται αρκετά μακριά από το πνεύμα του ευαγγελίου και του υγιούς γεροντισμού! Η δραπέτευση από τη ζωή και τα προβλήματά της, ουδεμία σχέση έχει με την ορθόδοξη πνευματικότητα.
Και,φυσικά, οι πνευματικοί γέροντες θα ''διακόψουν'' την προσευχή τους για να μιλήσουν με τους ετερόδοξους και όχι μονάχα μ' αυτούς, γιατί πάντα προτεραιότητα έχει ο ίδιος ο άνθρωπος και μετά η προσευχητική τελετουργία!
Όλες οι άλλες καταστάσεις είναι νόθες και μάλλον πλησιάζουν, για να μην πω ότι ταυτίζονται κιόλας με τη βουδιστική νιρβάνα, που πρωταρχικός της σκοπός είναι η εξαφάνιση της ύπαρξης στον βυθό της συμπαντικής αταραξίας και απραξίας!
Να προσέχουμε πολύ αυτές τις τοποθετήσεις μας για ''αγγελικές'' δραπετεύσεις, γιατί έχουν προκαλέσει κατά καιρούς πολλές πληγές στο σώμα της Εκκλησίας.
Διογένης/Ε.Μ.
Ήμουν σαφής στον λόγο μου! Και κατά τη γνώμη μου, δε χρειάζονται παραπανω εξηγήσεις. Είναι περιττά. Ευχαριστώ!
Αγαπητέ Διογένη, δεν εννοεί αυτό που λες, η Αγγελική.
Εννοεί ότι οι Γέροντες δεν διέκοπταν την προσευχή, όταν είχαν επισκέψεις από ετεροδόξους, και επομένως (κατά την άποψη της), συμπροσευχόντουσαν με ετεροδόξους !
Έχω την ταπεινή γνώμη, αγαπητή Αγγελική, πως η συντακτική σου διατύπωση δεν είναι και τόσο σαφής και μάλλον αφήνει περιθώρια για νοηματικές παρανοήσεις!
Έτσι,πιστεύω!
Ίσως είμαι κι εγώ αρκετά σχολαστικός,ενώ δεν υπάρχει λόγος!
Δεν πειράζει,όμως, γιατί αυτές οι ''παρανοήσεις'' μάς αναγκάζουν να προβληματιστούμε και να καταθέσουμε τις όποιες απόψεις μας με κατανόηση και αγάπη!
Υ.Γ. Αγαπητέ φίλε(11 Αυγούστου 2013 - 3:11 μ.μ.),θα περιοριστώ και στις δικές σου διευκρινίσεις!
ΚΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΔΙΟΓΕΝΗΣ(Ε.Μ.)
Μια χαρά σαφές ήταν, διοτι ο χρήστης παραπάνω κατάλαβε τι ήθελα να πω. Το λοιπόν, το μόνο που μας μένει είναι να μείνουμε σε αυτό που έγραψα, δίχως να ξεφεύγουμε απ' το θέμα της περιόδου(=πρότασης). Είσαι ελεύθερος εννοείται να πεις τη γνώμη σου στο άρθρο, αλλά όχι να σχολιάζεις τα σχόλια κάποιου χρήστη με αποτέλεσμα να ξεφεύγεις απ' τα λεγόμενα του. Κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει σε κάποιον να σχολιάσει και να πει τη γνώμη του ,αρκει να ξέρει τι λέει. Δεν θέλω να δώσω συνέχεια σχολιάζωντας, διότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος να συμβει αυτό. Ευχαριστώ!!!
Συγνώμη που επεμβαίνω αλλά και εγώ όπως το εξέλαβε ο Διογένης το εξέλαβα . Και δυστυχώς έχει πολύ δίκιο στο σχόλιο του.
''Όλα είναι λόγος''
Πρέπει να γνωρίζουμε πως τα πάντα είναι λόγος.
Δηλαδή ένα άρθρο, αλλά και το σχετικό σχόλιο που κάνουμε σ'ένα συγκεκριμένο κείμενο!
Συνεπώς, εφόσων όλα είναι λόγος, κάτι θέλει να μάς πει, γι' αυτό και οι λέξεις έχουν κάθε φορά μία ξεχωριστή δυναμική και ένταση!
Έτσι,ο καθένας έχει το δικαίωμα να δώσει και τη δική του προσωπική ερμηνεία, τη στιγμή μάλιστα που η γραπτή μας διατύπωση εκπέμπει τα δικά της μηνύματα!
Γι' αυτό, πάντοτε και η γραφή μας καλό είναι να χαρακτηρίζεται από μια σχετική σαφήνεια!
Όταν δεν συμβαίνει αυτό, είναι χρήσιμο να προσφέρουμε τις απαραίτητες διευκρινίσεις μας -όταν, μάλιστα, αυτές μάς ζητηθούν- και όχι να αμυνόμαστε δίχως ουσιαστικό λόγο!
Όλα αυτά πολύ πολύ φιλικά και χωρίς την παραμικρή τάση εντεκδίκησης!
Μοναδική μου επιδίωξη, το πραγματικό νόημα της εν λόγω πρότασης!
Κι όλα αυτά γιατί δεν θέλω να αδικώ ανθρώπους, με τις δικές μου προσωπικές και ίσως σχολαστικές ερμηνείες.
Υ.Γ. Τελικά, βλέπεις αγαπητή μου ότι και ο φίλος μας Δημήτρης ερμηνεύει την πρότασή σου με τον ίδιο τρόπο?
Αυτό είναι τυχαίο?
Και πάλι με συγχωρείς για τη σχολαστική μου επιμονή!
ΔΙΟΓΕΝΗΣ(Ε.Μ.)
Δημοσίευση σχολίου