Σαν σήμερα πριν 102 χρόνια, στις 2 Φεβρουαρίου 1915, γεννήθηκε στην Αθήνα ο μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς.
Οι γονείς του ονομάζονταν Λεωνίδας και Καλυψώ. Η καταγωγή του από τη Νάξο.
Ως Μητροπολίτης Πατρών γιόρταζε αυτή την ημέρα στον Ι. Ναό Υπαπαντής στις Καμάρες Αχαϊας, όπου προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας για την πανήγυρη του Ναού. Τις Καταβασίες της μεγάλης εορτής της Υπαπαντής «Χέρσον αβυσσοτόκον» σε ήχο γ’, έψαλλε συχνά, πανηγυρικώ τω τρόπω, ο μακαριστός Μητροπολίτης στο αργό ειρμολογικό μέλος του Πέτρου Πελοποννησίου. Αργότερα τις ηχογράφησε στο πρόγραμμα ηχογραφήσεων εκκλησιαστικής μουσικής του Μανόλη Χατζηγιακουμή, και συμπεριλήφθηκαν στο Σώμα Τέταρτο (Καταβασίες) της σειράς Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής (Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων, Αθήνα 2012).
Παραθέτω στη συνέχεια ένα προσωπικό κείμενο του Γιώργου Μαρόπουλου για τον μακαριστό Μητροπολίτη Νικόδημο.
Οι γονείς του ονομάζονταν Λεωνίδας και Καλυψώ. Η καταγωγή του από τη Νάξο.
Ως Μητροπολίτης Πατρών γιόρταζε αυτή την ημέρα στον Ι. Ναό Υπαπαντής στις Καμάρες Αχαϊας, όπου προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας για την πανήγυρη του Ναού. Τις Καταβασίες της μεγάλης εορτής της Υπαπαντής «Χέρσον αβυσσοτόκον» σε ήχο γ’, έψαλλε συχνά, πανηγυρικώ τω τρόπω, ο μακαριστός Μητροπολίτης στο αργό ειρμολογικό μέλος του Πέτρου Πελοποννησίου. Αργότερα τις ηχογράφησε στο πρόγραμμα ηχογραφήσεων εκκλησιαστικής μουσικής του Μανόλη Χατζηγιακουμή, και συμπεριλήφθηκαν στο Σώμα Τέταρτο (Καταβασίες) της σειράς Μνημεία Εκκλησιαστικής Μουσικής (Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων, Αθήνα 2012).
Παραθέτω στη συνέχεια ένα προσωπικό κείμενο του Γιώργου Μαρόπουλου για τον μακαριστό Μητροπολίτη Νικόδημο.
«Ρομ μέι κολάι του τε αβές»
(Τσιγγάνος δὲν εἶναι εὔκολο νὰ εἶσαι)
Εἶδα κάποτε, στὸ Γαλλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῶν Ἀθηνῶν, ἕνα documentaire γιὰ τοὺς Ρόμ, τοῦ Μενέλαου Καραμαγγιώλη. «Ρόμ», στὴ γλῶσσα τῶν τσιγγάνων, θὰ πεῖ «τσιγγάνος», ἤ «ἄνθρωπος». Δὲν ξέρω ἀπὸ ποιὲς μυστικὲς συνάφειες συνεπαρμένος, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς προβολῆς θυμόμουν τὸν Δεσπότη μου: τὸν Νικόδημο Βαλληνδρᾶ!
Ὁ Δεσπότης μου ἦταν μιὰ προσωπικότητα ποὺ μὲ εἶχε ἐντυπωσιάσει βαθειά. Ζοῦσε συγχρόνως ἀνάμεσα στὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτό. Φάνταζε σὰν ὁ ἔσχατος βυζαντινὸς ἡγεμὼν κι ἦταν δυσπρόσιτος, ἄν καὶ τόσο ἁπλός. Ἦταν ἕνας Ρόμ ὁ Δεσπότης, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τσιγγάνου, ποὺ ζεῖ ὡς πάροικος στὴ χοϊκὴ γῆ, καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θρώσκει ἄνω.
Δὲν ἦταν μικρὸς ὁ Δεσπότης μου, δὲν ἦταν τιποτένιος. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω, πὼς ὅτε ἦν νεώτερος, καὶ ἐζώννυε ἑαυτὸν καὶ περιεπάτει ὅπου ἤθελε (πρβλ. Ἰωάν. 21, 18) περιεπάτει ἀγέρωχος, μεγαλειώδης στὸ ἦθος –δὲν (κατ)έκρινε ποτὲ κανέναν-, εὐγενὴς στοὺς τρόπους –δὲν ἐξεμαίνετο ποτέ-, ἱεροπρεπὴς στὸ ὕφος, λιτὸς στὸν βίο, ἀπερίεργος, ὀλιγόλογος καὶ ταπεινὸς στὸ φρόνημα.
Ἀριστοκράτης ἐκ φύσεως, περιεφρόνησε ἀνεπιτήδευτα τοὺς πολεμίους ποὺ κατὰ καιροὺς τοῦ κεντοῦσαν τὴν πτέρναν καὶ ἀπηξίωσε νὰ συντρίψει τὴν κεφαλὴν οἱουδήποτε. Δημοσιογραφικοὺς κώνωπες δὲν κατεδέχθη νὰ λακτίσει. Ἀρχόντευε εἰρηνεύων.
Τὴν κύρια μέριμνά του ἀπέσπασε ἡ Λειτουργία καὶ οἱ περὶ αὐτὴν ἐπιστῆμες τῆς Φιλολογίας καὶ τῆς Ὑμνογραφίας. ἡ Διοίκηση οὐδαμῶς. Ὑπῆρξε ἀπαράδεκτα ἐλαστικὸς μὲ τοὺς ἀπειθοῦντας, σκανδαλωδῶς ἐπιεικὴς μὲ τοὺς ἀνυπάκοους, καὶ ὑπερβολικὰ μακρόθυμος μὲ ὅλους. Δὲν ἀνεπαύετο ἐπὶ τοῦ Δεσποτικοῦ Θρόνου, διοικῶν καὶ ἐντελλόμενος, ἀλλὰ πρὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, θύων καὶ προσευχόμενος. Ἐκεῖθεν ἀντλοῦσε νάματα, τὰ ὁποῖα ἐνέδυε μὲ τὴν ὡς βροντὴ φωνή του –προῖκα τῶν ἐγκάτων- καὶ διέχεε διττῶς: μὲ ἑρμηνευτικοὺς τῶν Γραφῶν ἀπαράμιλλους λόγους -ἔχω πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν εἰκόνα δεκάδων μικρῶν κασσετοφώνων νὰ ἠχογραφοῦν τὶς ὁμιλίες του- καὶ μὲ πεποικιλμένους, ἀλλὰ μεγαλειωδῶς σεμνοπρεπεῖς, ὕμνους, τοὺς ὁποίους ἀνέμελπε παροιμιωδῶς.
Ὅσο ἦν νεώτερος, καὶ ἐζώννυε ἑαυτὸν καὶ περιεπάτει ὅπου ἤθελε, στὸ λεξιλόγιο καὶ τὴν πολιτεία του δὲν περιέλαβε τὴν προχειρότητα ἤ τὴν ἀνευθυνότητα, τὸ ψεῦδος ἤ τὴ διαπλοκή, τὴ βεβιασμένη ἀντίδραση, τὸν θυμό, ἤ τὸ ἐγωιστικὸ πεῖσμα, πολλῷ δὲ μᾶλλον τὴν καταλαλιά, τὴν κακία ἤ τὴν ἐκδίκηση. Δὲν συνεπάθησε τὴν ἀστειότητα ἤ τὴ φαιδρότητα, καὶ δὲν ἐνέδωσε στὴν κοσμικότητα ἤ τὴν κουφότητα. Δὲν ἐψεύσθη καὶ δὲν εἰρωνεύθη ποτέ! Τελικά, δὲν εἶχε ὧδε μένουσαν πόλιν. Ἦταν ἕνας πνευματικὸς Ρόμ, ὁ Πατρῶν Νικόδημος, κι ὅπως, πολὺ σωστά ἐπισημαίνεται στὸ παραδοσιακὸ τσιγγάνικο τραγούδι τοῦ documentaire, «Ρὸμ μέι κολάι του τε αβές».
Γιώργος Μαρόπουλος
ἐπεξεργασία σὲ πρωτόλειο τῆς 7ης Μαρτίου 1990
ἐπεξεργασία σὲ πρωτόλειο τῆς 7ης Μαρτίου 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου