Σὰν τὴν Ἀγαπούλα Ἀντρέγεβνα
ἐπιστρέφω, ἀδέλφια μου,
στὸ στοιχειωμένο σπίτι μας,
στὶς ξεχασμένες αἰσθήσεις.
Μὲ ὑποδέχονται φαντάσματα,
χτυποῦν τὰ κουδουνάκια τους,
σπαραχτικὰ γελοῦν καὶ ψιθυρίζουν.
Τὸ σπίτι ἔρημο, ἡ πλάση παντέρημη,
καρφώνουν τὰ παντζούρια
στὰ χαλάσματα, τσεκούρια
ἀποκεφαλίζουνε τὰ δέντρα,
τὸ χῶμα ὑποχωρεῖ
κι ὁ κρότος, ὁ ξένος κρότος
στὰ σώματα ποὺ φεύγουν,
σπάει τὰ ποτήρια, ραγίζει τοὺς καθρέφτες.
Σὰν τὴν Στιούαρτ τῶν Σκώτων
ἐπιστρέφω σὲ λαμπερὴ ἔκρηξη
παίρνοντας σάρκα καὶ ὀστᾶ
σὲ χώρα ἀναμάρτητων,
στὴ δόξα τῶν ὑπάρξεων.
Τὸ σπίτι ξυπνᾶ, ἀνοίγουν τὰ παράθυρα,
στολίζουν τοὺς καθρέφτες,
στρώνουν τραπεζομάντιλα,
ἀνάβουν τὶς λαμπάδες, καῖνε τὰ κεριά.
Εἶμαι ἡ Dolce Vita, ἀδέλφια μου,
ποὺ προσῆλθε μεσάνυχτα
μὲ τὸ πέπλο τῶν ἀπόντων σὲ λυσσασμένο δεῖπνο.
* Γ. Κοζίας: Πολεμώντας υπό σκιάν... Ελεγεία και σάτιρες, Περισπωμένη, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου