Οταν σημαίνει ἡ καμπάνα γιὰ τὴν Παράκληση, τὸ δροσερὸ τ᾿ ἀπόβραδο σιμώνει καὶ μὲ τὶς δικές του ζωγραφιὲς καὶ εὐπρεπίζει, στολίζει τὸ ναό, ὅπως τὰ λιγοστὰ κλωνάρια ἀπό βασιλικὸ καὶ γιασεμὶ στολίζουν τὴν Εἰκόνα Της.
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν περαστικῶν ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπό τὴ θάλασσα. Βιάζονται νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ βραδυνή τους ἔξοδο. Κάποιοι σταυροκοπιοῦνται, ἄλλοι εἰσοδεύουν στὸ ναὸ νὰ προσκυνήσουν, ἐλάχιστοι ὅμως, ἐν σχέσει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Αὐγούστου. Τοὺς κοιτάζεις μὲ μιὰ συμπόνια, γιατὶ τὸ ξέρεις ὅτι τοὺς περισσότερους ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ τοὺς ξανανταμώσεις.
Τὰ πρόσωπα κάθε ἀπόβραδο περίπου τὰ ἴδια στὴν Παράκληση. Ἔρχονται δὲ μόλις σημάνει ἡ καμπάνα, αὐτὴ ἡ μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συντροφεύει τοὺς πιστοὺς στὴν κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τους. Ἔρχονται λοιπὸν οἱ πιστοὶ, αὐτὴ ἡ παρηγόρια τοῦ παπᾶ, ποὺ τοὺς περιμένει, γιὰ νὰ βάλει «Εὐλογητὸς». Γιατὶ τοὺς βλέπει ὡς τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας- ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ ἐνορία- ποὺ συνάζονται, ὅπως τὴν ἄχραντη ἐκείνη ὥρα τοῦ δείπνου. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἕνα ἰδιότυπο δεῖπνο κι αὐτὴ ἡ σύναξη, μὲ οἰκοδέσποινα Ἐκείνη καὶ συνδαιτυμόνες ὅλους ἐμᾶς; Ὅσους δηλαδὴ προτιμήσαμε νὰ δώσουμε προτεραιότητα στὴ Χάρη Της κι ὄχι στὰ βιαστικὰ κελεύσματα τοῦ κόσμου, ποὺ ἀκινητοποιεῖ τὶς συνειδήσεις μας καὶ τὶς νεκρώνει; Μόνο ποὺ χρόνο τὸ χρόνο λιγοστεύουμε, ὅπως λιγοστεύει ἡ ζωή καὶ οἱ δυνάμεις μας.
Ἀπὸ τὰ γιασεμιὰ καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνεβαίνει ἄρωμα, ποὺ μπερδεύεται μὲ τὴν εὐωδία τοῦ ἁγιορείτικου θυμιάματος καὶ πλημμυρίζει τὸ ναὸ μὲ ἕνα μύρο ποὺ κατανύσσει, εἰρηνεύει τὴν ψυχὴ, καθὼς μὲ ἀπίστευτη δροσιὰ τὴ θωπεύουν καὶ τὰ λιτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα. «Τὸν ποταμὸν τὸν γλυκερὸν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα τὴν παναθλίαν καὶ ταπεινὴν, Πάναγνε, ψυχήν μου....» Ρήματα ἀληθινὰ καὶ ἀνθρώπινα. Ὅπως τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔχουμε καὶ τὰ καταθέτουμε, μαζὶ μὲ τὰ ὅποια παράπονά μας, στὰ Ἄχραντα τὰ Χέρια Της, πρόσφορο καὶ νᾶμμα λὲς γιὰ τὴ λειτουργία. Μαζεύουμε, λοιπόν, τὶς ἀποτυχίες καὶ τὴν περιθωριοποίησή μας, αὐτὰ τὰ καθημερινὰ ἔπαθλα ποὺ μᾶς φιλεύει ὁ κόσμος, καὶ Τῆς τὰ προσφέρουμε, γιὰ να μεταποιηθοῦν σὲ «χαρὰν καὶ εὐφροσύνην». Γιατὶ μέρα τὴ μέρα συνειδητοποιοῦμε, ὅτι γιὰ τὸν Κόσμο εἴμαστε κάτι τὸ περιττὸ καὶ ἄχρηστο, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ βήματά του καὶ, τὸ κυριώτερο, δὲν ἀφήνουμε τὴν ψυχὴ μας στὰ χέρια του. Καὶ κόσμος, μὲ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα κι ὁ δικὸς μας κόσμος, τῶν «πιστῶν» δηλαδή, ἀλλὰ καὶ κείνων ποὺ εἶναι σιμὰ μας καὶ ἐπιμένουν νὰ λέγονται «συνεργάτες», «φίλοι» καὶ κάποτε «ἀδελφοί». Ὅμως ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος συμπληρώνει αὐτὰ τὰ κενὰ μὲ τὴ θεραπευτικὴ Της ἐπέμβαση. Ἐπέμβαση, ποὺ ὑπάρχει πάντα, ἀλλὰ περισσότερο τότε ποὺ χρειάζεται, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἔμπιστό μας αἴτημα: εἰλικρινὲς αἴτημα καὶ ἀφτιασίδωτο ἀπό εὐγένειες καὶ συμπεριφορὲς τοῦ κόσμου τούτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ψηλαφοῦμε κάθε ἀπόβραδο τὶς μέρες αὐτὲς τὴν ψυχή μας καὶ Τῆς παραδίνουμε τὶς πληγές ποὺ φέρει μὲ τὸν ἰκέσιο λόγο: «ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον». Γιατὶ αὐτὸ ποὺ, ἰδιαίτερα τὶς ὧρες ἐτοῦτες, συνειδητοποιοῦμε εἶναι τὰ νοσήματά μας, γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι. Κι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἐπειδὴ δὲν μπορέσαμε νὰ συλλαβίσουμε πραγματικὰ καὶ τίμια ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε Ἐκείνη, ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε ὁ Ἀρχάγγελος τὴν ἠμέρα τὴ σημαδιακὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»(Λκ.1, 38 ) Ἄν, λοιπόν, τὸν βιώναμε αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁριοθετούσαμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ Μάνα μας Αὐτὴ, τότε θὰ εἴμασταν πιὸ ἐλεύθεροι, πιὸ σεμνοὶ καὶ περισσότερο τίμιοι. Ἀλήθεια, τὶ λέμε γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ;
Δεκαπενταύγουστο, λοιπὸν, μὲ τὶς ἀντοχές μας νὰ ραντίζονται μὲ τὴ δροσιὰ τῆς Χάρης Της καὶ φέτος…
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονται οἱ φωνὲς τῶν περαστικῶν ποὺ ἐπιστρέφουν ἀπό τὴ θάλασσα. Βιάζονται νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ βραδυνή τους ἔξοδο. Κάποιοι σταυροκοπιοῦνται, ἄλλοι εἰσοδεύουν στὸ ναὸ νὰ προσκυνήσουν, ἐλάχιστοι ὅμως, ἐν σχέσει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Αὐγούστου. Τοὺς κοιτάζεις μὲ μιὰ συμπόνια, γιατὶ τὸ ξέρεις ὅτι τοὺς περισσότερους ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν θὰ τοὺς ξανανταμώσεις.
Τὰ πρόσωπα κάθε ἀπόβραδο περίπου τὰ ἴδια στὴν Παράκληση. Ἔρχονται δὲ μόλις σημάνει ἡ καμπάνα, αὐτὴ ἡ μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συντροφεύει τοὺς πιστοὺς στὴν κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς τους. Ἔρχονται λοιπὸν οἱ πιστοὶ, αὐτὴ ἡ παρηγόρια τοῦ παπᾶ, ποὺ τοὺς περιμένει, γιὰ νὰ βάλει «Εὐλογητὸς». Γιατὶ τοὺς βλέπει ὡς τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας- ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ ἐνορία- ποὺ συνάζονται, ὅπως τὴν ἄχραντη ἐκείνη ὥρα τοῦ δείπνου. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἕνα ἰδιότυπο δεῖπνο κι αὐτὴ ἡ σύναξη, μὲ οἰκοδέσποινα Ἐκείνη καὶ συνδαιτυμόνες ὅλους ἐμᾶς; Ὅσους δηλαδὴ προτιμήσαμε νὰ δώσουμε προτεραιότητα στὴ Χάρη Της κι ὄχι στὰ βιαστικὰ κελεύσματα τοῦ κόσμου, ποὺ ἀκινητοποιεῖ τὶς συνειδήσεις μας καὶ τὶς νεκρώνει; Μόνο ποὺ χρόνο τὸ χρόνο λιγοστεύουμε, ὅπως λιγοστεύει ἡ ζωή καὶ οἱ δυνάμεις μας.
Ἀπὸ τὰ γιασεμιὰ καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνεβαίνει ἄρωμα, ποὺ μπερδεύεται μὲ τὴν εὐωδία τοῦ ἁγιορείτικου θυμιάματος καὶ πλημμυρίζει τὸ ναὸ μὲ ἕνα μύρο ποὺ κατανύσσει, εἰρηνεύει τὴν ψυχὴ, καθὼς μὲ ἀπίστευτη δροσιὰ τὴ θωπεύουν καὶ τὰ λιτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὰ τροπάρια τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα. «Τὸν ποταμὸν τὸν γλυκερὸν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα τὴν παναθλίαν καὶ ταπεινὴν, Πάναγνε, ψυχήν μου....» Ρήματα ἀληθινὰ καὶ ἀνθρώπινα. Ὅπως τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἔχουμε καὶ τὰ καταθέτουμε, μαζὶ μὲ τὰ ὅποια παράπονά μας, στὰ Ἄχραντα τὰ Χέρια Της, πρόσφορο καὶ νᾶμμα λὲς γιὰ τὴ λειτουργία. Μαζεύουμε, λοιπόν, τὶς ἀποτυχίες καὶ τὴν περιθωριοποίησή μας, αὐτὰ τὰ καθημερινὰ ἔπαθλα ποὺ μᾶς φιλεύει ὁ κόσμος, καὶ Τῆς τὰ προσφέρουμε, γιὰ να μεταποιηθοῦν σὲ «χαρὰν καὶ εὐφροσύνην». Γιατὶ μέρα τὴ μέρα συνειδητοποιοῦμε, ὅτι γιὰ τὸν Κόσμο εἴμαστε κάτι τὸ περιττὸ καὶ ἄχρηστο, ἀφοῦ δὲν ἀκολουθοῦμε τὰ βήματά του καὶ, τὸ κυριώτερο, δὲν ἀφήνουμε τὴν ψυχὴ μας στὰ χέρια του. Καὶ κόσμος, μὲ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα κι ὁ δικὸς μας κόσμος, τῶν «πιστῶν» δηλαδή, ἀλλὰ καὶ κείνων ποὺ εἶναι σιμὰ μας καὶ ἐπιμένουν νὰ λέγονται «συνεργάτες», «φίλοι» καὶ κάποτε «ἀδελφοί». Ὅμως ὁ δικός μας Δεκαπενταύγουστος συμπληρώνει αὐτὰ τὰ κενὰ μὲ τὴ θεραπευτικὴ Της ἐπέμβαση. Ἐπέμβαση, ποὺ ὑπάρχει πάντα, ἀλλὰ περισσότερο τότε ποὺ χρειάζεται, ὕστερ᾿ ἀπὸ ἔμπιστό μας αἴτημα: εἰλικρινὲς αἴτημα καὶ ἀφτιασίδωτο ἀπό εὐγένειες καὶ συμπεριφορὲς τοῦ κόσμου τούτου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ψηλαφοῦμε κάθε ἀπόβραδο τὶς μέρες αὐτὲς τὴν ψυχή μας καὶ Τῆς παραδίνουμε τὶς πληγές ποὺ φέρει μὲ τὸν ἰκέσιο λόγο: «ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον». Γιατὶ αὐτὸ ποὺ, ἰδιαίτερα τὶς ὧρες ἐτοῦτες, συνειδητοποιοῦμε εἶναι τὰ νοσήματά μας, γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι. Κι εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ἐπειδὴ δὲν μπορέσαμε νὰ συλλαβίσουμε πραγματικὰ καὶ τίμια ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ εἶπε Ἐκείνη, ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε ὁ Ἀρχάγγελος τὴν ἠμέρα τὴ σημαδιακὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου»(Λκ.1, 38 ) Ἄν, λοιπόν, τὸν βιώναμε αὐτὸ τὸ λόγο καὶ ὁριοθετούσαμε τὴ ζωή μας μὲ τὸν κανόνα τῆς ὑπακοῆς ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ Μάνα μας Αὐτὴ, τότε θὰ εἴμασταν πιὸ ἐλεύθεροι, πιὸ σεμνοὶ καὶ περισσότερο τίμιοι. Ἀλήθεια, τὶ λέμε γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ;
Δεκαπενταύγουστο, λοιπὸν, μὲ τὶς ἀντοχές μας νὰ ραντίζονται μὲ τὴ δροσιὰ τῆς Χάρης Της καὶ φέτος…
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου