Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Ο θρύλος του Αργεντίνικου τάνγκο Astor Piazzola γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1921.
Φέτος, λοιπόν, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του.
Με αφορμή αυτή την επέτειο ας δούμε την σχέση του Piazzola με τον δικό μας Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος δήλωνε κορυφαίος θαυμαστής του. Η σχέση τους συντελέστηκε επί σκηνής ήδη από τη δεκαετία του 1980.
Αλλά ας αρχίσουμε από το ...τέλος.
Τον Ιούλιο του 1990 ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε, δυο ιστορικές συναυλίες, με το ίδιο πρόγραμμα, στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας (1 Ιουλίου) και στο Ηρώδειο στην Αθήνα (3 Ιουλίου).
Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνονταν έργα τριών ελλήνων συνθετών-οι δύο βασικοί εκπρόσωποι της λεγόμενης Εθνικής Μουσικής Σχολής: Μάριου Βάρβογλη (Αγία Βαρβάρα), Πέτρου Πετρίδη (Βυζαντινή Θυσία) και Μενέλαου Παλλάντιου (Προσευχή στην Ακρόπολη).
Στο δεύτερο μέρος αυτής της συναυλίας ο Χατζιδάκις συνέπραξε με τον φίλο του, τον μεγάλο Astor Piazzolla, τον συνώνυμο του Αργεντίνικου τάνγκο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνη η βραδιά της 3ης Ιουλίου 1990 στο Ηρώδειο θα ήταν και η τελευταία συναυλία για τον Astor Piazzolla; Έβλεπα επί σκηνής την Ορχήστρα των Χρωμάτων, με τον Μάνο Χατζιδάκι στο πόντιουμ, και τον Astor Piazzolla να ερμηνεύει τα «Τρία τάνγκο», το «Κονσέρτο για μπαντονεόν και ορχήστρα» και να αποθεώνεται μετά την ερμηνεία του «Adios nonino», που λέγεται ότι έγραψε ως αποχαιρετισμό στον πατέρα του.
Με αυτό το κομμάτι ο Piazzola αποχαιρέτησε το κοινό του για πάντα, καθώς ένα μήνα αργότερα αρρώστησε βαριά στο Παρίσι και άφησε την τελευταία του πνοή στο Μπουένος Αϊρες δύο χρόνια αργότερα, στις 4 Ιουλίου 1992. Ήταν μια συναυλία – εμπειρία συγκλονιστική, η οποία ευτυχώς ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό σε δίσκο το 1995, με τον τίτλο "Astor Piazzola-The last concert". Εν τω μεταξύ είχε ...αναχωρήσει και ο Μάνος Χατζιδάκις (15-6-1994).
Από την Ορχήστρα των Χρωμάτων κυκλοφόρησε το 1999 ένα cd με μουσικές του Piazzolla υπό την διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Ο δίσκος περιλάμβανε το Adios nonino (με τον Χρήστο Ζερμπίνο στο ακορντεόν) και εννέα τραγούδια με την Αλίκη Καγιαλόγλου.
Φυσικά παρακολούθησα και τις δύο συναυλίες Χατζιδάκι – Piazzolla.
Στη συναυλία της Πάτρας, μάλιστα, μου υπέγραψαν και οι δύο στο έντυπο πρόγραμμα. Ο Χατζιδάκις με προσωπική αφιέρωση: «Στον πανταχού παρόντα αγαπητότατο Παναγιώτη».
Ο Χατζιδάκις ήταν φίλος και θαυμαστής του Piazzolla. Μας τον σύστησε στην Ελλάδα ήδη από το 1981, όταν τον κάλεσε και έπαιξαν μαζί στον Μουσικό Αύγουστο, που διοργάνωσε ο Χατζιδάκις στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τότε, Χατζιδάκις και Piazzolla παρουσίασαν ακριβώς το πρόγραμμα του 1990 σε Πάτρα και Αθήνα. Τα τρία αυτά έργα που χαρακτηρίζουν απόλυτα το μουσικό ύφος του Piazzola (Τρία τάνγκο, Κοντσέρτο για μπαντονεόν και Αντιός Νονίνο), παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Ηράκλειο το 1981.
Έγραφε ο Μίνως Αργυράκης για εκείνο τον ανεπανάληπτο Αύγουστο: «Σαν τρελός χόρευα τα βράδυα υπό τους ήχους του μπαντονεόν του Πιατσόλα ταγκό…».
Τότε ο Χατζιδάκις είχε καλέσει στο Ηράκλειο και την περίφημη ερμηνεύτρια των τάνγκο και της μιλόγκα Σουζάνα Ρινάλντι, την οποία μας την έφερε και στην Αθήνα, στο θέατρο του Λυκαβηττού, κάπου εκεί γύρω στο ’90.
Εκείνη την εποχή, στις ραδιοφωνικές εκπομπές του στον ANT1 και στον SKAI, ο Χατζιδάκις έπαιζε μουσικές του Piazzolla και αναφερόταν στο μαγικό τάνγκο, βάζοντας και Σουζάνα Ρινάλντι.
Ακούγοντάς τον θυμόμουν ταυτόχρονα και αυτό που έγραφε στο Τέταρτο τον Ιούνιο του 1985: «Πρέπει να ξεχάσουμε τη μεσοπολεμική "επεξεργασία" του τάνγκο στην Ευρώπη με το αισθηματικό περιεχόμενο και με τη μελοδραματική του φόρτιση από ταινίες του ομιλούντος εκείνου του καιρού, για να ξαναβρούμε το γνήσιο αίσθημα που περιέχει το μοναδικό αυτό είδος μουσικής έκφρασης της Αργεντινής.
Πρέπει να δείτε έναν νεαρό σπουδαστή της φιλοσοφίας να σιγοψιθυρίζει ή να κινείται ρυθμικά στους ήχους ενός τραγουδιού του Γκαρντέλ για να αντιληφθείτε τη μοναδικότητα ερωτισμού και αντρισμού που εκπέμπει το τάνγκο στη χώρα που το γέννησε.
Τέλος, πρέπει να θυμηθείτε πως το Μπουένος Άϊρες μοιάζει με το Παρίσι ακριβώς όπως ήταν μετά τον πόλεμο. Κι έτσι θα πάρετε τη γεύση της υγρασίας, του ταμπάκο, των καθεδρικών ναών, της οικογένειας και των μεγάλων προπολεμικών καφενείων, με διανοούμενους και ηλίθια υπερήφανους αξιωματικούς.
Το τάνγκο είναι ο κόσμος που φεύγει έτσι όπως ήρθε. Με πάθος για να φορέσει μια στολή, να αγαπήσει μια γυναίκα ή ένα παιδί, να ξυριστεί ή να χτενιστεί με επιμέλεια και να πεθάνει δημοσία δαπάνη.
Κι όλα σε 4/4. Στον ρυθμό του τάνγκο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου