Κλήμα Σκοπέλου, 1970 |
Ἐκεῖνος ὁ ἀρχαῖος Χορός….
(Μνῆμες καὶ πάλι)
Στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος κ. Ἀθανάσιο, ταπεινὸ Πασχάλιο εὐχετήριο
Τὶς εἶδα πάλι κι ἐφέτος τὶς Γερόντισσες τῆς ἐνορίας, ὅσες δηλαδὴ ἀπόμειναν νὰ ἔρχονται, σὲ ὥρα μεσημεριανή, γιὰ νὰ συντροφέψουν τὸν Ἐπιτάφιο, σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή.
Κάθισαν σοβαρὲς καὶ σιωπηλὲς στὰ στασίδια τους, ἀφοῦ ἄναψαν τὶς λαμπάδες γιὰ τὰ «πεθαμένα», τὰ προσφιλῆ τους, δηλαδή, τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ βρίσκονται στὴν ἀντίπερα τὴν ὄχθη. Κάθισαν, «μελετώντας»,δηλαδή μνημονεύοντας, τὰ πρόσωπα τῶν γονιῶν τους, τῶν ἀδελφῶν, τῶν γειτόνων, ἴσως καὶ κάποιων παιδιῶν τους, ποὺ ἔχουν φύγει γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, ἀφήνοντας νὰ ξεφύγει μές᾿ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους, ἡ εὐχὴ, «Θεὸς σχωρέστους».
Κάποτε βγαίνουν ἀπό τὴ σιωπή τους, προσκυνοῦν, εὔχονται κι ὕστερα ἀρχίζουν νὰ συζητᾶνε χαληλόφωνα, ἔχοντας πάντα τὸ ἴδιο θέμα: τὸν Ἐπιτάφιο καὶ τὸ στολισμό του. Ἴσως γιατὶ σὲ ἄλλα χρόνια, χρόνια τῆς νεότητάς τους συμμετεῖχαν κι αὐτὲς στὸ στολισμὸ τοῦ Κουβουκλίου, κι ἀναθυμοῦνται καὶ συγκρίνουν, καὶ συγκινοῦνται, ἀφοῦ στὴ μνήμη ἔρχονται πολλὰ καὶ ποικίλα…
Ὁ ναὸς εἶναι φωτισμένος ἀπὸ τὰ πολλὰ κεριὰ κι ἀπό τὸ καθαρὸ τὸ ἀνοιξιάτικο τὸ φῶς, ποὺ καταυγάζει τὰ πάντα καὶ τονίζει τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι στολισμένο τὸ Κουβούκλιο.
Ὅμως ὁ νοῦς αὐτὲς τὶς ὄντως ἱερὲς καὶ πολύτιμες στιγμές, τὶς ἀπομεσήμερες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, γυρίζει χρόνια πίσω. Πόσα, ἄραγε; Πασχίζεις νὰ τὰ μετρήσεις καὶ βλέπεις ὅτι περνᾶνε τὸ μισὸ αἰῶνα. Γυρίζει, λοιπὸν, ὁ νοῦς καὶ εἰσοδεύει σὲ μιὰ κλειστὴ ἐκκλησιὰ, ἐνορία κάποτε καὶ χω-νευτήρι τῶν παιδικῶν σου ἀναμνήσεων. Εἰσοδεύει καὶ πασχίζει νὰ ξαναδεῖ, μέσ᾿ ἀπό τὶς στοιβάδες τοῦ Χρόνου ποὺ πέρασε, τέτοια ὥρα πάντοτε, γύρω ἀπ᾿ τὸ ἀχνοφωτισμένο Κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου, μὲ τὰ γνήσια ἄνθη καὶ τὰ λιτὰ στολίδια καλλωπισμένο, μαζεμένες ἀρχαῖες Μορφὲς τῶν Γεροντισσῶν τοῦ χωριοῦ νὰ μοιρολογοῦν τὸ Χριστό… Κι ἦταν τὸ μοιρολόϊ ἐκεῖνο, ἕνα μακρόσυρτο, παραπονεμένο ἄσμα, βγαλμένο ἀπό τὸ ὀρυχεῖο τῆς ψυχῆς τους, ἀτόφιο καὶ γνήσιο. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε κάτι τὸ προσποιητό, τὸ ξένο, τὸ δανεισμένο ἤ τὸ πρόχειρο. Ὅλα γίνονταν μὲ μιὰν ἱεροπρέπεια καὶ συνειδητὴ φιλοτιμία, λές καὶ μοιρολογούσανε κάποιο δικὸ τους πρόσωπο ποὺ εἶχε γιὰ πάντα κλείσει τὰ μάτια του. Ἔτσι τὸν αἰσθάνονταν τὸ Χριστὸ, δικὸ τους, οἰκεῖο, γιὸ, πατέρα, συγγενῆ, καρδιακὸ φίλο…..
Ἀλήθεια, ἀναρωτιέσαι σήμερα, ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια, πότε εἰπώθηκε γιὰ στερνὴ φορὰ ἐκεῖνο τὸ μοιρολόι κι ὕστερα σφάλισαν γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ τὰ στόματα, καὶ οἱ καρδιὲς; Τὸ πῆραν σιμά τους οἱ Γερόντισσες ἐκεῖνες, ὅπως πῆραν μαζὶ μ᾿ αὐτὸ καὶ μιὰ φωτεινὴ παράδοση φορτωμένη δάκρυα, πόνο, ἀνθρωπιά, συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ ἀτόφια Πίστη;
Ἀπομεσήμερο Μ. Παρασκευῆς 2006
π. Κων. Ν. Καλλιανὸς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου