Πηνελόπη Βλαχογιάννη, Εσωστρέφεια, Ακρυλικό σε καμβά, 100 x 120 cm |
Δημήτρης Μπαλτᾶς
Ἡ θλίψη τῆς ἐσωστρέφειας
Ἐάν κάποτε οἱ χριστιανοί ἦσαν οἱ ταπεινοί καί καταφρονεμένοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί ἀργότερα συμπορεύθηκαν ἐπί μακρόν μέ τήν κοσμική ἐξουσία, σήμερα ἀντιμετωπίζονται μέ ἀδιαφορία. Εἶναι αὐτή ἡ θρησκευτική ἀδιαφορία στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Ἱσπανός φιλόσοφος Χ.Λ. Ἀρανγκοῦρεν (1909-1996), ὅταν γράφει ὅτι «ὁ Θεός ἔπαψε νά εἶναι πρόβλημα γιά τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπάρχουν πιά ἀνάμεσά μας ἄθεοι ἤ ἀντιθεϊστές: ἁπλά καί μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀδιαφοροῦν γιά τό Θεό … Ὁ Θεός πέθανε ὅπως ἀκριβῶς ὁ γείτονάς μας- τό γεγονός δέν φαίνεται νά ἐνδιαφέρει κανένα» («Ὁ χριστιανισμός τοῦ Ντοστογιέβσκι καί ὁ δικός μας», στόν τόμο Ντοστογιέβσκι. Ἑκατό χρόνια ἀπό τόν θάνατό του, Εὐθύνη, Ἀθήνα 1981, σσ. 21-22).
Παρά ταῦτα, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ σημερινοί χριστιανοί ἐπιλέγουν τήν ἐσωστρέφεια, τήν περιχαράκωση στήν ζωή καί στόν λόγο τους. Θεωροῦν ὅτι εἶναι "ἀσφαλεῖς" ἐπικαλούμενοι ἀφ’ ἑνός τό παρελθόν, τήν παράδοση κ.ἄ., ἐκτοξεύοντας ἀφ’ ἑτέρου ἀφοριστικές διατυπώσεις κατά πάντων (ὁ τάδε εἶναι αἱρετικός, ὁ δεῖνα εἶναι οἰκουμενιστής, ὁ ἄλλος εἶναι μασσῶνος κ.ἄ.). Θά ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στίς συζητήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τόν ρωμαιοκαθολικό κόσμο, πού συνεχίζονται καί σήμερα, ἀλλά οἱ ὁποῖες δέχονται εὐκαίρως-ἀκαίρως τά πυρά τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Πίστεως, ἔχει καταχωρηθεῖ, μεταξύ ἄλλων, ἡ «Προσφώνησις τοῦ Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως καί Θείρων Μελίτωνος», ὁ ὁποῖος λέγει χαρακτηριστικά: «Διά τῆς πράξεως ταύτης [πράξεως ἀγάπης] δέν ἀποκαθίσταται ἡ πλήρης κοινωνία μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθ’ ὅσον αὕτη οὐδεμίαν ἐπιφέρει μεταβολήν εἰς τήν ὑφιστάμενην σήμερον ἐν ἑκατέρᾳ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν κατάστασιν δογματικῆς διδασκαλίας, κανονικῆς τάξεως, θείας λατρείας καί ἐν γένει ἐκκλησιαστικοῦ βίου, οὐδέ ὑποσημαίνει ἀποκατάστασιν τῆς κοινῆς μυστηριακῆς ζωῆς» (Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome-Istanbul 1971, σσ. 262-264). Γνώριζε καί ἄλλοτε, καί μάλιστα σέ καιρούς πολύ πιό χαλεπούς, γνωρίζει βεβαίως καί τώρα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πῶς πρέπει νά πορεύεται, νά συζητεῖ καί νά ἀγαπᾶ. Δυστυχῶς δέν τό γνωρίζουν αὐτό οἱ ἑλλαδίτες πολέμιοί του πού βλέπουν παντοῦ ἐχθρούς, ὑπόπτους κ.ἄ.
Ἀκριβῶς ὁ λόγος ἀγάπης καί ὁ διάλογος εἶναι γνωρίσματα τῆς ἀνοιχτότητας στόν κόσμο, τῆς ἀναγνώρισης τοῦ Ἄλλου ὡς ἀνθρώπου, χριστιανοῦ, συνομιλητῆ, πάσχοντος κ.ἄ. Ἀλλά, ἐάν σχηματίζαμε τό ψυχολογικό προφίλ ἑνός περιχαρακωμένου στήν πίστη (;) ἀνθρώπου, θά λέγαμε, μεταξύ ἄλλων, ὅτι πρόκειται γιά ἕναν ἀνθρωπολογικό τύπο πού δέν ἔχει ἀγάπη γιά τόν ἄλλο, τόν ὁποιονδήποτε Ἄλλο καί πού ἐπίσης δέν ἔχει ἕνα πνεῦμα διαλόγου. Ὁ ἀνθρωπολογικός αὐτός τύπος εἶναι ἕνας φοβισμένος χριστιανός πού προτιμᾶ νά μένει κλεισμένος στήν «παράδοσή» του. Λησμονεῖ βέβαια ὁ ἴδιος ὅτι ἡ παράδοση εἶναι ἕνα δυναμικό καί ὄχι ἕνα στατικό γεγονός. Πέραν αὐτοῦ, ἐπιβάλλεται νά θυμίσω τήν διατύπωση τοῦ Σεργίου Μπουλγκάκωφ (1871-1944) ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή «στήν ἁγνότητα καί στήν beata ignorantia τοῦ πρώϊμου χριστιανισμοῦ» («De la révélation», trad. M. Davidenkoff, στόν τόμο La pensée orthodoxe, L’ Age d’ Homme, Lausanne, 1983, σ. 47).
Πάντως τό ἐρώτημα πού γεννᾶται εἶναι ἄν στήν σύγχρονη ἐποχή ἡ ἐπιλογή τῆς ἐσωστρέφειας καί τῆς περιχαράκωσης ἤ, ἀκόμη, τῆς κατά πάντων ἐπίθεσης εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη λύση. Λέγω ἐνδεδειγμένη, διότι «χριστιανική» λύση δέν εἶναι. Ἐάν ἀνατρέξει κανείς στόν λόγο τῶν Πατέρων, θά δεῖ ὅτι ἀπό τήν ἄποψη τῆς μορφῆς εἶναι λόγος λογικά διατυπωμένος, μέ ἐπιχειρήματα, ἀλλά καί μέ ἀγάπη. Δέν εἶναι λόγος καταδικαστικός, ἀκόμη κι ὅταν ἀφορᾶ σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν θέσει ἑαυτούς ἐκτός τῆς σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τουλάχιστον θλιβερό ὅτι ὁ σημερινός λόγος τοῦ ἀνώτερου καί τοῦ κατώτερου κλήρου εἶναι ἀφοριστικός καί μονομερῶς καταδικαστικός. Δέν νομίζω ὅτι ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ὑπερασπίσεως.
Φοβερώτερο δέ εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἀφοριστικός καί τελικά ἐσωστρεφής λόγος τῶν κατεχόντων (ἤ καί τῶν μή κατεχόντων) ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα ἀφορᾶ καί σέ γεγονότα τά ὁποῖα δέν ἔχουν εἰσέτι συμβεῖ… Θά παρατηρήσει κανείς μέ ἀπορία τίς ἐπιθέσεις πού δέχεται ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἕνα γεγονός τοῦ ὁποίου τίς ἀποφάσεις καί τίς συνέπειες αὐτῶν ἀκόμη δέν γνωρίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου