Του Παναγιώτη Αντ.
Ανδριόπουλου
Στο Αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη, που φυλάσσεται στην Μουσική Βιβλιοθήκη του
Συλλόγου «Οι φίλοι της Μουσικής», συναντούμε κι ένα έργο του 17χρονου συνθέτη,
γραμμένο στην Τρίπολη στα 1942.
Ανήκει στα χορωδιακά του συνθέτη και είναι της ίδιας χρονιάς με την «Κασσιανή»
του Μίκη Θεοδωράκη, που είχε παρουσιαστεί στην Τρίπολη και έτυχε ευρείας
διάδοσης.
Ο ίδιος ο Μίκης
Θεοδωράκης ομολογεί πως τα πρώιμα χορωδιακά έργα του προέκυψαν επειδή «υπήρχε
μια ζωντανή δική μας παράδοση, τόσο σε εκκλησιαστικά όσο και χορωδιακά έργα. Ο
Πολυκράτης [σπουδαίος συνθέτης πολυφωνικής εκκλησιαστικής μουσικής] ήταν ένα
υπόδειγμα για τους ύμνους της Λειτουργίας, Χερουβικό, Σε υμνούμεν, κ.λ.π. -κι
εγώ τον είχα άλλωστε σαν πρότυπο. Έτσι θεωρώ την «Κασσιανή» μου σαν κάτι, θα
έλεγα, το ανεξήγητο, όταν σκέφτομαι τα λίγα τεχνικά μέσα και τα ελάχιστα
ακούσματα εκείνου του καιρού. Είναι εξάλλου το μόνο έργο εκείνης της εποχής που
το θεωρώ άξιο να σταθεί πλάι στις μεταγενέστερες δημιουργίες μου.»
Το έργο που παρουσιάζουμε εδώ, για χορωδία συνοδεία αρμονίου, υπάρχει στο
Αρχείο Μ. Θεοδωράκη με μερικές διαφοροποιήσεις και υπό διαφορετικούς τίτλους:
α) "Εκκλησιαστική καντάτα" β) "Ύμνος στο Θεό" γ) "Απ'
τη δημιουργία μέχρι τη Γέννηση του Χριστού" δ) "Ο Θεός" ε)
σχέδια και άλλες γραφές.
Το έργο αυτό δεν έχει παρουσιαστεί ούτε ηχογραφηθεί. Προφανώς ανήκει σε
εκείνα που ο συνθέτης δεν θεώρησε άξια να σταθούν πλάι στις μεταγενέστερες
δημιουργίες του, όπως μας είπε παραπάνω.
Το ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο της Καντάτας έγραψε ο συμμαθητής,
συναγωνιστής και επιστήθιος φίλος του Μίκη Θεοδωράκη Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος,
ο οποίος είναι και στις φωτογραφίες της εποχής που δημοσιεύουμε εδώ, από το προσωπικό αρχείο του συνθέτη.
Στην Τρίπολη το 1942. Γιώργος Κουλούκης, Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Τάκης Δημητρακόπουλος |
Ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος είναι ο μετέπειτα σπουδαίος αρχαιολόγος,
Έφορος Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, με ποιητική φλέβα και παραγωγή και μεγάλη γνώση
της εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής. Η μάνα του ήταν το πρώτο θύμα των
Ιταλικών βομβαρδισμών στην Τρίπολη του ’40! Στα «Παιδικά τραγούδια» του Μίκη
περιλαμβάνεται και ένα σε ποίηση Γρ. Κωνσταντινόπουλου: «Στου ρυακιού την άκρη».
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου», μας διαφωτίζει για τον "Ύμνο στο Θεό", προϊόν υπαρξιακών αναζητήσεων της εποχής:
"Η μετατόπισή μου προς το μαρξισμό, που αρχίζει να συντελείται εκείνη την εποχή (1942 και μετά), είχε σαν κυρίαρχο υπαρξιακό αίτημα την αναζήτηση ενός νέου κέντρου αναφοράς, πιο κοντινού και περισσότερο οικείου από το αφηρημένο και ιδεατό συμπαντικό. Που όμως να εκπληρώνει από άλλους δρόμους την ανάγκη της Αρμονίας με τον εαυτό μου και της συμφιλίωσής μου με τη ζωή και τους ανθρώπους. Η πορεία αυτή σημειώνεται μέσα στη σύνθεση δύο μακρόπνοων έργων: στον "Ύμνο στον Θεό, για τετράφωνη μεικτή χορωδία, συνοδεία Αρμονίου", σε ποίηση του Τριπολίτη φίλου μου Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλου, που παρέμεινε ημιτελής, και στη Συμφωνία αρ. 1, που ολοκληρώνεται στα τέλη του Γενάρη του 1945".
Στους "Δρόμους του Αρχάγγελου" ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει, επίσης, για τα Χριστούγεννα του 1940, όταν δηλαδή οι Έλληνες πολεμούσαν και νικούσαν στα βουνά της Αλβανίας.
«Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και τότε μου ήρθε στο μυαλό μια μεγαλοφυής ιδέα. Πρότεινα να οργανώσουμε χορωδία, από μέλη της οργάνωσης, να πούμε τα κάλαντα, να μαζέψουμε χρήματα, να φτιάξουμε δέματα, να τα πάμε στο Λουτράκι (που είχε γίνει πόλη-νοσοκομείο), να τα δώσουμε στους τραυματίες και να τους πούμε και τα κάλαντα. Έτσι άρχισαν οι μουσικές πρόβες, όπου εκτός από τα γνωστά τραγούδια τούς έμαθα κι ένα δικό μου. Για την Τρίπολη αυτή η χορωδία ήταν ένα γεγονός. Ήμαστε πάνω από πενήντα φωνές. Κι όπου σταματάγαμε έρχονταν εκατοντάδες να μας ακούσουν και να μας χειροκροτήσουν. Εγώ στο μέσον διηύθυνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Γύρω γύρω, άλλα παιδιά βαστούσαν κουβέρτες κι ο κόσμος πετούσε χρήματα, τρόφιμα, δώρα. Μετά δουλέψαμε μέρα και νύχτα και φτιάξαμε εκατοντάδες δέματα και παραμονή Πρωτοχρονιάς μπήκαμε σε δυο νοικιασμένα λεωφορεία και πήγαμε στο Λουτράκι. Εκεί, πάλι συναυλίες στις αίθουσες των ξενοδοχείων και μετά κρεβάτι με κρεβάτι μοιράζαμε τα δώρα στους τραυματίες.
Μετά τα κάλαντα, καθιερώθηκα σαν αυθεντία μουσική! Αυτό με επηρέαζε ακόμα και στο ντύσιμο, στο χτένισμα, στις συνήθειές μου. Ο ράφτης έκοψε το φθαρμένο πανωφόρι του πατέρα μου και μου το έκανε πατατούκα. Δηλαδή λίγο πιο μακρύ από σακάκι. Το είπαν αμέσως «το μουσικό παλτό». Έτσι, την εποχή ακόμα της Αλβανίας, ο νομάρχης μού παραχώρησε ένα σπίτι για να συνεχιστεί η προσπάθεια με τη χορωδία. Πρόσθεσα και μια «ορχήστρα» με φυσαρμόνικες. Ο Γρηγόρης, που ήταν ψάλτης στον Προφήτη Ηλία, δίδασκε βυζαντινούς ύμνους. Ο Γιώργος έκανε ιστορία της Τέχνης. Και ούτω καθεξής.»
Δύο χρόνια μετά το 1942, οπότε ο νεαρός Μίκης έγραψε τον "Ύμνο στον Θεό", έχουμε
τα τραγικά Δεκεμβριανά. Και
ο 19χρονος Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος είναι πια στην Αθήνα, γράφει το παρακάτω
ποίημα, όπου αποτυπώνεται ο ζόφος...
Χριστούγεννα
1944
ΙΙΙ.
Τσακισμένοι
Βολευτήκαμε ο ένας πλάι στον άλλο
πλάι στο σάπιο σανίδι
που ‘χε μπροστά καθένας.
[ Θα έπρεπε τώρα απ’ τη μεριά του ήλιου
να ‘ρχονται οι τρεις Μάγοι
στα ζαρωμένα μέσα χέρια της γιαγιάς μου.
Κι από πίσω αγκαλιασμένοι
οι ήχοι της καμπάνας τα καθαρά ρούχα
του σπιτιού η ζεστασιά.]
Από πάνω μας τ’ αεροπλάνα της RAF
φυτεύουν στο σκοτάδι πύρινες μαργαρίτες
[έτοιμα να πολυβολήσουν την πομπή των παιδικών μας ονείρων...]
VI
Χαϊδεύω με το γυμνό δάχτυλο τη σκανδάλη του όπλου
καθώς περιπολώ στην ψηλή ταράτσα..
Ο άνεμος κι η βροχή
χαστουκίζουν στο πρόσωπό μου
τα περβόλια με τα όνειρα
την αίθρια τόλμη της γενιάς μου.
[Δεν είμαι μόνος εδώ ψηλά
ο Κώστας που σκοτώθηκε χτες πρωί
με κεντημένους στο στήθος μικρούς κόκκινους πανσέδες
κάθεται πλάϊ και μου ζεσταίνει
με τα χνώτα του τα χέρια].
Ξαφνικά καθώς βαδίζω
απ’ την μιαν άκρη της ταράτσας στην άλλη
βλέπω να ‘ρχονται τυλιγμένοι στο σκοτάδι
και να με χαιρετούνε ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες
άνθρωποι του Γενάδ, του Σίντεϊ και του Πλύμουθ.
Η καρδιά μου φωτίστηκε τότες με μια ρόδινη ανταύγεια
λες και μ’ είχε φιλήσει στο στόμα
ο ξανθός ήλιος του Απρίλη.
Τα μάτια μου σπίθισαν τόσο πολύ
που αναγκάστηκα να τα σκεπάσω
μήπως τα διακρίνουν απ’ την απέναντι σκοπιά
οι Εγγλέζοι φρουροί.
Ήξερα τώρα πως τα βήματά μου
πάνω στην παγωμένη πλάκα της ταράτσας
μετρούσαν τους παλμούς του κόσμου. 19.ΙΙΙ. 46
V
Ο Μαργαρίτης πήγαινε μπροστά
στη γυριστή σκάλα
π’ οδηγούσε στη σκοπιά
Κι ανεβαίναμε σπρώχνοντας
προς τα πάνω
μ’ όλη μας τη δύναμη
τον σκοτεινό ουρανό
που μας πιέζει.
ΙV
Οι λεύκες γέρνουν
στο χώμα γεμάτες οργή
προσπαθώντας να φτάσουν τα τανκς
που μας παραμονεύουν σιωπηλά
μες στη Νύχτα.
Ι
Ο αγέρας εκάλπαζε
με πύρινα χαλινά
τα σκοτεινά σύννεφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου