ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΧΡΥΣΟΚΕΡΑΤΙΚΩΝ ΟΣΠΗΤΙΩΝ
ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ καλλιτέχνες φέρνουν πιὸ κοντὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς θεολόγους! Ὅταν μάλιστα αὐτοὶ συζητοῦν ἀκαδημαϊκά, ἐνίοτε μόνον "περὶ τῶν καυτῶν ζητημάτων", οἱ δὲ πιστοὶ πόρρῳ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ συζητούμενα, ἐφ’ ὅσον συχνὰ δὲν γίνεται καμμιὰ προσπάθεια πληροφορήσεως καὶ ἀποδοχῆς ἢ μή, τῶν προβλημάτων ἀπὸ αὐτοὺς (Reception).
Ἂν τοῦτο εἶναι σωστό, τότε ἴσως νὰ ἱσχύει καὶ γιὰ τοὺς δημιουργούς, συνήθως τῆς γείτονος, οἱ ὁποῖοι ἐρχόμενοι ἐδῶ ἐσχάτως, ἐκθέτουν σὲ διάφορα Ἱδρύματα τῆς ὁμογενείας. Τοσοῦτο μᾶλλον ἐφ’ ὅσον πρέπει νὰ δεῖ κανεὶς τὸ θέμα μέσα στὸ εὑρύτερο πλαίσιο τῶν διαπολιτισμικῶν γειτνιάσεων τῶν λαῶν. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν, ὑπάρχουν εὐτυχῶς καὶ Πολῖτες τοιοῦτοι, χωρὶς βέβαια τοῦτο νὰ σημαίνει, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ντεμπουτάροντες εἶναι ἐπώνυμοι ἢ καὶ γνωστοὶ καὶ ἀξιόλογοι, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύονται καιροὺς καὶ περιστάσεις, σὰν ἐξωτικὰ πολύχρωμα "κλαρῖνα"! ποὺ κελαηδᾶνε στὰ χωριά.
Μέσα λοιπὸν στοὺς καλλιτέχνες αὐτοὺς παρουσιάσθηκε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Κερεστετζῆς μὲ τὴν ἔκθεσή του τὴν 30.10. τ.ἔ. στὸ TÜYAP.
Τὸ ἔργο του εἰκονογραφικὰ ἐμφανίζει οἰκισμοὺς τοῦ Φαναρίου καὶ τοῦ Βαλατᾶ, τὰ δύο αὐτὰ προάστεια τοῦ Χρυσοῦ Κέρατος, τὰ ὁποῖα ἀγκαλιάζουν τὸ Σεπτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρο μὲ τὸν χαρισματικὸ πρασινίζοντα Οἰακοστρόφο του Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, στὸν ὁποῖο ἀρκετὰ ὀφείλονται καὶ στὸν πολιτισμικὸ τομέα τῆς Ρωμηοσύνης.
Ὁ Κερεστετζῆς ἀπὸ τὴ Δράμα, σπούδασε κοντὰ στὸν Κ. Μεϊμάρογλου καὶ Κ. Παπατριανταφυλλόπουλο, στὴν δὲ ΑΣΚΤ στὸ ἐργαστῆρι τοῦ Χ. Μπότσογλου καὶ Θ. Ἐξαρχόπουλου.
Ἔκανε ἀρκετὲς ἀτομικὲς ἐκθέσεις καὶ συμμετεῖχε σὲ ὁμαδικές. Ἔργα του βρίσκονται σὲ πολλὲς ἰδιωτικὲς συλλογὲς καὶ Μουσεῖα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἱσπανίας.
Ἐξετέλεσε μὲ λάδι καὶ ἀκρυλικά, τοπία, θαλασσογραφίες ἀπὸ τὴν Πόλη, Ἑλλάδα καὶ Ἀμερική, πορτραῖτα, γυμνά, ἐσωτερικὰ καὶ νεκρὲς φύσεις.
Στὴν ἔκθεσή του αὐτὴ ὁ καλλιτέχνης περιορίσθηκε, ἐκτὸς ἀπὸ μερικὰ πορτραῖτα, πάνω σὲ παλιὰ κυρίως πέτρινα καὶ ξύλινα, στενόμακρα καὶ γραφικὰ σπιτάκια τοῦ χώρου τοῦ Φαναρίου - Βαλατᾶ μὲ τὴν ἰδιότυπη ἀρχιτεκτονική τους, τριώροφα ἢ τετραώροφα, σὰ "σαρδέλες" κολλημένα τὸ ἕνα πλάϊ στὸ ἄλλο, τὰ μπαλκόνια (σαχνισὶ) μὲ τὶς κονσόλες, τοὺς ἐξῶστες, τοὺς κίονες, τὰ τόξα καὶ τὶς σιδεριές, ποὺ συγγενεύουν μὲ τὰ σπίτια τῶν μαχαλάδων τοῦ Ταρλάμπαση, πολλὰ τῶν ὁποίων "σφαγιάστηκαν" χάρη στὶς ἀπὸ ἐτῶν ρυμοτομίες, καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὸ ἀσφυκτικό τους συνονθύλευμα συχνὰ δημιουργοῦν τὸ αἴσθημα τοῦ horror vacui. Τὰ στενά, ἀπότομα καὶ ἑλικοειδῆ δρομάκια καὶ κάποια ὀχήματα μεταξύ τους, τὶς χαρακτηριστικὲς πολύχρωμες ἐσωρουχοαπλωσιές, ποὺ μοιάζουν μὲ ἕνα "σημαιοστολισμὸ τῆς φτώχειας", ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μὲ πανὼ καὶ δορυφορικὲς ἀντένες, σὰν μιὰ κωμικὴ σύζευξη παλιοῦ καὶ ὑπερμοντέρνου, κάτι συνηθισμένο στὴν "Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή".
ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ καλλιτέχνες φέρνουν πιὸ κοντὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς θεολόγους! Ὅταν μάλιστα αὐτοὶ συζητοῦν ἀκαδημαϊκά, ἐνίοτε μόνον "περὶ τῶν καυτῶν ζητημάτων", οἱ δὲ πιστοὶ πόρρῳ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ συζητούμενα, ἐφ’ ὅσον συχνὰ δὲν γίνεται καμμιὰ προσπάθεια πληροφορήσεως καὶ ἀποδοχῆς ἢ μή, τῶν προβλημάτων ἀπὸ αὐτοὺς (Reception).
Ἂν τοῦτο εἶναι σωστό, τότε ἴσως νὰ ἱσχύει καὶ γιὰ τοὺς δημιουργούς, συνήθως τῆς γείτονος, οἱ ὁποῖοι ἐρχόμενοι ἐδῶ ἐσχάτως, ἐκθέτουν σὲ διάφορα Ἱδρύματα τῆς ὁμογενείας. Τοσοῦτο μᾶλλον ἐφ’ ὅσον πρέπει νὰ δεῖ κανεὶς τὸ θέμα μέσα στὸ εὑρύτερο πλαίσιο τῶν διαπολιτισμικῶν γειτνιάσεων τῶν λαῶν. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν, ὑπάρχουν εὐτυχῶς καὶ Πολῖτες τοιοῦτοι, χωρὶς βέβαια τοῦτο νὰ σημαίνει, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ντεμπουτάροντες εἶναι ἐπώνυμοι ἢ καὶ γνωστοὶ καὶ ἀξιόλογοι, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύονται καιροὺς καὶ περιστάσεις, σὰν ἐξωτικὰ πολύχρωμα "κλαρῖνα"! ποὺ κελαηδᾶνε στὰ χωριά.
Μέσα λοιπὸν στοὺς καλλιτέχνες αὐτοὺς παρουσιάσθηκε καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Κερεστετζῆς μὲ τὴν ἔκθεσή του τὴν 30.10. τ.ἔ. στὸ TÜYAP.
Τὸ ἔργο του εἰκονογραφικὰ ἐμφανίζει οἰκισμοὺς τοῦ Φαναρίου καὶ τοῦ Βαλατᾶ, τὰ δύο αὐτὰ προάστεια τοῦ Χρυσοῦ Κέρατος, τὰ ὁποῖα ἀγκαλιάζουν τὸ Σεπτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρο μὲ τὸν χαρισματικὸ πρασινίζοντα Οἰακοστρόφο του Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, στὸν ὁποῖο ἀρκετὰ ὀφείλονται καὶ στὸν πολιτισμικὸ τομέα τῆς Ρωμηοσύνης.
Ὁ Κερεστετζῆς ἀπὸ τὴ Δράμα, σπούδασε κοντὰ στὸν Κ. Μεϊμάρογλου καὶ Κ. Παπατριανταφυλλόπουλο, στὴν δὲ ΑΣΚΤ στὸ ἐργαστῆρι τοῦ Χ. Μπότσογλου καὶ Θ. Ἐξαρχόπουλου.
Ἔκανε ἀρκετὲς ἀτομικὲς ἐκθέσεις καὶ συμμετεῖχε σὲ ὁμαδικές. Ἔργα του βρίσκονται σὲ πολλὲς ἰδιωτικὲς συλλογὲς καὶ Μουσεῖα τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἱσπανίας.
Ἐξετέλεσε μὲ λάδι καὶ ἀκρυλικά, τοπία, θαλασσογραφίες ἀπὸ τὴν Πόλη, Ἑλλάδα καὶ Ἀμερική, πορτραῖτα, γυμνά, ἐσωτερικὰ καὶ νεκρὲς φύσεις.
Στὴν ἔκθεσή του αὐτὴ ὁ καλλιτέχνης περιορίσθηκε, ἐκτὸς ἀπὸ μερικὰ πορτραῖτα, πάνω σὲ παλιὰ κυρίως πέτρινα καὶ ξύλινα, στενόμακρα καὶ γραφικὰ σπιτάκια τοῦ χώρου τοῦ Φαναρίου - Βαλατᾶ μὲ τὴν ἰδιότυπη ἀρχιτεκτονική τους, τριώροφα ἢ τετραώροφα, σὰ "σαρδέλες" κολλημένα τὸ ἕνα πλάϊ στὸ ἄλλο, τὰ μπαλκόνια (σαχνισὶ) μὲ τὶς κονσόλες, τοὺς ἐξῶστες, τοὺς κίονες, τὰ τόξα καὶ τὶς σιδεριές, ποὺ συγγενεύουν μὲ τὰ σπίτια τῶν μαχαλάδων τοῦ Ταρλάμπαση, πολλὰ τῶν ὁποίων "σφαγιάστηκαν" χάρη στὶς ἀπὸ ἐτῶν ρυμοτομίες, καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὸ ἀσφυκτικό τους συνονθύλευμα συχνὰ δημιουργοῦν τὸ αἴσθημα τοῦ horror vacui. Τὰ στενά, ἀπότομα καὶ ἑλικοειδῆ δρομάκια καὶ κάποια ὀχήματα μεταξύ τους, τὶς χαρακτηριστικὲς πολύχρωμες ἐσωρουχοαπλωσιές, ποὺ μοιάζουν μὲ ἕνα "σημαιοστολισμὸ τῆς φτώχειας", ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μὲ πανὼ καὶ δορυφορικὲς ἀντένες, σὰν μιὰ κωμικὴ σύζευξη παλιοῦ καὶ ὑπερμοντέρνου, κάτι συνηθισμένο στὴν "Καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή".
Σπιτάκια καὶ δρομάκια παρμένα ἀπὸ διάφορες ἀπίθανες ὄψεις καὶ προοπτικές, ποὺ ἄθελα θυμίζουν τὸν C. Spitzweg καὶ τοὺς Γάλλους ἐμπρεσιονιστές, ὅπως τὸν M. Utrillo, τὰ ὁποῖα μ’ ὅλη τους τὴν ἀθλιότητα, σὰν τελευταῖα γέρικα ὑπολείμματα κάποιας τελείως διαφορετικῆς ἐποχῆς, ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ γοητεύουν. Καὶ τοῦτο διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καλλιτεχνική τους ἀξία, εἰκονολογικὰ μαρτυροῦν, ἔστω καὶ ἀποσπασματικὰ μιὰ ὁλόκληρη ἱστορία γενεῶν οἱ ὁποῖες ἔζησαν μέσα σ’ αὐτὰ σὰ "φυλακισμένοι" καὶ πόνεσαν. Ἂς κυττάξουμε τὴ μοντέρνα ἀρχιτεκτονική.
Συγχρόνως ὅμως ὁ Κερεστετζῆς ἀναπαριστᾶ καὶ ναούς, τζαμιὰ μὲ μεγάφωνα!, σχολειά, χαμάμ, μαγαζιὰ (γραφεῖα, καφενεῖα, φούρνους, μπακάλικα, μανάβικα, παλαιοπωλεῖα, κουντουράδικα, ἐργαστήρια,), πλανώδιους πωλητὲς καὶ καταπράσινα πάρκα.
Συχνὰ πάντως ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω λείπει ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στὰ ἔργα τοῦ B. Buffet καὶ τῆς Ε. Ταπτᾶ, μιᾶς ἀξιόλογης Πολίτισσας ζωγράφου, σὰν μιὰ νωχελικὴ καὶ μελαγχολικὴ ἀναπόληση ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου παρελθόντος.
Βέβαια μὲ τὴν εἰκονογραφία τῆς Πόλης, ἀκόμη καὶ τοῦ Φαναρίου, καταπιάστηκαν κατὰ καιροὺς πολλοὶ ἐπώνυμοι καὶ μὴ ζωγράφοι, παλαιότεροι καὶ νεότεροι (ὅπως ἡ Α. Τόμπρου), ἡμέτεροι καὶ ξένοι.
Ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ μπεῖ καὶ ὁ Κερεστετζῆς, ὁ ὁποῖος πασχίζει νὰ δαμάσει τὸ πλούσιο, ἀλλὰ καὶ ρημαγμένο ὑλικὸ μὲ κάποια μαεστρία.
Πάντως ἡ ζωγραφικὴ αὐτή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ παραστατικό της ρεπερτόριο καὶ τὸν σκοπό του, τόσο εἰκονογραφικὰ ὅσο καὶ τεχνοτροπικά, κατατάσσεται στὰ γνωστὰ καὶ παρωχημένα καλλιτεχνικὰ ρεύματα.
Τεχνοτροπικὰ κινεῖται ἀπὸ τὸ ρεαλισμὸ στὸν ἐμπρεσιονισμό. Καὶ ἐνῶ σὲ ὁρισμένα ἔργα του, ὅπως πορτραῖτα, παρουσιάζεται ὡς "φωτογραφικός" πως ἐκτελεστής, στὰ περισσότερα κυριαρχεῖ μιὰ μεγάλη ἐλευθερία στὸ σχέδιο, τὰ περιγράμματα, ὅπου ὑπάρχουν, καὶ τὰ χρώματα, ποὺ συντελεῖ καὶ στὴ δημιουργία μιᾶς ὁμιχλώδους κάπως ἀτμόσφαιρας. Εἶναι σὰν νἄχει φθάσει ὁ ζωγράφος, ἰδίως στὰ τοπία, σ’ ἕνα σημεῖο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει, ἡ γενικὴ ἐντύπωση (impression) καὶ ὄχι οἱ λεπτομέρειες -ἕνα ἄλλωστε χαρακτηριστικὸ καὶ τοῦ γεροντικοῦ ρυθμοῦ (spätstil). Εἶναι σὰν νὰ παίζει πληκτρολογικὰ μὲ τὸ πινέλο ἢ τὴν σπάτουλα, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Β. Ἡγουμενίδης (Igum). Κάτι ἀκριβῶς ποὺ ὀφείλεται καὶ στοὺς δασκάλους του, καὶ ἀπαντᾶ καὶ στὰ ἔργα τῆς Πολίτισσας ζωγράφου Ν. Γαβρόγλου, μαθήτριας κι’ αὐτῆς τοῦ Χ. Μπότσογλου.
Τὰ χρώματά του εἶναι θερμὰ καὶ ἁπαλά, γήϊνα λόγῳ ἀσφαλῶς τοῦ εἰκονιζομένου ὑλικοῦ τῶν ἀρχιτεκτονημάτων. Ἐνίοτε ὅμως ἐπικρατεῖ μιὰ ἀσκητικὴ γκάμα (πράσινο, μπλέ). Ἀποφεύγονται δὲ γενικῶς οἱ χρωματικὲς ἀντιθέσεις. Ἡ φωτοσκίασή του εἶναι διακριτική, ἀλλὰ καθοριστική, καὶ συχνὰ μὲ ἀντιθέσεις.
Συνολικὰ ἡ ἔκθεση εἶναι μιὰ προσπάθεια νοσταλγικῆς "εἰκαστικῆς ἀρχαιολογίας". Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Πόλη μας, ποὺ φέτος τυγχάνει ἡ πολιτιστικὴ πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης, καὶ γενικότερα ἡ χώρα μας, παρουσιάζει ἀπὸ δεκαετιῶν ἕνα ἀπίστευτο καὶ ἀξιόλογο εἰκαστικὸ ὀργασμὸ στὰ ποικῖλα ρεύματα τῆς μεταμοντέρνας τέχνης.
Συγχρόνως ὅμως ὁ Κερεστετζῆς ἀναπαριστᾶ καὶ ναούς, τζαμιὰ μὲ μεγάφωνα!, σχολειά, χαμάμ, μαγαζιὰ (γραφεῖα, καφενεῖα, φούρνους, μπακάλικα, μανάβικα, παλαιοπωλεῖα, κουντουράδικα, ἐργαστήρια,), πλανώδιους πωλητὲς καὶ καταπράσινα πάρκα.
Συχνὰ πάντως ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω λείπει ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στὰ ἔργα τοῦ B. Buffet καὶ τῆς Ε. Ταπτᾶ, μιᾶς ἀξιόλογης Πολίτισσας ζωγράφου, σὰν μιὰ νωχελικὴ καὶ μελαγχολικὴ ἀναπόληση ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου παρελθόντος.
Βέβαια μὲ τὴν εἰκονογραφία τῆς Πόλης, ἀκόμη καὶ τοῦ Φαναρίου, καταπιάστηκαν κατὰ καιροὺς πολλοὶ ἐπώνυμοι καὶ μὴ ζωγράφοι, παλαιότεροι καὶ νεότεροι (ὅπως ἡ Α. Τόμπρου), ἡμέτεροι καὶ ξένοι.
Ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ μπεῖ καὶ ὁ Κερεστετζῆς, ὁ ὁποῖος πασχίζει νὰ δαμάσει τὸ πλούσιο, ἀλλὰ καὶ ρημαγμένο ὑλικὸ μὲ κάποια μαεστρία.
Πάντως ἡ ζωγραφικὴ αὐτή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ παραστατικό της ρεπερτόριο καὶ τὸν σκοπό του, τόσο εἰκονογραφικὰ ὅσο καὶ τεχνοτροπικά, κατατάσσεται στὰ γνωστὰ καὶ παρωχημένα καλλιτεχνικὰ ρεύματα.
Τεχνοτροπικὰ κινεῖται ἀπὸ τὸ ρεαλισμὸ στὸν ἐμπρεσιονισμό. Καὶ ἐνῶ σὲ ὁρισμένα ἔργα του, ὅπως πορτραῖτα, παρουσιάζεται ὡς "φωτογραφικός" πως ἐκτελεστής, στὰ περισσότερα κυριαρχεῖ μιὰ μεγάλη ἐλευθερία στὸ σχέδιο, τὰ περιγράμματα, ὅπου ὑπάρχουν, καὶ τὰ χρώματα, ποὺ συντελεῖ καὶ στὴ δημιουργία μιᾶς ὁμιχλώδους κάπως ἀτμόσφαιρας. Εἶναι σὰν νἄχει φθάσει ὁ ζωγράφος, ἰδίως στὰ τοπία, σ’ ἕνα σημεῖο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει, ἡ γενικὴ ἐντύπωση (impression) καὶ ὄχι οἱ λεπτομέρειες -ἕνα ἄλλωστε χαρακτηριστικὸ καὶ τοῦ γεροντικοῦ ρυθμοῦ (spätstil). Εἶναι σὰν νὰ παίζει πληκτρολογικὰ μὲ τὸ πινέλο ἢ τὴν σπάτουλα, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Β. Ἡγουμενίδης (Igum). Κάτι ἀκριβῶς ποὺ ὀφείλεται καὶ στοὺς δασκάλους του, καὶ ἀπαντᾶ καὶ στὰ ἔργα τῆς Πολίτισσας ζωγράφου Ν. Γαβρόγλου, μαθήτριας κι’ αὐτῆς τοῦ Χ. Μπότσογλου.
Τὰ χρώματά του εἶναι θερμὰ καὶ ἁπαλά, γήϊνα λόγῳ ἀσφαλῶς τοῦ εἰκονιζομένου ὑλικοῦ τῶν ἀρχιτεκτονημάτων. Ἐνίοτε ὅμως ἐπικρατεῖ μιὰ ἀσκητικὴ γκάμα (πράσινο, μπλέ). Ἀποφεύγονται δὲ γενικῶς οἱ χρωματικὲς ἀντιθέσεις. Ἡ φωτοσκίασή του εἶναι διακριτική, ἀλλὰ καθοριστική, καὶ συχνὰ μὲ ἀντιθέσεις.
Συνολικὰ ἡ ἔκθεση εἶναι μιὰ προσπάθεια νοσταλγικῆς "εἰκαστικῆς ἀρχαιολογίας". Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Πόλη μας, ποὺ φέτος τυγχάνει ἡ πολιτιστικὴ πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης, καὶ γενικότερα ἡ χώρα μας, παρουσιάζει ἀπὸ δεκαετιῶν ἕνα ἀπίστευτο καὶ ἀξιόλογο εἰκαστικὸ ὀργασμὸ στὰ ποικῖλα ρεύματα τῆς μεταμοντέρνας τέχνης.
-Φωτογραφία του καλλιτέχνη Κ. Κερεστετζή επί το έργον του Νίκου Μαγγίνα
-Πίνακας του ζωγράφου: Το τσαγκαράδικο του Ρεσέπ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου