Κάθε τέτοια μέρα, μέρα γιορτῆς τῆς Παναγιᾶς, προσπαθῶ μαζί μέ τήν ἄμετρο εὐφροσύνη καί τήν κατάνυξη πού ἡ Χάρη Της δαψιλῶς μᾶς προσφέρει, νά ξαναφέρω στή μνήμη μου κάποιες ἀνεξίτηλες εἰκόνες πού ἔχουν ταυτιστεῖ μέ τή Γιορτή καί οἱ ὁποῖες ἀναντίρρητα μοῦ ἑρμηνεύουν, παράλληλα μέ τήν ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία καί τήν ἁγιοπατερική διδαχή, τό τί σημαίνει γιά μένα τό "Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ" ἤ, ὁ ἱερός Δεκαπενταύγουστος. Γιατί ὅλοι μας ἔχουμε ταυτίσει κάποιες σημαντικές στιγμές τῆς ζωῆς μας μέ ἱερά γεγονότα-ἑορτές, πού ἀποπνέουν τρυφερότητα, γαλήνη καί ἀνάσα ζωῆς.
Γι᾿ αὐτό, τά ὅσα θά καταθέσω στή συνέχεια εἶναι βιώματα εὔλαβῆ, ἀπό "ἕναν παιδικό καιρό πού ξανάνθισε", ὅπως λέει κι ὁ ποιητής. Βιώματα φορτισμένα συναισθηματικά, ἀλλά καί πάντα θαλερά, πού ἐπιμένουν εὐτυχῶς νά συγκινοῦν καί νά κατανύσσουν ἀκόμα καί σ᾿ αὐτούς τούς ἄγριους καιρούς πού τούς ταξιδεύουμε. Νά κατανύσσουν ραντίζοντας μέ τήν εὐλογημένη τους δρόσο τή φρυγμένη ψυχή, στούς αὐχμηρούς καί αἰχμηρούς χρόνους πού ζοῦμε...
Δεκαπενταύγουστο λοιπόν εἶναι τό πότισμα τοῦ μικροῦ τοῦ κήπου κάτω στό ρέμα, πολύ πρωΐ, μέ τό χνῶτο τῆς νύχτας, ἀκόμα νά κλωθογυρίζει γύρω σου. Καί καθώς παίρνεις νερό ἀπό τήν ἀρχαία τή στέρνα μέ τόν κουβᾶ καί τό ρίχνεις στ᾿ αὐλάκια, αἰσθάνεσαι, ζεῖς, ἀναπνέεις, τή μοσχοβολιά τοῦ νοτισμένου χώματος τήν αὐγινή ἐτούτη ὥρα. Εἶναι μιά μοσχοβολιά περίεργη καί συνάμα λυτρωτική, γιατί σέ δένει μέ τό στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τό νερό, καί τῆς οὐσίας σου, πού εἶναι τό χῶμα. Καί τότε εἶναι πού θυμᾶσαι τό θεόγραφο τροπάριο τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης ἀπό τό Μεγάλο Κανόνα, πού περισσεύει μέσα του ὅλη ἡ ἱερά στοχαστική καί θεολογική συγκίνηση, καθώς παραλληλίζεις πολλά καί διάφορα τούτη τήν ὥρα:
"Τόν πηλόν ὁ Κεραμεύς, ζωοπλαστήσας ἐνεθηκάς μοι, σάρκα καί ὀστᾶ καί πνοήν καί ζωήν.." (Ὠδή Α΄ τρ. 10). Κι ὕστερα ἀναρωτιέσαι: Αὐτή ἡ μοσχοβολιά τοῦ χώματος, πῶς γίνεται δυσωδία στό σαρκίο μας, ὅταν φύγει ἡ πνοή καί ἡ ζωή;
Τό νερό ἀναζωογονεῖ τά φυτά, ἐνῶ ἀρχίζουν οἱ πρῶτες τοῦ ἥλιου ἀκτῖνες νά θωπεύουν τά γύρω βουνά, τά χωράφια, τά καλύβια, τά σπίτια τοῦ χωριοῦ ἀνασύροντας ἀπό πάνω τους τό πέπλο τῆς νύστας καί τοῦ ὕπνου.
Φεύγοντας, κομίζεις τήν εὐλογημένη συγκομιδή ἀπό φρέσκες ὀπῶρες πού κρατοῦν ἀκόμα πάνω τους τούς σταλαγμούς τῆς πρωϊνῆς δροσιᾶς-τά δάκρυα θαρρεῖς τῆς νύχτας, δάκρυα εὐχαριστίας καί δοξολογίας γιά τήν προσφορά Του, γιά τήν προσφορά Της... Τό πόσο πολύτιμη ἦταν, τώρα, ἐκείνη ἡ ἐμπειρία, μετά ἀπό τριάντα τόσα χρόνια τήν καταλαβαίνω· καί χαίρομαι πού ἀξιώθηκα ν᾿ ἀποθηκεύσω στό ἐρμάριο τῆς ψυχῆς μου τέτοιες στιγμές.
Καθώς ἀνεβαίνεις τό καλτερίμι ἀκοῦς τίς πρῶτες τίς καμπάνες νά σημαίνουν χαρμόσυνα. Βιάζεσαι τότε, νά προφτάσεις τό «Πεποικιλμένη», ὅπως βιαζόταν πρίν ἀπό σένα ὁ γείτονάς σου, ὁ Γέροντας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Δεκαπενταύγουστο εἶναι ἡ ἑτοιμασία τῶν φιλεόρτων χωρικῶν πού νοιάζονται νά πᾶνε ἔγκαιρα στό πανηγύρι, στό διπλανό τό χωριό. Τά ζῶα περιμένουν μέ τά στρωμμένα πολύχρωμα κιλίμια στά σαμάρια τους τίς γυναῖκες, πού φοροῦν σήμερα τίς καλές τους τίς "τσακστές"1, τά σιδερωμένα μαντήλια, τἰς πολύχρωμες κορδέλες καί τά πασούμια τά κεντητά.
Μιά πομπή πού ξεκινᾶ μέ τό χάραμα, ἐνῶ οἱ πανηγυρικές καμπάνες άσίγαστα μπερδεύονται μέ τό ἁπαλό τό χάδεμα τοῦ μελτεμιοῦ, πού ἀναδεύει τίς ἐλιές, τίς ἀμυγδαλιές, τά πεῦκα καί κομίζει ζείδωρη ἀρμύρα, τήν ὀποία καί δένει θαυμάσια μέ τή μοσχοβολιά τῆς ρετσίνας, τοῦ βασιλικοῦ τοῦ γαρύφαλου καί τοῦ ξεροῦ τοῦ χόρτου.
Δεκαπενταύγουστο ἀκόμα εἶναι ἡ φρεσκοπλυμένη αὐλή σ᾿ ὥρα πρωινή, ἀπολείτουργα, μέ τό λιτό μελτέμι νά κινεῖ τά φύλλα τῆς κληματαριᾶς καί νά δροσίζει τούς ἑορταστές. Παρατηρᾶς, ἀνάμεσ᾿ ἀπό τά βασιλικά τίς γαρυφαλιές καί τίς ντάλιες, ἀπέναντι τή θάλασσα πού ξεσηκώνει μικρά λευκά παιχνιδιάρικα κύματα... Τό κέρασμα γιά τή γιορτή εἶναι πάντα γλυκό βύσινο, ρακί καί δροσερό νερό, πού μοσχομυρίζει ἀπό τό χῶμα τῆς φρεσκογεμισμένης στάμνας.
Καθώς ἀνεβαίνεις τό καλτερίμι ἀκοῦς τίς πρῶτες τίς καμπάνες νά σημαίνουν χαρμόσυνα. Βιάζεσαι τότε, νά προφτάσεις τό «Πεποικιλμένη», ὅπως βιαζόταν πρίν ἀπό σένα ὁ γείτονάς σου, ὁ Γέροντας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Δεκαπενταύγουστο εἶναι ἡ ἑτοιμασία τῶν φιλεόρτων χωρικῶν πού νοιάζονται νά πᾶνε ἔγκαιρα στό πανηγύρι, στό διπλανό τό χωριό. Τά ζῶα περιμένουν μέ τά στρωμμένα πολύχρωμα κιλίμια στά σαμάρια τους τίς γυναῖκες, πού φοροῦν σήμερα τίς καλές τους τίς "τσακστές"1, τά σιδερωμένα μαντήλια, τἰς πολύχρωμες κορδέλες καί τά πασούμια τά κεντητά.
Μιά πομπή πού ξεκινᾶ μέ τό χάραμα, ἐνῶ οἱ πανηγυρικές καμπάνες άσίγαστα μπερδεύονται μέ τό ἁπαλό τό χάδεμα τοῦ μελτεμιοῦ, πού ἀναδεύει τίς ἐλιές, τίς ἀμυγδαλιές, τά πεῦκα καί κομίζει ζείδωρη ἀρμύρα, τήν ὀποία καί δένει θαυμάσια μέ τή μοσχοβολιά τῆς ρετσίνας, τοῦ βασιλικοῦ τοῦ γαρύφαλου καί τοῦ ξεροῦ τοῦ χόρτου.
Δεκαπενταύγουστο ἀκόμα εἶναι ἡ φρεσκοπλυμένη αὐλή σ᾿ ὥρα πρωινή, ἀπολείτουργα, μέ τό λιτό μελτέμι νά κινεῖ τά φύλλα τῆς κληματαριᾶς καί νά δροσίζει τούς ἑορταστές. Παρατηρᾶς, ἀνάμεσ᾿ ἀπό τά βασιλικά τίς γαρυφαλιές καί τίς ντάλιες, ἀπέναντι τή θάλασσα πού ξεσηκώνει μικρά λευκά παιχνιδιάρικα κύματα... Τό κέρασμα γιά τή γιορτή εἶναι πάντα γλυκό βύσινο, ρακί καί δροσερό νερό, πού μοσχομυρίζει ἀπό τό χῶμα τῆς φρεσκογεμισμένης στάμνας.
Τέλος, Δεκαπενταύγουστο εἶναι τό βραδυνό τό πανηγύρι μέ τά παλιά τά παραδοσιακά τά ὄργανα πού προσφέρουν τήν ἀναψυχή στό νηστεμένο καί φιλέορτο χωρικό, καθώς θά βγάλει τόν κάβο2, θά χορέψει θά εὐφρανθεῖ γιατί τό καλεῖ ἡ ἡμέρα. Καί θά πεῖ, καί τοῦ χρόνου Παναγιά μου...
Κων. Ν. Καλλιανός, πρωτοπρεσβύτερος
Σκόπελος
Κων. Ν. Καλλιανός, πρωτοπρεσβύτερος
Σκόπελος
1. Τύπος παλιᾶς νησιώτικης γυναικείας στολῆς πού ἐξέλιπε....
2. Ὁ πρῶτος χορευτής πού σέρνει τό χορό, στό συρτό
Φωτογραφίες από την Σκόπελο του π. Κων. Ν. Καλλιανού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου