Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Ζούμε προφανέστατα σε μια εποχή αντιστρόφως ανάλογη από εκείνη του σήμερα εορταζομένου ισαποστόλου αγίου. Τότε η ρωμαϊκή οικουμένη ειδωλοκρατείτο σε επίσημο και στατιστικό επίπεδο αλλά στην ουσία ο άνθρωπος των ελληνιστικών χρόνων είχε κορεστεί από το θρησκευτικό συγκρητιστικό πλεονασμό που δεν ικανοποιούσε πλέον τις βαθύτερες ανησυχίες και προσδοκίες του. Ο ανερχόμενος χριστιανισμός προχωρούσε ασυγκράτητος κατακτώντας τις καρδιές και το θαυμασμό των εθνικών απαντώντας στις πιο μύχιες θεωτικές τάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού και επιλύοντας με τον πλέον ικανοποιητικό τρόπο το αβάσταχτο δράμα της μεταπτωτικής ανθρωπότητας: τη φθορά και το θάνατο. Το μόνο που απέμενε ήταν η νομική επικύρωση αυτής της παγκόσμιας καινής πνευματικής μεταστροφής, έργο που η ιστορία κατοχύρωσε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Α΄. Η πολύμορφη ειδωλολατρική επάνοδος που παρατηρείται στις μέρες μας στη διανυόμενη μεταχριστιανική μετανεωτερικότητα μάλλον θα χρειαστεί και αυτή μια κρατική ενυποστασία που της λείπει αυτήν τη στιγμή και την οποία θα βρει κατά τις αψευδείς προφητείες της χριστιανικής παράδοσης στο πρόσωπο του αναμενόμενου αντιχρίστου. Ο άνθρωπος αυτός ξεκάθαρα καταγγέλλεται ως ο σατανόστεπτος αυτοκράτωρ – συνηθισμένη άλλωστε η ανθρωπότητα από το θεσμό του πλανητάρχη που δεν εξέλιπε ποτέ - και σφοδρός παραχαράκτης και πολέμιος του Χριστού και του ποιμνίου Του. Και μόνο μια απλή αναλογική αναγωγή στη σκέψη μας του παγκόσμιου πειρασμού που έρχεται συγκριτικά με την κατάπαυση των πρωτοχριστιανικών διωγμών και την αναλαμπή της Ορθοδοξίας που ενήργησε ένας κοσμοκράτορας, ο οποίος αρνούμενος την πατροπαράδοτη ειδωλολατρική πίστη και αυτοκρατορική του αυτοθέωση λάτρεψε εμμέσως και αμέσως τον νέο Μεσσία της ανθρωπότητας και μεγάλυνε πολυτρόπως την Εκκλησία του Χριστού, τότε καθίσταται εύλογο να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν όντως σκεύος εκλογής του Θεού και ευαρέστησε ενώπιον του Κυρίου, πράγμα που στη θεολογική γλώσσα μεταφράζεται σε αγιότητα.
Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Κωνσταντίνου συνεχίζει να σκανδαλίζει ανά τους αιώνες αφενός τα «θύματα της πατρώας του θρησκείας» και αφετέρου τους εξ αυτού ευεργετηθέντες χριστιανούς(!). Ακόμα και στις συνειδήσεις των τελευταίων μια απορία και ένα εσωτερικό μούδιασμα παρατηρείται, όταν γίνεται αναφορά στο θέμα της αγιότητας του ανδρός. Μια διάχυτη υποβόσκουσα γενική αμφισβήτηση από τους τελευταίους και μια έντονη πολεμική – που κινήθηκε και στο χώρο της συκοφαντίας και αρνητικής μυθολογίας αναφορικά με το πρόσωπό του - από τους πάσης τάσεως και τάξεως εχθρούς της Εκκλησίας οδήγησαν τα πράγματα στο σημείο αυτό. Κυρίως όμως η ελλιπής και πολλάκις λανθασμένη μας αντίληψη περί της θεολογικής διάστασης της αγιότητας, καρπός μιας βαθιάς ηθικιστικής νοοτροπίας που ποτέ δεν ξεριζώθηκε από τα σπλάχνα της ανθρωπότητας, προφανώς λόγω του εγωιστικού υπόβαθρου που η αμαρτία εγκατέστησε στη συνείδησή μας.
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της Εκκλησίας από τους πρωτοπλάστους ακόμα, την Παλαιά Διαθήκη και διαχρονικά μέχρι σήμερα, το μόνο που θα δούμε είναι η παράδοξη για τον πουριτανισμό μας «λογική» και δράση του Θεού που μόνο με την αποφατική προσέγγιση της θεολογίας μπορούμε κάπως να εγκύψουμε δειλώς και αμυδρώς στο μυστήριό της. Εκεί θα δούμε ακόμα και για τον Θεό ενέργειες που προσκρούουν στην ημετέρα ρομαντική συνήθως αλλά και στην κοινότυπη ηθική συνείδηση των λαών: κλασικό παράδειγμα οι βίαιοι φόνοι που προκαλεί ή διατάσσει ο ίδιος ο Θεός στα παλαιοδιαθηκικά χρόνια για τα πλάσματά του, τα παιδιά του. Αν ο κοινός νους φρίττει μπροστά σε μια τέτοια συμπεριφορά, ο Θεός που «αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. δ΄ 16) και πέρα από την αγάπη - που σαν λέξη δεν ικανοποιεί παρά μόνο τα δικά μας όρια - σίγουρα δεν εγκλημάτησε ούτε εκδικήθηκε κανένα με τις ως άνω ενέργειές του, όπως το ίδιο δε συμβαίνει και με τους αιώνια κολασμένους. Σε ομόλογη προοπτική βλέπουμε παράλληλα τον Κύριο να χορηγεί τη Χάρη του σε πρόσωπα αμφιλεγόμενα για την ηθική μας αντίληψη περί αγιότητας, όπως ενδεικτικά στους προφήτες Μωυσή, Δαβίδ και Ηλία, όπου ο Θεός και η Εκκλησία – ερχόμενη με τη σειρά της να αναγνωρίσει την αγιότητα και να καθιερώσει τη λατρευτική τους μνήμη - διασπά κάθε φράγμα μικροαστικής και όποιας άλλης, έστω και δικαιολογημένης, ηθικής. Έρχεται συνειρμικά με τις εν λόγω περιπτώσεις στο νου μας η κατηγορία περί των φόνων του Μ. Κωνσταντίνου, ακόμα και του γιου του. Αν και το τελευταίο ιστορικά σήμερα θεωρείται σχεδόν και επίσημα επιστημονικώς ατεκμηρίωτο, μπορούμε να πούμε ότι ακόμα και για πολιτικούς λόγους να προκάλεσε έμμεσα ή άμεσα, έστω και μη αποτρέποντας, το φόνο του γιου του, αφενός δε γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη – που κατά πάσα πιθανότητα δε συνέβη κατά τον τρόπο που διέβαλαν τον άγιο – και αφετέρου δεν πρέπει να τον κρίνουμε με τα γυαλιά της όποιας μεταγενέστερης ερμηνευτικής ιδεοληψίας μας αλλά να αναλογιστούμε αν ποτέ ένας άνθρωπος θα σκότωνε τόσο εύκολα το ίδιο του το παιδί, όσο αδίστακτος και αν ήταν, γεγονός που δε συνάγεται από τις ιστορικές πηγές και δε συνάδει προς το χαρακτήρα του εν λόγω ανδρός, τουναντίον μάλιστα η εν γένει πολιτική του καταγράφεται διαπνεόμενη από στοιχεία φιλελευθερισμού, ανεκτικότητας (διάταγμα Μεδιολάνων), δημοκρατικότητας (καθιέρωση συνοδικού θεσμού) και φιλανθρωπικής δραστηριότητας (βελτίωση θεσμού δουλείας). Όπως και να έχει, η θέση του αυτοκράτορα είναι καταλύτης σε πράξεις και συμπεριφορές που δε συναντάμε στη ζωή ενός κοινού θνητού και η κρίση μας πρέπει να είναι αναλογικά διακριτική, όπως έτσι είναι και η υπέρλογη και αλάθητη κρίση του Θεού σεβόμενη τη διαφορετικότητα και το ανεπανάληπτο των όντων, ο οποίος εν προκειμένω δικαίωσε εν τέλει, τουτέστιν στη θεολογική γλώσσα τελείωσε εν αγιότητι την τεράστια αυτή προσωπικότητα.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει – και θα παραμένει για τον καθένα που δεν εισχωρεί στην καινή οντολογική κατηγορία της Χάριτος του Θεού και στέκεται κολλημένος στα ηθικολογικά βαλτόνερα κάθε θρησκευτικού φαινομένου, όπως καταντήσαμε και το χριστιανισμό. Πολλοί θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό στρατιωτικοί και πολεμιστές με αιματοβαμμένα χέρια να αναγνωρίζονται άγιοι από την Εκκλησία της αγάπης ακόμα και προς τους εχθρούς και πώς αυτοί οι άνθρωποι επιτελούν θαυμαστά σημεία και ιάσεις ασθενών ή και από τα ξερά οστά τους αναπέμπεται άρρητη ευωδία. Έτσι ακριβώς ενοχλούνται και από τον ισαπόστολο αυτοκράτορα ανίκανοι και απρόθυμοι να πιστέψουν πώς το βεβαρημένο – έστω και εξ ανάγκης εκ των ιστορικών περιστάσεων και της κρατικής θέσεως – βιογραφικό του έδωσε τη δυνατότητα στον Θεό να τον κάνει άγιο. Όσοι όμως γνωρίζουν πόσο απέχει ο νους και τα διανοήματα του Κυρίου από τα αντίστοιχα ανθρώπινα, βλέπουν με δέος το μυστήριο της αγιότητος του Θεού να μεταγγίζεται ακόμα και σε ανθρώπους που κατέχουν μια από τις πιο ακατάλληλες θέσεις και προϋποθέσεις για να ασπαστούν απλώς και μόνον την εις Χριστόν πίστη, πόσο μάλλον να επιβραβευτούν με τη μεγάλη δωρεά της αγιοσύνης, όπως συνέβη με τον εν λόγω ειδωλολάτρη ρωμαίο παντοδύναμο μονοκράτορα του τετάρτου αιώνα.
Ο πιστός βλέπει στον Κωνσταντίνο σημεία ανεξήγητα που ο Θεός χορήγησε στο καλοπροαίρετο τέκνο του και από θεοποιημένο Αύγουστο τον μεταποίησε σε ταπεινό δούλο του, απόστολο, προστάτη της Εκκλησίας και κυρίως Άγιο και θαυματουργό (όπως ρητά δηλώνεται στην ασματική του ακολουθία). Το σημείο στον ουρανό, το Χριστόγραμμα στα κρατικά σύμβολα, το διάταγμα της ανεξιθρησκίας, η πρόνοιά του για την Εκκλησία και την ενότητά της με την καταπολέμηση των αιρέσεων δείχνουν, πέρα από την επιδερμική κρίση περί μιας πολιτικής σκοπιμότητας αποτελεσματικότερου ελέγχου της αχανούς αυτοκρατορίας, ένα μάλλον περισσότερο από ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μια βαθύτερη προσωπική σχέση με τον Χριστό. Ακόμα και στην περίπτωση που πολλά από τα περιστατικά που του επισυνάπτονται σχετικά με την εκκλησιαστική του δράση κάποιος θα τα κατήγγειλε ανήκοντα στο χώρο της ανεκδοτολογίας, δείχνουν τουλάχιστον την ιδιάζουσα έλξη του από τον Θεάνθρωπο η οποία ανήκει, όπως και τα κρύφια της καρδίας του και η τελική του αγιοκατάταξη, σε μεταφυσικό - μυστηριακό επίπεδο, αθέατο στα βλέμματα της ιστορικής ανάλυσης και του αντίστοιχου ντετερμινισμού και φυσιοκρατίας. Όπως η αγιότητα ενός ληστή στο σταυρό και μιας πρώην μεγάλης πόρνης, όπως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δεν χωρούν ποσώς στη δική μας κρίση αλλά εξάπαντος στη θεϊκή, ας αφήσουμε εν ταπεινώσει να συμβεί το ίδιο και με όσα περί του Κωνσταντίνου, αληθή και ψευδή, σκαλώνουν στις όποιες προληπτικές πεποιθήσεις μας υποτασσόμενοι σοφώς και συνετώς στην αλάθητη και υπερφυή αγαπητική άκτιστη απόφανση και ενέργεια του Θεού. Ακόμα και αν συνέργησε ο Κωνσταντίνος στο φόνο του γιου του, αυτό δεν εμπόδισε την παντοδύναμη φωτιά της Χάρης του Θεού να τον καθάρει και να τον αγιάσει. Άλλωστε «τις έγνω νουν Κυρίου ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο»; Όντως «ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμ. ια΄ 33-34)!
Μήπως όμως προβάλλει εύλογα η ένσταση ότι ο χριστιανός είναι ένα πρόβατο που αποδέχεται άκριτα ό,τι του «πλασάρει» η επίσημη Εκκλησία ως άγιο και δίκαιο; Όχι, προφανώς αυτό είναι πλάνη. Απλώς βρισκόμαστε στον οντολογικό χώρο της αγιότητας που προσκρούει συνήθως στον ηθικολόγο που όλοι κρύβουμε μέσα μας και ανήκει στη διάσταση μιας πραγματικότητας που μας υπερβαίνει λόγω της παρουσίας της άκτιστης τριαδικής θεότητας. Διότι άγιος δε γίνεται κάποιος ανεπίληπτος ηθικά – στα μάτια μας ίσως; - αλλά κάποιος που μετανοεί, αγαπά και ενώνεται με τον Θεό δια της άκτιστης θείας ενέργειας - θα ήταν εξάλλου αφελές να αναζητούμε την αναμαρτησία και την τελειότητα στο πεδίο της ιστορίας και της ανθρώπινης κτιστότητας και αμαρτωλότητας. Γίνεται έτσι και αυτός νέος Χριστός δωρεάν, χαριστικά και όχι κατ’ αξίαν – ουδείς άξιος. Καθίσταται άλλος Θεός και αρχίζει τα θαύματα και μας «εξαναγκάζει» να τον τιμάμε ως άγιο. Αυτό ισχύει και με το σημερινό θεόστεπτο βασιλιά. Τώρα το γιατί και το πώς ο Θεός έλκεται από τον καθένα και ποια σημεία της κεκρυμμένης εσωτερικής προαίρεσής του κρίνει συμβατά και ευάρεστα, ώστε να ενωθεί με αυτόν και να τον θεοποιήσει, αυτό είναι το καθαρά μυστηριακό γεγονός της προσωπικής εξάπαντος αγιότητας εκάστου που ανήκει στο χώρο της παγγνωσίας και ελευθερίας του Θεού και της ετερότητας των ανθρώπινων υποστάσεων και ήδη κινούμαστε στην περιοχή του αποφατισμού.
Καλά κρατεί ακόμα η νερόβραστη ηθική της γλυκανάλατης έκδοσης του πουριτανικού χριστιανισμού που εισήλθε παντοιοτρόπως και στην Ορθοδοξία. Νεοφονταμενταλιστές σήμερα αναζητούν μια ιδιοϋπόστατη ουτοπική καθαρότητα ταράσσοντας με κραυγές την ησυχία της νεοπαγανιστικής μας εποχής. Όμως παραμένει αιωνίως «σκανδαλίζουσα» η οντολογία της χάριτος που ζει η Εκκλησία του Χριστού. Η μωρία του σταυρού συνεχίζει να παράγει αγίους προερχόμενους από όλων των ειδών τις αρνητικές χωροχρονικές, κληρονομικές και όποιες διαστάσεις κωλύουν έναν άνθρωπο να ευαρεστήσει τον Θεό. Αυτός ο Σταυρός όμως του Χριστού έκανε και πάλι το θαύμα του προκαλώντας το θείο έρωτα ακόμα και σε έναν πανίσχυρο ρωμαίο αυτοκράτορα. Ανήκει μάλλον στο πνεύμα του σχολαστικού υποχονδριασμού να αναζητούμε και να αποδίδουμε εν είδει απολογίας την άφεση των πολιτικών και άλλων «αμαρτημάτων» του αγίου στο βάπτισμά του λίγο προ του θανάτου του. Η Χάρις του Θεού ζυμωνόταν ήδη προ πολλού με το ψυχοσωματικό είναι του Κωνσταντίνου και τον ανήγαγε στη σφαίρα της θείας ζωής σε όλη τη διαδρομή της επίγειας ζωής του αλλά πολύ περισσότερο αφότου η αγία ψυχή του αναχώρησε από το σώμα του, για να συναντήσει αυτόν που αγάπησε πολύ, τον Χριστό. Αυτή η Χάρις, ο σκοπός και το μοναδικό καινόν επί της γης που χορηγεί ο Κύριος μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, ενοίκησε και στο σκήνωμα του αγίου και επιτελούσε - επιτελεί θαύματα στους πιστούς. Αυτή η Χάρις μας συναγάγει αιώνες τώρα στους ναούς να τιμήσουμε τον ισαπόστολο Βασιλέα μαζί με την αγιασμένη του μητέρα και μας εμπνέει να λαμβάνουμε τιμητικά το όνομά του. Με αυτήν, τέλος, και μόνον τη Χάρη μπορούμε να ζήσουμε εμπειρικά, μονάχα έτσι κατανοώντας αμυδρά και εν εσόπτρω, γιατί ο Κωνσταντίνος είναι Άγιος. Αυτή άλλωστε η Χάρη του αγίου Πνεύματος είναι εκείνο που λείπει ανέκαθεν στον κόσμο και λησμόνησε μέχρι αρνήσεως τον Θεό της αγάπης αναζητώντας νέους οσονούπω μεσσίες.
Ταις αυτού και της μητρός του Ελένης αγίαις πρεσβείαις είθε ο Χριστός να μας χορηγεί άφθονη πάντοτε την Χάρη του. Αμήν.
Κ.Ν.
21/5/2011
2 σχόλια:
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έλεγε:
Οι Αγιοι δεν αγιάσαν "διά ταύτα" (δηλαδή για κάποιες αστοχίες τους), αλλά "παρά ταύτα", επειδή η αγάπη τους για το Χριστό υπερέβη τα όποια τυχόν τους σφάλματα.
Στη συγκεκριμένη άλλωστε περίπτωση του Μεγάλου Κωνσταντίνου όλα τα σφάλματά του έγιναν πριν βαπτισθεί όταν ακόμη ήταν ειδωλολάτρης.
ρε παιδιά πως σας ηρθε αυτο το "μυστήριο" τωρα; δεν βλέπετε τοσα άλλα αναλογα μυστήρια (υψηλής πολιτικής) που υπάρχουν στις μέρες μας;
Δημοσίευση σχολίου