«Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ’ εμένα».
(Γιάννης Ρίτσος, «Σάρκινος Λόγος»)
Αν η άσαρκη πραγματικότητα που αναλώνεται στα μετόχια της άρνησης της επέκτασης του εαυτού στον άλλον, κατάφερνε να εισχωρήσει στην αχώρητη αγάπη του Σαρκωμένου Λόγου, τότε κάθε ένας που είναι ξένος, διαφορετικός, αυτός ο άλλος της κοινωνικής πραγματικότητας, θα γινόταν ο ξένος μου.
Είναι γεγονός πως η άσαρκη παρουσία του Τριαδικού Θεού και η αχώρητη ύπαρξη Του στη ζωή της ιστορίας, στη ζωή της ανθρωπότητας, απομάκρυνε τον άνθρωπο από τον Ίδιο και παρουσίαζε στο θολό τοπίο της ανθρώπινης ζωής, έναν Θεό της ομίχλης θα λέγαμε. Έναν Θεό που παρά τη διαβεβαίωση του ότι υπάρχει, δεν εμφανίζεται μα περισσότερο με τραγικό πολλές φορές τρόπο, ξεγελά τον άνθρωπο με την ανύπαρκτη «ειρήνη» και «ευδοκία». Η φανέρωση δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη τη θέληση του άλλου ως απαραίτητη έκφραση, έκφραση πόθου, ελπίδας. Δεν αναγκάζει, μα ούτε εκβιάζει. Αντίθετα κινείται πέρα από τη λογική αναγκαιότητα και την ασυνείδητη κορύφωση της φανέρωσης.
Έτσι λοιπόν ο Τριαδικός Θεός ως άσαρκος και αχώρητος, καταλήγει να κινείται προς τον άνθρωπο. Κι αυτό είναι που διαφέρει την ορθοδοξία της ανατολής από τις θρησκείες του Freud, Frazer και των άλλων. Αυτό το γεγονός της φανέρωσης αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο την Αποκάλυψη ως εμπειρική μετοχή κι όχι ως εννοιοκρατική αντίληψη. Η συνειδητοποίηση και η ελάχιστη αντίληψη αυτού του κενωτικού γεγονότος, φανερώνεται στους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που με εξαίσιο τρόπο γράφει πως «ο άσαρκος σαρκούται, ο ων γίνεται, ο αόρατος οράται, ο αναφής ψηλαφήται, ο άχρονος άρχεται». Η άθλια φύση του ανθρώπου που αμαύρωσε την κατάσταση της κατ’ εικόνα υπάρξεως του και σύνδεσης με τον Θεό, αξιώνεται. Και αξιώνεται «ίν’ εγώ πλουτίσω την αυτού Θεότητα», «καθώς ο πλουτίζων πτωχεύει, πτωχεύει γαρ την εμήν σάρκαν», κατά τον ίδιο ιερό Πατέρα.
Είναι άπειρη η βίωση δύο συναισθημάτων χρήσιμων για την πορεία του λόγου. Η συνειδητοποίηση και η συγκίνηση. Από τη μία η συνειδητοποίηση αυτού του χωρίς προηγούμενο κατά τα ανθρώπινα «αδειάσματος» της «φύσεως» του Θεού και από την άλλη η συγκίνηση για την επαναφορά στην αρχική ομορφιά της δόξης. Κι εδώ να σημειωθεί πως ο Τριαδικός Θεός δεν ήταν εξαναγκασμένος, ούτε υποχρεωμένος να κινηθεί προς τον άνθρωπο από αγάπη. Όμως η φιλανθρωπία Του, ανέτρεψε ακόμη και την πιο αισιόδοξη ελπίδα. Ο Θεός βγαίνει από τη βεβαιότητα της υπάρξεως Του και ξενοδοχεί μία φύση που η σύνολη αντίληψη έθετε ως κάτι το αμαρτωλό και ανίερο. Βγαίνει από τον εαυτό του, παραμένοντας ταυτόχρονα ο εαυτός του. Και όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Χ. Σταμούλης «έγινε ο ίδιος ξένος και αλήτης, έτσι ώστε δια της ‘’συμπαθείας’’ και της οικειότητας να φανερώσει το μυστήριο της αγάπης που φτάνει μέχρι το Σταυρό».
Και η κένωση αυτή, αυτό το «γέμισμα» του Θεού που έγινε άδειασμα και το άδειασμα του ανθρώπου που έγινε γέμισμα, έγινε από έρωτα. Ένας έρωτας που φτάνει πράγματι μέχρι το Σταυρό, αφού «ο εμός έρως εσταύρωται» κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Για να δεχτείς τον άλλον που διαφέρει από εσένα, τον άλλον που σε χωρίζουν πολλά, τον άλλον που φοβάσαι και δεν θες ή διστάζεις να συναντήσεις, να δεχτείς, να αγαπήσεις και να ερωτευτείς, με έρωτα θα τον συναντήσεις. Και δεν είναι εύκολο να σαρκώσεις κάθε τι διαφορετικό στην αγάπη, καθώς ο εαυτός συνήθισε να αρκείται στην ησυχία και στην ασφάλεια που του προσδίδει η ζωή της αυτοεξορίας. Πώς λοιπόν να κοινωνήσει ο άνθρωπο με τον Θεό; Πώς να κοινωνήσει με τον συνάνθρωπο;
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, που εντούτοις δεν μετριέται, αξίζει να ρίξουμε μία ματιά στους υπέροχους και «ανατρεπτικούς» λόγους του Ιωάννη Χρυσοστόμου, που γράφει τα εξής: «Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη. Εννοώ τη δική μας φύση… κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός επιθύμησε πόρνη… Για να γίνει ο νυμφίος της. Τι κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους Του… αλλά καταφθάνει αυτός ο Ίδιος ερωτευμένος. Επιθύμησε πόρνη. Και τι κάνει; Επειδή δεν μπορούσε να ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε στα χαμηλά…. Για να μάθεις τον έρωτα του Νυμφίου».
Είναι αλήθεια πως στη σύγχρονη ζωή η τραγικότητα ως βασίλισσα κυριαρχεί στις εκφάνσεις της, την πολιορκεί, την μπερδεύει, την σφίγγει και την θανατώνει. Κανείς δεν δέχεται τον ξένο και κανείς δεν γίνεται ξένος. Σε πείσμα αυτής της πνευματικής αφαίμαξης και συρρίκνωσης της αγάπης, το τροπάριο του Μ. Σαββάτου πραγματοποιεί μία υπέρβαση. Δεν προσφέρει στον ξένο, αλλά προσφέρεται στον ξένο. Το «δος τω ξένω» μεταποιείται οντολογικά και υπάρχει ως ύπαρξη στο ξένο του άλλου, καθώς ψάλλουμε «δος μοι τούτον τον ξένον». Η δεκτικότητα του Θεού να «ντυθεί» όλον τον άνθρωπο «δίχα αμαρτίας» δείχνει την αγάπη του Θεού για την ανθρώπινη φύση που εξέπεσε, για τον άνθρωπο του πόνου και της δυστυχίας, καθώς και την τιμή κι ευλογία προς το φθαρτό. Και καλείται το υπούργημα αυτό να το συντελέσει μία άνθρωπος, η Θεοτόκος στην οποία δεν έχει τόση σημασία το γεγονός της παρθενίας της, αλλά εκείνο της θεομητρότητας της, κάτι που συντρίβει τη φύση του ευσεβισμού που προήλθε από το ζήτημα της καθαρότητας που υπερασπίστηκε ο Νεστόριος.
Ηρακλής Φίλιος |
Η Θεοτόκος λοιπόν ως «ξένη» δέχεται στη μήτρα της τον αχώρητο και γίνεται η ίδια η χώρα του αχωρήτου. Και γίνεται «ξένη» για την αγάπη Του. Και είναι άφραστη η σημασία αυτού του μυστηρίου καθώς συντελείτε από την Θεοτόκου «δι’ ης Τριάς αγιάζεται» όπως αναφέρει με «σκανδαλισμό» ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρεύς στους Χαιρετισμούς. Προσέξτε τι λέει ο άγιος Κύριλλος με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος που αγαπά τη σοφία της θεολογίας να μην είναι ερωτευμένος: «δι’ ης Τριάς αγιάζεται», δηλαδή η Θεοτόκος αγιάζει την Αγία Τριάδα.
Μία άνθρωπος λοιπόν, μία ξένη προς τη φύση του Τριαδικού Θεού, να εγκολπώνει στη μήτρα της τον Θεό. Να δέχεται ο Θεός τη φύση της και να δέχεται η Θεοτόκος στη μήτρα της τον αχώρητο. Να χωράει μέσα της, στο σώμα της εκείνον που δεν χωράει και δεν οράται. Σχετικοί αυτής της ευλογίας της ανθρώπινης φύσης και των μελών του σώματος, είναι οι λόγοι του Συμεών Νέου Θεολόγου που σημειώνει: «Όλος Θεός γαρ, ος συνενούται μεθ’ ημών, ω φρικτού μυστηρίου!... Ουκ αισχύνη συ περί των ασχημόνων, μάλλον δε εις ασχήμονα μέλη Χριστού κατάγειν; Εγώ δε πάλιν λέγω σοι∙ βλέπε Χριστόν εν μήτρα, και τα εν μήτρα νόησον και μήτραν υπεκδύντα, και πόθεν εξερχόμενος ο Θεός μου διήλθε!».
Ο Θεός αξιώνει την ανθρώπινη αμαρτωλή φύση που έχασε προσωρινά την ομορφιά της και την αναφορά της στο αρχέτυπο, σαρκούμενος ο Ίδιος την ολότητα της εκτός από την αμαρτία. Δέχεται τον άλλον, ξενοδοχεί κάτι ξένο προς την δική του φύση. Το ανακαινίζει και το αγιάζει. Ευλογεί το ανθρώπινο σώμα και κάθε μέλος του. Εισέρχεται σε κάτι που είναι ξένο προς Εκείνον. Δέχεται το ξένο. Γίνεται ο Ίδιος ξένος. Αφήνει αυτή την υπαρξιακή βεβαιότητα και τριαδολογικά μεταποιεί την κοινωνική συνοχή. Ακόμη και η αμαρτία του ανθρώπου δεν στάθηκε εμπόδιο στο να πραγματοποιήσει ο Θεός την υπόσχεση που έδωσε. Όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται, τόσο ο Θεός τον πλησιάζει, καθώς όπως λέει και ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του «Γυμνό Σώμα», «όσο απομακρύνεσαι σε πλησιάζω, όπου βρίσκεσαι υπάρχω, είμαι για σένα».
Στις μέρες μας που είναι πιο τραγικές (κι αυτό δεν είναι μέρος μιας θεολογίας της γκρίνιας) αλλά αλήθεια, ο άνθρωπος αρέσκεται να ζει και να φοβάται. Να φοβάται το χθες του, τις αποτυχίες του, τις απογοητεύσεις του, κι αυτές να ορίζουν και να κατευθύνουν τη ζωή του. Ένας φόβος που προέρχεται από τον άλλο. Από τον εαυτό του άλλου. Ως φόβος δικός του, κι όχι του άλλου. Η ζωή σου για να υπάρξει, πρέπει να στιγματιστεί η ζωή του άλλου. Αυτή η ζωή του κάθε ξένου προς εσένα, ζωή που σε τρομάζει, σε αναστατώνει και σε φοβίζει δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να ξενοδοχήσει και να γεννήσει στη μήτρα της σιωπής σου αυτό το διαφορετικό που δέχεται να γεννήσει μέσα σου και να γίνει ξένος σου. Έτσι να βγεις από τον φόβο σου και την ανασφάλεια σου, να τιθασεύσεις το χρόνο που θες να επιβεβαιώσει αυτό που φοβάσαι ή αυτό που θα σε εκπλήξει ευχάριστα. Η σάρκωση του άλλου προϋποθέτει τη συνάντηση μαζί του. Είναι μία πληγή στο τραύμα που έκλεισε. Πληγή που σου υπενθυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι. Με αμαρτία, λήθη, φθορά, θάνατο. Πληγές που μεταμορφώνουν σε αγάπη το αίμα και στη μήτρα μιας ξένης, γεννάνε το ξένο και περίεργο. Το αχώρητο και πληρωτικό. Το άγευστο και ανερμήνευτο. Το ερωτικό και ερεθιστικό.
Ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται. Δεν θέλει να δεχτεί το ξένο κι ανερμήνευτο του άλλου. Κάθε τι που ξενίζει τη δική του ζωή και την βγάζει από τη βεβαιότητα της ύπαρξης του. Αρκείται στη ζωή της εξορίας του στη ζωή που ζει στη ροή του χρόνου, που τον κάνει πιο μόνο από ποτέ. Τον φοβίζει. Τον φοβίζει να δει τον άλλον. Να συναντήσει τον άλλον. Να πιστέψει στον άλλον. Να πιστέψει στο άδειασμα του εαυτού του άλλου. Στην αγάπη του άλλου. Ίσως να αρνείται να δει αυτή την αλλαγή του άλλου. Το διαφορετικό και ανατρεπτικό που ομορφαίνει την παρουσία του στις ζωές των άλλων. Ίσως δεν αντέχει να δεχτεί τον άλλον όπως έγινε και όχι όπως ήταν.
Για να σαρκώσεις στη μήτρα της ζωής σου την αγάπη, θα θαυμάσεις την κένωση που έφερε τη γέννηση. Και μαζί με τη γέννηση κράτησε στην αγκαλιά της ως χάδι και φιλί την ανάσα που με πνεύμα Θεού αγίασε και αγιάζει κάθε φτωχή ύπαρξη που θέλει μόνο να ζει, να σαρκώνει, να αγαπά και να ερωτεύεται. Αν δεν συναντήσεις τον άλλον, πως θα γίνεις άλλος; Αν δεν δεχτείς τον ξένο, πως θα γίνεις ξένος;
Ηρακλής Φίλιος Πτυχιούχος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών
Διπλωματούχος Βυζαντινής Μουσικής
Φοιτητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου