Μίκης Θεοδωράκης: Πήγαμε στη Μουσική Βιβλιοθήκη "Λίλιαν Βουδούρη" για μια γνωριμία με το εκκλησιαστικό του έργο
Ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα, όπου μέσω μιας διάλεξης και μιας συναυλίας αναδείχθηκε η λιγότερο γνωστή πτυχή του σπουδαίου μας συνθέτη.
Χάρης Συμβουλίδης - Αθηνόραμα
23 Φεβρουαρίου, 2022
Τιμήθηκε, εκτιμήθηκε και πολυτραγουδήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης, παρά τις κατά καιρούς γκρίνιες του για το αντίθετο. Όχι όμως όλες οι πτυχές της δημιουργίας του - κάτι βέβαια που δεν είναι και τόσο παράλογο, αν σκεφτούμε την έκτασή της. Γεγονός είναι, πάντως, ότι υπάρχουν κάμποσες υποφωτισμένες ή/και σχετικώς άγνωστες γωνιές. Και τα εκκλησιαστικά του έργα κατέχουν περίοπτη θέση ανάμεσά τους.
Το αφιέρωμα της Μουσικής Βιβλιοθήκης "Λίλιαν Βουδούρη" (του Συλλόγου "Οι Φίλοι της Μουσικής") τράβηξε αρκετό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να γεμίσει σχεδόν η Αίθουσα Διδασκαλίας τη Δευτέρα το βράδυ, στο Μέγαρο Μουσικής. Και νομίζω ότι όλοι φύγαμε πιο πλούσιοι στο τέλος του, χάρη σε έναν σωστό συνδυασμό διάλεξης και συναυλίας. Ρίχτηκε επαρκές φως σε αυτή την πλευρά του Θεοδωράκη, τοποθετήθηκε σε ένα συνεκτικό πλαίσιο, ενώ δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε και κάποια νεανικά του έργα για πρώτη φορά στα χρονικά.
Πρωτεργάτης του αφιερώματος ήταν ο θεολόγος, μουσικός και ψάλτης Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος –γνώριμος από τη δράση του συνόλου "Πολύτροπον"– ο οποίος πήρε τον λόγο μετά το καλωσόρισμα της διευθύντριας της Βιβλιοθήκης, Στεφανίας Μεράκου. Χαρισματικός ομιλητής, με σπάνια οικονομία λόγου (δεν ξέρουν όλοι πώς να μην επιμείνουν σε λεπτομέρειες που οδηγούν σε αχρείαστους πλατειασμούς), ο Ανδριόπουλος κέρδισε την αμέριστη προσοχή ήδη από την αρχή, εκπλήσσοντάς μας με τις εντελώς απρόσμενες διαφάνειες που προβλήθηκαν πίσω του.
Χρειάστηκε δηλαδή λίγος χρόνος για να πιστέψουμε στα μάτια μας, γιατί ποιος αλήθεια περίμενε να δει αγιογραφίες με τη μορφή του Μίκη Θεοδωράκη και της Μαρίας Φαραντούρη ανάμεσα στις γνώριμες φιγούρες τέτοιων παραστάσεων; Και όμως, έχει συμβεί. Είναι έργα του Κύριλλου Βενιάδη για τον ναό του Ελληνικού Πατριαρχείου στο Όρος των Ελαιών, στην Ιερουσαλήμ. Έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο διάστημα της πατριαρχίας του Διόδωρου, ο οποίος φαίνεται ότι άφησε πλήρη θεματική ελευθερία στον ιδιαίτερο Χιώτη ζωγράφο.
Κάνοντας έπειτα άλμα στον χρόνο, ο Ανδριόπουλος θύμισε ότι ο καλλιτεχνικός βίος του Θεοδωράκη ξεκίνησε από το εκκλησιαστικό μέλος: το πρώτο έργο που παρουσίασε δημοσίως, μόλις στα 17, ήταν μια Κασσιανή για τετράφωνη ανδρική χορωδία –στην Τρίπολη, όπου έμενε με την οικογένειά του. Ήταν απόρροια της στενής του επαφής με τις ψαλμωδίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τις οποίες γνώριζε από παιδί μέσω της Μικρασιάτισσας γιαγιάς του. Τα χρόνια εκείνα, βέβαια, υπήρξαν ποικιλοτρόπως καθοριστικά για τη σκέψη του, καθώς παράλληλα μυήθηκε και στον Μαρξισμό, αλλά και στη μουσική του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Ήδη από τότε, πάντως, δείχνει να μην παγιδεύτηκε στη διαφαινόμενη ιδεολογική αντίφαση. Ασφαλώς, χωράει πολύ συζήτηση η άποψή του για την εύρεση του Θεού στον Άνθρωπο ή οι διασυνδέσεις που έκανε με τον Σωκράτη, το κώνειο, τον Ιησού, τη Σταύρωση και τους εκτελεσμένους Κομμουνιστές συντρόφους του, θέλοντας να αναδείξει πόσο καταλυτικό θεωρούσε το δίπολο της θυσίας και του θανάτου. Ωστόσο ήταν ένα πλαίσιο στο οποίο ο ίδιος έμεινε πιστός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Αντιληφθήκαμε λοιπόν ότι πίσω από τα λαμπρότερα εκκλησιαστικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη –την Κασσιανή (1942), τη Θεία Λειτουργία (1984) και την Ακολουθία Εις Κεκοιμημένους (Requiem) (1989)– βρίσκονταν πνευματικές διεργασίες δεκαετιών. Θεμέλιο των οποίων ήταν μια στιβαρή αντίληψη της βυζαντινής υμνολογίας ως νερομάνας της νεότερης ελληνικής μουσικής. Άλλωστε από εκεί άντλησε και για πολύ πιο γνωστές δουλειές, σαν π.χ. το Άξιον Εστί (1964) ή το Επιφάνεια Αβέρωφ (1972). Ο δε Ανδριόπουλος μας αποκάλυψε ότι και η πρώτη συναυλιακή παρουσίαση της Κατάστασης Πολιορκίας (Στοκχόλμη, 1973) έλαβε χώρα μέσα σε προτεσταντική εκκλησία, έχοντας τη μορφή λειτουργίας.
Η εκδήλωση στη Μουσική Βιβλιοθήκη "Λίλιαν Βουδούρη" έκλεισε με ένα σύντομο μουσικό πρόγραμμα, στο οποίο ανθολογήθηκαν κάποιες στιγμές από το εκκλησιαστικό έργο του Θεοδωράκη, με την έμφαση να δίνεται σε δημιουργίες των νεανικών του χρόνων που δεν είχαν ξανακουστεί μέχρι σήμερα: "Ύμνος Στο Θεό" (1942), "Παράδεισος - Ο Μονόλογος Του Αδάμ" (1942), "Εσπερινός" (1948), που πλαισιώθηκαν με ένα απόσπασμα από την "Ακολουθία Εις Κεκοιμημένους".
Φυσικά, ο Θεοδωράκης έχει συνθέσει αυτά τα έργα για χορωδία, ενώ εμείς τα ακούσαμε σε μεταγραφές της Θεοδώρας Μαγγίνα για φωνή και πιάνο. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κάτι χανόταν. Στο επίπεδο μιας πρώτης γνωριμίας, πάντως, οι μεταγραφές αυτές λειτούργησαν μια χαρά, όντας προσεγμένες και ωραιότατα αποδοσμένες από την υψίφωνο Δάφνη Πανουργιά και τον πιανίστα Μάριο Καζά. Το θερμό χειροκρότημα στεφάνωσε τα τελευταία λόγια του Ανδριόπουλου, που ήθελαν τον Μίκη Θεοδωράκη να "ίσταται ενώπιόν μας προς ανακάλυψη". Αν μη τι άλλο, μας έπεισε ότι έτσι έχουν τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου