Με χαρά είδα, αγαπητοί συνοδίτες, στον Έστω - Τόπο για την Ποίηση Ποιείν, ολόφρεσκα ποιήματα του συνιστολόγου π. Λίβυου.
Επειδή αυτά τα ποιήματα, ως εξ ιερέως προερχόμενα, άπτονται του προσφιλούς μας θέματος, ήτοι της Ιερατικής Ποιήσεως, τα αναδημοσιεύουμε εδώ, με την ευχή ο π. Λίβυος να μας καθιστά κοινωνούς εύχυμων ποιητικών καρπών στο μέλλον.
Αν και δεν τον γνωρίζουμε, η ποίησή του, μετά το ιστολόγιό του, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά.
Επειδή αυτά τα ποιήματα, ως εξ ιερέως προερχόμενα, άπτονται του προσφιλούς μας θέματος, ήτοι της Ιερατικής Ποιήσεως, τα αναδημοσιεύουμε εδώ, με την ευχή ο π. Λίβυος να μας καθιστά κοινωνούς εύχυμων ποιητικών καρπών στο μέλλον.
Αν και δεν τον γνωρίζουμε, η ποίησή του, μετά το ιστολόγιό του, μας φέρνει ακόμα πιο κοντά.
Προσκύνηση
Όσο εσείς θα κατασκευάζετε” αγίους ”
με κριτήρια ” άρτον και θεάματα”
εγώ θα προσκυνώ
επίμονα και ζηλωτικά
τα κατώφλια των πορνείων
και τα ράντζα των νοσοκομείων.
Δευτερόλεπτα…
Για να σε πληγώσω χρειάζομαι λίγα δευτερόλεπτα και φτηνό σάλιο.
Μα για να σε αγαπήσω χρειάζομαι μια ολόκληρη ζωή.
Κάλτσες
Επαρχιακός δρόμος ξημερώματα. Ερημιά. Απόλυτη σιωπή.
Μονάχα στάλες της βροχής δροσίζουν το τοπίο .
Στη μέση της ασφάλτου δυο μαύρες κάλτσες δίχως πόδια.
Ίσως κάποιο ατύχημα μοτοσικλετιστή.
Μπορεί και κάποιο ζευγάρι που γύμνωσε τον πόθο του.
Η του θανάτου ή του έρωτα λάφυρα.
Εσύ…
Εσύ που τόσα εύκολα σε ερωτικές κάμαρες περιδιαβαίνεις,
και τα κορμιά των εραστών με αυστηρότητα ελέγχεις.
Που στους ναούς αρέσκεσαι τις τιμωρίες κολασμένων
να ακούς και την ζωή των άλλων με χαρά να διαπομπεύεις.
Αλήθεια πόσο πολύ τα ζήλεψες όλα αυτά που κατατρέχεις.
Πόσο πολύ δίψασες της ηδονής την γεύση.
Απών…
Όταν με χρειάστηκες ήμουν δίπλα σου.
Όταν σε έφτυσαν μάζεψα τις στάλες της ντροπής σου.
Όταν σε έδιωξαν σε περιμάζεψα.
Στην πιο φρικτή σου απόγνωση συνόδευσα την ελπίδα.
Και τώρα που σε χρειάστηκα κρύφτηκες στο ρόλο σου.
Κράτησες ισορροπίες,
την προδοσία την ονόμασες ωριμότητα.
Βαΐανή «αγάπη»
Βγήκες στην πόρτα να με υποδεχθείς ντυμένη στα γιορτινά σου.
Έστρωσες καινούργια σεντόνια για να δηλώσεις την υποταγή στον έρωτα.
Έλεγες εμφαντικά «είσαι ο Θεός μου….».
Μόνο κλάδους ελιάς και Βάϊα δεν κράταγες στα χέρια.
Και όμως, λίγες μέρες μετά φώναζες μαζί με όλους του άλλους, «Σταυρώστε τον…»
Πόσο τελικά απέχει το μίσος από την αγάπη, πόσο τα φιλιά απ τα καρφιά;
Κάθε φορά.
Κάθε φορά που μου ΄λεγες θέλω να πεθάνω,
καταλάβαινα όσο ποτέ άλλοτε την δίψα σου για την ζωή.
Και όταν έπιανες αυτές τις βαρετές αδιέξοδες κουβέντες για την μεταθάνατο ζωή,
έβλεπα στο κορμί σου πόσο σου έλειψε ό έρωτας
Η θάλασσα και ο έρωτας
O έρωτας και η θάλασσα πιστεύουν σε κοινά ιδανικά.
Σου προσφέρονται απόλυτα. Σε αγκαλιάζουν ολοκληρωτικά.
Σαν κουραστούν φουρτουνιάζουν. Σε αρπάζουν στην δίνη του βυθού τους,
και μετά από μερικές μέρες οδύνης, σε ξεβράζουν σε κάποια ερημιά της ζωής.
Πίνακας: Γιώργος Βασιλείου, Συλλέγοντας το απόσταγμα της ζωής.
2 σχόλια:
και αυτός είναι "ανυπόκριτος", όπως είπες και συ...
μπράβο
Αυτά τα ποιήματα-αριστουργήματα, πρὲπει να διαβάζονται απο τους ιεροκήρυκες, μπας και αλλάξει το αυτάρεσκο και πομπώδες κήρυγμα.
ο σάλος
Δημοσίευση σχολίου