Ο Γιάννης Τσαρούχης του Χρήστου Γαρουφαλή |
Του ζωγράφου Χρήστου Π. Γαρουφαλή
(από την σελίδα του στο fb)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ – μνήμη αγαθή
Έφυγε σαν σήμερα, 20 Ιουλίου 1989, για τη γειτονιά των αγγέλων.
Πριν κάμποσα χρόνια, τέτοια μέρα ήταν θυμάμαι, με την αγαπημένη φίλη και σπουδαία κυρία του θεάτρου Άννα Συνοδινού, μνημονεύαμε “έργα και ημέρες Γιάννη Τσαρούχη”. Μνήμη που ζωντάνευε μέσα από ατέλειωτες αφηγήσεις στα σκηνικά της “Ελένης”, της “Ηλέκτρας”, της “Ιφιγένειας εν Αυλίδι”, τις προεργασίες με τους Ντομινίκ, Αλαίν αλλά και ντοκουμέντα του Κώστα Φλέγκα αργότερα στο Παρίσι για τη μνημειώδη ζωγραφική σειρά “μήνες" και "4 εποχές”… Πλάϊ της διακριτικά ο Γιώργος Μαρινάκης άκουγε και συμπλήρωνε.
Μοναδικές συνεργασίες, πρόσωπα αγαπημένα, προσωπικότητες του πολιτισμού μας που σηματοδότησαν την κορυφογραμμή μιας φωτεινής Ελλάδας που σήμερα τρεμοσβήνει...
Ο Τσαρούχης υπήρξε ένας απ’ αυτούς, όχι μόνον οξύτατος παρατηρητής της ζωής αλλά ουσιαστικός Δάσκαλος του μέτρου και της ζωγραφικής λιτότητας… Άνθρωπος που συνδύαζε την πρόκληση με τη βαθειά πνευματικότητα, που διέβλεψε προφητικά την τυραννία της ελευθερίας στη τέχνη και τη ζωή. Το πολύπλευρο έργο του θα παραμένει βαθύσκιωτη πηγή που θ’ αναβαπτίζει όσους το επιζητούν. Και το “νερένιο βλέμμα” του ποτισμένο απ’ τη μελαγχολία των Φαγιούμ, ζωγραφική παραμυθία, η σύνοψη μιας ασκητικής μορφής ντυμένης στα λευκά…
Ντυμένος την αρχιερατική στολή. Villeneuve-Les Sablons, 1972 Αρχ. Α. Σαββάκη |
Διαβάστε, αγαπητοί συνοδίτες, στην Ιδιωτική Οδό όλες τις σχετικές με τον Γιάννη Τσαρούχη αναρτήσεις πατώντας εδώ.
Ξεχωρίζουμε τις ακόλουθες:
- Ο Γιάννης Τσαρούχης και η Βυζαντινή Μουσική (άρθρο του Π. Ανδριόπουλου)
Ας θυμηθούμε, με την ευκαιρία, τι είπε ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Τσαρούχη, ήδη από το 1952:
Ο Γιάννης Τσαρούχης διαμορφώνει μια προσωπική εκδοχή της έννοιας της ελληνικότητας, την οποία προσεγγίζει μέσα από τη λαϊκή παράδοση, τον Καραγκιόζη και τον Θεόφιλο, τη βυζαντινή τέχνη και τα διδάγματα του Κόντογλου, αλλά και την αισθητική και τις αρχές της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, των τοιχογραφιών της Πομπηίας, των πορτραίτων του Φαγιούμ. Ο ίδιος πίστευε άλλωστε ότι "η παράδοση πρέπει να περάσει από πολλά στάδια για να γίνει πραγματική δύναμη". Το έργο του συνδυάζει τις επιρροές της μεσογειακής τέχνης με ευρωπαϊκά στοιχεία των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, αλλά και των κινημάτων της σύγχρονης τέχνης και κυρίως του Φοβισμού. Συμβιβάζει Ανατολή και Δύση και καταλήγει σε ένα μοντέρνο ελληνικό αποτέλεσμα.
Χωρίς να μείνει στη γραφικότητα ή να μεταβληθεί σε ανθολόγιο εθνικών απηχήσεων, ο Τσαρούχης, υπακούοντας ίσως ασυνείδητά του σε μια λειτουργία ανθρωπισμού που υπάρχει μέσα στο ελληνικό φως, αγκάλιασε το ανθρώπινο σώμα και μαζί μ' αυτό προχώρησε να βρει την οριστική έκφρασή του.
Και ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Γιάννη Τσαρούχη του Επιταφίου:
«Δε θα ξεχάσω ποτέ, σαν ήμουν 18 χρονών, μες στα δύσκολα για όλους χρόνια της γερμανικής κατοχής, τον Τσαρούχη, τριγυρισμένο από διαλεχτούς νέους μαθητάς του, να παρακολουθεί τη λειτουργία του επιταφίου, σ’ ένα μικρό εκκλησάκι της Πλάκας, κρατώντας μιαν αναμμένη λαμπάδα, με μιαν άνετη ευλάβεια, χωρίς τον ιουδαϊσμό των «τακτικών χριστιανών θαμώνων», με μιαν ευλάβεια που λες και υπήρχε μέσα του χιλιάδες χρόνια, να ψάλλει «γνησίως βυζαντινά», και συγχρόνως να ευφραίνεται τις μύριες προεκτάσεις ετούτης της στιγμής που ζούσε..» (Περιοδικό Ζυγός, αρ.72-75, 1962).
Και ο Μένης Κουμανταρέας στο ίδιο μήκος κύματος:
«..Θυμάμαι, στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, το πρόσωπο του Τσαρούχη έντονα ροδαλό από φυσικού του, μα που τότε κοκκίνιζε σα να είχε πιει οκάδες ρετσίνα, με μάτια βαθιά μπλε στα οποία διαγράφονταν μια ανάλαφρη ειρωνεία, η ίδια ειρωνεία που διαπίστωνα όταν τον άκουγα να αφηγείται μια ιστορία, πράγμα που έκανε τους άλλους να γελούν, ενώ εκείνος έμενε ατάραχος. Έψελνε ένρινα, ανατολίτικα, όπως οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, γιατί, όπως έλεγε, ήσαν οι μόνοι που είχαν διατηρήσει ακέραιη τη βυζαντινή παράδοση. ¨Ήταν εκστασιασμένος κι έμοιαζε πολύ με τους στρατευμένους νέους που στόλιζαν τους πίνακές του, σαν ένα παλικαράκι που είχαν φυτρώσει στους ώμους φτερούγες».
(Περιοδικό Αντί, αρ. 203, 16 Απριλίου 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου