Πριν ένα, σχεδόν, μήνα η κ. Αθηνά Κακούρη έκανε μια θαυμάσια, από πάσης απόψεως, ομιλία στον Μορφωτικό Σύλλογο Κυριών Πατρών. Είχα προβεί σε σχετική ανάρτηση, αλλά τώρα είμαι ευτυχής διότι κατόπιν αδείας και εγκρίσεως της κ. Κακούρη, δημοσιεύω εδώ στην Ιδιωτική Οδό, κατ' αποκλειστικότητα, ολόκληρη την ομιλία της.
Την ευχαριστώ θερμότατα για την εμπιστοσύνη της και την αγάπη της. Αντεύχομαι από καρδιάς στην κ. Αθηνά τα κάλλιστα και κράτιστα!
Γέφυρες με το παρελθόν
Σε εποχές προϊστορικές, τον καιρό δηλαδή που πήγαινα στην προτελευταία τάξη του τότε Γυμνασίου, ένας ιδιότυπος ελληνιστής που είχαμε –να σκεφτείτε ότι μας μιλούσε με το μικρό όνομα αλλά στον πληθυντικό!– ανέλαβε να μας κάνει και Ιστορία, και στο τέλος του εξαμήνου μάς οργάνωσε τη Δίκη της Ιστορίας. Δηλαδή ξεχώρισε τέσσερα παιδιά και τους ανέθεσε το κατηγορητήριο της Ιστορίας, άλλα τέσσερα στα οποία ανέθεσε την Υπεράσπιση, ενώ τα υπόλοιπα ήταν οι ένορκοι, που είχαν δικαίωμα να θέτουν ερωτήσεις και που στο τέλος θα έβγαζαν την ετυμηγορία.
Την σύνοψη την είχε αναλάβει ο ίδιος, ως δικαστής.
Έτσι όλοι εξαναγκαστήκαμε να σκεφτούμε για την Ιστορία.
Σπεύδω εδώ να πω ότι μεγάλα μυαλά έχουν προσπαθήσει να αναλύσουν τα προβλήματα της ιστοριογραφίας, μεγάλοι ιστορικοί έχουν γράψει διαφορετικά είδη Ιστορίας, και τα θέματα που αφορούν την Ιστορία –πώς πρέπει να γράφεται, πώς πρέπει να διδάσκεται και χίλια δυο άλλα– συζητούνται επί αιώνες κι ακόμη μένουν ανοιχτά.
Εγώ δεν θα μπορούσα να σας μιλήσω για όλ’ αυτά ως ειδικός. Αλλά με απασχολούν, πρώτον ως άνθρωπο σκεπτόμενο και δεύτερον επειδή αναγκάζομαι, στην δουλειά που διάλεξα να κάνω –το γράψιμο ιστορικών μυθιστορημάτων– να αντιμετωπίζω μερικά απ’ αυτά και να τα λύνω με κάποιον τρόπο.
Οι σκέψεις λοιπόν που θα μοιραστώ μαζί σας είναι ενός... –πώς να το πω– πρακτικού γιατρού.
Εγώ δεν θα μπορούσα να σας μιλήσω για όλ’ αυτά ως ειδικός. Αλλά με απασχολούν, πρώτον ως άνθρωπο σκεπτόμενο και δεύτερον επειδή αναγκάζομαι, στην δουλειά που διάλεξα να κάνω –το γράψιμο ιστορικών μυθιστορημάτων– να αντιμετωπίζω μερικά απ’ αυτά και να τα λύνω με κάποιον τρόπο.
Οι σκέψεις λοιπόν που θα μοιραστώ μαζί σας είναι ενός... –πώς να το πω– πρακτικού γιατρού.
Ξαναγυρίζω στην πρώτη εκείνη συνάντησή μου με τα θέματα της Ιστορίας.
Θυμάμαι ακόμη πόσο γρήγορα η δική μου ομάδα, που την υπερασπιζόταν, κατέληξε διά της εις άτοπον απαγωγής, που λέμε στα μαθηματικά, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η παραμικρή εξέλιξη χωρίς τη γνώση των παρελθόντων – και Ιστορία είναι γνώση των παρελθόντων.
Αυτό δε –ανακαλύψαμε– ισχύει σε όλα – τόσο στην αστροφυσική όσο και στη μαγειρική, στην τριγωνομετρία όσο και στο φουτμπώλ, την φιλοσοφία, την ποίηση, την βρεφοκομία, τη ναυσιπλοια... Διαδοχικές γέφυρες είναι τα πάντα, με το ένα σκέλος στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον, γιατί αυτό που παρέλαβες πρέπει και να μπορείς να το μεταβιβάσεις, προσθέτοντας κάποτε και κάτι δικό σου – αλλά να το μεταβιβάσεις, αλλιώς θα πεθάνει.
Τίποτα, μα τίποτα απολύτως, δεν μπορεί να σταθεί ξεκρέμαστο – τα πάντα πρέπει να ακουμπούν στο προηγούμενο, να τρέφονται απ’ αυτό και να τροφοδοτούν το μεταγενέστερο. Το αποκομμένο είναι καταδικασμένο να πεθάνει.
Εντούτοις η κατηγορία είχε παρατάξει πολλά επιχειρήματα, εκ των οποίων το ισχυρότερο ήταν ότι με την Ιστορία διαιωνίζονται μίση, που γεννούν διωγμούς και πολέμους. Η Ιστορία δεν αφήνει τη γη μας να ησυχάσει.
Βλέπω ήδη στο βλέμμα μερικών σημάδια ότι αναγνωρίζουν εδώ τα αίτια του θορύβου που δημιουργήθηκε πριν από δυο μόλις χρόνια γύρω από την Ιστορία και ένα ορισμένο διδακτικό της βιβλίο.
Πολλά πράγματα συζητήθηκαν τότε με πολλήν έξαψη.
Η έξαψη είναι καλή, γιατί δραστηριοποιεί ολόκληρο το είναι μας, και το μυαλό και την καρδιά. Μάλιστα. Η έξαψη είναι αρίστη, αρκεί να περιορίζεται σε ανταλλαγή απόψεων –ζωηρά, αν θέλετε, ακόμη και με φωνή πότε πότε λιγάκι υψωμένη– παύει όμως να είναι έστω και κατ’ ελάχιστον καλή, όταν ξετραχηλίζεται σε πράξεις βίας – τις είδαμε κι αυτές πρόσφατα – δυστυχώς.
Στην ουσία του το πρόβλημα παραμένει: κάνει περισσότερο καλό από κακό η Ιστορία;
Υποψιάζομαι πως πρόβλημα βλέπουμε μόνον επειδή δεν θέσαμε σωστά τα δεδομένα του. Η Ιστορία είναι μια επιστήμη – επιστήμη σημαίνει κάτι που επιδέχεται αποδείξεις αλλά και αντίλογο, κάτι που προχωρεί με διαρκή διάλογο, κάτι που η έρευνά του δεν εξαντλείται ποτέ.
Σπανίως οι επιστήμονες διαφωνούν ως προς τα στοιχεία της Ιστορίας – από τον καιρό που υπάρχουν γραπτές πηγές, είναι γνωστό το πότε έγινε η τάδε μάχη, σε τι συνίστατο ο πλούτος της τάδε περιοχής, ποιος βασίλεψε πότε και με τι μέσα απέκτησε το θρόνο του... Μια φορά στα τόσα έρχεται και κάτι καινούργιο να προστεθεί –μία νέα πηγή ίσως– κι έτσι η γνώση των παρελθόντων πλουτίζεται. Οι διαφωνίες αφορούν τη σύνθεση των στοιχείων, την αξιολόγηση και τελικά την ερμηνεία τους. Τι αποτέλεσμα είχε η μάχη που έγινε τότε; Τι έκρινε τη νίκη; Τι προκάλεσε την ήττα; Αυτός που νίκησε μήπως τελικά δεν κέρδισε παρά μια πύρρειο νίκη και κατήντησε χειρότερα από πριν;
Ο κάθε ιστορικός συλλέγει τα στοιχεία του, τα επεξεργάζεται και τα διασταυρώνει, καταλήγοντας σε κάποια εικόνα, την οποία και παρουσιάζει. Έχει κάμει τη δουλειά του όσο πιο ευσυνείδητα μπορεί, και πιστεύει στα συμπεράσματά του. Αλλά δεν αποκλείεται να έρθει ένας άλλος και να τα αναιρέσει.
Χωρίς έπαρση λοιπόν, με ανοιχτό μυαλό –προσδοκώντας πάντα το απροσδόκητο– μελετάς, και συχνά μελετώντας κλαις – γιατί η Ιστορία είναι γεμάτη τραγικότητα, γεμάτη από ευκαιρίες χαμένες, κολοσσιαίες ανοησίες, χιλιάδες ζωές χαραμισμένες.
Κλαις λοιπόν. Υπάρχουν και στιγμές που χαίρεσαι.
Αλλά ούτε τα δάκρυά σου ούτε κανένα από τα άλλα αισθήματα που σου προκαλούν εκείνα τα περασμένα γεγονότα αποτελούν Ιστορία. Η ίδια η Ιστορία είναι ψυχρή κι αμέτοχη. Είναι σαν τους αριθμούς – δέκα και δέκα κάνουν είκοσι, πράγμα ευχάριστο για μένα, επειδή σημαίνει πως διπλασίασα τα κέρδη μου, και δυσάρεστο για κάποιον άλλον, για τον οποίον σημαίνει πως η πίεσή του από το δέκα ανέβηκε στο είκοσι.
Καταλαβαίνετε ήδη πού θέλω να καταλήξω: Εάν προσθέτουμε πάθη στην αφήγηση των παρελθόντων, τότε αυτό που κάνουμε είναι ίσως προπαγάνδα, είναι ίσως θρήνος, είναι ίσως εγερτήριο σάλπισμα, αλλά Ιστορία δεν είναι.
Σύμφωνοι. Αλλά μήπως για τη δική μας την Ιστορία έχουμε άλλες απαιτήσεις; Μήπως εκεί τα αισθήματα κυριαρχούν – κι αυτός ήταν ο λόγος που θυμώσαμε διαβάζοντας για τον συνωστισμό στην παραλία της Σμύρνης. Αλλά για σταθείτε! Το ίδιο δεν θα θυμώναμε αν διαβάζαμε πως οι Εβραίοι συνωστίσθηκαν στο Άουσβιτς ή οι Ρώσοι στα γκουλάγκ ή οι επιβάτες του Τιτανικού μεσοπέλαγα;
Τι συμβαίνει λοιπόν; Συμβαίνει ότι δεν προσεβλήθη μόνον ένα –υπέρμετρο κατά μερικούς– αίσθημα εθνικισμού. Προσεβλήθη μαζί –και κυρίως– ο κοινός μας νους και το αίσθημα του ανθρωπισμού μας. Στην παραλία της Σμύρνης έγιναν τραγικά γεγονότα – των οποίων την τραγικότητα η Ιστορία δεν μπορεί να αγνοεί.
Η Ιστορία –όπως και κάθε άλλη επιστήμη– απαιτεί ακρίβεια στην διατύπωση και σαφήνεια στις εκφράσεις. Η συγγραφή της Ιστορίας δεν γίνεται πρόχειρα και στο περίπου. Αρκεί να διαβάσουμε μια σελίδα του Θουκυδίδη για να έχουμε το υπόδειγμα προς το οποίο πρέπει να τείνουμε.
Γενικότερα όμως –και πέρα από τέτοιες αστοχίες– υπάρχει σήμερα πλέον το αίτημα να γράφεται για τα σχολεία μια Ιστορία που να οδηγεί τους λαούς σε συμφιλίωση και όχι σε εχθροπάθεια.
Αίτημα σεβαστό. Η εφαρμογή του όμως; Εδώ μπαίνουμε σε θέματα πολύ περίπλοκα – το πώς γράφει κάθε λαός την ιστορία του, και ειδικότερα την ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία του – θέματα που απαιτούν εξειδίκευση και όπου εγώ δεν θα μπω γιατί δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις. Ένα όμως είναι κοντά στο νου: ότι το μονομερές «συμφιλιωτικό» ξαναγράψιμο της Ιστορίας μοιάζει με τον μονομερή αφοπλισμό – προκαλεί δηλαδή παρανοήσεις, οργή και τελικά αναζωπύρωση παθών.
Για το ταγκό χρειάζονται δυο! Κι αν δυο λαοί αποφασίσουν να απαλύνουν τις συγκρούσεις που τους χώρισαν στο παρελθόν, τότε θα καθίσουν ειδικοί και από τις δύο πλευρές και, μετά από πολλή σκέψη και συζητήσεις και συμβιβασμούς, θα καταλήξουν σ’ ένα κείμενο όπου τα γεγονότα μεν θα προβάλλονται καθαρά, προκαλώντας όμως το δυνατόν λιγότερο πάθος.
Αυτό –απ’ ό,τι ξέρω– έκαναν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Δεν το έκανε ένα άτομο, δεν το έκανε μία πλευρά μόνον. Δούλεψαν μαζί και επί χρόνια. Και με ειλικρίνεια, που την απεδείκνυαν οι πράξεις τους: οι Γερμανοί δεν έκαναν ολοένα παραβάσεις του εναερίου χώρου των Γάλλων ούτε οι Γάλλοι χαρακτήριζαν γκρίζες ζώνες περιοχές της Γερμανίας. Τέτοιες συμφιλιωτικές κινήσεις απαιτούν την γενικότερη καλλιέργεια ενός κλίματος, που να μην είναι συγκρουσιακό.
Εξάλλου όμως, κοντά στο νου του καθενός μας είναι ότι κάποια ταύτιση της κάθε γενιάς με τις προηγούμενές της, κάποιο αίσθημα κοινής καταγωγής και μοίρας πρέπει να συντηρείται, αν ένας λαός θέλει να διασώζει την ταυτότητά του. Το διδακτικό βιβλίο της Ιστορίας θα είναι λοιπόν, αναγκαστικά, ένα ιδιότυπο βιβλίο Ιστορίας.
Αλλά αρκεί για τη διάσωση της ταυτότητος ενός έθνους, ενός λαού, το βιβλίο που διδάσκει στα παιδιά την Ιστορία του;
Έστω ότι όλα λειτουργούν τέλεια και το Ελληνόπουλο, τελειώνοντας το Λύκειο, έχει μια πολύ καλή γνώση της αρχαίας, της ελληνιστικής, της βυζαντινής και της νεωτέρας Ιστορίας. Αρκεί αυτό; Η γνώση της;
Θα έλεγα πως όχι – όχι μόνη της.
Μπορεί να ξέρω θαυμάσια τη γαλλική ιστορία αλλά αυτό δεν με κάνει να νοιώθω Γάλλος. Το αίσθημα πως ανήκεις κάπου, σε μια πατρίδα, δεν εξαρτάται από τις γνώσεις σου περί αυτής.
Για δείτε εμάς τους Έλληνες: ζήσαμε πολλές εκατονταετίες χωρίς να διδασκόμαστε από πουθενά την Ιστορία μας – χωρίς κράτος, χωρίς διδακτικά βιβλία, αναλφάβητοι οι περισσότεροι από μας. Έπρεπε να έρθει ο Παπαρρηγόπουλος, στα τέλη του 19ου αιώνος –και όταν πια είχε ήδη ιδρυθεί ένα νέο ελληνικό κράτος–, για να δώσει με την τεράστια ιστορική του εργασία μια εικόνα συνοχής και συνέχειας μεταξύ γεγονότων και πληθυσμών που απείχαν πολύ μεταξύ τους, τόσο χρονικά όσο και τοπικά και πολιτισμικά ακόμη. Να την δώσει στο χαρτί και ως επιστημονική θεωρία.
Η συνοχή και η συνέχεια εντούτοις υπήρχε ήδη. Πώς είχε συγκρατηθεί τόσο πολλούς αιώνες; Τι την είχε θρέψει;
Ο Καρκαβίτσας, σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα θαλασσινά του διηγήματα, περιγράφει πως εκεί που το καράβι του –με πανιά, φυσικά– κατέβαινε το Αιγαίο φορτωμένο στάρι απ’ τη Ρωσία για τον Πειραιά, κάτι αλλόκοτο έγινε στην ατμόσφαιρα, και μέσα από μια θάλασσα που είχε γίνει πορφυρή κάτω από έναν ουρανό φλογισμένο, πετάχτηκε μια πανώρια γυναίκα θεόρατη, που άπλωσε το χέρι στην κουπαστή του πλοίου, το σταμάτησε και ρώτησε:
«Ναύτη, καλέ ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Ο ναύτης, σαστισμένος, ψέλλισε πως ο Μεγαλέξανδρος είχε πεθάνει από καιρό, κι ούτε ίχνος του δεν υπήρχε πλέον.
Τότε μονομιάς η πανώρια γυναίκα έγινε τέρας φολλιδωτό, και χτύπησε την ουρά της στη θάλασσα σηκώνοντας βουνό το κύμα. Και θα το βούλιαζε το πλοίο του, αν ο ναύτης δεν καταλάβαινε εγκαίρως πως αυτή ήταν η αδελφή του Μεγαλέξανδρου, η Γοργόνα που ήπιε το αθάνατο νερό, κι από τότε τριγυρνάει τα πέλαγα ζητώντας να μάθει αν ζει ο αδερφός της – όχι το σαρκίον του αλλά η ανάμνησή του. Ζητάει να μάθει αν ζει η δόξα και το μεγαλείο του Μεγαλέξανδρου.
«Ζει και βασιλεύει», της φώναξε τότε ο ναύτης, «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!»
Αν ήμουν δασκάλα σήμερα, θα διάβαζα με τα παιδιά και θα ανέλυα αυτό το διήγημα, όχι μόνον επειδή είναι καλή λογοτεχνία, αλλά και διότι εικονογραφεί εκείνο το άλλο είδος της Ιστορίας, αυτό που θάλπει την ψυχή, ενισχύει το αίσθημα της ταυτότητος και αποκαλύπτει τις γέφυρες, τις πολλές και διάφορες γέφυρες, που έχτιζε αυτός ο κόσμος μας, γενιά με γενιά, για να συνδέεται με το παρελθόν του.
Η ισχυρότερη και μεγαλύτερη γέφυρα υπήρξε, βεβαίως, για τον Ελληνισμό η Εκκλησία. Οι Τούρκοι, ως τον βολικότερο τρόπο ελέγχου των πληθυσμών που είχαν κατακτήσει και τους οποίους ήθελαν να φορολογούν, τους χώρισαν σε Γένη, με επί κεφαλής τον θρησκευτικό τους αρχηγό – Αρμένιο, Ιουδαίο και τον δικό μας, τον Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Η οργάνωση της Εκκλησίας μας στάθηκε ένα Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Αυτή έδωσε ένα αίσθημα κοινής καταγωγής και μοίρας στους Ρωμιούς από την Καππαδοκία στα Επτάνησα κι από το Δούναβη στην Κρήτη – δίχως να ξεχωρίζει μέσα στην αγκαλιά της τον Αλβανό από τον Σύρο, τον Βούλγαρο από τον Έλληνα ή τον Αρμένιο –κατά την βυζαντινή παράδοση–, ενώ με τη διαρκή χρήση της στο ναό συντήρησε την ελληνική γλώσσα ζωντανή.
Εντούτοις η Εκκλησία δεν ήταν η μόνη.
Γέφυρες ήταν και οι σκοποί της φλογέρας στα βουνά, οι ρυθμοί των λαϊκών χορών, γέφυρες οι νηστείες, τα παραμύθια, τα έθιμα του γάμου, τα δημοτικά τραγούδια, τα σχέδια του αργαλειού πάνω στα υφαντά, γέφυρες κατ’ εξοχήν τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια. Στον κόσμο όπου γεννιόσουν σε υποδεχόταν ένας Ελληνισμός –κατακερματισμένος, υπόδουλος, κουρελής, αλλά λαμπρός ως προς την ελληνικότητά του– και ο ίδιος αυτός λαμπρός ελληνικός κόσμος σε συνόδευε στο ξόδι.
Λειτούργησαν δηλαδή, και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά, οι πολυάριθμες γέφυρες που εξασφαλίζουν εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάζουμε ιστορική μνήμη. Εκείνο το κάτι που θυμάται το κύτταρό σου, η νοσταλγία που άθελά του παίρνει μαζί του ο ξενιτεμένος, το άρωμα της βασιλόπιτας, το τσάμικο στο αίμα σου, το πλήθος εκείνο τα ακαθόριστα πράγματα, που σε κάνουν να λες «εγώ είμαι Ρωμιός».
Ο ναύτης που διαλαλούσε πως ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, δεν είχε γνώση της ιστορίας – δεν ήξερε ποια βυζαντινή δυναστεία διαδέχθηκε τους Κομνηνούς, και πώς η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταλλάχθηκε σε κάτι ελληνικότατο, και ίσως να μην ήξερε καν πότε ακριβώς έγινε η Ελληνική Επανάσταση.
Αλλά ήξερε πως ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει, γιατί είχε μια αίσθηση ταυτότητος, είχε την επίγνωση πως είναι Ρωμιός κι ως Ρωμιός πηγαινοερχόταν άνετα πάνω στις γέφυρες των μύθων του.
Αυτή η τάση της γεφυροποιίας –αυτή η ανάγκη να δημιουργείς και να κρατάς επαφή με κάτι που σου γνέφει από το απώτατο παρελθόν σου– φανερώνεται σήμερα περισσότερο στους ξενιτεμένους μας. Οι ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό, ενώ –δυστυχώς– χάνουν τη γλώσσα τους, δραστηριοποιούνται με άλλους τρόπους να διατηρήσουν ζωντανή την ιστορική τους μνήμη.
Εμείς εδώ περάσαμε μια φάση καταστροφής κάθε γέφυρας – κι ίσως να μην έχει ακόμη τελειώσει αυτή η θλιβερή περίοδος. Μέσα στην καταιγίδα των ριζικών αλλαγών, οικονομικών και κοινωνικών και δημογραφικών, που αναγκαστικά ζούμε κι εμείς, παρασυρθήκαμε να κατεδαφίσουμε γέφυρες, που θεωρήσαμε περιττές –αν όχι και βάρος– για την εξόρμησή μας προς τα εμπρός.
Αυτά είναι φαινόμενα που δεν περιορίζονται στον τόπο μας και αποτελούν προβλήματα τεράστια σε πολλές χώρες.
Για μας εδώ εντούτοις, τώρα που πάψαμε να διαβάζουμε τον Ερωτόκριτο και την Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, που δεν πολυπηγαίνουμε στην εκκλησία, και οι κουζίνες μας δεν πολυδουλεύουν, που δεν δουλεύουμε όλοι μαζί τραγουδώντας, που τα παιδάκια μας τα τρέχουμε στις ξένες γλώσσες και το μπαλέτο, και όχι αργαλειό αλλά ούτε καν βελόνι δεν τους δείχνουμε πως να πιάσουνε, που δεν τα νανουρίζουμε ούτε τους λέμε παραμύθια, εμείς λοιπόν τι μέσα έχουμε να συντηρήσουμε την ιστορική μας μνήμη;
Αυτό είναι ερώτημα που θέτει ο καθένας μας στη συνείδησή του. Και του δίνει τις απαντήσεις που μπορεί. Έτοιμες δεν υπάρχουν. Δεν είναι καν εξασφαλισμένο ότι θα την διατηρήσουμε αυτήν την ιστορική μνήμη, το αίσθημα της ταυτότητός μας. Τα πάντα εξαρτώνται από μας – δηλαδή από τον καθένα μας. Τι πράττει και τι παραμελεί να πράξει.
Αυτές είναι σκέψεις που τρομάζουν. Και καλώς τρομάζουν – γιατί απαιτούν από τον καθένα μας να αναλάβει τις ευθύνες του. Είναι όμως και ζωογόνες, γιατί μας λένε πως κανένας μας δεν μπορεί να ξεγνοιάσει αλλά και κανένας δεν είναι περιττός, κι όλοι έχουν μερίδιο στην προσπάθεια.
Ολόγυρά μας βλέπουμε πολλά φαινόμενα αρνητικά – η νέα μανία να γράφουμε με λατινικά στοιχεία το Mega κανάλι, το Megaron Plus, το Hondos Center – πού είσαι Ψαθά να γράψεις μια νέα Μαντάμ Σουσού! Το παπούτσι που είναι καλύτερο επειδή είναι ιταλικό, το βιβλίο που θαυμάζουμε επειδή μάθαμε πως θαυμάστηκε στη Βραζιλία, η τάση μας να απαξιώνουμε ανεξέλεγκτα καθετί ντόπιο – αυτή κυρίως που την καλλιεργούμε και μας καλλιεργείται, μια ατελεύτητη γκρίνια που καταντά να μας τσακίζει το ηθικό και να μας τυφλώνει.
Εντούτοις δεν τα πάμε τόσο άσκημα, βρε αδερφέ μου! Αν προσέξουμε, μαζί με όλα τα αρνητικά θα δούμε και τα θετικά: την αναζωπύρωση πανηγυριών και παραδοσιακών επετείων, ημερίδες και διημερίδες υψηλής ποιότητος σε μικρά μέρη, ένα νέο και ζωηρό ενδιαφέρον για τους παραδοσιακούς χορούς και τη μελέτη της λαϊκής μουσικής, λαογραφικά μουσεία εξαιρετικά προσεγμένα σε επαρχιακές πόλεις, θα δούμε τους πολυάριθμους συνεταιρισμούς γυναικών που κατασκευάζουν και πουλούν μαρμελάδες καλύτερες απ’ τις εγγλέζικες, και ζυμαρικά που συναγωνίζονται τα Βαρίλα...
την Άννα Κοκκίνου, που μας καθήλωσε σε άβολες καρέκλες δυο ώρες να ακούμε Βιζυηνό και να μη θέλουμε να τελειώσει, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού του Εφραίμογλου, στην Πειραιώς χαμηλά, με τις ιστοσελίδες του, τις βιβλιοθήκες του, την εκπληκτική αίθουσα εικονικής πραγματικότητος και χίλια άλλα που προσηλώνουν το μάτι και δραστηριοποιούν το μυαλό...
Η αύξηση του ενδιαφέροντος για το παρελθόν μας είναι εντυπωσιακή – βλέπουμε τηλεοπτικές σειρές ελληνικής ιστορίας –της πρόσφατης εννοώ, όχι της αρχαίας– και ελληνικά μυθιστορήματα των αρχών και της μέσης του περασμένου αιώνος, και ένα πλήθος εικονογραφημένα βιβλία δίνουν στα μάτια μας μια τροφή που μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε καθόλου.
Η Ιστορία του Μαρκεζίνη, που κυκλοφόρησε εδώ και σαράντα χρόνια, μας έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να δούμε φυσιογνωμίες. Στους τοίχους των σχολείων μας υπήρχαν βέβαια, κατά κανόνα, κάδρα με τις μορφές των ηρώων του ’21, λιθογραφίες των πινάκων του Βαυαρού Χες. Έβλεπες πότε πότε και μερικές άλλες – ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Τσώρτσιλ... κι αυτό ήταν όλο. Τα ονόματα δεν συνοδεύονταν από μορφές, και μόνον με το έργο του Μαρκεζίνη είδαμε –και εξοικειωθήκαμε– με τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τον τόπο μας.
Σήμερα είναι προσιτό το καθετί – πλήθος τα αντίγραφα πινάκων, τα λευκώματα με φωτογραφίες, οι ειδικές εκδόσεις, η Ελληνική Ζωγραφική του 19ου αι., το Τατόι, ο τάδε ζωγράφος, ο δείνα γλύπτης, η Αθήνα του 1950, η Πάτρα του 1900...
Παρατηρούμε επίσης την αύξηση του ενδιαφέροντος για το ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίον θα έπρεπε μάλλον να το λέω μυθιστόρημα εποχής. Πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα που δεν αναφέρεται αναγκαστικά σε πολέμους, ολοκαυτώματα, μάχες και σφαγές, αλλά στη ζωή όπως ήταν μια περασμένη εποχή, σε μικρά καθημερινά γεγονότα ή σε μεγάλα, όπου όμως το βάρος πέφτει στα άτομα, πώς έζησαν και πώς υπέστησαν αυτά τα γεγονότα.
Το είδος είχε πάντα θιασώτες. Τέτοια μυθιστορήματα άρχισαν να γράφονται με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπογραμμένα από μεγάλα ονόματα της ελληνικής πεζογραφίας. Σήμερα όμως το μυθιστόρημα εποχής καλλιεργείται με ένταση και σε πολύ μεγάλη έκταση, αφού βλέπουμε ότι οι περισσότεροι συγγραφείς του, είτε επανειλημμένως είτε μια φορά, έχουν ασχοληθεί με την προσπάθεια να μας δώσουν μια εικόνα της ζωής των προπατόρων μας, ενώ στην τηλεόραση προβάλλονται πλέον ταινίες εποχής πολύ περισσότερο φροντισμένες απ’ ό,τι ήταν οι ελάχιστες παλαιότερες, με περισσότερη πιστότητα στα ρούχα και στα ντεκόρ.
Καμιά φορά οι εξωφρενικές συνθήκες που φαντάζονται οι δημιουργοί τους ότι υπήρξαν κάποτε εδώ, καθώς και οι αλλοπρόσαλλες αναφορές τους σε ιστορικά πρόσωπα, μας κάνουν να τραβούμε τα μαλλιά μας. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθω.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω πως αυτός που θα γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα καλύτερα να μην παρασυρθεί να θεωρήσει τον εαυτό του ιστορικό. Η δουλειά του ιστορικού είναι άλλη – και πρέπει να καταλήγει σε εικόνες γενικές και καλά ζυγιασμένες και πλήρεις. Tο ιστορικό μυθιστόρημα όμως αφήνει στον συγγραφέα του όλη την ελευθερία να επιλέξει την πλευρά που θέλει και να εμπλέξει αισθήματα στην αφήγησή του, δεδομένου ότι –ως μυθιστόρημα που είναι– ασχολείται με άτομα κυρίως, το κύριο αντικείμενό του είναι τα συναισθήματα και οι πράξεις που υπαγορεύονται από αυτά τα συναισθήματα. Επίσης ελεύθερος είναι ο συγγραφέας να αφήσει –αν θέλει– να διαφαίνονται και οι δικές του συναισθηματικές αντιδράσεις προς τα παλαιά γεγονότα που περιγράφει, όπως και οι απόψεις του για κάθε κοινωνικό φαινόμενο.
Μ’ άλλα λόγια ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος θα χειριστεί το υλικό του ακριβώς όπως και ο συγγραφέας ενός κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου μυθιστορήματος. Θα ντύσει τις ιδέες του με μυθιστορηματικά πρόσωπα και θα τα κινήσει έτσι ώστε να διατυπώνει τις απόψεις του. Και –πράγμα που στον ιστορικό δεν επιτρέπεται– έχει το δικαίωμα να είναι μονομερής.
Τα λογοτεχνικά κριτήρια για το ιστορικό μυθιστόρημα είναι τα ίδια όπως και για κάθε άλλο μυθιστόρημα – το ύφος, η πλοκή, η τεχνική, η δύναμη της περιγραφής των χαρακτήρων. Και φυσικά η πιστότης. Το κοινωνικό μυθιστόρημα που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα των κοινωνικών φαινομένων χάνει κάτι από την αξία του. Το ψυχολογικό μυθιστόρημα που καταπιάνεται με ανύπαρκτες ψυχικές καταστάσεις χάνει κάτι από την αξία του. Το ιστορικό μυθιστόρημα που παραβλέπει τα ιστορικά δεδομένα χάνει πολύ, μα πολύ κατά τη γνώμη μου (γιατί δεν τη συμμερίζονται όλοι), χάνει λοιπόν πολύ από την αξία του, διότι εγώ το βλέπω ως ένα μέσον ενισχυτικό της ιστορικής μνήμης, ενισχυτικό του οποίου ειδικά εμείς οι Έλληνες έχουμε μεγάλη ανάγκη.
Ας μην ξεχνούμε ότι η γλώσσα μας μιλιέται τέσσερις χιλιάδες χρόνια και η Ιστορία μας είναι ένα με την ιστορία της γλώσσας μας. Μυκηναίους βρίσκουμε να την πρωτομιλούν, οι κλασικοί την φέρνουν στο αποκορύφωμα της αίγλης της, στους ελληνιστικούς χρόνους γίνεται η κοινή γλώσσα της τότε υφηλίου, οι Βυζαντινοί την υιοθετούν και την πλουτίζουν –μεταξύ άλλων– με μεγάλης ποιητικής αξίας θρησκευτικά κείμενα, και στις ημέρες μας σ’ αυτήν έγραψαν μέγιστοι ποιηταί, με κορυφαίο τον παγκόσμιας ακτινοβολίας Κωνσταντίνο Καβάφη.
Τέσσερις χιλιάδες χρόνια είναι μακρά – πολύ μακρά αυτή η Ιστορία μας. Τι να πρωτομάθει και τι να πρωτοθυμηθεί ο Έλληνας;
Τα καλά λοιπόν ιστορικά μυθιστορήματα προσφέρουν και μια υπηρεσία. Τι εννοώ καλά:
Όπως είπαμε, τα ιστορικά γεγονότα επιδέχονται διάφορες ερμηνείες, αλλά πάντα μέσα στα όρια των όσων έχει δώσει η έρευνα. Δεν μπορείς, σήμερα πλέον, να ψάλλεις «έως πότε κωφός Βαυαρός θα βυζαίνει την δόλια πατρίδα, σηκωθείτε αδέλφια εμπρός», όταν αναφέρεσαι στον βασιλέα Όθωνα. Αυτές τις αλαλιές τις έλεγε ο ποιητής Παράσχος, ο οποίος, σημειωτέον, λίγα χρόνια αργότερα, έγραψε θρήνο στο θάνατο του ίδιου αυτού βασιλιά. Σήμερα όμως, αν θέλεις να αναφερθείς στον Όθωνα, πρέπει ψύχραιμα να αποτιμήσεις τι οφέλη απεκόμισε η μικρή και εξαθλιωμένη χώρα μας, που έφθανε ώς τη Λαμία, από τον Όθωνα και τους Βαυαρούς, και να τα ζυγιάσεις με τις βλάβες που ενδεχομένως του προκάλεσαν, αλλά και το μέτρον στο οποίο ξένα συμφέροντα, υπηρετώντας τις δικές τους αποκλειστικά βλέψεις, υπεκίνησαν την έξωσή του, με μέσα μεταξύ των οποίων ήταν και ο ανόητος θούριος του Παράσχου για τον «κωφό Βαυαρό».
Μ’ αυτό θέλω να πω ότι, αν γράψεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα, πάνω σε διασταυρωμένα στοιχεία θα το στηρίξεις. Όχι σε αερολογήματα. Και πρέπει να είσαι υπονοιασμένος – πολλά πράγματα υπεκινήθησαν κάποτε από βλαβερά πάθη ή από ξένες βλέψεις. Περιττό να τα διαιωνίζουμε.
Συμπέρασμα; Αν ασχοληθείς με την εποχή που προετοιμάζεται η έξωσις του Όθωνος, θα βάλεις –αν σου χρειάζεται– και τον κόσμο να ψάλλει τον «κωφό Βαυαρό», αλλά δίνοντας συγχρόνως στον αναγνώστη σου τις πληροφορίες εκείνες που οδηγούν στην αλήθεια για έναν βασιλιά που αγάπησε την Ελλάδα μέχρι του θανάτου του, που της χάρισε το Παλάτι όπου στεγάζεται τώρα η Βουλή, και όχι μόνον το αίμα δεν της ρούφηξε αλλά της δάνεισε ποσά, τα οποία μόνον ο Μπίσμαρκ, μετά το 1870, της ζήτησε πίσω.
Θυμάμαι ακόμη πόσο γρήγορα η δική μου ομάδα, που την υπερασπιζόταν, κατέληξε διά της εις άτοπον απαγωγής, που λέμε στα μαθηματικά, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η παραμικρή εξέλιξη χωρίς τη γνώση των παρελθόντων – και Ιστορία είναι γνώση των παρελθόντων.
Αυτό δε –ανακαλύψαμε– ισχύει σε όλα – τόσο στην αστροφυσική όσο και στη μαγειρική, στην τριγωνομετρία όσο και στο φουτμπώλ, την φιλοσοφία, την ποίηση, την βρεφοκομία, τη ναυσιπλοια... Διαδοχικές γέφυρες είναι τα πάντα, με το ένα σκέλος στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον, γιατί αυτό που παρέλαβες πρέπει και να μπορείς να το μεταβιβάσεις, προσθέτοντας κάποτε και κάτι δικό σου – αλλά να το μεταβιβάσεις, αλλιώς θα πεθάνει.
Τίποτα, μα τίποτα απολύτως, δεν μπορεί να σταθεί ξεκρέμαστο – τα πάντα πρέπει να ακουμπούν στο προηγούμενο, να τρέφονται απ’ αυτό και να τροφοδοτούν το μεταγενέστερο. Το αποκομμένο είναι καταδικασμένο να πεθάνει.
Εντούτοις η κατηγορία είχε παρατάξει πολλά επιχειρήματα, εκ των οποίων το ισχυρότερο ήταν ότι με την Ιστορία διαιωνίζονται μίση, που γεννούν διωγμούς και πολέμους. Η Ιστορία δεν αφήνει τη γη μας να ησυχάσει.
Βλέπω ήδη στο βλέμμα μερικών σημάδια ότι αναγνωρίζουν εδώ τα αίτια του θορύβου που δημιουργήθηκε πριν από δυο μόλις χρόνια γύρω από την Ιστορία και ένα ορισμένο διδακτικό της βιβλίο.
Πολλά πράγματα συζητήθηκαν τότε με πολλήν έξαψη.
Η έξαψη είναι καλή, γιατί δραστηριοποιεί ολόκληρο το είναι μας, και το μυαλό και την καρδιά. Μάλιστα. Η έξαψη είναι αρίστη, αρκεί να περιορίζεται σε ανταλλαγή απόψεων –ζωηρά, αν θέλετε, ακόμη και με φωνή πότε πότε λιγάκι υψωμένη– παύει όμως να είναι έστω και κατ’ ελάχιστον καλή, όταν ξετραχηλίζεται σε πράξεις βίας – τις είδαμε κι αυτές πρόσφατα – δυστυχώς.
Στην ουσία του το πρόβλημα παραμένει: κάνει περισσότερο καλό από κακό η Ιστορία;
Υποψιάζομαι πως πρόβλημα βλέπουμε μόνον επειδή δεν θέσαμε σωστά τα δεδομένα του. Η Ιστορία είναι μια επιστήμη – επιστήμη σημαίνει κάτι που επιδέχεται αποδείξεις αλλά και αντίλογο, κάτι που προχωρεί με διαρκή διάλογο, κάτι που η έρευνά του δεν εξαντλείται ποτέ.
Σπανίως οι επιστήμονες διαφωνούν ως προς τα στοιχεία της Ιστορίας – από τον καιρό που υπάρχουν γραπτές πηγές, είναι γνωστό το πότε έγινε η τάδε μάχη, σε τι συνίστατο ο πλούτος της τάδε περιοχής, ποιος βασίλεψε πότε και με τι μέσα απέκτησε το θρόνο του... Μια φορά στα τόσα έρχεται και κάτι καινούργιο να προστεθεί –μία νέα πηγή ίσως– κι έτσι η γνώση των παρελθόντων πλουτίζεται. Οι διαφωνίες αφορούν τη σύνθεση των στοιχείων, την αξιολόγηση και τελικά την ερμηνεία τους. Τι αποτέλεσμα είχε η μάχη που έγινε τότε; Τι έκρινε τη νίκη; Τι προκάλεσε την ήττα; Αυτός που νίκησε μήπως τελικά δεν κέρδισε παρά μια πύρρειο νίκη και κατήντησε χειρότερα από πριν;
Ο κάθε ιστορικός συλλέγει τα στοιχεία του, τα επεξεργάζεται και τα διασταυρώνει, καταλήγοντας σε κάποια εικόνα, την οποία και παρουσιάζει. Έχει κάμει τη δουλειά του όσο πιο ευσυνείδητα μπορεί, και πιστεύει στα συμπεράσματά του. Αλλά δεν αποκλείεται να έρθει ένας άλλος και να τα αναιρέσει.
Χωρίς έπαρση λοιπόν, με ανοιχτό μυαλό –προσδοκώντας πάντα το απροσδόκητο– μελετάς, και συχνά μελετώντας κλαις – γιατί η Ιστορία είναι γεμάτη τραγικότητα, γεμάτη από ευκαιρίες χαμένες, κολοσσιαίες ανοησίες, χιλιάδες ζωές χαραμισμένες.
Κλαις λοιπόν. Υπάρχουν και στιγμές που χαίρεσαι.
Αλλά ούτε τα δάκρυά σου ούτε κανένα από τα άλλα αισθήματα που σου προκαλούν εκείνα τα περασμένα γεγονότα αποτελούν Ιστορία. Η ίδια η Ιστορία είναι ψυχρή κι αμέτοχη. Είναι σαν τους αριθμούς – δέκα και δέκα κάνουν είκοσι, πράγμα ευχάριστο για μένα, επειδή σημαίνει πως διπλασίασα τα κέρδη μου, και δυσάρεστο για κάποιον άλλον, για τον οποίον σημαίνει πως η πίεσή του από το δέκα ανέβηκε στο είκοσι.
Καταλαβαίνετε ήδη πού θέλω να καταλήξω: Εάν προσθέτουμε πάθη στην αφήγηση των παρελθόντων, τότε αυτό που κάνουμε είναι ίσως προπαγάνδα, είναι ίσως θρήνος, είναι ίσως εγερτήριο σάλπισμα, αλλά Ιστορία δεν είναι.
Σύμφωνοι. Αλλά μήπως για τη δική μας την Ιστορία έχουμε άλλες απαιτήσεις; Μήπως εκεί τα αισθήματα κυριαρχούν – κι αυτός ήταν ο λόγος που θυμώσαμε διαβάζοντας για τον συνωστισμό στην παραλία της Σμύρνης. Αλλά για σταθείτε! Το ίδιο δεν θα θυμώναμε αν διαβάζαμε πως οι Εβραίοι συνωστίσθηκαν στο Άουσβιτς ή οι Ρώσοι στα γκουλάγκ ή οι επιβάτες του Τιτανικού μεσοπέλαγα;
Τι συμβαίνει λοιπόν; Συμβαίνει ότι δεν προσεβλήθη μόνον ένα –υπέρμετρο κατά μερικούς– αίσθημα εθνικισμού. Προσεβλήθη μαζί –και κυρίως– ο κοινός μας νους και το αίσθημα του ανθρωπισμού μας. Στην παραλία της Σμύρνης έγιναν τραγικά γεγονότα – των οποίων την τραγικότητα η Ιστορία δεν μπορεί να αγνοεί.
Η Ιστορία –όπως και κάθε άλλη επιστήμη– απαιτεί ακρίβεια στην διατύπωση και σαφήνεια στις εκφράσεις. Η συγγραφή της Ιστορίας δεν γίνεται πρόχειρα και στο περίπου. Αρκεί να διαβάσουμε μια σελίδα του Θουκυδίδη για να έχουμε το υπόδειγμα προς το οποίο πρέπει να τείνουμε.
Γενικότερα όμως –και πέρα από τέτοιες αστοχίες– υπάρχει σήμερα πλέον το αίτημα να γράφεται για τα σχολεία μια Ιστορία που να οδηγεί τους λαούς σε συμφιλίωση και όχι σε εχθροπάθεια.
Αίτημα σεβαστό. Η εφαρμογή του όμως; Εδώ μπαίνουμε σε θέματα πολύ περίπλοκα – το πώς γράφει κάθε λαός την ιστορία του, και ειδικότερα την ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία του – θέματα που απαιτούν εξειδίκευση και όπου εγώ δεν θα μπω γιατί δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις. Ένα όμως είναι κοντά στο νου: ότι το μονομερές «συμφιλιωτικό» ξαναγράψιμο της Ιστορίας μοιάζει με τον μονομερή αφοπλισμό – προκαλεί δηλαδή παρανοήσεις, οργή και τελικά αναζωπύρωση παθών.
Για το ταγκό χρειάζονται δυο! Κι αν δυο λαοί αποφασίσουν να απαλύνουν τις συγκρούσεις που τους χώρισαν στο παρελθόν, τότε θα καθίσουν ειδικοί και από τις δύο πλευρές και, μετά από πολλή σκέψη και συζητήσεις και συμβιβασμούς, θα καταλήξουν σ’ ένα κείμενο όπου τα γεγονότα μεν θα προβάλλονται καθαρά, προκαλώντας όμως το δυνατόν λιγότερο πάθος.
Αυτό –απ’ ό,τι ξέρω– έκαναν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Δεν το έκανε ένα άτομο, δεν το έκανε μία πλευρά μόνον. Δούλεψαν μαζί και επί χρόνια. Και με ειλικρίνεια, που την απεδείκνυαν οι πράξεις τους: οι Γερμανοί δεν έκαναν ολοένα παραβάσεις του εναερίου χώρου των Γάλλων ούτε οι Γάλλοι χαρακτήριζαν γκρίζες ζώνες περιοχές της Γερμανίας. Τέτοιες συμφιλιωτικές κινήσεις απαιτούν την γενικότερη καλλιέργεια ενός κλίματος, που να μην είναι συγκρουσιακό.
Εξάλλου όμως, κοντά στο νου του καθενός μας είναι ότι κάποια ταύτιση της κάθε γενιάς με τις προηγούμενές της, κάποιο αίσθημα κοινής καταγωγής και μοίρας πρέπει να συντηρείται, αν ένας λαός θέλει να διασώζει την ταυτότητά του. Το διδακτικό βιβλίο της Ιστορίας θα είναι λοιπόν, αναγκαστικά, ένα ιδιότυπο βιβλίο Ιστορίας.
Αλλά αρκεί για τη διάσωση της ταυτότητος ενός έθνους, ενός λαού, το βιβλίο που διδάσκει στα παιδιά την Ιστορία του;
Έστω ότι όλα λειτουργούν τέλεια και το Ελληνόπουλο, τελειώνοντας το Λύκειο, έχει μια πολύ καλή γνώση της αρχαίας, της ελληνιστικής, της βυζαντινής και της νεωτέρας Ιστορίας. Αρκεί αυτό; Η γνώση της;
Θα έλεγα πως όχι – όχι μόνη της.
Μπορεί να ξέρω θαυμάσια τη γαλλική ιστορία αλλά αυτό δεν με κάνει να νοιώθω Γάλλος. Το αίσθημα πως ανήκεις κάπου, σε μια πατρίδα, δεν εξαρτάται από τις γνώσεις σου περί αυτής.
Για δείτε εμάς τους Έλληνες: ζήσαμε πολλές εκατονταετίες χωρίς να διδασκόμαστε από πουθενά την Ιστορία μας – χωρίς κράτος, χωρίς διδακτικά βιβλία, αναλφάβητοι οι περισσότεροι από μας. Έπρεπε να έρθει ο Παπαρρηγόπουλος, στα τέλη του 19ου αιώνος –και όταν πια είχε ήδη ιδρυθεί ένα νέο ελληνικό κράτος–, για να δώσει με την τεράστια ιστορική του εργασία μια εικόνα συνοχής και συνέχειας μεταξύ γεγονότων και πληθυσμών που απείχαν πολύ μεταξύ τους, τόσο χρονικά όσο και τοπικά και πολιτισμικά ακόμη. Να την δώσει στο χαρτί και ως επιστημονική θεωρία.
Η συνοχή και η συνέχεια εντούτοις υπήρχε ήδη. Πώς είχε συγκρατηθεί τόσο πολλούς αιώνες; Τι την είχε θρέψει;
Ο Καρκαβίτσας, σ’ ένα απ’ τα πιο όμορφα θαλασσινά του διηγήματα, περιγράφει πως εκεί που το καράβι του –με πανιά, φυσικά– κατέβαινε το Αιγαίο φορτωμένο στάρι απ’ τη Ρωσία για τον Πειραιά, κάτι αλλόκοτο έγινε στην ατμόσφαιρα, και μέσα από μια θάλασσα που είχε γίνει πορφυρή κάτω από έναν ουρανό φλογισμένο, πετάχτηκε μια πανώρια γυναίκα θεόρατη, που άπλωσε το χέρι στην κουπαστή του πλοίου, το σταμάτησε και ρώτησε:
«Ναύτη, καλέ ναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»
Ο ναύτης, σαστισμένος, ψέλλισε πως ο Μεγαλέξανδρος είχε πεθάνει από καιρό, κι ούτε ίχνος του δεν υπήρχε πλέον.
Τότε μονομιάς η πανώρια γυναίκα έγινε τέρας φολλιδωτό, και χτύπησε την ουρά της στη θάλασσα σηκώνοντας βουνό το κύμα. Και θα το βούλιαζε το πλοίο του, αν ο ναύτης δεν καταλάβαινε εγκαίρως πως αυτή ήταν η αδελφή του Μεγαλέξανδρου, η Γοργόνα που ήπιε το αθάνατο νερό, κι από τότε τριγυρνάει τα πέλαγα ζητώντας να μάθει αν ζει ο αδερφός της – όχι το σαρκίον του αλλά η ανάμνησή του. Ζητάει να μάθει αν ζει η δόξα και το μεγαλείο του Μεγαλέξανδρου.
«Ζει και βασιλεύει», της φώναξε τότε ο ναύτης, «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!»
Αν ήμουν δασκάλα σήμερα, θα διάβαζα με τα παιδιά και θα ανέλυα αυτό το διήγημα, όχι μόνον επειδή είναι καλή λογοτεχνία, αλλά και διότι εικονογραφεί εκείνο το άλλο είδος της Ιστορίας, αυτό που θάλπει την ψυχή, ενισχύει το αίσθημα της ταυτότητος και αποκαλύπτει τις γέφυρες, τις πολλές και διάφορες γέφυρες, που έχτιζε αυτός ο κόσμος μας, γενιά με γενιά, για να συνδέεται με το παρελθόν του.
Η ισχυρότερη και μεγαλύτερη γέφυρα υπήρξε, βεβαίως, για τον Ελληνισμό η Εκκλησία. Οι Τούρκοι, ως τον βολικότερο τρόπο ελέγχου των πληθυσμών που είχαν κατακτήσει και τους οποίους ήθελαν να φορολογούν, τους χώρισαν σε Γένη, με επί κεφαλής τον θρησκευτικό τους αρχηγό – Αρμένιο, Ιουδαίο και τον δικό μας, τον Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Η οργάνωση της Εκκλησίας μας στάθηκε ένα Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο. Αυτή έδωσε ένα αίσθημα κοινής καταγωγής και μοίρας στους Ρωμιούς από την Καππαδοκία στα Επτάνησα κι από το Δούναβη στην Κρήτη – δίχως να ξεχωρίζει μέσα στην αγκαλιά της τον Αλβανό από τον Σύρο, τον Βούλγαρο από τον Έλληνα ή τον Αρμένιο –κατά την βυζαντινή παράδοση–, ενώ με τη διαρκή χρήση της στο ναό συντήρησε την ελληνική γλώσσα ζωντανή.
Εντούτοις η Εκκλησία δεν ήταν η μόνη.
Γέφυρες ήταν και οι σκοποί της φλογέρας στα βουνά, οι ρυθμοί των λαϊκών χορών, γέφυρες οι νηστείες, τα παραμύθια, τα έθιμα του γάμου, τα δημοτικά τραγούδια, τα σχέδια του αργαλειού πάνω στα υφαντά, γέφυρες κατ’ εξοχήν τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια. Στον κόσμο όπου γεννιόσουν σε υποδεχόταν ένας Ελληνισμός –κατακερματισμένος, υπόδουλος, κουρελής, αλλά λαμπρός ως προς την ελληνικότητά του– και ο ίδιος αυτός λαμπρός ελληνικός κόσμος σε συνόδευε στο ξόδι.
Λειτούργησαν δηλαδή, και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά, οι πολυάριθμες γέφυρες που εξασφαλίζουν εκείνο που θα μπορούσαμε να ονομάζουμε ιστορική μνήμη. Εκείνο το κάτι που θυμάται το κύτταρό σου, η νοσταλγία που άθελά του παίρνει μαζί του ο ξενιτεμένος, το άρωμα της βασιλόπιτας, το τσάμικο στο αίμα σου, το πλήθος εκείνο τα ακαθόριστα πράγματα, που σε κάνουν να λες «εγώ είμαι Ρωμιός».
Ο ναύτης που διαλαλούσε πως ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, δεν είχε γνώση της ιστορίας – δεν ήξερε ποια βυζαντινή δυναστεία διαδέχθηκε τους Κομνηνούς, και πώς η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταλλάχθηκε σε κάτι ελληνικότατο, και ίσως να μην ήξερε καν πότε ακριβώς έγινε η Ελληνική Επανάσταση.
Αλλά ήξερε πως ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει, γιατί είχε μια αίσθηση ταυτότητος, είχε την επίγνωση πως είναι Ρωμιός κι ως Ρωμιός πηγαινοερχόταν άνετα πάνω στις γέφυρες των μύθων του.
Αυτή η τάση της γεφυροποιίας –αυτή η ανάγκη να δημιουργείς και να κρατάς επαφή με κάτι που σου γνέφει από το απώτατο παρελθόν σου– φανερώνεται σήμερα περισσότερο στους ξενιτεμένους μας. Οι ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό, ενώ –δυστυχώς– χάνουν τη γλώσσα τους, δραστηριοποιούνται με άλλους τρόπους να διατηρήσουν ζωντανή την ιστορική τους μνήμη.
Εμείς εδώ περάσαμε μια φάση καταστροφής κάθε γέφυρας – κι ίσως να μην έχει ακόμη τελειώσει αυτή η θλιβερή περίοδος. Μέσα στην καταιγίδα των ριζικών αλλαγών, οικονομικών και κοινωνικών και δημογραφικών, που αναγκαστικά ζούμε κι εμείς, παρασυρθήκαμε να κατεδαφίσουμε γέφυρες, που θεωρήσαμε περιττές –αν όχι και βάρος– για την εξόρμησή μας προς τα εμπρός.
Αυτά είναι φαινόμενα που δεν περιορίζονται στον τόπο μας και αποτελούν προβλήματα τεράστια σε πολλές χώρες.
Για μας εδώ εντούτοις, τώρα που πάψαμε να διαβάζουμε τον Ερωτόκριτο και την Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, που δεν πολυπηγαίνουμε στην εκκλησία, και οι κουζίνες μας δεν πολυδουλεύουν, που δεν δουλεύουμε όλοι μαζί τραγουδώντας, που τα παιδάκια μας τα τρέχουμε στις ξένες γλώσσες και το μπαλέτο, και όχι αργαλειό αλλά ούτε καν βελόνι δεν τους δείχνουμε πως να πιάσουνε, που δεν τα νανουρίζουμε ούτε τους λέμε παραμύθια, εμείς λοιπόν τι μέσα έχουμε να συντηρήσουμε την ιστορική μας μνήμη;
Αυτό είναι ερώτημα που θέτει ο καθένας μας στη συνείδησή του. Και του δίνει τις απαντήσεις που μπορεί. Έτοιμες δεν υπάρχουν. Δεν είναι καν εξασφαλισμένο ότι θα την διατηρήσουμε αυτήν την ιστορική μνήμη, το αίσθημα της ταυτότητός μας. Τα πάντα εξαρτώνται από μας – δηλαδή από τον καθένα μας. Τι πράττει και τι παραμελεί να πράξει.
Αυτές είναι σκέψεις που τρομάζουν. Και καλώς τρομάζουν – γιατί απαιτούν από τον καθένα μας να αναλάβει τις ευθύνες του. Είναι όμως και ζωογόνες, γιατί μας λένε πως κανένας μας δεν μπορεί να ξεγνοιάσει αλλά και κανένας δεν είναι περιττός, κι όλοι έχουν μερίδιο στην προσπάθεια.
Ολόγυρά μας βλέπουμε πολλά φαινόμενα αρνητικά – η νέα μανία να γράφουμε με λατινικά στοιχεία το Mega κανάλι, το Megaron Plus, το Hondos Center – πού είσαι Ψαθά να γράψεις μια νέα Μαντάμ Σουσού! Το παπούτσι που είναι καλύτερο επειδή είναι ιταλικό, το βιβλίο που θαυμάζουμε επειδή μάθαμε πως θαυμάστηκε στη Βραζιλία, η τάση μας να απαξιώνουμε ανεξέλεγκτα καθετί ντόπιο – αυτή κυρίως που την καλλιεργούμε και μας καλλιεργείται, μια ατελεύτητη γκρίνια που καταντά να μας τσακίζει το ηθικό και να μας τυφλώνει.
Εντούτοις δεν τα πάμε τόσο άσκημα, βρε αδερφέ μου! Αν προσέξουμε, μαζί με όλα τα αρνητικά θα δούμε και τα θετικά: την αναζωπύρωση πανηγυριών και παραδοσιακών επετείων, ημερίδες και διημερίδες υψηλής ποιότητος σε μικρά μέρη, ένα νέο και ζωηρό ενδιαφέρον για τους παραδοσιακούς χορούς και τη μελέτη της λαϊκής μουσικής, λαογραφικά μουσεία εξαιρετικά προσεγμένα σε επαρχιακές πόλεις, θα δούμε τους πολυάριθμους συνεταιρισμούς γυναικών που κατασκευάζουν και πουλούν μαρμελάδες καλύτερες απ’ τις εγγλέζικες, και ζυμαρικά που συναγωνίζονται τα Βαρίλα...
την Άννα Κοκκίνου, που μας καθήλωσε σε άβολες καρέκλες δυο ώρες να ακούμε Βιζυηνό και να μη θέλουμε να τελειώσει, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού του Εφραίμογλου, στην Πειραιώς χαμηλά, με τις ιστοσελίδες του, τις βιβλιοθήκες του, την εκπληκτική αίθουσα εικονικής πραγματικότητος και χίλια άλλα που προσηλώνουν το μάτι και δραστηριοποιούν το μυαλό...
Η αύξηση του ενδιαφέροντος για το παρελθόν μας είναι εντυπωσιακή – βλέπουμε τηλεοπτικές σειρές ελληνικής ιστορίας –της πρόσφατης εννοώ, όχι της αρχαίας– και ελληνικά μυθιστορήματα των αρχών και της μέσης του περασμένου αιώνος, και ένα πλήθος εικονογραφημένα βιβλία δίνουν στα μάτια μας μια τροφή που μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε καθόλου.
Η Ιστορία του Μαρκεζίνη, που κυκλοφόρησε εδώ και σαράντα χρόνια, μας έδωσε για πρώτη φορά τη δυνατότητα να δούμε φυσιογνωμίες. Στους τοίχους των σχολείων μας υπήρχαν βέβαια, κατά κανόνα, κάδρα με τις μορφές των ηρώων του ’21, λιθογραφίες των πινάκων του Βαυαρού Χες. Έβλεπες πότε πότε και μερικές άλλες – ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Τσώρτσιλ... κι αυτό ήταν όλο. Τα ονόματα δεν συνοδεύονταν από μορφές, και μόνον με το έργο του Μαρκεζίνη είδαμε –και εξοικειωθήκαμε– με τις φυσιογνωμίες των ανθρώπων που διαμόρφωσαν τον τόπο μας.
Σήμερα είναι προσιτό το καθετί – πλήθος τα αντίγραφα πινάκων, τα λευκώματα με φωτογραφίες, οι ειδικές εκδόσεις, η Ελληνική Ζωγραφική του 19ου αι., το Τατόι, ο τάδε ζωγράφος, ο δείνα γλύπτης, η Αθήνα του 1950, η Πάτρα του 1900...
Παρατηρούμε επίσης την αύξηση του ενδιαφέροντος για το ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίον θα έπρεπε μάλλον να το λέω μυθιστόρημα εποχής. Πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα που δεν αναφέρεται αναγκαστικά σε πολέμους, ολοκαυτώματα, μάχες και σφαγές, αλλά στη ζωή όπως ήταν μια περασμένη εποχή, σε μικρά καθημερινά γεγονότα ή σε μεγάλα, όπου όμως το βάρος πέφτει στα άτομα, πώς έζησαν και πώς υπέστησαν αυτά τα γεγονότα.
Το είδος είχε πάντα θιασώτες. Τέτοια μυθιστορήματα άρχισαν να γράφονται με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπογραμμένα από μεγάλα ονόματα της ελληνικής πεζογραφίας. Σήμερα όμως το μυθιστόρημα εποχής καλλιεργείται με ένταση και σε πολύ μεγάλη έκταση, αφού βλέπουμε ότι οι περισσότεροι συγγραφείς του, είτε επανειλημμένως είτε μια φορά, έχουν ασχοληθεί με την προσπάθεια να μας δώσουν μια εικόνα της ζωής των προπατόρων μας, ενώ στην τηλεόραση προβάλλονται πλέον ταινίες εποχής πολύ περισσότερο φροντισμένες απ’ ό,τι ήταν οι ελάχιστες παλαιότερες, με περισσότερη πιστότητα στα ρούχα και στα ντεκόρ.
Καμιά φορά οι εξωφρενικές συνθήκες που φαντάζονται οι δημιουργοί τους ότι υπήρξαν κάποτε εδώ, καθώς και οι αλλοπρόσαλλες αναφορές τους σε ιστορικά πρόσωπα, μας κάνουν να τραβούμε τα μαλλιά μας. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθω.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω πως αυτός που θα γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα καλύτερα να μην παρασυρθεί να θεωρήσει τον εαυτό του ιστορικό. Η δουλειά του ιστορικού είναι άλλη – και πρέπει να καταλήγει σε εικόνες γενικές και καλά ζυγιασμένες και πλήρεις. Tο ιστορικό μυθιστόρημα όμως αφήνει στον συγγραφέα του όλη την ελευθερία να επιλέξει την πλευρά που θέλει και να εμπλέξει αισθήματα στην αφήγησή του, δεδομένου ότι –ως μυθιστόρημα που είναι– ασχολείται με άτομα κυρίως, το κύριο αντικείμενό του είναι τα συναισθήματα και οι πράξεις που υπαγορεύονται από αυτά τα συναισθήματα. Επίσης ελεύθερος είναι ο συγγραφέας να αφήσει –αν θέλει– να διαφαίνονται και οι δικές του συναισθηματικές αντιδράσεις προς τα παλαιά γεγονότα που περιγράφει, όπως και οι απόψεις του για κάθε κοινωνικό φαινόμενο.
Μ’ άλλα λόγια ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος θα χειριστεί το υλικό του ακριβώς όπως και ο συγγραφέας ενός κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου μυθιστορήματος. Θα ντύσει τις ιδέες του με μυθιστορηματικά πρόσωπα και θα τα κινήσει έτσι ώστε να διατυπώνει τις απόψεις του. Και –πράγμα που στον ιστορικό δεν επιτρέπεται– έχει το δικαίωμα να είναι μονομερής.
Τα λογοτεχνικά κριτήρια για το ιστορικό μυθιστόρημα είναι τα ίδια όπως και για κάθε άλλο μυθιστόρημα – το ύφος, η πλοκή, η τεχνική, η δύναμη της περιγραφής των χαρακτήρων. Και φυσικά η πιστότης. Το κοινωνικό μυθιστόρημα που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα των κοινωνικών φαινομένων χάνει κάτι από την αξία του. Το ψυχολογικό μυθιστόρημα που καταπιάνεται με ανύπαρκτες ψυχικές καταστάσεις χάνει κάτι από την αξία του. Το ιστορικό μυθιστόρημα που παραβλέπει τα ιστορικά δεδομένα χάνει πολύ, μα πολύ κατά τη γνώμη μου (γιατί δεν τη συμμερίζονται όλοι), χάνει λοιπόν πολύ από την αξία του, διότι εγώ το βλέπω ως ένα μέσον ενισχυτικό της ιστορικής μνήμης, ενισχυτικό του οποίου ειδικά εμείς οι Έλληνες έχουμε μεγάλη ανάγκη.
Ας μην ξεχνούμε ότι η γλώσσα μας μιλιέται τέσσερις χιλιάδες χρόνια και η Ιστορία μας είναι ένα με την ιστορία της γλώσσας μας. Μυκηναίους βρίσκουμε να την πρωτομιλούν, οι κλασικοί την φέρνουν στο αποκορύφωμα της αίγλης της, στους ελληνιστικούς χρόνους γίνεται η κοινή γλώσσα της τότε υφηλίου, οι Βυζαντινοί την υιοθετούν και την πλουτίζουν –μεταξύ άλλων– με μεγάλης ποιητικής αξίας θρησκευτικά κείμενα, και στις ημέρες μας σ’ αυτήν έγραψαν μέγιστοι ποιηταί, με κορυφαίο τον παγκόσμιας ακτινοβολίας Κωνσταντίνο Καβάφη.
Τέσσερις χιλιάδες χρόνια είναι μακρά – πολύ μακρά αυτή η Ιστορία μας. Τι να πρωτομάθει και τι να πρωτοθυμηθεί ο Έλληνας;
Τα καλά λοιπόν ιστορικά μυθιστορήματα προσφέρουν και μια υπηρεσία. Τι εννοώ καλά:
Όπως είπαμε, τα ιστορικά γεγονότα επιδέχονται διάφορες ερμηνείες, αλλά πάντα μέσα στα όρια των όσων έχει δώσει η έρευνα. Δεν μπορείς, σήμερα πλέον, να ψάλλεις «έως πότε κωφός Βαυαρός θα βυζαίνει την δόλια πατρίδα, σηκωθείτε αδέλφια εμπρός», όταν αναφέρεσαι στον βασιλέα Όθωνα. Αυτές τις αλαλιές τις έλεγε ο ποιητής Παράσχος, ο οποίος, σημειωτέον, λίγα χρόνια αργότερα, έγραψε θρήνο στο θάνατο του ίδιου αυτού βασιλιά. Σήμερα όμως, αν θέλεις να αναφερθείς στον Όθωνα, πρέπει ψύχραιμα να αποτιμήσεις τι οφέλη απεκόμισε η μικρή και εξαθλιωμένη χώρα μας, που έφθανε ώς τη Λαμία, από τον Όθωνα και τους Βαυαρούς, και να τα ζυγιάσεις με τις βλάβες που ενδεχομένως του προκάλεσαν, αλλά και το μέτρον στο οποίο ξένα συμφέροντα, υπηρετώντας τις δικές τους αποκλειστικά βλέψεις, υπεκίνησαν την έξωσή του, με μέσα μεταξύ των οποίων ήταν και ο ανόητος θούριος του Παράσχου για τον «κωφό Βαυαρό».
Μ’ αυτό θέλω να πω ότι, αν γράψεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα, πάνω σε διασταυρωμένα στοιχεία θα το στηρίξεις. Όχι σε αερολογήματα. Και πρέπει να είσαι υπονοιασμένος – πολλά πράγματα υπεκινήθησαν κάποτε από βλαβερά πάθη ή από ξένες βλέψεις. Περιττό να τα διαιωνίζουμε.
Συμπέρασμα; Αν ασχοληθείς με την εποχή που προετοιμάζεται η έξωσις του Όθωνος, θα βάλεις –αν σου χρειάζεται– και τον κόσμο να ψάλλει τον «κωφό Βαυαρό», αλλά δίνοντας συγχρόνως στον αναγνώστη σου τις πληροφορίες εκείνες που οδηγούν στην αλήθεια για έναν βασιλιά που αγάπησε την Ελλάδα μέχρι του θανάτου του, που της χάρισε το Παλάτι όπου στεγάζεται τώρα η Βουλή, και όχι μόνον το αίμα δεν της ρούφηξε αλλά της δάνεισε ποσά, τα οποία μόνον ο Μπίσμαρκ, μετά το 1870, της ζήτησε πίσω.
Κατά την γνώμη μου, δηλαδή, ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος δεν είναι ακαταλόγιστος.
Γι’ αυτό και, κανόνας πρώτος, πρέπει να ξεκινά από την έρευνα – τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα πρέπει να κάνει μια ευσυνείδητη προεργασία. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι στην αυλή του πρίγκηπα Χριστοφόρου, χωρίς πριν να μπεις στον κόπο να ανοίξεις μια εγκυκλοπαίδεια, οπότε θα δεις πως, την εποχή που παρουσιάζεις –στα 1890–, αυτό το τελευταίο παιδί του βασιλέως Γεωργίου ήταν ετών πέντε! Άσε που Αυλή κατά τα γαλλικά και τα αγγλικά πρότυπα οι Έλληνες βασιλείς δεν είχαν ποτέ.
Θα μου πείτε τι πειράζει; Δείτε μια γαλλική ή μια αγγλική ταινία εποχής και θα διαπιστώσετε πως το καθετί έχει γίνει με άκρα επιμέλεια και πιστότητα. Προτείνω αυτά που κάνουν οι κουτοφράγκοι να τα ακολουθούμε κι εμείς. Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε τι ιστορία θα πούμε απ’ τις πολλές που διαδραματίστηκαν μιαν ορισμένη εποχή, αλλά η ιστορία πρέπει να είναι αληθινή ως προς τα γεγονότα, τις παραμέτρους, την ατμόσφαιρα που την πλαισιώνουν – τα στοιχεία πρέπει να είναι προσεκτικά διασταυρωμένα, όχι φανταστικά ή προχειρότητες.
Ένας άλλος κανόνας είναι να προσπαθήσει ο συγγραφέας να μπει μέσα στην εποχή που θέλει να αναστήσει, να αισθανθεί όπως οι άνθρωποι τότε και να δει μέχρις εκεί που μπορούσαν να διακρίνουν οι άνθρωποι τότε. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να αποφύγει τους αναχρονισμούς που δεν έχουν μόνον σχέση με τα πραγματολογικά στοιχεία – αν ήταν ή όχι ηλεκτροφωτισμένη η Πάτρα το 1880, αν είχε ή όχι χτιστεί το Νοσοκομείο της πόλης, αν περνούσε πλοίο μέσα απ’ τον Ισθμό και χίλια δυο άλλα τέτοια...
Το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε είναι εξ ίσου σημαντικό με το πώς ντύνονταν. Το να φορέσεις σημερινή νοοτροπία σ’ έναν από τους ιδρυτάς του Εξαγωγικού Συλλόγου «Ερμής», λόγου χάριν, είναι χειρότερο από το να του φορέσεις μαζί με την βελάδα της εποχής αθλητικά παπούτσια της σήμερον. Τα αίτια της σταφιδικής κρίσης, που είχε τέτοιο ισχυρό αντίκτυπο σε τούτη την πόλη, μπορεί σήμερα να τα βλέπουμε εύκολα, αλλά δεν ήταν καθόλου φανερά στους τότε παράγοντες, ούτε κι οι τρόποι θεραπείας της.
Ο συγγραφέας πρέπει να δει το μυθιστορηματικό του πρόσωπο να παραδέρνει μέσα στην εποχή του – και όχι αφ’ υψηλού, σύμφωνα με την δική του μεταγενέστερη γνώση.
Κανόνας επίσης είναι να γνοιάζεται ο συγγραφέας πολύ για την πιστότητα της εικόνας που παρουσιάζει – και να μην γνοιάζεται καθόλου για το αν αυτή συμμορφώνεται ή όχι με παραδεγμένες ιδέες ή επικρατούσες ιδεοληψίες. Αυτό χρειάζεται λιγάκι κουράγιο, διότι κατά κανόνα γράφουμε για να διαβαστούμε, και η ιδέα ότι θα ενοχλήσουμε το κοινό μας τόσο ώστε να μη μας διαβάσει, μπορεί να μας σταματήσει.
Αυτό θα ήταν λάθος. Διότι πες πως χάνουμε ένα μέρος του κοινού μας, που θα ξαφνιαστεί επειδή λέμε, λόγου χάριν, ότι το 1936, έπειτα από δέκα χρόνια κατά τα οποία ο τόπος είχε δει 23 αλλαγές κυβερνήσεων, μια Δικτατορία, και 13 κινήματα –όλα από την ίδια πολιτική παράταξη–, μετά απ’ αυτά λοιπόν, όχι μόνον η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δέχτηκε τον Μεταξά με ανακούφιση, αλλά και σπουδαίοι βενιζελικοί τού παραστάθηκαν στην προσπάθεια να συμμαζευτούν τα πράγματα και να ετοιμαστεί η χώρα για τον επερχόμενο πόλεμο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να αντλήσουμε κι ένα δίδαγμα: πως η ασυνείδητη και υπέρμετρη κομματική αντιπαράθεση, το μικρόψυχο πολιτικό αλληλοφάγωμα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια είτε σε καταστροφές είτε στην κατάργηση των κοινοβουλευτικών ελευθεριών.
Πες λοιπόν ότι γράφουμε ένα μυθιστόρημα όπου, αντί για την καθιερωμένη ιερεμιάδα εναντίον του Μεταξά, τα παρουσιάζουμε όλα αυτά και, ως αποτέλεσμα, χάνουμε ένα μέρος του κοινού μας. Εντάξει. Δεν θα κερδίσουμε άλλους που ενδιαφέρονται να μαθαίνουν, να βαθαίνουν τις γνώσεις τους, να βρίσκουν τροφή ώστε να σκεφτούν για το παρελθόν ισορροπημένα; Κι αν χάσουμε σήμερα μερικούς αναγνώστες, δεν μπορούμε πάντα να ελπίσουμε πως θα κερδίσουμε περισσότερους αύριο;
Το βιβλίο δεν είναι εφημερίδα – δεν το γράφουμε για να ζήσει μια χρονιά κι ό,τι πιάσει. Το γράφουμε με την ελπίδα πως θα αντέξει και δύο και πέντε και πολλά χρόνια. Πως θα έχει να πει κάτι και σε μια επόμενη γενεά. Διότι –κι αυτός είναι άλλος ένας κανόνας– γράφουμε γιατί έχουμε κάτι να πούμε, κάτι που πιστεύουμε πως ενδιαφέρει και είναι σοβαρό.
Γράφουμε λοιπόν με το θάρρος της γνώμης μας.
Τι συμμάχους έχουμε για να γράψουμε ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα; Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους. Για μένα οι σύμμαχοι υπήρξαν δύο: Πρώτον η ηλικία μου και μετά η άγνοια.
Θα αρχίσω από την άγνοια.
Οι γνώσεις μου είναι περιορισμένες. Έτσι τείνω να δω πολλά πράγματα ως χώρους άγνωστους, προς εξερεύνησιν. Τι ήταν στην Ελλάδα ο Διαφωτισμός; Τι ήταν τα Λαυρεωτικά; Γιατί έγραψε εκείνο το κατακριτικό του άρθρο ο Ίων Δραγούμης τον Δεκέμβριο του 1912; Σαν τι πράγμα ήταν το Σταφιδικόν Ζήτημα;
Το καθένα απ’ αυτά τα ερωτήματα καταπιάστηκα να τα ερευνήσω ακριβώς όπως ένας άνθρωπος που τα ζούσε: τι έγραφαν οι εφημερίδες, τι εμπιστεύονταν πρόσωπα σημαντικά ή ασήμαντα στα ημερολόγιά τους, τι μελέτες γράφτηκαν τότε, πόσο κόστιζε το ψωμί, πόσες δουλειές υπήρχαν, τι σχέσεις είχαν οι γονείς με τα παιδιά τους, πώς ήταν η τάδε ή η δείνα πόλη τότε, ποια κτίρια υπήρχαν, τι θέες απολάμβαναν οι κάτοικοι, ποια ήταν η ρουτίνα της ζωής τους, τι έπαιζαν τα θέατρα, πού γινόταν ο περίπατος...
Η άγνοια είναι που με οδηγεί στην αναζήτηση. Και καθώς αναζητώ, διαμορφώνεται το αστικό περιβάλλον των χρόνων εκείνων, η νοοτροπία, οι συνθήκες ζωής, η οικονομία, τα ιδεολογικά ρεύματα, η λογοτεχνία και, τελικά, σχεδόν από μόνες τους παρουσιάζονται και οι κύριες μορφές του μυθιστορήματος, οι οποίες ενσαρκώνουν λίγο πολύ τα συμπεράσματα όπου έχω καταλήξει.
Το άλλο είναι η ηλικία μου. Γεννήθηκα το 1928, έχω δηλαδή από τη μεριά των γονιών και των παππούδων μου απόηχους μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνος. Σύνολο πάνω από εκατό χρόνια. Πρόφθασα τον τρόπο ζωής και την νοοτροπία που κυριαρχούσε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – πριν από την καθολική εξάπλωση του ηλεκτρισμού, πριν από τα εύκολα αεροπορικά ταξίδια, πριν από την τηλεόραση, τις πολυκατοικίες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα ναρκωτικά, τα πλυντήρια πιάτων, την κεντρική θέρμανση, τις ντομάτες τον χειμώνα, πριν απ’ όλες εκείνες τις αλλαγές που μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια άλλαξαν ριζικά τα πάντα, μέχρι και την υγεία του πλανήτη μας.
Έτσι εγώ, ανατρέχοντας σε αναμνήσεις, ξέρω τι φρασεολογία μεταχειριζόταν μια κυρία όταν μιλούσε σε μια άλλη κυρία το 1920, πώς χρησιμοποιούνταν τα επισκεπτήρια, τι άνεμος φύσηξε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και πώς αντέδρασε ο βενιζελικός πατέρας μου και οι βενιζελικοί φίλοι του, τι είναι αληθινή πείνα, πώς ήταν το ελληνικό χωριό, τι ενέπνεε την αστική τάξη και ποιοι ήταν οι κοινωνικοί της κανόνες, και ένα πλήθος άλλα πράγματα, τα οποία σου χρειάζονται προκειμένου να ξεναγήσεις τον αναγνώστη σου σε μια περασμένη εποχή, πράγματα που ένας νέος άνθρωπος όχι μόνον δεν τα ξέρει αυτομάτως αλλά δεν ξέρω καν πού θα μπορούσε να τα αναζητήσει ώστε να κατορθώσει να παραστήσει στο νου του εκείνες τις συνθήκες τότε. Εντούτοις θα πρέπει να το κάμει προκειμένου να γράψει γι’ αυτές – και μάλιστα να το κάμει πολύ προσεκτικά, για τους λόγους που εξήγησα παραπάνω.
Κατά την δική μου αντίληψη, θα είχαμε να κερδίσουμε πολλά αν, όταν κρίνονται μυθιστορήματα εποχής, αποδιδόταν αρκετή προσοχή στην ακρίβεια της ιστορικής πιστότητος, αν δηλαδή ο κριτικός συμβουλευόταν και τον ιστορικό, όχι για την λογοτεχνική αξία του έργου ούτε για το αν ο ιστορικός συμπαθεί ή αντιπαθεί τους ήρωες ή την παράταξη που αναπαρίστανται εκεί, αλλά για το κατά πόσον τα πράγματα παριστάνονται πιστά όπως γίνεται σχεδόν κατά κανόνα σε άλλες χώρες.
Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα: Η Ζωρζέτ Χάγιερ ήταν μια Αγγλίδα που έχει γράψει καμιά εκατονπενηνταριά μυθιστορήματα, απ’ αυτά που θα λέγαμε ελαφρά αισθηματικά. Είχε ένα μεγάλο κοινόν –φυσικά–, αλλά οι κριτικοί των πιο σοβαρών εφημερίδων δεν την περιφρονούσαν γι’ αυτό, αντιθέτως. Σέβονταν το χιούμορ της, την ευρηματικότητά της και έκριναν πάντοτε τα βιβλία της επαινώντας κυρίως την λεπτολόγο προσοχή της στο καθετί που είχε σχέση με την εποχή της Αντιβασιλείας –του Ρήτζεντ– στην οποίαν συνήθως τοποθετούσε τις ιστορίες της.
Χάρις στην Ζωρζέτ Χάγιερ μια ολόκληρη γενεά Εγγλέζων γνώρισαν το καθετί για τις μπότες, το λαθρεμπόριο, τα αμάξια, τα άλογα, τα ρούχα, τα κληρονομικά... κοντολογίς έζησαν με τις διασκεδαστικές ηρωίδες της Ζωρζέτ Χάγιερ και τους συναρπαστικούς ήρωές της, τους καυγάδες και τους έρωτες των προγόνων τους, βούτηξαν και ξαναβούτηξαν απολαυστικά μέσα στην εποχή της Αντιβασιλείας, και την αγάπησαν. Ιστορία δεν έγραψε η Ζωρζέτ Χάγιερ – όχι βεβαίως. Αλλά έβαλε το λιθαράκι της στην ενίσχυση της ιστορικής μνήμης των Άγγλων.
Εδώ είναι που ήθελα να καταλήξω – τονίζοντας και πάλι ότι δεν θεσμοδοτώ, τις προσωπικές μου απόψεις λέω, σαν άνθρωπος σκεπτόμενος, άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα Ιστορίας.
Γι’ αυτό και, κανόνας πρώτος, πρέπει να ξεκινά από την έρευνα – τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα πρέπει να κάνει μια ευσυνείδητη προεργασία. Δεν μπορείς να αναφέρεσαι στην αυλή του πρίγκηπα Χριστοφόρου, χωρίς πριν να μπεις στον κόπο να ανοίξεις μια εγκυκλοπαίδεια, οπότε θα δεις πως, την εποχή που παρουσιάζεις –στα 1890–, αυτό το τελευταίο παιδί του βασιλέως Γεωργίου ήταν ετών πέντε! Άσε που Αυλή κατά τα γαλλικά και τα αγγλικά πρότυπα οι Έλληνες βασιλείς δεν είχαν ποτέ.
Θα μου πείτε τι πειράζει; Δείτε μια γαλλική ή μια αγγλική ταινία εποχής και θα διαπιστώσετε πως το καθετί έχει γίνει με άκρα επιμέλεια και πιστότητα. Προτείνω αυτά που κάνουν οι κουτοφράγκοι να τα ακολουθούμε κι εμείς. Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε τι ιστορία θα πούμε απ’ τις πολλές που διαδραματίστηκαν μιαν ορισμένη εποχή, αλλά η ιστορία πρέπει να είναι αληθινή ως προς τα γεγονότα, τις παραμέτρους, την ατμόσφαιρα που την πλαισιώνουν – τα στοιχεία πρέπει να είναι προσεκτικά διασταυρωμένα, όχι φανταστικά ή προχειρότητες.
Ένας άλλος κανόνας είναι να προσπαθήσει ο συγγραφέας να μπει μέσα στην εποχή που θέλει να αναστήσει, να αισθανθεί όπως οι άνθρωποι τότε και να δει μέχρις εκεί που μπορούσαν να διακρίνουν οι άνθρωποι τότε. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να αποφύγει τους αναχρονισμούς που δεν έχουν μόνον σχέση με τα πραγματολογικά στοιχεία – αν ήταν ή όχι ηλεκτροφωτισμένη η Πάτρα το 1880, αν είχε ή όχι χτιστεί το Νοσοκομείο της πόλης, αν περνούσε πλοίο μέσα απ’ τον Ισθμό και χίλια δυο άλλα τέτοια...
Το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε είναι εξ ίσου σημαντικό με το πώς ντύνονταν. Το να φορέσεις σημερινή νοοτροπία σ’ έναν από τους ιδρυτάς του Εξαγωγικού Συλλόγου «Ερμής», λόγου χάριν, είναι χειρότερο από το να του φορέσεις μαζί με την βελάδα της εποχής αθλητικά παπούτσια της σήμερον. Τα αίτια της σταφιδικής κρίσης, που είχε τέτοιο ισχυρό αντίκτυπο σε τούτη την πόλη, μπορεί σήμερα να τα βλέπουμε εύκολα, αλλά δεν ήταν καθόλου φανερά στους τότε παράγοντες, ούτε κι οι τρόποι θεραπείας της.
Ο συγγραφέας πρέπει να δει το μυθιστορηματικό του πρόσωπο να παραδέρνει μέσα στην εποχή του – και όχι αφ’ υψηλού, σύμφωνα με την δική του μεταγενέστερη γνώση.
Κανόνας επίσης είναι να γνοιάζεται ο συγγραφέας πολύ για την πιστότητα της εικόνας που παρουσιάζει – και να μην γνοιάζεται καθόλου για το αν αυτή συμμορφώνεται ή όχι με παραδεγμένες ιδέες ή επικρατούσες ιδεοληψίες. Αυτό χρειάζεται λιγάκι κουράγιο, διότι κατά κανόνα γράφουμε για να διαβαστούμε, και η ιδέα ότι θα ενοχλήσουμε το κοινό μας τόσο ώστε να μη μας διαβάσει, μπορεί να μας σταματήσει.
Αυτό θα ήταν λάθος. Διότι πες πως χάνουμε ένα μέρος του κοινού μας, που θα ξαφνιαστεί επειδή λέμε, λόγου χάριν, ότι το 1936, έπειτα από δέκα χρόνια κατά τα οποία ο τόπος είχε δει 23 αλλαγές κυβερνήσεων, μια Δικτατορία, και 13 κινήματα –όλα από την ίδια πολιτική παράταξη–, μετά απ’ αυτά λοιπόν, όχι μόνον η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δέχτηκε τον Μεταξά με ανακούφιση, αλλά και σπουδαίοι βενιζελικοί τού παραστάθηκαν στην προσπάθεια να συμμαζευτούν τα πράγματα και να ετοιμαστεί η χώρα για τον επερχόμενο πόλεμο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να αντλήσουμε κι ένα δίδαγμα: πως η ασυνείδητη και υπέρμετρη κομματική αντιπαράθεση, το μικρόψυχο πολιτικό αλληλοφάγωμα, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια είτε σε καταστροφές είτε στην κατάργηση των κοινοβουλευτικών ελευθεριών.
Πες λοιπόν ότι γράφουμε ένα μυθιστόρημα όπου, αντί για την καθιερωμένη ιερεμιάδα εναντίον του Μεταξά, τα παρουσιάζουμε όλα αυτά και, ως αποτέλεσμα, χάνουμε ένα μέρος του κοινού μας. Εντάξει. Δεν θα κερδίσουμε άλλους που ενδιαφέρονται να μαθαίνουν, να βαθαίνουν τις γνώσεις τους, να βρίσκουν τροφή ώστε να σκεφτούν για το παρελθόν ισορροπημένα; Κι αν χάσουμε σήμερα μερικούς αναγνώστες, δεν μπορούμε πάντα να ελπίσουμε πως θα κερδίσουμε περισσότερους αύριο;
Το βιβλίο δεν είναι εφημερίδα – δεν το γράφουμε για να ζήσει μια χρονιά κι ό,τι πιάσει. Το γράφουμε με την ελπίδα πως θα αντέξει και δύο και πέντε και πολλά χρόνια. Πως θα έχει να πει κάτι και σε μια επόμενη γενεά. Διότι –κι αυτός είναι άλλος ένας κανόνας– γράφουμε γιατί έχουμε κάτι να πούμε, κάτι που πιστεύουμε πως ενδιαφέρει και είναι σοβαρό.
Γράφουμε λοιπόν με το θάρρος της γνώμης μας.
Τι συμμάχους έχουμε για να γράψουμε ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα; Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους. Για μένα οι σύμμαχοι υπήρξαν δύο: Πρώτον η ηλικία μου και μετά η άγνοια.
Θα αρχίσω από την άγνοια.
Οι γνώσεις μου είναι περιορισμένες. Έτσι τείνω να δω πολλά πράγματα ως χώρους άγνωστους, προς εξερεύνησιν. Τι ήταν στην Ελλάδα ο Διαφωτισμός; Τι ήταν τα Λαυρεωτικά; Γιατί έγραψε εκείνο το κατακριτικό του άρθρο ο Ίων Δραγούμης τον Δεκέμβριο του 1912; Σαν τι πράγμα ήταν το Σταφιδικόν Ζήτημα;
Το καθένα απ’ αυτά τα ερωτήματα καταπιάστηκα να τα ερευνήσω ακριβώς όπως ένας άνθρωπος που τα ζούσε: τι έγραφαν οι εφημερίδες, τι εμπιστεύονταν πρόσωπα σημαντικά ή ασήμαντα στα ημερολόγιά τους, τι μελέτες γράφτηκαν τότε, πόσο κόστιζε το ψωμί, πόσες δουλειές υπήρχαν, τι σχέσεις είχαν οι γονείς με τα παιδιά τους, πώς ήταν η τάδε ή η δείνα πόλη τότε, ποια κτίρια υπήρχαν, τι θέες απολάμβαναν οι κάτοικοι, ποια ήταν η ρουτίνα της ζωής τους, τι έπαιζαν τα θέατρα, πού γινόταν ο περίπατος...
Η άγνοια είναι που με οδηγεί στην αναζήτηση. Και καθώς αναζητώ, διαμορφώνεται το αστικό περιβάλλον των χρόνων εκείνων, η νοοτροπία, οι συνθήκες ζωής, η οικονομία, τα ιδεολογικά ρεύματα, η λογοτεχνία και, τελικά, σχεδόν από μόνες τους παρουσιάζονται και οι κύριες μορφές του μυθιστορήματος, οι οποίες ενσαρκώνουν λίγο πολύ τα συμπεράσματα όπου έχω καταλήξει.
Το άλλο είναι η ηλικία μου. Γεννήθηκα το 1928, έχω δηλαδή από τη μεριά των γονιών και των παππούδων μου απόηχους μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνος. Σύνολο πάνω από εκατό χρόνια. Πρόφθασα τον τρόπο ζωής και την νοοτροπία που κυριαρχούσε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – πριν από την καθολική εξάπλωση του ηλεκτρισμού, πριν από τα εύκολα αεροπορικά ταξίδια, πριν από την τηλεόραση, τις πολυκατοικίες, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα ναρκωτικά, τα πλυντήρια πιάτων, την κεντρική θέρμανση, τις ντομάτες τον χειμώνα, πριν απ’ όλες εκείνες τις αλλαγές που μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια άλλαξαν ριζικά τα πάντα, μέχρι και την υγεία του πλανήτη μας.
Έτσι εγώ, ανατρέχοντας σε αναμνήσεις, ξέρω τι φρασεολογία μεταχειριζόταν μια κυρία όταν μιλούσε σε μια άλλη κυρία το 1920, πώς χρησιμοποιούνταν τα επισκεπτήρια, τι άνεμος φύσηξε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και πώς αντέδρασε ο βενιζελικός πατέρας μου και οι βενιζελικοί φίλοι του, τι είναι αληθινή πείνα, πώς ήταν το ελληνικό χωριό, τι ενέπνεε την αστική τάξη και ποιοι ήταν οι κοινωνικοί της κανόνες, και ένα πλήθος άλλα πράγματα, τα οποία σου χρειάζονται προκειμένου να ξεναγήσεις τον αναγνώστη σου σε μια περασμένη εποχή, πράγματα που ένας νέος άνθρωπος όχι μόνον δεν τα ξέρει αυτομάτως αλλά δεν ξέρω καν πού θα μπορούσε να τα αναζητήσει ώστε να κατορθώσει να παραστήσει στο νου του εκείνες τις συνθήκες τότε. Εντούτοις θα πρέπει να το κάμει προκειμένου να γράψει γι’ αυτές – και μάλιστα να το κάμει πολύ προσεκτικά, για τους λόγους που εξήγησα παραπάνω.
Κατά την δική μου αντίληψη, θα είχαμε να κερδίσουμε πολλά αν, όταν κρίνονται μυθιστορήματα εποχής, αποδιδόταν αρκετή προσοχή στην ακρίβεια της ιστορικής πιστότητος, αν δηλαδή ο κριτικός συμβουλευόταν και τον ιστορικό, όχι για την λογοτεχνική αξία του έργου ούτε για το αν ο ιστορικός συμπαθεί ή αντιπαθεί τους ήρωες ή την παράταξη που αναπαρίστανται εκεί, αλλά για το κατά πόσον τα πράγματα παριστάνονται πιστά όπως γίνεται σχεδόν κατά κανόνα σε άλλες χώρες.
Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα: Η Ζωρζέτ Χάγιερ ήταν μια Αγγλίδα που έχει γράψει καμιά εκατονπενηνταριά μυθιστορήματα, απ’ αυτά που θα λέγαμε ελαφρά αισθηματικά. Είχε ένα μεγάλο κοινόν –φυσικά–, αλλά οι κριτικοί των πιο σοβαρών εφημερίδων δεν την περιφρονούσαν γι’ αυτό, αντιθέτως. Σέβονταν το χιούμορ της, την ευρηματικότητά της και έκριναν πάντοτε τα βιβλία της επαινώντας κυρίως την λεπτολόγο προσοχή της στο καθετί που είχε σχέση με την εποχή της Αντιβασιλείας –του Ρήτζεντ– στην οποίαν συνήθως τοποθετούσε τις ιστορίες της.
Χάρις στην Ζωρζέτ Χάγιερ μια ολόκληρη γενεά Εγγλέζων γνώρισαν το καθετί για τις μπότες, το λαθρεμπόριο, τα αμάξια, τα άλογα, τα ρούχα, τα κληρονομικά... κοντολογίς έζησαν με τις διασκεδαστικές ηρωίδες της Ζωρζέτ Χάγιερ και τους συναρπαστικούς ήρωές της, τους καυγάδες και τους έρωτες των προγόνων τους, βούτηξαν και ξαναβούτηξαν απολαυστικά μέσα στην εποχή της Αντιβασιλείας, και την αγάπησαν. Ιστορία δεν έγραψε η Ζωρζέτ Χάγιερ – όχι βεβαίως. Αλλά έβαλε το λιθαράκι της στην ενίσχυση της ιστορικής μνήμης των Άγγλων.
Εδώ είναι που ήθελα να καταλήξω – τονίζοντας και πάλι ότι δεν θεσμοδοτώ, τις προσωπικές μου απόψεις λέω, σαν άνθρωπος σκεπτόμενος, άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με προβλήματα Ιστορίας.
Λέω λοιπόν πως: Την Ιστορία μας πρέπει να την γνωρίζουμε και φυσικό είναι να την διδασκόμαστε στα σχολεία μας κατά έναν ορισμένο τρόπο. Από δίπλα, και εφ’ όρου ζωής, πρέπει –αν θέλουμε να μείνουμε Ρωμιοί– να διατηρούμε τις γέφυρες με το παρελθόν μας· να αγαπούμε τη γλώσσα μας, να την φυλάμε ως κόρην οφθαλμού, γιατί έχουμε το προνόμιο να είμαστε πια πολύ λίγοι εμείς που την κρατούμε ζωντανή, τη γλώσσα μας λοιπόν να την αγαπούμε και να καλλιεργούμε την ιστορική μας μνήμη με όσους τρόπους μπορεί ο καθένας μας.
Ένας απ’ αυτούς είναι το ιστορικό μυθιστόρημα, το πιστό ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό δηλαδή που δεσμεύεται από τα ιστορικά δεδομένα και αποδίδει τα πρόσωπα με την νοοτροπία και μέσα στον ορίζοντα της εποχής τους. Ακόμη καλύτερο είναι αν έχει και κάτι καινούργιο να πει και μας το λέει με θάρρος και παρρησία – αν μας παρακινεί να σκεφτούμε.
Οπωσδήποτε το καλό ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί πράγματι να είναι μια χρήσιμη γέφυρα προς το παρελθόν – κάτι που μας φέρνει κοντά στους προγόνους μας, άνετα, ζεστά, με σεβασμό για τα επιτεύγματά τους, με συμπόνοια για τα δεινοπαθήματά τους, με κατανόηση για τις αδυναμίες τους, που μας βοηθά να δούμε μέσα μας το καθρέφτισμα των ίδιων ελαττωμάτων και αδυναμιών που ταλάνισαν εκείνους, κοντολογίς να τους γνωρίσουμε και κυρίως να τους αγαπήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου