Μέμνησο ὅτι ἄνθρωπος εἰ
Οι αναμνήσεις ενός κοριτσιού και η μνήμη ενός λαού
Μαρία Χατζηαποστόλου
Διδάκτωρ Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
«Δεν είμαι ποιητής, όμως όταν οι στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και το θάνατο… Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΗΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους. Ακόμα και γι’ αυτούς που τον μισούν και τον βασανίζουν».
Μίκης Θεοδωράκης
«Να θυμάσαι ότι είσαι άνθρωπος». Η φράση αυτή του βασιλιά των Μακεδόνων, Φιλίππου Β΄ προς εαυτόν, μου θυμίζει, ίσως, περισσότερο απ’ όλες, την αρχαγγελική μορφή του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί η μεγαλοσύνη του πνεύματος και της υπερκόσμιας δημιουργίας είχαν ως πηγή μια παιδική καρδιά που πλάταινε κι αγκάλιαζε ολάκερο τον κόσμο, που συγχωρούσε και παρηγορούσε ακόμη και τους βασανιστές, γιατί τους κατανοούσε ως θύματα που έχουν χάσει την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια, αξίες που καθορίζουν την ανθρώπινη υπόσταση. Αυτόν τον γήινο, χοϊκό, ανθρώπινο και συνάμα θεϊκό Μίκη, συναντά ο αναγνώστης στο βιβλίο της Μαργαρίτας-Ασπασίας Θεοδωράκη, Οι αναμνήσεις ενός κοριτσιού από τις εκδόσεις Ιανός (2020), η οποία κατάφερε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, στην εποχή της δικής της αθωότητας και να περιγράψει μέσα από τα μάτια του παιδιού που ήταν τότε, τον πατέρα της και παράλληλα πρόσωπα και καταστάσεις που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στον δικό της ψυχισμό, αλλά και στη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού. Η τραγωδία εκκινά από το αρχαίο θέατρο της Σπάρτης με την απόπειρα αυτοκτονίας της Μαργαρίτας που θέλει να πεθάνει με το ίδιο πάθος που θέλει να ζήσει, αλλά έχει ήδη αρχίσει να διαδραματίζεται στη Νέα Σμύρνη και στη Ζάτουνα κι έπειτα στο Βραχάτι με τον κλοιό που στενεύει, καθώς ο χορός της τραγωδίας με τον κεντρικό ήρωα στον ρόλο της Αντιγόνης που αντιστέκεται στον Κρέοντα, συνεχίζει την πορεία του, στον χρόνο. Η ανοιχτή –τώρα πια– συνομιλία με τον πατέρα, αλλά και η κοινωνία των σκέψεων αυτών με τον αναγνώστη, το προσωπικό βίωμα που γίνεται πανανθρώπινο και περνά νικηφόρο στην κοινή συλλογική συνείδηση, αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία του παρόντος βιβλίου που λειτουργεί λυτρωτικά ως εξομολόγηση που απελευθερώνει την τάλαινα ύπαρξη.
