Οι "Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη" του Μάνου Χατζιδάκι είναι μεταγραφή για μικρή ορχήστρα (1961) ρεμπέτικων τραγουδιών, ενορχηστρωμένων με τέτοιο τρόπο, που να εκφράζουν την τραγική ατμόσφαιρα του 1945.
Ο δίσκος εκδόθηκε στα 1962 και γνώρισε 7 εκδόσεις (η 7η το 2008) και περιλαμβάνει 14 τραγούδια.
Συμπεριλαμβάνεται και "Τραγούδι του γέρο ναύτη" (Ναύτη, γέρο-ναύτη), ένα από τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι γραμμένο για το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ (1959).
Το "Τραγούδι του γέρο ναύτη" -αντικατέστησε μετά την πρώτη έκδοση- το “Κομπολογάκι”, το οποίο επανήλθε με την έκδοση του 1998 (σε CD).
Το εξώφυλλο είναι του Γιάννη Τσαρούχη.
Στο οπισθόφυλλο της αρχικής έκδοσης ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει:
"Ο τίτλος του έργου, μου βγήκε μέσα από το δεύτερο στίχο της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη.
Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα την Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές. Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος, πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση. Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των «πολιτισμένων» ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της «σοβαρής» μας μουσικής. Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους «Έλληνες» για τους Τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά. Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το «Θέατρο Τέχνης». Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου.
Το 1950, παρουσίασα τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πώς, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής, που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου; Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των «Έξι Λαϊκών Ζωγραφιών», ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «Ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το Λαϊκό μας τραγούδι.
Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν τον δίσκο και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Έλιοτ με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους.
«Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς», όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη".
Στο οπισθόφυλλο της αρχικής έκδοσης ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει:
"Ο τίτλος του έργου, μου βγήκε μέσα από το δεύτερο στίχο της «Έρημης Χώρας» του Έλιοτ, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη.
Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα την Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές. Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος, πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση. Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των «πολιτισμένων» ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της «σοβαρής» μας μουσικής. Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους «Έλληνες» για τους Τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά. Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το «Θέατρο Τέχνης». Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου.
Το 1950, παρουσίασα τις «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πώς, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής, που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου; Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των «Έξι Λαϊκών Ζωγραφιών», ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «Ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το Λαϊκό μας τραγούδι.
Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν τον δίσκο και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Έλιοτ με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους.
«Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς», όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου