ΕΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ Μ’ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗN AΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΗ «ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ»
Nα ορκιζόμαστε;
Τι επιτάσσει το Ευαγγέλιο, τι προτρέπουν οι Πατέρες
της Εκκλησίας, τι απεφάσισε το Σ.τ.Ε.
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
«Πρέπει να ορκιζόμαστε;». Το ερώτημα επανήλθε στην επικαιρότητα μ΄ αφορμή την απόφαση του νέου Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα να αναλάβει τα καθήκοντά του δίδοντας ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας πολιτικό «όρκο», πιο ορθά «διαβεβαίωση».
Για το θέμα του όρκου στο δημόσιο διάλογο αντιπαρατίθενται συνήθως δύο ιδεολογικοποιημένες στη βάση τους απόψεις: Η πρώτη εκπορεύεται από εκείνους που για λόγους παραδόσεως θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, να συνεχίσει, δηλαδή, να ισχύει το σημερινό καθεστώς της (θρησκευτικής) ορκοδοσίας. Κάτι τέτοιο θα επιθυμούσε η αξιωματική αντιπολίτευση (Ν.Δ.) όπως φάνηκε από τις δηλώσεις της εκπροσώπου της, κ. Μ. Σπυράκη, η οποία άσκησε κριτική στον νέο Πρωθυπουργό για την προαναφερθείσα επιλογή του. Την παράδοση αυτή ακολούθησε σε διαδοχικές κυβερνητικές θητείες του και το ΠΑΣΟΚ. Συνεχιστές αυτής της παραδόσεως είναι και οι αναλαβόντες υπουργικούς θώκους - στο πλαίσιο της κυβερνητικής συνεργασίας τους με τον ΣΥΡΙΖΑ - εκπρόσωποι των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων», οι οποίοι έδωσαν τον παραδοσιακό (θρησκευτικό) όρκο. Η άλλη, η δεύτερη άποψη, προέρχεται από εκείνους που αντιτίθενται στην (θρησκευτική) ορκοδοσία και επιδιώκουν τη κατάργησή της για λόγους ξεκάθαρα ιδεολογικοπολιτικούς, όπως π.χ. η νέα κυβερνητική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, άλλοι πολιτικοί φορείς από το χώρο της Αριστεράς (ΔΗΜ.ΑΡ., ΚΚΕ, κ.λ.π.) και διάφορες ενώσεις πολιτών, οι οποίοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ ενός κοσμικού – άθρησκου κράτους («etat laique»).
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
Μιας και μιλάμε, όμως, για όρκο που προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη και ειδικότερα για μας τους ορθοδόξους χριστιανούς τη πίστη στον Τριαδικό Θεό, αξίζει να δούμε και μια τρίτη άποψη και συγκεκριμένα τη θεολογική η οποία, δυστυχώς, στον δημόσιο διάλογο, αν δεν αποσιωπάται, τουλάχιστον, υποβαθμίζεται. Επειδή, ωστόσο, για εμάς τους χριστιανούς η θεολογική θα πρέπει να είναι η άποψη που θα σηματοδοτεί τη στάση και τη συμπεριφορά μας απέναντι στο θέμα, αξίζει να δούμε τι λέγουν σχετικώς η Αγία Γραφή και οι Πατέρες.
Ξεκινώντας από την Παλαιά Διαθήκη, διαβάζουμε στο Δεκάλογο: «Ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» («δεν θα προφέρεις καταχρηστικά το όνομα του Κυρίου, του Θεού σου», Εξ. 20,7. Δευτ. 5,11). Περνώντας στη Καινή Διαθήκη ακούμε το Χριστό να λέει: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως (…) έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ού ού, το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστί…» («εγώ, όμως, σας λέω να μην ορκίζεστε καθόλου (…) να λέτε μόνο ναι ή όχι, καθετί πέρα απ’ αυτά προέρχεται από τον πονηρό», Ματθ. 5, 33 – 37). Σαφέστατη είναι η προτροπή που μας απευθύνει και ο αδελφόθεος Ιάκωβος στην Επιστολή του (5, 12): «Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη ομνύετε μήτε τον ουρανόν, μήτε την γήν , μήτε άλλον τινά όρκον. Ητω δε υμών το ναί, ναί, και το ού, ού, ίνα μη υπό κρίσιν πέσητε» («Προ παντός, αδελφοί μου, να μην ορκίζεσθε ούτε στον ουρανό, ούτε στη γή, ούτε να κάνετε άλλον όρκο. Ας είναι το «ναί» σας πραγματικό ναί, και το «όχι» σας πραγματικό όχι, για να μη βρεθείτε κατηγορούμενοι στη τελική κρίση»).
Πάμε στους Πατέρες της Εκκλησίας: Ο Μεγ. Βασίλειος επισημαίνει ότι ο όρκος απαγορεύθηκε μια για πάντα (Κανών 29). Στο ερώτημα πως μπορεί κάποιος να πείθει τους άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος απαντά: με το λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί το λόγο του (Επη Ηθικά, PG 37, 940). O Aγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς απορρίπτει επίσης τελείως τη χρήση του όρκου. Σε όσους δεσμεύθηκαν με όρκο προτείνει να τηρήσουν πιστά τις υποσχέσεις τους, αν αυτές είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, αλλά και να ζητήσουν ταυτόχρονα το έλεος του Θεού, γιατί ακόμη και σε περίπτωση ευορκίας δεν παύουν να είναι παραβάτες της εντολής («Δεκάλογος κατά Χριστόν νομοθεσίας», P.G. 150, 1093 BC).
Η χρήση, λοιπόν, του όρκου στη καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού «μη ομόσαι όλως». Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση, που είναι, αν μη τι άλλο, θεολογικά παράδοξη, εμφανίσθηκε - όπως επισημαίνει ο κορυφαίος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού Γ. Μαντζαρίδης στο μνημειώδες έργο του «Χριστιανική Ηθική» (εκδ. Π. Πουρναρά, 1995, σελ. 417) - με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους και έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία της βαυαροκρατίας που κυριαρχούσε στα διοικητικά πράγματα της χώρας τη περίοδο εκείνη (1828 - 33, με βασιλιά της ορθόδοξης Ελλάδος τον ρωμαιοκαθολικό Οθωνα και αντιβασιλιά επί των εκκλησιαστικών τον προτεστάντη Μάουρερ).
Την ορκοδοσία την επέβαλε, όχι η Εκκλησία (πως θα μπορούσε άλλως τε;), αλλά το …ανορθόδοξο, επί Οθωνος, νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, θέλοντας να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων και εν γένει των διοικουμένων για τους δικούς του σκοπούς. Πέρασαν, όμως, από τότε 180 και πλέον χρόνια. Οι καιροί για αλλαγές προς ορθόδοξη κατεύθυνση, δηλαδή για την κατάργηση της ορκοδοσίας και την αντικατάστασή της με άλλες διαβεβαιώσεις (όπως αυτή που δίδουν οι νεοεκλεγόμενοι Μητροπολίτες ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας) ή εγγυήσεις της αξιοπιστίας του μάρτυρα, ωρίμασαν. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος λίγους μήνες μετά την εκλογή του σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στη κυριακάτικη «Καθημερινή» (28/12/2008) θα παραδεχθεί ότι «η χρήση του όρκου στη καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού “μη ομόσαι όλως”». Mε τις δηλώσεις του αυτές ο κ. Ιερώνυμος διέλυσε το νέφος αυτής της συγχύσεως και με λόγο πεντακάθαρο, κρυστάλλινο, προσέγγισε το θέμα θεολογικά, πνευματικά. «Η κατάργηση του όρκου» επεσήμανε «δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία, αντιθέτως», τόνισε «είναι συνέπεια της διδασκαλίας της».
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Σ.τ.Ε.
Σημειωθήτω ότι για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει και η σχετικά πρόσφατη υπ’ αριθμ. 2601/1998 (ορθοδοξότατη!) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) βάσει της οποίας έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί να ορκισθεί εκείνος που επικαλείται κώλυμα για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως. Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε απόφοιτος του τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος προσέφυγε κατά της πράξεως του προέδρου του τμήματος που επέβαλλε υποχρεωτικά θρησκευτικό όρκο (καθομολόγηση). Ο απόφοιτος αρνήθηκε να ορκισθεί διότι ο όρκος είναι απαράδεκτος για το ορθόδοξο δόγμα το οποίο πρεσβεύει – και το Σ.τ.Ε. δεχόμενο τη προσφυγή του, ακύρωσε τη πράξη του Προέδρου του τμήματος.
Στη βάση αυτών των δεδομένων θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς: δηλαδή οι πολιτικοί σχηματισμοί του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ ζητούν την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου αποδεχόμενοι το σχετικό (Ματθ. 5, 33) ευαγγελικό πρόσταγμα; Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι. Η προσπάθεια της καταργήσεως του θρησκευτικού όρκου, έτσι όπως επιδιώκεται σήμερα στη χώρα μας, δεν υποκρύπτει ενδιαφέρον για συνέπεια και ειλικρίνεια σε θρησκευτικές αρχές, αλλά έχει γίνει κι’ αυτή ένα αντιθρησκευτικό ιδεολόγημα. Aλλ΄ αυτό είναι άλλης συζητήσεως θέμα.
Εις ότι αφορά τη θρησκευτική / θεολογική διάσταση του ζητήματος η Εκκλησία μας, δια της Ιεράς Συνόδου, οφείλει να ξεκαθαρίσει το θέμα, λαμβάνοντας - επισήμως – θέση: συνάδει ή όχι ο όρκος με το Ευαγγέλιο, με την χριστιανική διδασκαλία; Η μέχρι τώρα «ουδέτερη» στάση επί του θέματος – δίκην Ποντίου Πιλάτου – της εκκλησιαστικής διοικήσεως, το μόνο που καταφέρνει είναι να επιτείνει τη σύγχυση. Πιστεύουμε ότι μια απλή δήλωση – διακήρυξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας ότι η θεολογία μας, ως ορθοδόξων χριστιανών, απαγορεύει τον όρκο, θα ήταν αρκετή για την κατάργηση της επιβολής του. Αλλά και θα έδινε τέλος σ’ ένα θέμα τόσο απλό, αλλά τόσο βασανισμένο…
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής (ΠΕ01) Β/θμιας Εκπ/σης και συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης στην οποία δημοσιεύεται το άρθρο (29.01.2015).
6 σχόλια:
Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει ότι ακριβώς πιστεύει και η Ορθόδοξη . Και ασφαλώς και ο Καθολικός Βασιλιάς Όθωνας , άρα μάλλον καθαρά Ελληνική ήταν η αρχική απόφαση περί όρκου . Δεν ξέρω εάν ορκίζονται με παπά οι Ευρωπαίοι Βασιλιάδες και Πρωθυπουργοί, θα ΄θελα να μάθω.
Γιάννης Ροσσολάτος.
Πολύ ορθά τα αναφερόμενα.
Πλην όμως, υπάρχει μια παράλειψη:
Η θέση του αγίου Νεκταρίου είναι διαφορετική:
Καταγράφει, ότι η απαγόρευση του όρκου αφορά στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Δεν αφορά στις σχέσεις ανθρώπων με τις αρχές και εξουσίες, όπου στις περιπτώσεις αυτές ο όρκος δεν απαγορεύεται.
ΙΚ
"Η θέση του αγίου Νεκταρίου είναι διαφορετική"
Γράφει ο καθηγητής του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Παναγιώτης Υφαντής στις σημειώσεις του μαθήματος του:
"Ο λαός του Θεού αναγνωρίζει ως έγκυρες και αυθεντικές ερμηνείες της πίστης μόνον όσες διδασκαλίες των Πατέρων έγιναν εν Αγίω Πνεύματι αποδεκτές από τη συνείδηση της Εκκλησίας και εξωτερικά κυρώθηκαν από Οικουμενική Σύνοδο. Οι προσωπικές τους απόψεις σε περιθωριακά ή θεολογούμενα θέματα δεν είναι δεσμευτικές για τους πιστούς. Οι απόψεις τους αυτές δεν θίγουν την δυνατότητα οικείωσης του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και τη μέθεξη των πιστών με τη σωζούαα χάρη. Για αυτό εξάλλου οι Πατέρες ποτέ δεν προσπάθησαν να επιβάλουν τις προσωπικές τους θεολογικές γνώμες στο πλήρωμα της Εκκλησίας ούτε επέμειναν σ' αυτές, όταν φάνηκε ότι δημιουργούσαν προβλήματα".
Δηλαδή το θέμα είναι οι Άγιοι να συμφωνούν μεταξύ του σε δογματικά θέματα. Από κει και ύστερα ούτε αυτοί είναι αλάνθαστοι, για αυτό και έχουν υπάρξουν διαφωνίες μεταξύ των Αγίων (στις Οικουμενικές πιανόντουσαν και στα χέρια). Πάντοτε όμως διαφωνούσαν σε θέματα όχι δογματικά. Για παράδειγμα κατά του όρκου είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο Άγιος Νεκτάριος έχει άλλη γνώμη. πάει να πει πως ένας από αυτούς είναι λιγότερο Άγιος? Η πλάκα είναι πως οι υποστηρικτές του όρκου επικαλούνται μέχρι στιγμής έναν Άγιο που ήταν υπέρ του όρκου, χωρίς να αναφέρουν αυτούς που ήταν κατά. Έτυχε να βρεθεί ένας Άγιος που είναι υπέρ του όρκου. Ναι αλλά "ουδείς αναμάρτητος", ακόμα και οι Άγιοι.
Ν.Γ.
Φοιτητής Τμήματός Θεολογίας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Κύριε Ροσσολάτο όντως, η Ρ/Κ Εκκλησία πιστεύει ότι κι η Ορθόδοξη γι΄ αυτό μετά την καθιέρωση της "διαβεβαιώσεως" για τους κληρικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον Κ.Χ. του 1852 ακολούθησε νόμος στις 31 Μαϊου 1860 βάσει του οποίου καθιερώνεται η "διαβεβαίωση" και για τους κληρικούς της "ρωμαϊκής Εκκλησίας", όπως γράφει ο Κ. Ράλλης στο μνημειώδες έργο του "Το Ποινικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας", Αθήναι, 1907 (επανέκδοση Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, 1985), σελ. 560.
"Σημειωθήτω ότι για το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει και η σχετικά πρόσφατη υπ’ αριθμ. 2601/1998 (ορθοδοξότατη!) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) βάσει της οποίας έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να αρνηθεί να ορκισθεί εκείνος που επικαλείται κώλυμα για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως. Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε απόφοιτος του τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ο οποίος προσέφυγε κατά της πράξεως του προέδρου του τμήματος που επέβαλλε υποχρεωτικά θρησκευτικό όρκο (καθομολόγηση). Ο απόφοιτος αρνήθηκε να ορκισθεί διότι ο όρκος είναι απαράδεκτος για το ορθόδοξο δόγμα το οποίο πρεσβεύει – και το Σ.τ.Ε. δεχόμενο τη προσφυγή του, ακύρωσε τη πράξη του Προέδρου του τμήματος."
Εγνώρισα συμπτωματικά τον προσφυγόντα και δικαιωθέντα συν-αδελφό στις εξετάσεις ΑΣΕΠ-2002 στο Μαρούσι και συζητήσαμε το ζήτημα και μάλιστα υπό το πρίσμα των ήδη επισυμβάντων εν Ελλάδι το έτος 2000 περί της "αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών"!
Πολύ σωστό και διαφωτιστικό το άρθρο του Χάρη. Αλήθειες που πρέπει να λέγονται.
Ιερεύς Καρδίτσης
Δημοσίευση σχολίου