Σαν παραμύθι της Ανατολής με μια μελαγχολική πριγκίπισσα που κουβαλά τις κρητικές καταβολές της και μια προσφυγική καταγωγή που βαραίνει περισσότερο από καθετί μέσα της και που ακόμη αιμορραγεί, αλλά λυτρώνεται από τη γενέθλια πόλη του ολόφωτου Παρισιού, τη στιγμή που δημιουργεί το πρώτο της κέντημα, την ηρωική μορφή του Κρητικού παππού, το ηπειρώτικο Μπιζάνι που ως τόπος μάχης αποκτά παραδείσιες διαστάσεις και κυρίως τα μεγάλα χέρια του πατέρα. Του πατέρα που ημέρωσε ακόμη και τους δεσμώτες του και αγαπήθηκε από τους ανθρώπους, ακόμη και από τα κατοικίδια που συναισθάνονται τις κρίσιμες στιγμές του, τρέχοντας πίσω από τα αυτοκίνητα της Χούντας, που τον μεταφέρουν σαν τον Προμηθέα δεσμώτη ή θρηνούν στο κατώφλι του σπιτιού μετά την «κοίμησή» του, συμπληρώνοντας τη χειρότερη ανάμνηση της Μαργαρίτας: τον πατέρα να κείτεται νεκρός στο κρεββάτι. Όμως, οι αναμνήσεις επιστρέφουν και αναβιώνουν στη ροή του χρόνου τη ξαφνική επίσκεψη του διάσημου Ιταλού τραγουδιστή Al Bano προς τον έγκλειστο συνθέτη κατά το καλοκαίρι του 1968 στο Βραχάτι, τους χορούς της Μαργαρίτας με τον σπουδαίο Μιχάλη Κακογιάννη, τις θύμησες από τα γυρίσματα του Ζορμπά στη Νότια Κρήτη ή από τα πάρτι της οικογένειας με ικανότερο χορευτή τον ίδιο τον πατέρα. Μετέπειτα ως πριγκίπισσα συναντά τον «κύριο βασιλιά της»! –επαναστατική φράση από τα χείλη της κόρης ενός Θεοδωράκη– αλλά και την αγωνία του βέβαιου θανάτου που τελικώς γίνεται φίλος στον Ήλιο και τον Χρόνο, στο σκοτάδι της απομόνωσης και στην ανυπακοή της Ιστορίας που περνά μέσα από τα παιδικά μάτια που παρακολουθούν τη σταυροαναστάσιμη πορεία του Νυμφίου: «Αλλά τα μάτια μου θυμούνται τα πάντα! Εκθαμβωτική ανάμνηση! Πάλι ο Χορός μας πήγαινε μια από δω μια από κει, έως ότου ο Ήρωας τοποθετήθηκε στην τελευταία θέση του, της τελευταίας του Σκηνής: Σ’ έβγαλαν από την είσοδο του κήπου έξω στον δρόμο».1
Ένα ατίθασο κορίτσι μεγαλώνει ανέμελα στην προσφυγική συνοικία της Νέας Σμύρνης μαζί με την οικογένειά του και τους Μικρασιάτες παππούδες, ενώ τον παιδικό της κόσμο κυριεύουν οι διηγήσεις από τις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά και οι αιμάτινες μνήμες του πατέρα από τη μαρτυρική Μακρόνησο. «Μυστήριες οι ψυχές των ανθρώπων…»,2 θα επαναλάβει ξανά και ξανά, προσπαθώντας να κατανοήσει τα ανθρώπινα σκοτάδια. Γιατί τη συμπαντική αρμονία, την ουράνια μουσική του πατέρα και τον τρυφερό ήχο του νανουρίσματος, διέκοψε η εισβολή των ανθρώπων με το σκοτάδι στο άδειο βλέμμα. Το σπίτι της Νέας Σμύρνης φωταγωγείται από το αδηφάγο φως των προβολέων που κάνουν τη νύχτα, μέρα και σπαράζεται από τα παρατεταμένα τουφέκια, τις άγριες φωνές, τις παράλογες εντολές και την καχυποψία ενός καθεστώτος που στραγγαλίζει την ίδια τη ζωή. Διώξεις, έφοδοι, συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες και μια μικρή Μαργαρίτα που ζούσε ένα παραμύθι όπου ζωντάνευαν οι δράκοι, οργίαζαν οι μάγισσες, τα τέρατα ήταν υπαρκτά, τα θηρία βρυχούνταν και το κακό θριάμβευε, μετατρέποντας τον τρόμο σε συνήθεια. Με τον ερχομό της αφέγγαρης νύχτας της Χούντας ο πατέρας σαν Άη Γιώργης ή θυμωμένος Αρχάγγελος αδυνατεί πλέον να σκεπάσει με τα τεράστια φτερά του, το σπίτι και τα παιδιά του, γιατί παλεύει με τον αρχαίο δράκοντα και τους υπηρέτες του, έως ότου ανταμώσουν όλοι μαζί, εκεί, στην ορεινή Ζάτουνα, όπου θα ζήσουν εξόριστοι. Όμως, το μικρό κορίτσι δεν σκιάζεται από συνταγματάρχες και αυλικούς, αλλά κατακτά τα περήφανα βουνά της Αρκαδίας, τρέχοντας ελεύθερο σε γκρεμούς και χορεύοντας αδιάκοπα με την ίδια τη ζωή! Πανταχού παρούσα η Χούντα, αλλά η ομορφιά που εξουσιάζει τα πάντα, λούζει στο φως τις αναμνήσεις αυτές της Ζάτουνας. Και στο τέλος πάντα να νικά. Η μικρή Μαργαρίτα ντύνεται «Ελευθερία» στην παράσταση του σχολείου κατά την εορτή της 25ης του Μάρτη, πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του ’21 και του δέσμιου πατέρα. Η δεκαετία του ’60 με τις ματαιώσεις, τις διαψεύσεις, τους κινδύνους και την αβεβαιότητα, καθορίζουν την πορεία της μύησης προς την ενηλικίωση και συναντούν μια Μαργαρίτα που μετατρέπει την πληγή σε πηγή ελπίδας: «Κι όλοι μαζί, συμπτυγμένοι, μια συμπαγής μάζα ψυχών λουσμένη από αγάπη. Είναι, προπάντων, η ανάμνηση μιας μυστήριας ξεχωριστής ατμόσφαιρας˙ κρυφής, μόνο δικής μας, που μας περιέβαλλε. Οι ζωές όλων μας είναι αλησμόνητες για πάντα. Περίεργες ζωές. Εξαιρετικές στον κίνδυνο και στην αβεβαιότητα».3
Και η αέναη δημιουργία να νικά κάθε σκοτάδι κατά την ώρα που ο εργάτης του πνεύματος μεγαλουργούσε, αποδεικνύοντας έμπρακτα την επίγεια παρουσία του Θεού και τον θρίαμβο της Παντοδυναμίας: «Εκείνη την ώρα δούλευες. Πάταγες με απίθανη δύναμη, σε κάθε χέρι, τα τρία τεράστια δάχτυλά σου. Εξαιρετικά μεγάλα, δυνατά, χοντρά και μακριά δάχτυλα. […] Έπαιζες πιάνο και τραγούδαγες άλλες φορές από το πρωί. “Μήνες, μέρες... ώρες, στιγμές...”. Θυμάσαι που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, όλο τον “Ήλιο και τον Χρόνο”; Όλα τα “Λαϊκά” του Μάνου Ελευθερίου; Όλα τα τραγουδάγαμε ολημερίς, όλοι μαζί! Μαζί και η νεαρή τότε Μαίρη Δημητριάδη».4 Γιατί η Μαργαρίτα θυμάται τη μυσταγωγία των στιγμών, όπως θυμάται την υπαρξιακή αγωνία, την προσπάθεια υπεράσπισης της αρμονίας απέναντι στο χάος, αλλά και τις απρόσμενες εκπλήξεις που έσπαγαν τη ρουτίνα της εσωστρέφειας της εποχής: «Πάθανε πλάκα οι χωροφυλάκοι που τον είδαν έτσι ξαφνικά˙ ήταν τότε πολύ μεγάλος σταρ μαζί με τη σύντροφό του Romina Power. Επιθυμία του μόλις έφτασε στην Ελλάδα ήταν να συναντήσει τον έγκλειστο Θεοδωράκη. Κι ο μπαμπάς ήταν φυλακισμένος, σε κατ’ οίκον περιορισμό, για την ώρα. Όμως ο μπαμπάς δεν έχασε την ευκαιρία και του δίδαξε επιτόπου το τραγούδι “Το γελαστό παιδί”. Ο Al Bano το έμαθε, “το πήρε μέσα στις βαλίτσες του” και το ’κανε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: “Il ragazzo che sorride”! Εκείνο το βράδυ ήταν μια μαγεία! Ο μπαμπάς τού έπαιζε ό,τι τραγούδι έγραφε εκείνο τον καιρό˙ τι άλλο από τα “Λαϊκά” του Μάνου Ελευθερίου. “Ο δικαστής”, “Μια νυχτερίδα στη σκεπή”, αυτά ήταν τα σουξέ του σπιτιού μας που τα τραγούδαγαν βασικά ο Γιώργος με τη μαγική αηδονίσια παιδική φωνή του, ο ίδιος ο μπαμπάς, αλλά έβαζε και τον Στέλιο να τραγουδάει, μήπως και τον κάνει τραγουδιστή! “Το τρένο φεύγει στις οχτώ”, “Σ’ αυτή τη γειτονιά”, “Ήρθαν τα βάσανα νωρίς”… Ολημερίς αυτά τα τραγούδια τραγουδάγαμε κι εμείς τα παιδιά. Ήταν τα σουξέ μας!».5
Τελικά, ποια είναι η Μαργαρίτα; Τραγούδι των ποιητών ή ποίημα του Κακογιάννη; Μαργαρίτα Μαργαρώ του ερωτευμένου πατέρα Μίκη ή Μαργαρίτα Μαγιοπούλα του μαγευτικού Καμπανέλλη; Είναι όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως τίποτα. Ένας άνθρωπος με πάθη και λάθη κι όχι ένα αλλόκοσμο αερικό ή μια αφηρημένη άσαρκη ιδέα. Και κυρίως είναι πάντα ένα μικρό κορίτσι που ακολουθεί με πάθος τον πατέρα, δίχως όρους και προϋποθέσεις και αποδεχόμενη την αδύναμη πλευρά του, δίδοντας με την εκούσια αυτή επιλογή, την αρτιότερη απάντηση προς όλους τους αβασάνιστους κατακριτές: «Όσο για τους ανόητους που με διαβάλλουν… δεν θα μπορέσω! Η ηλικιωμένη κόρη δεν είναι μια ιδέα! Δεν είναι ένα τραγούδι, “Μαργαρίτα Μαργαρώ”! Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αισθήματα και πάθη, πλημμυρισμένη από απόλυτη αγάπη για τον πατέρα της, τον απλό άνθρωπο. Όχι αυτόν με το φωτοστέφανο ενός αγίου».6 Παλεύοντας με τους δαίμονές της, αγαπώντας τα βιβλία που δεν αποχωρίζεται σε κάθε της ταξίδι, μαζί με τα υπαρξιακά ερωτήματα, την εσωτερική πάλη και την κυρίαρχη νοσταλγία, αγαπά να επισκέπτεται τα κοιμητήρια και να μνημονεύει ονόματα κεκοιμημένων. Νιώθει Ελληνίδα και την ίδια στιγμή Γαλλίδα και Εβραία, αισθάνεται Κρητικιά, αλλά και βαθύτατα Μικρασιάτισσα. Συνεχίζει να εισέρχεται στον χωροχρόνο και στα πάρτι του σπιτιού και ακούει τους μοντέρνους, αλλά και δημοτικούς χορούς της εποχής της πρώτης νεότητας, συγκλονίζεται από το εμβληματικό ψηφιδωτό της Δέησης και την επιβλητική μορφή του Χριστού που της προκαλεί δέος στη Βασιλεύουσα Πόλη, αλλά και από την περίφημη Pietà (Αποκαθήλωση) του Μιχαήλ Άγγελου που της θερμαίνει την καρδιά. Η συγγραφέας δοκιμάζει εαυτόν, αναζητώντας την ιδανική λέξη που θα εκφράσει το είναι της: «Τύραννος η Έννοια – καμία συγγένεια με τον συγγραφέα. Ανέβηκα στον Λυκαβηττό και κοίταξα την πόλη. Την “πόλη μου”. Πέρα εκεί ο Αρδηττός. Πιο πέρα ο Υμηττός. Μια ήττα η ζωή μου».7 Γιατί η παραδοχή της ήττας προϋποθέτει ανάληψη της ευθύνης και γενναία στάση ζωής και κι έτσι εκείνη συνεχίζει τον λόγο της και γράφει τη δική της ποίηση, σαν τα πολύχρωμα κεντήματα που δημιουργεί. Χρόνια τώρα κεντά αναμνήσεις και βιώματα, συνθέτει πολύχρωμες κλωστές, τις αποδομεί, παντρεύει τα χρώματα, δημιουργεί τοπία φωτός. Συλλέγει στιγμές και πέτρες για τα ψηφιδωτά της μνήμης και καταφέρνει με την αμεσότητα του λόγου και την ανεπιτήδευτη απλότητα να μοιραστεί μαζί μας, τις δικές της αναμνήσεις και να μας καταστήσει μετόχους στιγμών ιερών και ανεπανάληπτων. Ατόφια αληθινή δεν προσπαθεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα και να παρουσιάσει εξιδανικευμένες καταστάσεις, αλλά ομολογεί –σχεδόν εξομολογείται– πως δεν είναι εύκολο να ζει κανείς κάτω από τη σκιά μιας μεγαλοφυΐας, εκείνης του πατέρα. Να αισθάνεται τον πυρετό της δημιουργικής του ορμής και να μετέχει ακόμη και στη δίωξη που εκείνος υφίσταται από τις άθλιες μετριότητες της ανελεύθερης εποχής του.
Μετά την ακραία εμπειρία της απρόσμενης πτώσης στο πηγάδι, η ζωή έλαβε άλλη τροπή για τη Μαργαρίτα, που πλέον αναγνωρίζει αμήχανα, αλλά άκρως συνειδητά το νόημα και την αληθινή της αξία. Μιλά για τη ζωή που με τη γλυκύτητά της, θα όφειλε να είναι πανηγύρι και γιορτή, αλλά και για τον θάνατο που βρίσκεται πάντα δίπλα μας και είναι έτοιμος να μας αγκαλιάσει, γινόμενος φίλος από εχθρός –ιδιαίτερα σ’ όσους τον αντιμετωπίζουν θαρραλέα. Βαθιά στη γη και δίχως τη θέα του ουρανού με μοναδικό σύμμαχο την ελπίδα της σωτηρίας και την κοινή ανάμνηση του πατέρα από τη Μακρόνησο, ζωντανή νεκρή για ώρες μέσα στο ανήλιαγο πηγάδι και μετά την εμπειρία αυτή του θανάτου, η σχέση της Μαργαρίτας μαζί του, αποκτά ερωτική υπόσταση, γεννώντας ένα αέναο επέστρεφε που λειτουργεί ως ικετευτική επίκληση προς τον πατέρα. Να βγει από το πηγάδι και να κάνει την ηρωική έξοδο: αυτή είναι η ελπίδα που σαν πουλί οδηγεί στο ανηφόρισμα της ζωής: «Τώρα καταλαβαίνω την ηρεμία των Γενναίων που καταλήγουν στα Εκτελεστικά Αποσπάσματα, την πραότητα των Μαρτύρων που εκτελούσαν ανά τους αιώνες οι διάφορες Εξουσίες, και κυρίως στις μέρες μας, τον αισιόδοξο φανατισμό την πραότητα των Μαρτύρων που εκτελούσαν ανά τους αιώνες οι διάφορες Εξουσίες, και κυρίως στις μέρες μας, τον αισιόδοξο φανατισμό των Καμικάζι που πάνε προς τον Θάνατο σαν να πηγαίνουν σε Πανηγύρι».8 Κατανοώντας την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του πατέρα, μαθαίνει ν’ ακούει τις σιωπές του και να διδάσκεται από την ασκητική διάσταση της μαχόμενης ζωής του: «Γιατί όσο παθιασμένος κι επαναστάτης ήταν έξω στο φως, μπροστά στο πλήθος, τόσο μοναχικός και σιωπηλός ήταν όταν βρισκόταν σπίτι μας, να εργάζεται στο γραφείο του, με τις παρτιτούρες του, τα γραπτά του, τα βιβλία του, κι αυτή η μοναξιά ποτίστηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του αδελφού μου και μέσα στη δική μου. Γι’ αυτό, όταν στρέφομαι προς την έρημο, πάντα ερημιά αντικρίζω. Δεν ήρθε ποτέ κανένας καβαλάρης να κατακτήσει την ψυχή μου. Γιατί έτσι ήταν και θα είναι πάντα ο πατέρας μου. Πάνω στις πολεμίστρες ν’ αγναντεύει την ερημιά των Ταρτάρων».9
Η έκφραση παραπόνου και εξέγερσης προς την πατρική φιγούρα μεταμορφώνεται σε έκφραση ευχαριστίας και αιώνιας ευγνωμοσύνης: «Μπαμπά, ξέρω πόσο μόνος είσαι και πόσο διαφορετικός απ’ όλους μας, γιατί μόνο εσύ απ’ όσους συνάντησα και θα συναντήσω έχεις αυτή τη θεϊκή δύναμη να τα γνωρίζεις όλα, να τα δημιουργείς όλα και να τα αποκαλύπτεις όλα στους ανθρώπους. Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά».10 Γιατί η Μαργαρίτα έμεινε για πάντα εκεί˙ στο σπίτι της Νέας Σμύρνης και στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου, μέσα στην ασφάλεια της αγκαλιάς του νεαρού πατέρα που με το χέρι υψωμένο της δείχνει τον δρόμο προς το μέλλον. Εκείνος πάντα νέος και όμορφος –όπως και τώρα στον Παράδεισο κι εκείνη για πάντα κορίτσι τριών χρονών και όλα να μυρίζουν βασιλικό κι αγιόκλημα. Το μωρό που έμεινε για πάντα κορίτσι από τότε που τη νανούριζε το άτακτο τραγουδάκι Μαργαρίτα Μαργαρώ, αλλά κι αργότερα που έπαιζε στα βουνά της Ζάτουνας, όπως και τη στιγμή που αισθάνθηκε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα στη Νέα Σμύρνη. Και κυρίως, αντικρίζοντας την εικόνα των νέων γονέων που την πήγαιναν βόλτα στο πάρκο του Luxembourg κι εκείνη τους κοίταζε με λαχτάρα κάτω από τα χρυσοκόκκινα φύλλα των αγριοκαστανιών. Αυτό το νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι ήταν όλος ο κόσμος της κι αυτήν την εικόνα θα κουβαλά σ’ ολάκερη τη ζωή της. Γιατί πάντα θα επιστρέφει εκεί, λυτρώνοντας την ψυχή της και αποκαλύπτοντας το εξαίσιο μυστικό της, στον πατέρα της: «Ίσως να ήταν, λοιπόν, εκεί που άφησα τα πιο λατρευτά μου πρόσωπα: τον νεαρό πατέρα και τη νεαρή μητέρα μου, να με κοιτάνε μέσα στο καροτσάκι μου και να μου χαμογελούν˙ και να μου γελούν. Και εγώ πάντα να έχω το μυαλό μου εκεί, εκεί που λέω ότι είναι “ο χαμένος μου παράδεισος”».11 Κι όμως πορεύεται με τα λάθη και τις αστοχίες της, πάντα ανυπόκριτα σαν παιδί. Και φυσικά θα αναμένουμε την ιστορία που πάντα υπόσχεται πως θα μας πει … μια άλλη φορά!
___________________
1. Μαργαρίτας-Ασπασίας Θεοδωράκη, Αναμνήσεις ενός κοριτσιού, εκδ. Ιανός, Αθήνα 2020, σ. 99. 2. Όπ. παρ., σ. 23.
3. Όπ. παρ., σ. 88.
4. Όπ. παρ., σσ. 94-95.
5. Όπ. παρ., σσ. 95-96.
6. Όπ. παρ., σ. 229.
7. Όπ. παρ., σ. 13.
8. Όπ. παρ., σ. 237.
9. Όπ. παρ., σ. 247.
10. Όπ. παρ., σ. 248.
11. Όπ. παρ., σ. 248.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου