Καὶ πάλι τοῦ Δεκαπενταύγουστου οἱ ἀθάνατες μνῆμες...
Στὸν Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, εὐχετήριο ὁλοκάρδιο
Συμμαζεύεις καὶ σήμερα τὶς μνῆμες τὶς ἱερὲς, τὶς ποτισμένες μὲ εὐωδιὲς ἀθάνατες καὶ περιμένεις τὴ Γιορτὴ νὰ σοῦ δροσίσει τὴν ψυχὴ μέσα σὲ τοῦτον τὸν γενικὸ καύσωνα ποὺ μᾶς κυκλώνει. Τοπίο τοῦ αἰωνίου πάντα τὸ μικρό τὸ χωριό, ποὺ ἦταν χωμένο ἀνάμεσα σὲ ἐλιές, ἀμυγδαλιὲς καὶ πεῦκα. Καὶ κάτω στὰ θεμέλιά του ἡ θάλασσα, μακρυνή, ὡστόσο οἰκεῖα πάντα τώρα τὸ θέρος. Μιὰ ἀπέραντη, γαλαζοπράσινη ἔκταση μὲ τὰ γκριζοχάλκινα νησάκια νὰ στέκουν μέσα της, ὑπομονετικά, γιὰ νὰ τὴ στολίζουν. Μαζὶ μὲ τ᾿ ἀτλάζια ἀπὸ τὶς ἡλιαχτίδες καὶ τὰ χαμηλά, σάν κεριὰ λιτανείας φῶτα ἀπὸ τὶς λάμπες τῶν γρί-γρί, τὰ θεϊκὰ τὰ ἀστροστόλιστα τὰ βράδυα.
Κι ἔρχονταν οἱ μέρες οἱ φωτεινὲς τοῦ Δεκαπενταύγουστου.
Φρουροῦσαν τὶς πύλες τῆς ψυχῆς τους οἱ ταπεινοὶ οἱ χωρικοί, νήστευαν καὶ παράλληλα κοίταζαν τὶς μέρες αὐτὲς νὰ συμμαζέψουν τὰ μαξούλια τους. Μὲ πολὺ κόπο, ἀστείρευτους ἰδρῶτες καὶ μὲ ὑπομονὴ πάντα...
Καφάσια καὶ κοφίνες γεμᾶτες ἀπὸ σταχτογάλαζο δαμάσκηνο, ποὺ ἁπλώνονταν μὲ προσοχὴ στὰ τελάρα ἤ στὰ πατημένα γερὰ σπάρτα. Κι ἔβλεπες δίπλα στοὺς φούρνους νὰ γαλανίζει ὁ τόπος λὲς καὶ φάνηκαν ξαφνικὰ μικρὲς λιμνοῦλες-ἔτσι φαίνονταν ἀπὸ μακρυὰ μέσα στὸ θερινὸ τὸ μεσημέρι. Κι εὐωδίαζε ὁ τόπος... Κι ἄκουγες τὶς φωνὲς ἀπὸ τὶς ἐργατίνες ποὺ δούλευαν στοὺς φούρνους... Κι ἄκουγες ὕστερα τὸ θόρυβο ποὺ κάνανε τὰ παστρεμένα ἀμύγδαλα-τὸ ἄλλο μαξούλι τῶν ἠμερῶν-πάνω στὰ χαγιάτια ἤ στὶς αὐλές τῶν σπιτιῶν, λὲς καὶ ἄδειαζαν μικρά-μικρὰ βότσαλα...
Στὶς λιάστρες στὰ χωράφια ἤ στὶς αὐλὲς ἄλλος καρπὸς περίμενε νὰ γίνει. Τὰ σῦκα. «Τὰ παστάλια», ποὺ τὰ μάζευαν καὶ τὰ λιάζανε γιὰ τὸ χειμώνα. Λιγωμένη ἡ εὐωδιά τους, ὅπως κι ἡ εὐωδιὰ τῆς φρεσκοκομμένης ντομάτας ἤ τοῦ βρασμένου κολοκυθιοῦ μὲ λίγα βλαστάρια ἀπὸ μάραθα γιὰ νὰ μοσκοβολήσει ὁ τόπος.
Ὡστόσο μὴ λησμονοῦμε καὶ τοὺς τραχανάδες ποὺ ἔκαναν ἀπὸ τὸ γάλα τῆς γίδας τους οἱ παλιοὶ Κληματιανοί. Μάλιστα, θυμᾶμαι τοὺς «χερόμυλους» ποὺ κόβανε τὸ «χόντρο», τὸ χοντροκομμένο σιτάρι μὲ πολλή προσοχή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ τῆς θειᾶς τῆς Ἀρχοντοῦς στὸ Ρέμα.
Τὸν τραχανά τὸν ἔβραζαν, τὸν ἄφηναν νὰ κρυώσει κι ὕστερα τὸν ἔκοβαν κομματάκια καὶ τὸν ἔλιαζαν. Μάλιστα, οἱ παλιότεροι τὸ κουτάλι ποὺ τὸν ἀνακάτευαν τὸ εἶχαν ἀχώρια τὶς μέρες τῆς νηστείας.
Τὰ ἀπόβραδα στὶς ροῦγες οἱ γυναῖκες παστρεύουν μέσα σὲ μεγάλους ταβάδες τὰ ἀμύγδαλα καὶ προσκυνᾶνε κάθε τόσο γιὰ τὴ Χάρη Της. Τὰ χέρια «γιώνουν», πρασινοκιτρινίζουν, τὰ δάχτυλα κολοῦν ἀπὸ τὴ «μελιτζάνα», ὅπως οἱ ταβάδες γεμίζουν κι ὕστερα ἀδειάζουν πάνω στὸ ἁπλωμένο σακὶ στὸ χαγιάτι... Μαξούλια εὐλογημένα, ποὺ σήμερα χάθηκαν. Ὅπως χάθηκε καὶ τὸ «γιαρτίμ», ἡ ἀλληλοβοήθεια δηλαδή: Σήμερα παστεύω τὰ δικά σου, αὔριο τὰ δικά μου κ.λ.π.
Κι οἱ μέρες περνοῦσαν, μέχρι νὰ ἔλθει τῆς Παναγιᾶς, νὰ σημάνουν στὸ ἀντικρυνὸ τὸ χωριὸ οἱ ἑόρτιες καμπάνες, νὰ παρατήσουν γιὰ λίγο τὰ ἔργα τῶν χειρῶν τους οἱ χωρικοί, νὰ βάλουν τὰ καλά τους κι ὕστερα νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὴ Χάρη Της, νὰ παρακαλέσουν, νὰ εὐχηθοῦν, νὰ μεταλάβουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ σπίτι μὲ τὰ χρόνια πολλά.
Τώρα πιὰ ἡ εὐωδιὰ τοῦ καλομαγειρεμένου φαγητοῦ συντονίζεται πλήρως μὲ τὴ Γιορτή. Τῆς Παναγιᾶς τὴ Γιορτὴ ποὺ ἐκεῖνοι ἤξεραν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ βιώνουν συνειδητὰ καὶ δίχως ἀγανάκτηση. Κι ἄς εἶχαν στὴ ράχη καὶ στὴν ψυχὴ τόση κούραση...
Δεκαπενταύγουστος 2015
π. Κων. Ν. Καλλιανός
1 σχόλιο:
χρονια πολλα φιλτατε ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ
Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΝΑ ΣΕ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΕΣΒΕΥΕΙ ΔΙΗΝΕΚΩΣ
Δημοσίευση σχολίου