Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ - ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη στην αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Πατρών (24-3-2014), στο πλαίσιο του εορτασμού της Εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1821. 

Κύριε Πρύτανη, 
κυρίες καί κύριοι καθηγηταί, κυρίες καί κύριοι, Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως, τά τελευταῖα χρόνια, μοιάζει νά περνᾶ μιά φάση ἀναθεωρητική. Αὐτό δέν εἶναι καθ’ αὑτό κακό, γιατί ἡ Ἱστορία –κατά ἕναν ἀπό τούς πολλούς ὁρισμούς της– εἶναι διάλογος μέ τό παρελθόν ὑπό τήν ἑκάστοτε ὀπτική γωνία τοῦ παρόντος, ἄρα ἐπιδέχεται ἀναθεωρήσεις πάλι καί πάλι. 
Ἐν τούτοις μερικά ἀπ’ ὅσα προβάλλονται, καί μάλιστα μέ ἰσχυρή ὑποστήριξη τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, μερικά λοιπόν ἀπ’ ὅσα προβάλλονται ὡς δεδομένα –ὡς ὁ τελευταῖος λόγος τῆς ἐπιστήμης!– προκαλοῦν ἔντονες ἀντιδράσεις καί ἐρεθισμό, καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους πού, ὅπως ἐγώ, προφθάσαμε νά ζήσουμε σέ μιά ἐποχή ὅταν δέν ντρεπόμαστε νά λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας, τῆς ὁποίας τά πάθη καί τή δόξα τά νοιώθαμε ὡς ἀντανάκλαση αἴγλης –ὅπως ἐπίσης καί εὐθύνης– πάνω στόν ἀσήμαντο ἑαυτό μας. 
Ἴσως λοιπόν ἀντιδροῦμε τόσο ἀρνητικά στίς νέες αὐτές θεωρίες ἐπειδή παρασυρόμαστε ἀπό τή μούχλα τῶν προκαταλήψεών μας. Πῶς μποροῦμε νά τό ἐξακριβώσουμε αὐτό; 
Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, νομίζω, νά ἀνατρέξουμε στά γεγονότα, τά γυμνά καί ὠμά γεγονότα, πού καμία θεωρία δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἄν δέν τά λάβει ὑπ’ ὄψιν της. 
Ἄς δοῦμε λοιπόν ποιά εἶναι αὐτά καί τί μᾶς λένε: 
Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἦταν ἕνας πόλεμος. 
Κράτησε ἀπό τό 1821 ὥς τό 1829. Ἐπί ὀκτώ συναπτά χρόνια γίνονταν μάχες, ναυμαχίες, πολιορκίες, σφαγές. Λίγοι πόλεμοι ἔχουν κρατήσει τόσο μακρύ χρονικό διάστημα. 
Ἀπό τά γύρω μας κράτη ἡ μέν Ἀλβανία καί ἡ Βουλγαρία ἱδρύθηκαν σχεδόν μόλις ἀπέκτησαν ἐθνική συνείδηση καί μέ ἐλάχιστες θυσίες χάρις στά συμφέροντα Μεγάλων Δυνάμεων, τό αὐτό καί ἡ Ρουμανία. Ἡ Σερβία ἐπαναστάτησε μέν πολλές φορές ἀλλά γιά σύντομα χρονικά διαστήματα ἔγινε πρικηπάτο μέ τήν δραστήρια συμπαράσταση τῆς Ρωσίας. Ἡ Ἰταλία ἀντιμετώπισε μέν τήν Αὐστρία, ἀλλά συνεπικουρούμενη ἀπό τή Γαλλία, καί δέν ἀναγκάστηκε νά τήν πολεμάει ὀχτώ χρόνια, οἱ δέ Αὐστριακοί ὄχι μόνον δέν ἔσφαξαν ὁλόκληρους πληθυσμούς, ἀλλά κληροδότησαν στή βόρειο Ἰταλία μιά ἐξαιρετική δημόσια διοίκηση, τῆς ὁποίας τούς καρπούς ἀκόμη ἀπολαμβάνουν οἱ Ἰταλοί. 
Ποῦ διεξήχθη ὁ πόλεμος αὐτός; 


Μέσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, βεβαίως. Σᾶς δείχνω ὅμως αὐτόν τόν χάρτη ἐπειδή θέλω νά συγκεντρώσετε τήν προσοχή σας σ’ αὐτά τά νησάκια, τά Ἰόνια, πού δέν γνώρισαν Τουρκοκρατία.
Καθώς τό Βυζάντιο διαλυόταν, ζήτησαν τήν Προστασία τῆς Βενετίας καί ἔτσι ἔμειναν –αὐτοδιοικούμενα ἐν πολλοῖς– ἕως τά 1797, ὅταν ὁ Ναπολέων κατέλυσε τή Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Τό 1821 εἶχαν περιέλθει στά χέρια τῆς Ἀγγλίας. Κοιτάξτε τα πῶς ἀγκαλιάζουν τόν κορμό τῆς κυρίως Ἑλλάδος –ἀπό τή Χειμάρρα μέχρι τήν Κρήτη–, πῶς μποροῦν ἐνδεχομένως νά ἐλέγξουν τίς θαλάσσιες ἐπικοινωνίες της. 
Θυμηθεῖτε ἐπίσης πώς ἡ Βενετία ἦταν δύναμη ἐχθρική πρός τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί συχνά σέ πόλεμο μαζί της. Τή Βενετία τή συνέφερε νά δημιουργοῦν οἱ Ἕλληνες πράγματα στούς Τούρκους, εἶχε δέ διατηρήσει φρούρια στήν ἠπειρωτική χώρα, στό Βουθρωτό, τήν Πάργα, τήν Πρέβεζα καί τή Βόνιτσα, προστατεύοντας ἔτσι τά Ἑπτάνησα. 
Ἀντιθέτως ἡ Μεγάλη Βρεττανία ὑπῆρξε σταθερά φιλική πρός τήν Τουρκία, τῆς ὁποίας τήν ἀκεραιότητα ἔκαμε ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς της. Ἑπομένως τά φρούρια δέν ἐνδιαφέρθηκε νά τά κρατήσει καί δέν δυσκολεύτηκε καθόλου νά πουλήσει τήν Πάργα στόν Ἀλῆ Πασά τό 1819, ἔβλεπε δέ τόν ἐθνικό ἀναβρασμό τῶν Ἑλλήνων στήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα μέ καχυποψία, ὡς ἀπειλή. 
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας τό θηρίο καί σέρνει εὐθύς, κατά τ’ ἄκρα τῆς Ρωσίας τά μουγκρίσματα τσ’ ὀργῆς… μᾶς λέει ὁ Σολωμός, πού παρακολουθοῦσε στενά τά τῆς Ἐπαναστάσεως καί στόν Ὕμνο του ἐξιστόρησε τά τρία πρώτα χρόνια της. 
Ὅσο γιά τήν ἴδια τή Βενετία, αὐτή εἶχε περιέλθει, μέ τή Συνθήκη τοῦ Καμποφόρμιο, στούς Αὐστριακούς, πού ἐπίσης ἔβλεπαν τήν Ἐπανάσταση μέ ἄκρα ἐχθρότητα, καί ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιά νά ἐμποδίσουν τή μεγάλη καί εὔπορη ἑλληνική παροικία τῆς Βενετίας νά προσφέρει τή βοήθειά της. 
Γεγονός εἶναι ὅτι μέ τήν ἔλευση τῶν Ἄγγλων στά Ἰόνια καί τῶν Αὐστριακῶν στή Βενετία οἱ Ἑπτανήσιοι μέν ἔχασαν τά παλαιά αὐτοδιοικητικά τους δικαιώματα, οἱ δέ ὑπόλοιποι Ἕλληνες ἕνα σταθερό ἔρεισμα στή Δύση.  


Στόν χάρτη αὐτό φαίνεται ποῦ ἔγιναν στά 1821 ἐξεγέρσεις καί ποῦ ἔγιναν σφαγές. Ἐκτός ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ Ὑψηλάντη καί τίς συγκρούσεις στή Μολδοβλαχία, ἐξεγέρσεις ἔγιναν σ’ ὅλη τή Μακεδονία, στή Θεσσαλία, στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, στήν Πελοπόννησο, στήν Κρήτη – στήν Ἤπειρο ὑπῆρχε ἤδη ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. 
Στή Μακεδονία καί στή Θεσσαλία οἱ ἐξεγέρσεις καταπνίγηκαν στό αἷμα. Βλέπετε τά χατζάρια. 
Δεῖτε ὅμως, ἔχουμε χατζάρια, σφαγές δηλαδή, καί σέ μέρη ὅπου δέν ἔγινε ἐξέγερση – στήν Πόλη καί τή Θράκη, στά παράλια τῆς Μικρασίας, καί στήν Κύπρο. 
Πού σημαίνει –ἐκτός ὅλων τῶν ἄλλων– ὅτι οἱ Τοῦρκοι (ὄχι μόνον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀλλά οἱ Δυνάστες μας, οἱ Τοῦρκοι) μᾶς ἀναγνώριζαν ὡς ἕναν λαό ὁ ὁποῖος ἐκτεινόταν ἀπό τά Ἑπτάνησα ὥς τή Μικρασία, τήν Κύπρο, τή Θράκη καί τήν Πόλη. Ἀναγνώριζαν δηλαδή τήν ὕπαρξη ἑνός Ἔθνους, Γένους, πεῖτε το ὅπως θέλετε, ἑνός συμπαγοῦς Ἑλληνισμοῦ. Καί αὐτόν τόν θεώρησαν ἐχθρό τους, ὡς ἑνιαῖο σύνολον. 
Πότε ἔγινε αὐτός ὁ πόλεμος; 


Ἡ Ἐπανάσταση ξεσπᾶ τό 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης εἰσβάλλει στή Μολδοβλαχία – ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ἐχθροπραξίες πού λήγουν μέ τή νίκη τοῦ ἀδερφοῦ του, Δημητρίου Ὑψηλάντη, στή μάχη τῆς Πέτρας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1829. 
Ἄς ρίξουμε ὅμως μιά ματιά στά προηγούμενα. 
Τό 1800 ἔχουμε τό πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος, τήν Ἑπτάνησο Πολιτεία. Ἡ Γαληνοτάτη ἔχει καταλυθεῖ, οἱ Γάλλοι ἔχουν διωχθεῖ. Τά Ἰόνια ἀναγνωρίζονται ὡς κράτος ἀνεξάρτητο, ὑπό τήν Προστασία τῆς Ρωσίας καί τῆς Τουρκίας. Καί τό 1803, ὁ Καποδίστριας, νέος τότε, ἑτοιμάζει τό πρῶτο Σύνταγμα πού ψηφίστηκε ἐλεύθερα ἀπό ἐλεύθερους Ἕλληνες. 
Αὐτά ὅλα χάθηκαν μέ τίς μοιρασιές πού ἔγιναν στή Συνθήκη τοῦ Τιλσίτ, χωρίς βεβαίως αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρξαν. 
1814 Ἱδρύεται μυστικά ἡ Φιλική Ἑταιρεία. 
1815 Γίνεται τό Συνέδριο τῆς Βιέννης, καί ὁ Καποδίστριας δίπλα στόν Τσάρο προβάλλει τήν ὑπόθεση τῶν Ἑλλήνων, ἱδρύει τήν Ἑταιρεία τῶν Φιλομούσων καί ἀρχίζει νά μαζεύει χρήματα – γιά νά σπουδάζουν οἱ φτωχοί Ἕλληνες πού διψοῦν γιά γνώση – ἔτσι λέει, ἀλλά, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὥς τή δολοφονία του, δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τήν Ἑλλάδα καί νά συγκεντρώνει δωρεές γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα καί τοῦ κράτους. 
1821 Κηρύσσεται ἡ Ἐπανάσταση. 
Ὥς τό 1824 οἱ λαμπρές νίκες καί οἱ φοβερές πληγές διαδέχονται ἡ μιά τήν ἄλλη. Ἀπαγχονισμός τοῦ Πατριάρχη, Βαλτέτσι, Χίος, Τσεσμές, Δερβενάκια, Μεσολόγγι, Τρίπολη… Χωρίς στρατηγεῖο, χωρίς κρατικά ταμεῖα, χωρίς διοικητική μηχανή – δεκάδες διαφορετικοί ὁπλαρχηγοί πιάνουν τά πόστα τους καί θυσιάζονται πρῶτα γιά νά κερδηθεῖ ἡ Πελοπόννησος καί μετά γιά νά κρατήσουν ἐλεύθερη αὐτήν τήν καρδιά τῆς Ἐπανάστασης, ἀποκόβοντας τούς δρόμους ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ὁ ἐχθρικός στρατός διά ξηρᾶς ἤ διά θαλάσσης. 
Ἀπό τή μιά δεκάδες οἱ χιλιάδες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ἄπειρα τά μέσα, σταθερή ἡ ἀνοχή τῶν εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων στίς βαρβαρότητες τῶν Τούρκων, κι ἀπό τήν ἄλλη τριακόσια παλληκάρια ἐδῶ, πενήντα ἐκεῖ, ἕνας Κανάρης μέ τό δαυλό του, ὁ Διάκος στή σούβλα, τό δαιμόνιο τοῦ Καραϊσκάκη, ἡ ἁγνότητα τοῦ Μπότσαρη… καί νίκες! Εἶναι ἕνα θαῦμα. 
Κανένα θαῦμα δέν κρατᾶ ἐπ’ ἄπειρον. 
1824-1827 Οἱ ἡρωϊσμοί συνεχίζονται ἀλλά ἔχουμε μαζί καί ἀθλιότητες. 
Ἐξ αἰτίας τους, τό 1827 ἡ Ἐπανάσταση ξεψυχᾶ καί μετακαλεῖται ὁ Καποδίστριας. 
1827-1831 Ὁ Καποδίστριας εἰρηνεύει τόν τόπο ὡς διά μαγείας, ἀνακτᾶ τή Στερεά στρατιωτικῶς, περιορίζει τό Γαλλικό Ἐκστρατευτικό Σῶμα, τοποθετεῖ τήν Ἑλλάδα στή διεθνῆ διπλωματική σκηνή, ὀργανώνει τόν Στρατό καί τόν στόλο, τό φορολογικό σύστημα, καί τίς δημόσιες ὑπηρεσίες, ξεκινᾶ τή σύνταξη κτηματολογίου, ἱδρύει Τράπεζα καί σχολεῖα… Συνετά καί προσγειωμένα, καί ὁλομόναχος –ἄρα, ἄν θέλετε, αὐταρχικά– βάζει τίς πρῶτες βάσεις ἑνός σύγχρονου κράτους. 
Μετά τή δολοφονία του, τίποτα πιά δέν εἶναι ἴδιο. 
Ποιοί ἦταν οἱ ἐμπόλεμοι 


Ἕνας λαός ἀπό τή μιά. Μιά Αὐτοκρατορία ἀπό τήν ἄλλη. 
Ὁ ἑλληνικός στρατός ἦταν σύσσωμος ὁ λαός, οἱ Ἕλληνες ὅλοι. 
Οἱ Ὀθωμανοί εἶχαν ἐπί τόπου μερικές φρουρές, ἀλλά ἀποδείχθηκε ὅτι αὐτές δέν ἀρκοῦσαν. Ἔπρεπε λοιπόν νά φέρουν στρατό εἴτε ἀπό τόν βορρά, Τουρκαλβανούς καί ἄλλους, εἴτε ἀπό τή μεγάλη δεξαμενή τους, τή Μικρασία. 
Τώρα ἡ Ἑλλάδα, ὀρεινή καθώς εἶναι, προσφέρει μόνον δυό διαδρομές ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νά περάσει ἕνας στρατός ἀπό τόν βορρά πρός τήν Πελοπόννησο: Ἡ μία, ἡ δυτική, μέσω Μακρυνόρους, καταλήγει στό Μεσολόγγι – ὅποιος κρατᾶ τό Μεσολόγγι μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό πέρασμα τοῦ στρατοῦ διά θαλάσσης πρός τήν Πελοπόννησο. Ἡ δεύτερη, ἡ ἀνατολική, εἶναι αὐτή πού ἀκολούθησαν οἱ Πέρσες στή δεύτερη εἰσβολή τους –καί ἔκτοτε κάθε ἄλλος εἰσβολέας–, μέσω Θερμοπυλῶν δηλαδή, καί ἐκεῖ τό κλειδί βρίσκεται στήν Κόρινθο. 
Ὑπάρχει καί ἕνας τρίτος δρόμος, ἀπό τή θάλασσα. 
Τό 1822 οἱ Τοῦρκοι σχεδίασαν μιά τριπλή ἐπίθεση μέ στόχο νά συγκεντρωθοῦν ὅλες οἱ δυνάμεις τους στήν Πελοπόννησο καί ἐκεῖ πιά νά διαλύσουν κάθε ἴχνος ἐπαναστάσεως. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης μαζί μέ τόν Κιουταχή μέ μιά εἰκοσαριά χιλιάδες Τουρκαλβανούς, ἀφοῦ νίκησαν τόν Μαυροκορδάτο στήν ἀνόητη μάχη τῆς Πέτρας, κατέβηκαν καί πολιόρκησαν τό Μεσολόγγι. Ὁ Δράμαλης μέ μιά τριανταριά πεζούς καί καβαλαραίους ἀκολούθησαν τήν ἀνατολική διαδρομή, πέρασαν τόν Ἰσθμό καί ἁπλώθηκαν στήν Ἀργολίδα. Ὁ Καπουδάν Πασάς, μέ τόν στόλο φορτωμένο ἀσιατικό στρατό, ἑτοιμάστηκε νά διασχίσει τό Αἰγαῖον. 
Σταμάτησε ὅμως γιά τό Ραμαζάνι στόν Τσεσμέ, καί βρίσκοντας εὐκαιρία ὁ Κανάρης ἀνατίναξε τή ναυαρχίδα καί ἔσπειρε τόν τρόμο. Μέ καλά ὑπολογισμένες κινήσεις ὁ Κολοκοτρώνης στρίμωξε τόν Δράμαλη στά Δερβενάκια καί τόν τσάκισε. Καί τά Χριστούγεννα, οἱ κλεισμένοι στό Μεσολόγγι, κάνοντας αἰφνιδιαστικά ἔξοδο, πῆραν σβάρνα τούς ἄνδρες τοῦ Βρυώνη καί τοῦ Κιουταχῆ. 
Ὁ Σουλτάνος, ἔχοντας ἀποτύχει καί στίς τρεῖς αὐτές ἐπιθέσεις, στρέφεται πρός τήν Αἴγυπτο, πρός τόν Μεχμέτ Ἀλῆ, πού διαθέτει στρατό καί στόλο ἐκπαιδευμένον ἀπό τούς Γάλλους: Τοῦ τάζει τήν Κρήτη καί τήν Κύπρο ἄν στείλει στρατό καί καταστείλει τήν Ἐπανάσταση. 
Ἔτσι προστίθεται ἕνας ἀκόμη ἐμπόλεμος ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, οἱ Αἰγύπτιοι μέ τόν Ἰμπραήμ. 


Ὁ αἰγυπτιακός στόλος ἔρχεται ἀπό τόν νότο, κάνει ἀπόβαση στήν Κρήτη, ὅπου τά ἀντίποινα εἶναι φρικαλέα, καταστρέφει τήν Κάσο καί, μολονότι γίνεται ἡ περίλαμπρη ναυμαχία τοῦ Γέροντα καί νικοῦν οἱ Ἕλληνες, μετά ἐφησυχάζουν –ἔχουν στήσει καί καυγάδες μεταξύ τους–, ὁπότε ὁ Ἰμπραήμ βρίσκει τήν εὐκαιρία καί ἀποβιβάζεται στή Μεσσηνία. 
Τό θαῦμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἐδῶ τελειώνει. Στά τρία χρόνια πού ἀκολουθοῦν δέν λείπουν οἱ ἡρωϊσμοί, ἀλλά χωρίς σημαντικό ἀποτέλεσμα. 
Ἔχει ὅμως ἀνοίξει ἡ ὄρεξη τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, πού εἶναι τρεῖς καί ἀλληλοϋποβλέπονται. Οἱ στόλοι τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσίας καταφθάνουν στά νερά μας – κάτι μεταξύ εἰρηνοποιῶν καί, ξαφνικά στό Ναυαρίνο (!), ἐμπολέμων. 
Ὁ Πόλεμος εἶναι πολυέξοδη ὑπόθεση


Οἱ μέν πόροι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἄφθονοι – κι ὅταν δέν εἶχαν οἱ ἴδιοι, εὕρισκαν δανεικά. 
Ποιοί ἦταν οἱ πόροι τῶν Ἑλλήνων; Οἱ οἰκονομίες τοῦ Γένους. Ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε πολλά ἀπό τά ἱερά της σκεύη, ἀσημένια καί χρυσά, οἱ καραβοκύρηδες ἔβαλαν τά πλοῖα τους καί ἄνοιξαν τίς στέρνες μέ τά ἀποθησαυρισμένα κέρδη τους, οἱ προύχοντες πλήρωναν τούς ἀνθρώπους τους πού ἄφηναν τά χωράφια τους γιά νά πᾶνε νά πολεμήσουν, οἱ ἑλληνικές παροικίες, καί μάλιστα αὐτές τῆς Ρωσίας, χρηματοδοτοῦσαν διαρκῶς, ὁ Καποδίστριας σέ συνεργασία μέ τόν σπουδαῖο τραπεζίτη Ἐϋνάρδο δέν σταμάτησε νά συγκεντρώνει ποσά καί νά στέλνει φορτώματα… Φυσικά οἱ ἀνάγκες ἐξακολουθοῦσαν νά εἶναι πιεστικές. 
Τό 1824 ὁ Μαυροκορδάτος, ὡς πρωθυπουργός, εἶχε τή λαμπρή ἰδέα νά συνάψει ἕνα δάνειο. Κανένα κράτος δέν τοῦ δάνειζε καί ἔτσι ἀποτάθηκε σέ Ἄγγλους ἰδιῶτες. Δέν συμβουλεύτηκε τόν Καποδίστρια, δέν πῆρε τή γνώμη τοῦ Ἐϋνάρδου – ἔστειλε δυό ἀνίδεους Ὑδραίους στό Λονδίνο, οἱ ὁποῖοι, ὑποθηκεύοντας ἑλληνικά ἐδάφη, ὑπέγραψαν γιά 800.000 λίρες Ἀγγλίας, καί μετά τήν ἀφαίρεση τῶν τόκων, ἐξόδων κλπ. πῆραν στό χέρι 298.000! 
Ὡς μέτρο συγκρίσεως θυμίζω ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, πρίν ξεκινήσει γιά τήν ἐκστρατεία του, εἶχε ξεπουλήσει τήν περιουσία του καί καταθέσει στήν Ἑταιρεία τό ἀντίστοιχο 100.000 λιρῶν Ἀγγλίας. Ὁ Ὑψηλάντης δηλαδή χάρισε τό ἕνα τρίτο ἀπ’ ὅ,τι πῆρε ὁ Μαυροκορδάτος στό χέρι, ἔχοντας (ὁ Μαυροκορδάτος) χρεώσει τήν πατρίδα του γιά τό ὀκταπλάσιο τῆς δωρεᾶς τοῦ Ὑψηλάντη
Ἀπανωτά ὁ Μαυροκορδάτος συνῆψε καί δεύτερο δάνειο στήν Ἀγγλία, γιά 2 ἑκατομμύρια λίρες Ἀγγλίας. Ἀπ’ αὐτά δέν εἴδαμε ποτέ πενταρίτσα! Οἱ Ἄγγλοι, μέ τήν πρόφαση ὅτι κατασπαταλήσαμε τό πρῶτο δάνειο, διαχειρίστηκαν τό δεύτερο μόνοι τους – παράγγειλαν πολεμοφόδια σέ ἀγγλικά ἐργοστάσια καί σκάφη σέ ἀμερικανικά ναυπηγεῖα, χρηματοδότησαν ἀποστολές, ἔβγαλαν ὁμόλογα, καί γενικά ἔγινε ἕνα τέτοιο ὄργιο ὥστε τό σκάνδαλο ξέσπασε ἀκόμη καί στίς ἀγγλικές ἐφημερίδες. Φυσικά ἡ Ἑλλάς δέν μποροῦσε οὔτε κἄν τούς τόκους τοῦ δανείου νά πληρώσει, κι ἔτσι πτωχεύσαμε γιά πρώτη φορά τό 1827. Τό φιάσκο αὐτό ὀνομάστηκε –καί μερικοί ἀκόμη τό ὀνομάζουν– τά δάνεια τῆς Ἀνεξαρτησίας. 
Τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος 


Τελικά αὐτά εἶναι τά ὅρια πού μᾶς παραχώρησαν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μέ προεξάρχουσα τή Μεγάλη Βρεττανία. Ἔξω ἔμεινε ἡ Κρήτη, πού ἦταν ὅλη ἐλεύθερη μέ τούς Τούρκους κλεισμένους στά φρούριά τους, ἔξω ἡ Σάμος, πού ἦταν ἐπίσης ἐλεύθερη, ἔξω ἡ Ἤπειρος, ἔξω ἡ Κύπρος. Ἔξω τά Ἑπτάνησα, ἔξω τό Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα, οἱ παλαιές βενετικές κτήσεις –περιοχές πού ὅσο ὑπῆρχε ἡ Βενετία ἦταν ἐλεύθερες–, παρά λίγο νά μείνει ἀκόμη καί τό Μεσολόγγι ἔξω. Ἔξω ἡ Χίος, ἡ Μυτιλήνη, τά Ψαρά, ἡ Κάσος. Ἡ Μακεδονία φυσικά ἔξω, ἡ Θεσσαλία ἐπίσης ἔξω. 
Ἔξω ἀπό τό κράτος πού δημιουργήθηκε ἔμειναν πάνω ἀπό τά δύο τρίτα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. 
Ὁ Καποδίστριας εἶχε προσπαθήσει νά πείσει τίς Δυνάμεις ὅτι αὐτά τά τόσο στενά ὅρια θά ὁδηγοῦσαν σέ συνεχεῖς πολέμους – ἐκεῖνοι πού εἶχαν θυσιαστεῖ γιά νά σταματήσουν τόν χείμαρρο τῶν τουρκικῶν δυνάμεων πού στέλνονταν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἠπειρῶτες, οἱ Θεσσαλοί, οἱ Μακεδόνες, οἱ νησιῶτες, ἔχοντας μείνει ὑπόδουλοι θά ζητοῦσαν διαρκῶς ἀπό τούς ἐλευθερωμένους Ἕλληνες νά τούς βοηθήσουν γιά νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί τήν ἐλευθερία τους, κι ἔτσι οἱ περιοχές αὐτές δέν θά ἡσύχαζαν ποτέ. 
Ὁ Γκιζώ –Γάλλος πολιτικός καί ἱστορικός– ἔκανε τήν πικρή διαπίστωση πώς «οἱ Δυνάμεις ἐπέτρεψαν στήν Ἑλλάδα νά ξαναγεννηθεῖ μέ τόν ὅρο ὅμως ὅτι θά εἶναι τόσο μικρή καί ἀδύνατη ὥστε νά μήν μπορεῖ νά μεγαλώσει οὔτε σχεδόν νά ζήσει». Ὁ ἴδιος ὁ Μέττερνιχ δέν ἄργησε νά καταλάβει πώς «τό ἑλληνικό κράτος δέν ἔπρεπε νά δημιουργηθεῖ, ἀλλά μιᾶς καί δημιουργήθηκε ἔπρεπε νά γίνει μεγάλο». 
Οἱ προβλέψεις τοῦ Καποδίστρια ἀποδείχθηκαν σωστές: οἱ ἀπελευθερωτικοί πόλεμοι συνεχίστηκαν. Ὅσο γιά τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1830, αὐτά τά ἐγγυήθηκαν οἱ τρεῖς Μεγάλες Δυνάμεις, καί ἀκολούθως, γιά τά ἑπόμενα ἑκατό χρόνια, ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία ἀνέλαβαν νά τά παρακολουθοῦν ἄγρυπνα –καταφεύγοντας εὔκολα σέ ἀποβάσεις καί ἀποκλεισμούς–, ὄχι μήν τυχόν καί τά παραβιάσει ξένος, ἀλλά μήν τυχόν ἐκεῖνα διευρυνθοῦν. 
Σέ πολύ ἁδρές γραμμές λοιπόν τά γεγονότα εἶναι ὅτι: 
• Τό πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος ὑπῆρξε ἡ Ἑπτάνησος Πολιτεία, τήν ὁποίαν οἱ Ἄγγλοι μετέτρεψαν σέ ἀποικία τους. Ἀκολούθησε ἡ Ἐπανάσταση στήν κυρίως Ἑλλάδα – ἕνας Ἀγώνας αἱματηρότατος, πού διήρκεσε ὀκτώ συνεχῆ χρόνια, ὅπου ἕνας λαός πολέμησε μιά Αὐτοκρατορία –κατά γῆν καί κατά θάλασσαν–, μοναχός, μέ τή διπλωματική ὑποστήριξη ἑνός σπουδαίου ἀτόμου, τοῦ Καποδίστρια, ἀλλά κανενός κράτους, μικροῦ ἤ μεγάλου. 
• Στόν Ἀγῶνα ἐνεπλάκησαν τελικά καί ἡ Αἴγυπτος καθώς καί οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Ἀγγλία, Γαλλία, ἀλλά γιά τά δικά τους συμφέροντα ἡ καθεμιά. 
• Προκειμένου ν’ ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του, ὁ ἑλληνικός λαός ξόδεψε τίς οἰκονομίες του αἰώνων καί ξεμάτωσε – τόσο στά πεδία τῶν μαχῶν ὅσο καί ἀπό τίς ἀπηνεῖς διώξεις καί σφαγές τῶν ἀμάχων ἀδερφῶν του, ἀκόμη καί σέ μέρη πού δέν εἶχαν ἐξεγερθεῖ. 
• Μέ τίς σφαγές τους οἱ Τοῦρκοι –πού δέν εἶχαν ἰδέαν ἀπό Διαφωτισμό καί ἄλλες θεωρίες ἀπό τή Δύση–, οἱ Τοῦρκοι λοιπόν ἀναγνώρισαν τήν ὕπαρξη ἑνός ὁμοιόμορφου Ἑλληνισμοῦ, ἀπό τίς ἀκτές τοῦ Ἰονίου μέχρι τή Θράκη, τήν Πόλη, τή Μικρασία καί τήν Κύπρο. 
• Τήν πρώτη ἀπαράμιλλη φάση τῆς Ἐπαναστάσεως ἀκολούθησαν τρία χρόνια ἀκηδίας, ἀερολογίας, ἐμφυλίων συγκρούσεων, μοχθηριῶν, ἀνοησιῶν καί, τό χειρότερο, τά δυό ὀλέθρια δάνεια τά ὁποῖα ὁδήγησαν τή χώρα σέ ὑποτέλεια. 
• Ὁ πρωτεργάτης καί ὑπηρέτης τοῦ Ἀγώνα ἀπό τήν πρώτη του ἀρχή, ὁ Καποδίστριας, ὅταν μετακλήθηκε, εἰρήνευσε τόν τόπο, ἀνέκτησε τή Στερεά, ἐξεμαίευσε τή διπλωματική ἀναγνώριση τῆς Ἑλλάδος, ἔβαλε τίς βάσεις τοῦ κράτους καί ἐπί πλέον –ἐπί πλέον– ἔδειξε ποιό ὑψηλό ἦθος πρέπει νά ἔχουν –πρέπει νά ἀπαιτοῦμε νά ἔχουν– οἱ ἡγέτες τῆς χώρας μας, καί μάλιστα σέ ἐποχές δυσπραγίας. 
• Τέλος, τά ὅρια πού δόθηκαν στό νέο ἑλληνικό κράτος ἦταν ἀσφυκτικά καί δέν ὑπηρετοῦσαν παρά μόνον τά πιό στενόκαρδα καί δόλια ἀλλότρια συμφέροντα. Κάθε πόλεμος ἔχει κάποιο σκοπό. 
Ποιός ἦταν ὁ σκοπός τοῦ Ἀγώνα καί κατά πόσον ἐπετεύχθη; 


Ὁ σκοπός τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ὄχι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Πελοποννήσου ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης συγκεκριμένης περιοχῆς. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. 
Καί τό Γένος ποιό ἦταν; Ὅταν ὁ λόρδος Ὅρτον, ὑφυπουργός Ἀποικιῶν τῆς Ἀγγλίας, ρώτησε, κάπως ὑπεροπτικά, ποιό ἦταν αὐτό τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπήντησε: «Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος συναποτελεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν Ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔπαψαν νά ὁμολογοῦν τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί νά μιλοῦν τήν γλῶσσα τῶν πατέρων τους, καί ἔμειναν ὑπό τήν πνευματική καί κοσμική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τους, σ’ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς Τουρκίας καί ἄν κατοικοῦν». Κι ὅταν ρωτήθηκε γιά τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος, ἀποκρίθηκε: «Τά ὅρια αὐτά τά ἐχάραξαν ἀπό τέσσερεις αἰῶνες δικαιώματα τά ὁποῖα οὔτε ὁ χρόνος οὔτε κάθε λογῆς συμφορές οὔτε ἡ κατάκτηση εἶχαν τή δύναμη νά ἐξαλείψουν· χαράχτηκαν δέ καί τό 1821 ἀπό τό αἷμα πού χύθηκε στίς σφαγές τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν, τοῦ Μεσολογγίου καί στίς πολυάριθμες ναυμαχίες καί πεζομαχίες πού δοξάζουν τό γενναῖο ἔθνος τῶν Ἑλλήνων». 
Δηλαδή ὁ ἐξαιρετικός αὐτός διπλωμάτης καί γνώστης τοῦ «δυνατόν γενέσθαι» –πού βλέπουμε μέ πόση προσοχή ἀποφεύγει νά πεῖ τή λέξη Κωνσταντινούπολη–, ὁ Καποδίστριας λοιπόν ἔτσι περιέγραφε τίς περιοχές ὅπου ἐδικαιοῦτο νά ἐπεκταθεῖ τό κράτος πού γεννιόταν. Αὐτός ἦταν ὁ στόχος τοῦ Ἀγώνα. 
Ναί, ἀλλά μήπως ἡ Φιλική Ἑταιρεία εἶχε πιό περιορισμένους στόχους; 

Ἄς δοῦμε αὐτά τά δυό σχήματα. Ἡ πόρπη φέρει ἕναν δικέφαλο ἀετό, προσφιλέστατο σχέδιο σέ κοσμήματα, σέ κασέλες, σέ κεντητά, σέ πλῆθος ἔργα λαϊκῆς τέχνης ἀπ’ αὐτά πού γεννάει ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ καί πού δείχνουν τόν προσανατολισμό τῆς μιᾶς γενιᾶς μετά τήν ἄλλη. Ἡ Πόλη… τό Βυζάντιο… ἡ ἀνάκτηση τοῦ χαμένου κράτους πού ὁ Ἑλληνισμός δέν ἔπαψε νά ἀναθυμᾶται καί νά θρηνεῖ… ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιάς… Κοιμήσου καί παράγγειλα στήν Πόλη τά προικιά σου… Ὁ Δικέφαλος Ἀετός. 
Τόν Φοίνικα τόν εἰσάγει ἡ Φιλική Ἑταιρεία. Ἕνα μυθικό πουλί πού ξαναγεννιέται ἀπό τήν ἴδια του τήν τέφρα. Τώρα οἱ Φιλικοί, ὡς μέλη ἑνός κρυφοῦ ὀργανισμοῦ, συνεννοοῦνταν μεταξύ τους μέ μυστικά σημάδια, μέ συμβολισμούς, μέ λέξεις πού εἶχαν διπλά νοήματα… Τό νόημα τοῦ Φοίνικα εἶναι προφανές – τό Γένος ξαναγεννιέται. Αὐτό χάραξε κι ὁ Καποδίστριας στό πρῶτο νόμισμα πού ἔκοψε στήν Ἑλλάδα – καί δέν τό ὀνόμασε μνᾶ ἤ δραχμή, παραπέμποντας στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά φοίνικα. Φοίνικα. 
Ποιά ἄραγε εἶναι ἡ τέφρα ἀπ’ ὅπου ξαναγεννιέται τό μυθικό αὐτό πουλί; Εἶναι μήπως κάποια σποδός, κατάλοιπο τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης; Ἴσως, θά μποροῦσε νά εἶναι – γιά τόν Κοραῆ καί τούς Ἕλληνες τούς ἐξοικειωμένους μέ τήν ἀρχαιότητα ὅπως τήν προσέλαβε καί τή δόξασε ἡ Δυτική Εὐρώπη – ἀλλά πόσοι ἦταν αὐτοί τότε; πενήντα; διακόσιοι; πεντακόσιοι; 
Τί νόημα ὅμως μποροῦσε νά ἔχει μιά τέτοια σποδός γιά τούς ἀναλφάβητους πολέμαρχους, τούς προύχοντες καί τούς πολυάριθμους ναυτικούς, συσπειρωμένους γύρω ἀπό τίς ἐκκλησίες τους, συνηθισμένους νά ἀναμειγνύουν τήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλες τους τίς πράξεις, τίς καθημερινές καί, ἀκόμη περισσότερο, τίς πολεμικές; Οἱ Ἕλληνες, πού εἶχαν ἐπαναστατήσει δεκάδες φορές πρίν φανεῖ στόν κόσμο ὁ Διαφωτισμός, γιατί θά συνεπαίρνονταν τώρα ἀπό μιά τέτοια ξενόφερτη τέφρα; 
Ὁ Φοίνικας πρέπει νά εἶχε ἐπιλεγεῖ ἀπό τούς Φιλικούς ἐπειδή θά θεώρησαν ὅτι μποροῦσε νά μιλήσει ἴσια στήν ψυχή τῶν Ρωμηῶν καί νά τούς κάνει ἀγωνιστές, ὑποδηλώνοντας –κρυφά καί συνωμοτικά, ἀλλά πολύ εὐδιάκριτα γιά τούς μυημένους– ὅτι μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Φοίνικας θά φανέρωνε καί τό δεύτερο κεφάλι του, ἀποκαλύπτοντας τόν πραγματικό ἑαυτό του, ὡς Δικέφαλο, πού ξαναγεννιέται ἀπ’ τήν τέφρα τοῦ χαμένου Βυζαντίου. 
Κυρίες καί Κύριοι, 
Νομίζω ὅτι οἱ προπροπάπποι μας καί οἱ προπάπποι καί οἱ παπποῦδες μας, ὁλόκληρες γενιές διαδοχικά, ἤξεραν βαθιά μέσα τους ὅτι ὁ στόχος τῆς Ἐπανάστασης ἦταν ἡ ἀνασύσταση τοῦ μεγάλου Βυζαντινοῦ κράτους, καί ἀποδέχονταν ὡς καθῆκον τους τήν προσπάθεια –καί τίς θυσίες– γιά νά συνεχίσουν αὐτό πού οἱ Ἀγωνιστές τοῦ ’21 εἶχαν ἀρχίσει. 
Τό ὅτι ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Ἀγώνας εἶχε πενιχρό ἀποτέλεσμα –ὅτι ἀρχικά γέννησε τό μικρότατο ἑλληνικό βασίλειο– ὀφείλεται καί σέ ἑλληνικά σφάλματα, ναί, ἀλλά κυρίως, κυριότατα, στίς ἀντίξοες συγκυρίες, πού κανείς δέν θά μποροῦσε νά εἶχε προβλέψει, τίς συντριπτικές. 
Ἀκολούθησαν ἐπί Ὄθωνος, ἐπί Γεωργίου Α΄ καί ἐπί Κωνσταντίνου νέες ἐξεγέρσεις καί ἡρωϊκές κινήσεις πρός τήν κατεύθυνση τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ, οἱ περισσότερες ἐπιτυχεῖς καί μία ὀλέθρια. 
Ἀπό τό 1922 καί ὕστερα, καλούμαστε νά ἀποδεχθοῦμε τή ματαίωση τοῦ ὁράματος τοῦ 1821. Ἡ ἀπώλεια εἶναι ὑπέρογκη καί τελειωτική – τόν κλονισμό οὔτε εὔκολα οὔτε γρήγορα θά ἦταν δυνατόν νά τόν ἀπορροφήσει ὁ Ἑλληνισμός. Ἐν τούτοις αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά κάμει – νά δεχθεῖ τή νέα πραγματικότητα καί ὄχι μόνον νά ζήσει ἀλλά καί νά λάμψει μέσα σ’ αὐτήν. 
Οἱ ἀπαξιωτικές γιά τήν Ἐπανάσταση θεωρίες πού τόν τελευταῖο καιρό κυκλοφοροῦν ἔχουν ἴσως κάποια σχέση μ’ αὐτό τό δύσκολο ζητούμενο. Τό ἠθικό μας εἶναι πεσμένο καί ἔχουμε παραμελήσει ὅλα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσε νά μᾶς ἐνισχύσουν τό φρόνημα, κι ἔτσι ἀνεπίγνωστα ἀναζητοῦμε ἴσως ὑπεκφυγές: Ἄν δέν εἴχαμε ποτέ ἔθνος, ἄν ἡ Ἐπανάσταση ἦταν μιά ἱστορία κατσαπλιάδων, ἄν οἱ θρῦλοι τοῦ Ἀγώνα εἶναι ἀποκυήματα τῆς ἐξημμένης φαντασίας μας καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἕνα γελοῖο μεγαλόπιασμά μας, τότε πρός τί ὁ θρῆνος γιά τήν ἀπώλεια; Δέν χάσαμε τίποτα, ἀφοῦ δέν εἴχαμε τίποτα – καί μποροῦμε ἀμέριμνοι νά συνεχίσουμε στόν ἄθλιο κατήφορο πού μᾶς βολεύει. 
Μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς, μᾶς λέει ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινός. Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ ἀόρατος θίασος νά περνᾶ μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές – τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά … τά σχέδια τῆς ζωῆς σου πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις. … 
Ὁ Θεός, ὁ Διόνυσος, φεύγει ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια μαζί μέ τόν θίασό του κι αὐτό σημαίνει γιά τόν Ἀντώνιο ὅτι θά χάσει αὐτήν τήν ὑπέροχη πόλη. 
Πῶς βιώνεται ἡ ἀπώλεια μέ ἀξιοπρέπεια; 
Πρό πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πώς ἦταν ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου… πώς ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἦταν ἕνα ξενόφερτο φρουτάκι, οἱ πρωτεργάτες της αἱμοσταγεῖς κι ἀνθρωποφάγοι, καί πώς ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν, οἱ Ἀγῶνες τοῦ μικροῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, οἱ ἀλλεπάλληλοι πόλεμοί του, ἡ Μεγάλη του Ἰδέα νά ξαναδώσει ἡ ἑλληνική Ἀνατολή τά φῶτα της στή Δύση –γιατί αὐτό ἦταν πού ὀνόμασε ὁ Κωλέττης Μεγάλη Ἰδέα–, ὅλα αὐτά δέν ἦταν παρά γεννήματα ἐλαφρομυαλιᾶς καί μεγαλομανίας, πράγματα πού πρέπει τώρα νά σπεύσουμε νά τά παραδεχτοῦμε ὡς σφάλματα καί νά τά σβήσουμε ἀπ’ τή μνήμη μας… 
Μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς. Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος, σάν πού ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι … ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις. 
Οἱ πρόγονοι πού ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε δέν ἦταν ἀναμάρτητοι, οὔτε σοφοί ἀπόφοιτοι πανεπιστημίων, οὔτε καλλιεργημένοι, κομψοί ἀριστοκράτες, ἦταν οἱ δημιουργοί ἑνός θαύματος: 
• Ἦταν ἕνας λαός πού, ἀποφασίζοντας νά ἀνακτήσει μόνος του τήν παλαιά, μεγάλη του πατρίδα, τά ἔβαλε μέ μιά ἀχανῆ Αὐτοκρατορία, τήν Ὀθωμανική, στήν ὁποίαν ἔκαναν πλάτες ἄλλες δυό, ἡ Βρεττανική καί ἡ Αὐστριακή· 
• πού δέχτηκε τά φοβερά ἀντίποινα τοῦ συνηθισμένου στίς σφαγές Τούρκου δυνάστη – τόν Πατριάρχη του κρεμασμένον, τή Χίο ἐξανδραποδισμένη, τήν Κύπρο ρημαγμένη· 
• καί παρά ταῦτα συνέχισε τήν Ἐπανάστασή του καί –λειτουργώντας αὐθόρμητα σάν ἕνα ὀργανωμένο σύνολο– περιόρισε τίς τουρκικές φρουρές στά κάστρα, ἄντεξε σέ σκληρές πολιορκίες, διέλυσε δυό στρατούς πού στάλθηκαν συγχρόνως ἐναντίον του, τρομοκράτησε τό ὀθωμανικό ναυτικό, ἐξανάγκασε τόν Σουλάνο νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ πασᾶ τῆς Αἰγύπτου καί νίκησε τούς ἡνωμένους στόλους αὐτῶν τῶν δυό μεγάλων κρατῶν· 
• τά ἔργα καί τά φοβερά του παθήματα ἐνέπνευσαν σέ Ἕλληνες καί ξένους μεγάλη ποίηση καί σπουδαῖα ἔργα ζωγραφικῆς. 
Μεγαλεῖο ἀνάλογο μέ αὐτό τῆς πρώτης φάσης τῆς Ἐπαναστάσεως (1821-1824) σπάνια τό συναντᾶς στήν παγκόσμια Ἱστορία ἀνά τούς αἰῶνες. 
Ἐμεῖς λοιπόν, πού ἀξιωθήκαμε τέτοιους προγόνους, χρέος μας ἔχουμε νά πιστέψουμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐξακολουθεῖ νά ἀναπνέει καί νά ὑπηρετεῖ τά ἀρχαῖα ἰδεώδη του καί, 
ἀκολουθώντας τά ἀχνάρια τῆς γενιᾶς τοῦ ’30, 
ἀποδεχόμενοι τίς ὀφειλές μας, 
νά ὀνειρευτοῦμε μιά ἄλλου εἴδους Πόλη καί νά δουλέψουμε γι’ αὐτήν 
– χωρίς ποτέ νά πάψουμε νά χαιρετοῦμε, μέ τόν ἀπέραντο σεβασμό πού τούς ὀφείλεται, τούς πρωτεργάτες τοῦ Ἀγώνα καί τό μεγαλειῶδες ὅραμά τους, τό ματαιωμένο. 
Άθηνᾶ Κακούρη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails