Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
«...μυστικὴν
βρῶσιν φάγε...»
(Θεία Μετάληψις)
Το αφήγημα του Κ.Δ.
Κρυστάλλη «Η Κυρά - Νίτσα», με υπέρτιτλο «Ηπειρωτικαί αναμνήσεις»,
πρωτοδημοσιεύτηκε στο π. «Εβδομάς», Ζ΄ 49/ 2.12.1890, και στις μέρες μας
αναδημοσιεύτηκε σε μία επιμελημένη έκδοση της Μονής Ελεούσης της Νήσου
Ιωαννίνων, που κυκλοφόρησε το 2002.
Ο κράτιστος φιλόλογος, επιμελητής της
σειράς Κώστας Π. Βλάχος, γράφει στο προλογικό σημείωμα:
«Η ηρωίδα της γιαννιώτικης ιστορίας που ακολουθεί, όπως προκύπτει από τις δύο κύριες έντυπες τοπικές πηγές (Αραβαντινός-Λαμπρίδης) είναι πρόσωπο υπαρκτό. Πρόκειται, κατά πάσαν πιθανότητα, για τη Νίτσα Θεοδώρου Σιουλή, μνηστή του διδασκάλου (1836 κ.ε.) της Ζωσιμαίας Σχολής Αναστασίου Γκίνου ή Σύψα (1782-1849). Ο Μουχτάρ, γιός του Αλή πάσα, είχε αποσπάσει από τον ατυχή Γκίνο την αρραβωνιαστικιά του και την «ενέκλεισεν εις το χαρέμιον του ως ωραίαν». Μετά το θάνατο του Μουχτάρ, η Κυρά-Νίτσα υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον Δερβίς Χασάν, παρέμεινε όμως μέχρι του θανάτου της κρυπτοχριστιανή.
Τα περί του θανάτου της Κυρά-Νίτσας και των τολμηρών ενεργειών του μητροπολίτη Ιωαννίνων για την χριστιανική κηδεία και την ταφή της, μολονότι δεν επαληθεύονται από τις πηγές, θα πρέπει να τα δεχθούμε, σε γενικές γραμμές, ως αληθή. Η παράδοση θα διατηρούνταν ακόμα τότε ολοζώντανη στα Ιωάννινα, δεδομένου ότι πλην της αφηγήτριας, που προλέγει στο 9μελές ακροατήριο της ότι θα αφηγηθεί «μια αληθινή ιστορία», και πλήθος άλλων συμπολιτών της είχαν ζήσει οι ίδιοι τα προ 40ετίας γεγονότα. Ο υπό τα στοιχεία Αναστάσιος Δ** φίλος του συγγραφέα και εγγονός της «γηραιάς προμήτορος», της οποίας τον εθνικό και θρησκευτικό παιδαγωγικό ρόλο επισημαίνει ο Κρυστάλλης, είναι, πιθανώς, ο Αναστάσιος Δρόσος, του οποίου το επώνυμο, για ευνόητους λόγους δεν καταχωρίζεται ολογράφως. Όπως προκύπτει από πρόχειρη έρευνα στο Γενικό Έλεγχο της Ζωσιμαίας Σχολής, ο Δρόσος, κατά μία τάξη μικρότερος του Κρυστάλλη, φοίτησε στη σεβάσμια σχολή (σχολείο-γυμνάσιο) κατά τα έτη 1881-1889. Η οικογένεια Δρόσου ήταν παλαιά και διακεκριμένη οικογένεια των Ιωαννίνων, μέλη της οποίας ως πρόκριτοι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα κοινά της πόλεως. Αξίζει να σημειωθεί η εξαίρετη χρήση και των δυο μορφών της γλώσσας μας από τον συγγραφέα».
Για την Κυρά – Νίτσα,
λοιπόν, την κρυπτοχριστιανή, μας λέει ο Κρυστάλλης πως «δεν της το ‘λεγε
η καρδιά, δεν της το ‘λεγε η ψυχή της να πεθάνει τούρκα φανερά - φανερά. Ήθελε
να ξεψυχήσει αφού μεταλάβει το αίμα του Χριστού μας, όπως κάνει στο θάνατο του
καθένας χριστιανός. Μα πώς να το καταφέρη αυτό; Πώς να φέρει τον παπά με τα
Άχραντα Μυστήρια στο κονάκι της να την μεταλάβη;… Αλίμονο αν την ένοιωθαν
μοναχά οι τούρκοι συγγενείς της!…».
Στέλνει μήνυμα στον
Δεσπότη η Κυρά Νίτσα και «ο Δεσπότης δεν χάνει καιρό και κάμνοντας το σταυρό
του στο Θεό, να μη τύχη και φανερωθή πρόωρα το έργο του, στέλνει στην
ετοιμοθάνατη Κυρά-Νίτσα, μια καλογριά του Αρχιμαντρειού. Η καλογριά πήγε με την
πρόφαση να την δη πώς ήταν -σαν ήταν άρρωστη- και μια ώρα που δεν ήταν άλλη
ψυχή στον οντά παρ’ αυτή κ’ η άρρωστη Κυρά-Νίτσα, σκύφτει η καλογριά στ’ αυτί
της άρρωστης και της λέει πως ο Δεσπότης της σχωρνάει τες αμαρτίες και βάζει μεσ’
στα μαραμένα χείλια της ένα σπειρί σταφίδα, που την έκρυφτε στον κόρφο της βαθειά,
που είχε κλεισμένη μέσα της μια σταλαματιά από τ’ Άχραντα Μυστήρια. Κι εκεί που
η καλογριά εμουρμούριζε «του δείπνου σου του μυστικού», η άρρωστη Κυρά-Νίτσα
κατέπινε με μια ουράνια ευχαρίστηση την αγιασμένη σταφίδα. Ξανασκύφτει η καλογρηά,
την φιλεί γλυκά - γλυκά σαν αδερφή της και φεύγει δακρύζοντας…
Την άλλη μέρα, δόθηκε
πέρα – πέρα στην πόλι το χαμπέρι πως πέθανε η Κυρά-Νίτσα, η μεγάλη μπέϊσσα».
Ταιριάζει, λοιπόν, εδώ, σ' αυτή την "μυστική βρώσι", ένα ποίημα της Άντας Μαρκαναστασάκη, εμπνευσμένο από την «Κυρά – Νίτσα» του Κρυστάλλη.
«Στα κρυφά…»
Στα κρυφά…
το αίμα δροσιά,
λίγη λευτεριά για
ρουφηξιά…
στα κλεφτά…
να πίνω Εκείνον στα
σωθικά
κι ο γύπας να με
κυνηγά,
ένας σατανάς που
ξαγρυπνά
για να μου βάλει θηλειά.
Στα σχολειά
κοινωνούσα παιδιά…
τελευταία φορά που ζω
στα κλεφτά,
για μια Θρησκεία
ένα Ποτήρι
ένα Ψωμί
μια ξαστεριά..
Απ’ αύριο
στο γιόμα θα βρω
γιατρειά,
χωρίς αλυσίδες κι οχτρό
να κυβερνά,
ένας ο Άδης,
ένας Γιατρός,
στο μνήμα
ωσάν Πελαργός…
Σπάει την πόρτα ο
Κυβερνών…
Λόγο στον Λόγο το πτώμα-
απών,
σκίζεται η πέτρα των
αετών,
«Ανάστα» φωνάζω
το θρύμμα βροτών…
Περνάει η ώρα,
την πύλη βαστώ,
αφήνω την βέρα
να παντρευτώ…
Ένας ο Γάμος
ο βασιλικός…
Κρυφά την πορφύρα φορώ,
Σελήνη-Ασήμια κρυφά θα
γεννώ,
Μία η γέννα
Ένας πηλός…,
κρυφά μαργαρίτες
τσακίζω στα δυο,
«Μ’ αγαπάς- Θ’ αγαπώ, Με
μισείς-Θα κοιτώ»
μαζέψτε ετούτο τον χρησμό,
σκίσου να σε χαρώ…
Έλα κρυφά…στα
τόσα…κρυφά
να ξομολογηθώ,
με λάβαρο δάφνης
θα ξελευτερωθώ…
Μία Ανάσταση
Αυτή των Νεκρών,
Δώς μου γλυκιά παρηγοριά…
αυτή των φεγγαριών…
Α.Μ.
9/12/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου