Καλοκαιρινή αύρα Πόλης στον εξαιρετικό πάντα ιστότοπο ΑΠΑΝ (Αρχείο Πανοράματος) της ιστορικού Μαριάννας Κορομηλά. Στα νέα του Ιουλίου 2010 δημοσιεύεται ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για την έκθεση "Από το Βυζάντιον στην Ισταμπούλ, 8.000 χρόνια μιας πρωτεύουσας" που διοργανώνεται στο Μουσείο Σαμπαντζί αυτόν τον καιρό, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2010. Αντιγράφουμε προς γνώσιν και τέρψιν των συνοδοιπόρων της Ιδιωτικής μας Οδού.
Κωνσταντινούπολη. Ο τίτλος «Από το Βυζάντιον στην Ισταμπούλ, 8.000 χρόνια μίας πρωτεύουσας» / “From Byzantium to Istanbul, 8000 Years of a Capital” είναι ατυχής, ή μάλλον αλλοπρόσαλλος και άσχετος από την ιστορική πραγματικότητα, αλλά η περιοδική Έκθεση που εγκαινιάστηκε στο Μουσείο Σαμπαντζί/Sabanci στις 5 Ιουνίου είναι εξαιρετική! Εξαιρετικός και ο Κατάλογος, ο οποίος κυκλοφορεί και σε αγγλική μετάφραση. Μα και το ίδιο το Μουσείο: ένα αξιολογότατο ίδρυμα σε ένα θαυμάσια διαρρυθμισμένο κτίριο. Ο δε κήπος υπέροχος. Και η θέα στον Βόσπορο και την απέναντι ασιατική ακτή μοναδική.
Η έκθεση ξεκίνησε από το Παρίσι (στο Grand Palais, 10/10/2009-25/01/2010), με τον ίδιο ακατάληπτο ή παραπλανητικό τίτλο: «De Byzance à Istanbul κλπ κλπ». Με το «Byzance» ή «Byzantium» οι οργανωτές εννοούν την αρχαία ελληνική πόλη-κράτος Βυζάντιον (και όχι το Βυζάντιο, δηλαδή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη απουσιάζει από τον τίτλο). Για τη γαλλοτουρκική έκθεση στο Παρίσι είχαμε πολλές αντιρρήσεις, τις οποίες έχουμε ήδη αναφέρει. Η μουσειολογική άποψη των Γάλλων και Τούρκων υπευθύνων ήταν εντελώς ξεπερασμένη. Εξίσου ξεπερασμένη ήταν και η κυρίαρχη ιδεολογία που απέπνεε η έκθεση, προσπαθώντας να υπηρετήσει τις «εθνικές» αγκυλώσεις της Τουρκίας. Έμοιαζε δηλαδή σαν να αγνοούν οι Γάλλοι ότι η τουρκική κοινωνία –ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος της– βρίσκεται σε διαδικασία απεμπλοκής από τα στερεότυπα του 20ού αιώνα κι έτσι, αντί να προωθήσουν τις αναζητήσεις του 21ου αιώνα και να μεταβάλουν την έκθεση σε ένα πρωτοπόρο πολιτιστικό γεγονός στο οποίο θα καθρεφτίζονταν τα νέα ρεύματα, έμειναν προσκολλημένοι στο παρελθόν. Ευτυχώς, η έκθεση δεν μεταφέρθηκε ατόφια στην Πόλη. Βεβαίως ένα μεγάλο μέρος από τα εκθέματα είναι τα ίδια. Άλλωστε πολλά προέρχονται από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως. Έφυγαν από την Πόλη για το Παρίσι κι επιστρέφουν στην Πόλη μέσω Σαμπαντζί. Τα κύρια στοιχεία που διαφοροποιούν όμως τις δύο, σχεδόν όμοιες, περιοδικές εκθέσεις είναι πολύ ενδιαφέροντα και σημαντικά. Το πρώτο είναι η μουσειολογική αντίληψη του επιτελείου που έστησε αυτή την έκθεση: ο εκπαιδευτικός στόχος, που πρέπει να υπηρετεί μία τέτοια έκθεση, συνδυάζεται θαυμάσια με την απόλαυση, την ψυχαγωγία και την έκπληξη. Η επιλογή και η οργάνωση του πλούσιου υλικού, μαζί με τα πρόσθετα εκθέματα (ορισμένα εκ των οποίων σχετικά άγνωστα) και τα συνοδευτικά κείμενα, προκαλούν τον επισκέπτη όχι μόνον να τα θαυμάσει αλλά να σκεφτεί, να αναρωτηθεί, να αναζητήσει περισσότερα στοιχεία. Κυρίως, τον βοηθούν να παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη, να κατατάξει τις σκόρπιες γνώσεις ή τις εικόνες που είχε έως τώρα και να καταλάβει. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι αποκαλύπτεται αυτή η νέα επιστημονική και πολιτιστική τουρκική αντίληψη για το παρελθόν. Όχι μόνο το βυζαντινό παρελθόν –για το οποίο επικρατούσε μέχρι πρόσφατα πλήρης σιωπή και βαθύτατη άγνοια, με άλλα λόγια άρνηση– αλλά και το οθωμανικό παρελθόν, το οποίο είχε λίγο πολύ την ίδια τύχη με το βυζαντινό. Ας μην ξεχνούμε ότι ένας από τους πυλώνες της εθνοκεντρικής ιδεολογίας του ατατουρκισμού ήταν η επιστροφή στον τουρκισμό και η απαξία της «διεφθαρμένης, σκοταδιστικής» και πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας αναλογιστούμε, εξάλλου, ότι κι εμείς περάσαμε από το αντίστοιχο λούκι: απαξιώνοντας την Οθωμανική περίοδο της ελληνικής ιστορίας και τον βυζαντινό «σκοταδισμό» και αποσιωπώντας τα πεντακόσια χρόνια της Ρωμαϊκής εποχής, γαντζωθήκαμε στην ελληνική αρχαιότητα – και μάλιστα την κλασική. Κοινές οι αγκυλώσεις και οι αποσιωπήσεις, διαφορετικές οι διαδρομές.
Το επιτελείο του Μουσείου Σαμπαντζί και οι συγγραφείς των άρθρων που συνοδεύουν τον Κατάλογο της Έκθεσης διατυμπανίζουν ότι όλα αυτά τα θέσφατα τελείωσαν. Ίσως να είναι νωρίς ακόμα για να συμφωνήσουμε μαζί τους, αλλά ο ρόλος της πρωτοπόρου διανόησης είναι να προβάλλει τις πλέον προωθημένες ιδέες της εποχής της. Με τόλμη και με επιστημονικό ήθος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε όλα τα κείμενα η οθωμανική πρωτεύουσα αναφέρεται με το ιστορικό της όνομα, δηλαδή «Κονσταντινίγιε», ενώ το «Ισταμπούλ» απέκτησε την πραγματική του θέση. Από κάθε άποψη αυτή η Έκθεση αποτελεί ένα υψηλής ποιότητας πολιτιστικό γεγονός που εντυπωσιάζει και προκαλεί ευχάριστες εντυπώσεις. Παράλληλα, δίνει ερεθίσματα για πολλές συζητήσεις. Μπορεί κάποιοι να σκεφτούν ότι η Τουρκία διεκδικεί το μερίδιο του λέοντος στη βυζαντινή κληρονομιά. Ναι. Το δηλώνει άλλωστε ξεκάθαρα το άρθρο για τον Μεχμέτ Β΄ τον Πορθητή, ο οποίος επέβαλε την εικόνα του διαδόχου / συνεχιστή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μήπως αυτό παραπέμπει στην πολιτική του νεοοθωμανισμού της σημερινής τουρκικής ηγεσίας; Μήπως την εξυπηρετεί κιόλας; Τίποτα δεν αποκλείεται. Στο βοσπορινό Μουσείο, πάντως, υπηρετείται η ιστορική πραγματικότητα με αξιοζήλευτη επιστημονικότητα. Και η παλαιολόγεια εικόνα της Παναγίας της Παυσολύπης βρίσκεται εκεί για να επαληθεύσει τις προθέσεις των οργανωτών. Το μόνο αρνητικό είναι η μικρή διάρκεια της Έκθεσης: τελειώνει στις 4 Σεπτεμβρίου. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να σπεύσει κανείς μέσα στο κατακαλόκαιρο. Παρά τη ζέστη και την υγρασία, η Πόλη είναι ιδανική τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Και γιατί μειώνεται ο τουρισμός και γιατί φεύγουν οι ντόπιοι για διακοπές, άρα μειώνεται το κυκλοφοριακό πρόβλημα, ενώ και τα ξενοδοχεία κατεβάζουν τις τιμές. Το δε φως του Ιουλίου στην Πόλη έχει μία ιδιαίτερη φωτεινότητα.
Και, τέλος... εκλεκτές πολίτικες προτάσεις για το καλοκαίρι από το εκλεκτικό Πανόραμα:
Σε ό,τι αφορά στα «δικά μας», θυμίζουμε: στις 11/07 (χθες) τη γιορτή της αγίας Ευφημίας (το λείψανο της οποίας βρίσκεται στον πατριαρχικό ναό) και Εσπερινός στις 10/07, τους δύο βοσπορινούς ναούς της αγίας Παρασκευής που εορτάζουν στις 26/07, ένας στα Θεραπειά κι ένας στο Μπουγιούκντερέ (και οι δύο κοντά στο Εμιργκάν, όπου βρίσκεται το Μουσείο Σαμπαντζί), καθώς και τα πολλά βοσπορινά Αγιάσματα της αγίας Παρασκευής, τον βοσπορινό Άγιο Παντελεήμονα στο Κουσκουντζούκι (προάστιο της ασιατικής ακτής) και βεβαίως όλες τις μεγάλες εορτές του Αυγούστου.
Η έκθεση ξεκίνησε από το Παρίσι (στο Grand Palais, 10/10/2009-25/01/2010), με τον ίδιο ακατάληπτο ή παραπλανητικό τίτλο: «De Byzance à Istanbul κλπ κλπ». Με το «Byzance» ή «Byzantium» οι οργανωτές εννοούν την αρχαία ελληνική πόλη-κράτος Βυζάντιον (και όχι το Βυζάντιο, δηλαδή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη απουσιάζει από τον τίτλο). Για τη γαλλοτουρκική έκθεση στο Παρίσι είχαμε πολλές αντιρρήσεις, τις οποίες έχουμε ήδη αναφέρει. Η μουσειολογική άποψη των Γάλλων και Τούρκων υπευθύνων ήταν εντελώς ξεπερασμένη. Εξίσου ξεπερασμένη ήταν και η κυρίαρχη ιδεολογία που απέπνεε η έκθεση, προσπαθώντας να υπηρετήσει τις «εθνικές» αγκυλώσεις της Τουρκίας. Έμοιαζε δηλαδή σαν να αγνοούν οι Γάλλοι ότι η τουρκική κοινωνία –ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος της– βρίσκεται σε διαδικασία απεμπλοκής από τα στερεότυπα του 20ού αιώνα κι έτσι, αντί να προωθήσουν τις αναζητήσεις του 21ου αιώνα και να μεταβάλουν την έκθεση σε ένα πρωτοπόρο πολιτιστικό γεγονός στο οποίο θα καθρεφτίζονταν τα νέα ρεύματα, έμειναν προσκολλημένοι στο παρελθόν. Ευτυχώς, η έκθεση δεν μεταφέρθηκε ατόφια στην Πόλη. Βεβαίως ένα μεγάλο μέρος από τα εκθέματα είναι τα ίδια. Άλλωστε πολλά προέρχονται από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως. Έφυγαν από την Πόλη για το Παρίσι κι επιστρέφουν στην Πόλη μέσω Σαμπαντζί. Τα κύρια στοιχεία που διαφοροποιούν όμως τις δύο, σχεδόν όμοιες, περιοδικές εκθέσεις είναι πολύ ενδιαφέροντα και σημαντικά. Το πρώτο είναι η μουσειολογική αντίληψη του επιτελείου που έστησε αυτή την έκθεση: ο εκπαιδευτικός στόχος, που πρέπει να υπηρετεί μία τέτοια έκθεση, συνδυάζεται θαυμάσια με την απόλαυση, την ψυχαγωγία και την έκπληξη. Η επιλογή και η οργάνωση του πλούσιου υλικού, μαζί με τα πρόσθετα εκθέματα (ορισμένα εκ των οποίων σχετικά άγνωστα) και τα συνοδευτικά κείμενα, προκαλούν τον επισκέπτη όχι μόνον να τα θαυμάσει αλλά να σκεφτεί, να αναρωτηθεί, να αναζητήσει περισσότερα στοιχεία. Κυρίως, τον βοηθούν να παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη, να κατατάξει τις σκόρπιες γνώσεις ή τις εικόνες που είχε έως τώρα και να καταλάβει. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι αποκαλύπτεται αυτή η νέα επιστημονική και πολιτιστική τουρκική αντίληψη για το παρελθόν. Όχι μόνο το βυζαντινό παρελθόν –για το οποίο επικρατούσε μέχρι πρόσφατα πλήρης σιωπή και βαθύτατη άγνοια, με άλλα λόγια άρνηση– αλλά και το οθωμανικό παρελθόν, το οποίο είχε λίγο πολύ την ίδια τύχη με το βυζαντινό. Ας μην ξεχνούμε ότι ένας από τους πυλώνες της εθνοκεντρικής ιδεολογίας του ατατουρκισμού ήταν η επιστροφή στον τουρκισμό και η απαξία της «διεφθαρμένης, σκοταδιστικής» και πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας αναλογιστούμε, εξάλλου, ότι κι εμείς περάσαμε από το αντίστοιχο λούκι: απαξιώνοντας την Οθωμανική περίοδο της ελληνικής ιστορίας και τον βυζαντινό «σκοταδισμό» και αποσιωπώντας τα πεντακόσια χρόνια της Ρωμαϊκής εποχής, γαντζωθήκαμε στην ελληνική αρχαιότητα – και μάλιστα την κλασική. Κοινές οι αγκυλώσεις και οι αποσιωπήσεις, διαφορετικές οι διαδρομές.
Το επιτελείο του Μουσείου Σαμπαντζί και οι συγγραφείς των άρθρων που συνοδεύουν τον Κατάλογο της Έκθεσης διατυμπανίζουν ότι όλα αυτά τα θέσφατα τελείωσαν. Ίσως να είναι νωρίς ακόμα για να συμφωνήσουμε μαζί τους, αλλά ο ρόλος της πρωτοπόρου διανόησης είναι να προβάλλει τις πλέον προωθημένες ιδέες της εποχής της. Με τόλμη και με επιστημονικό ήθος. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε όλα τα κείμενα η οθωμανική πρωτεύουσα αναφέρεται με το ιστορικό της όνομα, δηλαδή «Κονσταντινίγιε», ενώ το «Ισταμπούλ» απέκτησε την πραγματική του θέση. Από κάθε άποψη αυτή η Έκθεση αποτελεί ένα υψηλής ποιότητας πολιτιστικό γεγονός που εντυπωσιάζει και προκαλεί ευχάριστες εντυπώσεις. Παράλληλα, δίνει ερεθίσματα για πολλές συζητήσεις. Μπορεί κάποιοι να σκεφτούν ότι η Τουρκία διεκδικεί το μερίδιο του λέοντος στη βυζαντινή κληρονομιά. Ναι. Το δηλώνει άλλωστε ξεκάθαρα το άρθρο για τον Μεχμέτ Β΄ τον Πορθητή, ο οποίος επέβαλε την εικόνα του διαδόχου / συνεχιστή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μήπως αυτό παραπέμπει στην πολιτική του νεοοθωμανισμού της σημερινής τουρκικής ηγεσίας; Μήπως την εξυπηρετεί κιόλας; Τίποτα δεν αποκλείεται. Στο βοσπορινό Μουσείο, πάντως, υπηρετείται η ιστορική πραγματικότητα με αξιοζήλευτη επιστημονικότητα. Και η παλαιολόγεια εικόνα της Παναγίας της Παυσολύπης βρίσκεται εκεί για να επαληθεύσει τις προθέσεις των οργανωτών. Το μόνο αρνητικό είναι η μικρή διάρκεια της Έκθεσης: τελειώνει στις 4 Σεπτεμβρίου. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να σπεύσει κανείς μέσα στο κατακαλόκαιρο. Παρά τη ζέστη και την υγρασία, η Πόλη είναι ιδανική τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Και γιατί μειώνεται ο τουρισμός και γιατί φεύγουν οι ντόπιοι για διακοπές, άρα μειώνεται το κυκλοφοριακό πρόβλημα, ενώ και τα ξενοδοχεία κατεβάζουν τις τιμές. Το δε φως του Ιουλίου στην Πόλη έχει μία ιδιαίτερη φωτεινότητα.
Και, τέλος... εκλεκτές πολίτικες προτάσεις για το καλοκαίρι από το εκλεκτικό Πανόραμα:
Σε ό,τι αφορά στα «δικά μας», θυμίζουμε: στις 11/07 (χθες) τη γιορτή της αγίας Ευφημίας (το λείψανο της οποίας βρίσκεται στον πατριαρχικό ναό) και Εσπερινός στις 10/07, τους δύο βοσπορινούς ναούς της αγίας Παρασκευής που εορτάζουν στις 26/07, ένας στα Θεραπειά κι ένας στο Μπουγιούκντερέ (και οι δύο κοντά στο Εμιργκάν, όπου βρίσκεται το Μουσείο Σαμπαντζί), καθώς και τα πολλά βοσπορινά Αγιάσματα της αγίας Παρασκευής, τον βοσπορινό Άγιο Παντελεήμονα στο Κουσκουντζούκι (προάστιο της ασιατικής ακτής) και βεβαίως όλες τις μεγάλες εορτές του Αυγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου