Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΩΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΘΒΕ




«Ο πόλεμος ακμάζει και η ανθρωπιά παρακμάζει»

Του φιλολόγου Γιάννη Γ. Δημογιάννη


Επειδή ο χρόνος μπορεί να επιφυλάσσει κάποια λυτρωτικά, σχεδόν «καθαρτήρια» κατά τον Αριστοτέλη δώρα, επιλέγω να επικεντρωθώ σε μία ξεχωριστή θεατρική παράσταση… Στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, μία προσεγμένη παραγωγή του Κρατικού Θέατρου Βορείου Ελλάδας που το θεατρόφιλο κοινό της Πάτρας παρακολούθησε στις 28 και 29 Αυγούστου.
Προτού προχωρήσω στις παραστάσεις που ενσωματώθηκαν στα πλαίσια του 28ου Φεστιβάλ Πάτρας (Θεσμός Αρχαίου Δράματος), θεωρώ σκόπιμο να κάνω μία επισήμανση, ευνόητη για πολλούς, πλην όμως ολωσδιόλου αμελητέα.
Η Επίδαυρος, μετά από τόσους αιώνες αναρίθμητων θεατρικών παραστάσεων, έχει μετατραπεί σε χώρο που έχει καθαγιαστεί από τη μυσταγωγία του αρχαίου δράματος. Αν μάλιστα σε αυτό το σημείο θυμηθούμε τις αποδοκιμασίες και τα γιουχαΐσματα με τα οποία είχε «στολιστεί» η Μήδεια του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας, τότε αβίαστα θα συμπεράνουμε πως τουλάχιστον το κοινό της Επιδαύρου δεν έχει διστάσει ακόμα και να χλευάσει θεατρικές παραγωγές που ακροβατούν επικίνδυνα, ενδίδοντας σε νεωτερικούς πειραματισμούς μετέωρου θεωρητικού και αισθητικού βάρους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κ.Θ.Β.Ε γνώριζε καλά πως το βάπτισμα του πυρός θα δινόταν στην Επίδαυρο, αν μη τι άλλο σε ό,τι αφορά την αποδοχή της σκηνοθετικής προσέγγισης. Όμως, την ημέρα της προγραμματισμένης παράστασης συνέβη μία αναπάντεχη ανατροπή. Μία υποβόσκουσα σιωπή κορύφωνε το καρδιοκτύπι της αναμονής, την ίδια στιγμή που το αρχαίο θέατρο είχε από νωρίς γεμίσει ασφυκτικά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρκετή ώρα πριν την παράσταση, τα σύννεφα συγκεντρώθηκαν απειλητικά πάνω από το δάσος και ,όσο πλησίαζε η ώρα έναρξης, η βροχή όλο και δυνάμωνε ! Παρόλ’ αυτά, κανείς από τους θεατές δεν έδειξε να πτοείται. Αντιθέτως, η απρόσμενη επιμονή των θεατρόφιλων τελικά δικαιώθηκε. Η βροχή, σαν οιωνός και παύση γαλήνης εξ ουρανού, σταμάτησε λίγο πριν την έναρξη των δρωμένων και ξανάρχισε… αμέσως μετά τον σπαρακτικό επίλογο. Τότε, δηλαδή, που μαζί με το τρανταχτό χειροκρότημα, μία ενδόμυχη ευχή διέσχισε τον συννεφιασμένο ουρανό της ιερής γης:
"Να μην αξιωθεί ποτέ η ψυχή του ανθρώπου να πυρακτωθεί από την οδύνη του πολέμου. Να μη δώσει ποτέ η Τύχη να σαλέψει ο νους γυναίκας από τον σπαραγμό του φρικτού θανάτου".


Οι σκηνοθετικές καινοτομίες της παράστασης

Εμείς πάντως επιστρέφουμε στην παράσταση που δόθηκε από το Κ.Θ.Β.Ε σε ένα χώρο εξίσου υποβλητικό, το Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας. Κατά πρώτο λόγο, η σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κοντούρη - να σημειωθεί πως ήδη έχει υπογράψει με το Εθνικό θέατρο δύο επιτυχημένες προσεγγίσεις στο αρχαίο δράμα [«Μήδεια» του Ευριπίδη (1997) και «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (2002)] – έστησε ένα φαινομενικά ανοίκειο σκηνικό. Τολμώντας, με άλλα λόγια, ένα σκηνοθετικό εύρημα, παρουσίασε μία ομάδα παιδιών της εποχής μας να συνομιλούν με τον Ποσειδώνα και την Αθηνά. Έτσι, στον διασκευασμένο για την παράσταση σκηνικό πρόλογο, οι θεοί αρχίζουν να αφηγούνται σαν παραμύθι τον Τρωικό πόλεμο, μπροστά «σε ένα βομβαρδισμένο σχολείο, ανάμεσα σε σπασμένα θρανία και ρημαγμένους τοίχους». Όμως το ανέμελο παιδικό παραμύθι κρατά, όπως συχνά συμβαίνει, μέχρις ότου ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου… Είναι ακριβώς η στιγμή που ο πανικός αναδεικνύει επί σκηνής την αρχέγονη μανία της φρικιαστικής βίας. Γιατί μπορεί ο Ευριπίδης, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, να κατήγγειλε στα πλαίσια της γιορτής των Μεγάλων Διονυσίων (415 π.Χ) την ιμπεριαλιστική πολιτική των Ελλήνων στην Τροία, από την άλλη πλευρά όμως, η ίδια τραγική μοίρα εξακολουθεί να καταδυναστεύει το ανθρώπινο γένος μέχρι την εποχή μας. Άρα είτε ο σοφός τραγικός «αναλογιζόταν την επεκτατική πολιτική των Αθηναίων εναντίων των ουδέτερων Μηλίων», είτε στις μέρες μας βομβαρδίζονται σχολεία στη Ραμάλα ή ρημάζουν γειτονιές στην Καμπούλ, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει σε τίποτε. Οι ανθρώπινες ζωές εξαγοράζονται σε στημένα παζάρια και άθλια αλισβερίσια. Ο παιδικός κήπος της Αγάπης παραμένει άνυδρος.

Οι ερμηνείες και τα διαχρονικά μηνύματα της παράστασης

Παράλληλα, προβάλλοντας αυτές τις χρονικές αναγωγές, η Ν. Κοντούρη αποπειράθηκε σε δεύτερο επίπεδο να προβεί στην επόμενη, εξαιρετικά παράτολμη επιλογή. Παρουσίασε αφαιρετικά την Κασσάνδρα, την κόρη του βασιλιά Πριάμου και της Εκάβης, σαν το πλέον απωθητικό, εφιαλτικό και φρικιαστικό ξόανο. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η μυθική μάντισσα των ανθρώπινων συμφορών μετατράπηκε σε έναν προάγγελο που ανοίγει την αυλαία του υπαρξιακού χάους. Ένα κρανίο ξυρισμένο και ματωμένο, ένα κατασχισμένο νυφικό, ένα σαβανωμένο σώμα που άσπρισε από το παγερό φιλί του Χάρου συνέθεσαν την εικόνα μίας νύφης που δεν πρόλαβε να γευτεί τον Έρωτα. Εξάλλου, ύστερα από την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κυριεύτηκε ως ύπαρξη από τους δαίμονες που συντρίβουν τους ηττημένους του πολέμου στις συμπληγάδες του εκστατικού πυρετού και των αναπάντητων ερωτηματικών: «Ποιές ανατροπές ορίζουν τους νικητές και τους ηττημένους; Ποιές δυνάμεις εξουσιάζουν την ανθρώπινη μοίρα; Πόσος πόνος χρειάζεται, για να ανανήψει ο άνθρωπος;»…

Η τρίτη τέλος ενδεικτική νεωτεριστική παρέμβαση της Ν. Κοντούρη ευοδώθηκε, όταν η Ελένη Βαροπούλου πρόσθεσε στην εξ ολοκλήρου καινούργια μετάφραση, ένα πρόσθετο εμβόλιμο κείμενο. Στη θέση, συγκεκριμένα, του δεύτερου στασίμου, αρθρώθηκαν με λόγο καθαρό οι μαρτυρίες των 14 αιχμάλωτων γυναικών του χορού, που κάθε μία στάθηκε επί σκηνής, για να ιστορήσει μία παραλλαγή της κοινής τους οδύνης. Χωρίς, λοιπόν, επικίνδυνους πλατειασμούς στο εμβόλιμο κείμενο, ο χορός επιβεβαίωσε ως συλλογικό υποκείμενο τις επισημάνσεις του Αλέξη Σολωμού: «Ο Ευριπίδης ξεφεύγει από το δικό του κανόνα, δημιουργώντας αντί μία τραγωδία, μία πένθιμη ωδή μοιρασμένη σε πολλές φωνές…Υπάρχει μονάχα η ένταση μίας υπέροχης απελπισίας που αρχίζει από την σπαρακτική τρέλα της Κασσάνδρας, κορυφώνεται στο μητρικό θρήνο της Ανδρομάχης (οι Αχαιοί γκρέμισαν τον γιο της Αστυάνακτα από τα τείχη της Τροίας) και καταλήγει στον ψυχικό θάνατο της Εκάβης».
Συνοψίζοντας σχετικά με τις ερμηνείες, η Μαρία Ναυπλιώτου κατάφερε να ισορροπήσει στον παραληρηματικό ρόλο της Ανδρομάχης, ενώ από τους υπόλοιπους ηθοποιούς ξεχώρισε ως Μενέλαος, ο Ηλίας Μελέτης (ο ίδιος είχε συγκλονίσει για την ερμηνεία του, όταν, κατά τη διάρκεια του θεσμού της Πολιτιστικής, είχε συμμετάσχει στο έργο του πατρινού συγγραφέα Κώστα Λογαρά «Η τελευταία μάσκα», σε αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Θ. Τερζόπουλου).
Σε ό,τι αφορά τώρα την εκπληκτική δωρική ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Εκάβης, τα σχόλια δεν ταιριάζουν στη σεμνότητα μίας ηθοποιού που επί 50 χρόνια υπηρέτησε το θέατρο. Απλά, η πρώτη εμφάνιση της στην Επίδαυρο (!) ανταποκρίθηκε πλήρως στην αποστολή της. Σε μία εποχή που πλεονάζει η ελαφρότητα και η ύβρις, ο ρόλος της ήρθε για να μας υπενθυμίσει το κενό που κυριεύει τις ζωές μας, όταν ενδίδουμε στον πειρασμό της αλαζονείας.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Παρακολουθησα την παρασταση στην Επιδαυρο, εκεινη τη μερα που εβρεχε πριν αρχισει. Ευτυχως δεν εβρεξε και παιχτηκε κανονικα! Σε γενικες γραμμες ηταν πολυ ωραια παρασταση, αν και ειχε καποια μικρα μειονεκτηματα ή εστω σημεια που θελαν λιγο προσοχή.
Βρηκα επιτυχημενη την σκηνοθεσια, πολυ ενδιαφερουσα την μεταφραση σε ελευθερη αποδοση ( ειχα διαβασει παλιοτερα διαφορες μεταφρασεις του εργου), με εντυπωσιασε το σκηνικο και τα κουστουμια, η καλή απαγγελία ολων των ηθοποιων και του χορού, το εσωτερικο παιξιμο της Εκαβης- Πρωτοψαλτη οπως και η εντυπωσιακη οπως πάντα ερμηνεια της Ναυπλιώτου. Βρηκα και την ερμηνεια και την αποδοση του ρολου της ωραιας Ελενης πολύ καλή.
Από τους νεωτερισμους, η αντικατασταση ενος στασιμου απο μαρτυριες θυματων πολεμου ηταν ενδιαφερον σημειο και εδενε. Γενικα η μοντερνα, και ως εκ τουτου διαφορετικη αναγνωση του εργου με βρηκε συμφωνο και μου αρεσε, με εξαιρεση την εισαγωγη με την αντικατασταση του ρολου της Αθηνας και του Ποσειδωνα με παιδια που παιζουν με τους ρολους, καπως δεν μου ερχοταν καλα.
Αλλα σημεια που θεωρω μικρα μειονεκτηματα (που ομως δεν ριχνουν την αξια της παραστασης) ηταν το οτι η παρασταση δεν ειχε, παρα λιγη μουσικη επενδυση,πχ η παρουσιαση των χορικων και των στασιμων ήταν κυριως δια της απαγγελιας. Επίσης, καποιοι ηθοποιοι επαιζαν λιγο τηλεοπτικα , κάπως εξωτερικό παιξιμο αντι για εσωτερικό - πχ ο Μενελαος και λίγο η Κασσανδρα ( η οποια ομως παρουσιασε ενδιαφερουσα αποδοση του ρολου, απλα ηταν καπως ατελης). Ο Ταλθυβιος καλος αλλά σε καποια σημεια νομιζω με βαση το κειμενο θα μπορουσε να ειναι λιγοτερο ψυχρος-σκληρος και πιο πολυ διχασμενος, πχ οταν αναγγελει την αποφαση θανατωσης του Αστυανακτα.
Η εκφορα του λογου απο την Ναυπλιωτου με βαση την σκηνοθετικη οδηγια ηταν καπως ιδιορρυθμη, για να παραστησει την σπαστική. Δεν εγινε ομως ιδιαιτερα πετυχημενα. Απο την αλλη, η Πρωτοψαλτη - Εκαβη παρολο που ηταν εξαιρετικη και αρεσε πολυ , κατα ομολογια πολλων δεν εδωσε φωνητικα την τραγικοτητα του ρολου στο βαθμο που θα αναμενοταν- αλλα αυτο ετσι κι αλλιως απαιτουσε μια πιο βροντερη και πιο μπασα φωνη.
Εχοντας δει στον ιδιο ρολο παλαιοτερα την Αννα Συνοδινου η οποια ηταν απιστευτη και ανεπαναληπτη, μοιραια εκανα μεσα μου την συγκριση αλλα και παλι αυτη η αποδοση της Εκαβης ειχε το δικο της χρωμα και την δικη της σπουδαια αξια.

Ανώνυμος είπε...

Ηθελα να προσθεσω στα προηγούμενα οτι σε γενικες γραμμες, η σκηνοθεσία δινοντας μια ωραια μοντερνα οπτική, εδωσε επικαιρο και αφυπνιστικο χαρακτηρα στο εργο, πραγματικα επικαιρο με τους πολέμους που γινονται στις μερες μας, εδινε μια ευαισθητοποιηση. Ωστόσο, ειχε καποια σημεια κατα τη γνωμη μου που δεν ηταν στην ιδια σειρα, και απο κριτικες που διαβασα και σε κριτικους φανηκαν αδυνατα αυτα τα σημεια. Π.χ. μια δυνατη κα συνταρακτικη σκηνη του εργου, οπου η Ανδρομαχη μιλα στο παιδι της λιγο πριν της το παρουν για να το σκοτωσουν, αντικατασταθηκε με την Ανδρομαχη να μιλα σε ενα αρκουδακι ενω το παιδι ειναι πισω. Ετσι ομως εχασε η σκηνη αυτη την μεγαλη τραγικοτητα της. Επισης η ομιλια της Ανδρομαχης η οποια μιλαγε σαν σπαστικη για να δειξει οτι εχει χασει τα λογικα της δεν με ικανοποιησε, γιατι απλα εγω, οπως φανταζομαι ολοι μας, εχουμε δει ανθρώπους σε τραγικες στιγμες που κανουν σαν αλλοφρονες ή ανθρωπους με καποια ψυχικα προβληματα, να εχουν πιο δραματικη και πιο συγκλονιστικη εκφορα λογου.
Ο χορος θα μπορουσε να ειχε πει καποιους στιχους τραγουδιστα σαν μοιρολοι, θα εδενε πολυ. Το μοιρολοι ειναι ενα διαχρονικο εθιμο το οποιο εδω κολλαει απολυτα.
Το παραξενο ντυσιμο της Κασσανδρας εδενε με την εκσταση στην οποια υποτιθεται με βαση το εργο οτι εχει πεσει, αν και δεν επρεπε κατα τη γνωμη μου να εμφανιστει γυμνοστηθη γιατι η Κασσανδρα ειναι ιερεια, η οποια προσφατα ατιμαστηκε απο τον Αιαντα, και η οποια μιλα και για το ηθος των Τρωων που επεσαν τιμια, δηλαδη ο ρολος εχει ενα ηθικο background με το οποιο δεν κολαει και τοσο μια γυμνη εμφανιση, εξαλλου στα αρχαια χρονια γυμνες απεικονιζονταν μονο οι θεες ή εταίρες.
Αλλα και η εισαγωγη με τα παιδια που παιζουν και διαβαζουν ενα βιβλιο με τους ρολους των θεων Ποσειδωνα και Αθηνας ηταν κατα τη γνωμη μου ατυχης, γιατι συμφωνα με το εργο οι θεοι δειχνουν τον αποτροπιασμο τους για τα εγκληματα πολεμου και προμηνυουν τιμωριες. Η αλλαγη αυτη αλλαξε το feeling που αφηνει το εργο.
Τελος, η διαρκεια του εργου ηταν μικρη σχετικα. Θα μπορουσαν ενδεχομενως να ειπωθουν καποια δυνατα λογια του εργου πιο αργα, πιο βαρυσημαντα, γιατι μου φανηκε οτι καποιοι δυνατοι στιχοι περασαν λιγο γρηγορα. Επισης αν ειχε μπει πιο πολλη μουσικη και μοιρολοι θα ειχε παραταθει λιγο ο μικρος χρονος του εργου.

Related Posts with Thumbnails