Ένα ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, όπως το διαβάζει ο μεγάλος Δημήτρης Χορν.
Μια ανέκδοτη ηχογράφηση του 1962.
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου, 1906-1990) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό "Αλεξανδρινά Γράμματα" του ποιήματος "Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα", που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Συνθέσεις". Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Ρυθμός", "Νέα Εστία", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Πειραϊκά Γράμματα", "Ποιητική Τέχνη", "Τέχνη", "Πυρσός", κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Ορχάν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Μπάρα βλ. Μανώλης Γιαλουράκης , "Μπάρας Αλέξανδρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γουνελάς Δ., "Μπάρας Αλέξανδρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Κώστας Στεργιόπουλος (επιμέλεια), "Αλέξανδρος Μπάρας", στο "Η ελληνική ποίηση· ανθολογία - γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση", Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σελ. 482-485, Τάσος Κόρφης, "Ματιές στο λογοτεχνία του μεσοπολέμου", Αθήνα, Πρόσπερος, 1991, Γ, Βέης (επιμ.) "Αλέξανδρος Μπάρας", Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2004, και Δώρα Μέντη, "Μπάρας Αλέξανδρος" στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σελ. 1486.
Η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"
Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
ανοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
Xωρίς μανούβρες κ' ελιγμούς
και δισταγμούς
κι' ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ' ανοιχτά την πρώρα,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.
Aνοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα --και με το κρύο και με τη ζέστη.
Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ' στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ' ανθρώπους και μπαγκάζια...
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.
Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.
(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ' το σπίτι σ' άλλη συνοικία;)
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι - si j'étais roi! -
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην "Kλεοπάτρα", τη "Σεμίραμη", τη "Θεοδώρα",
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ' άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ' ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ' ακούγουνταν η μουσική
που θα' παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα' γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ' στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.
Στη συνέχεια ένα τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση του Αλέξανδρου Μπάρα. Ηχογραφήθηκε το 1998 στο σπίτι του συνθέτη από τον Νίκο Εσπιαλίδη.
Μοναξιά (Αλέξανδρος Μπάρας)
Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν’ ακουστεί κανένας φόνος.
Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας…
Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.
Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.
Βάρκα είναι στο πέλαγο τ’ απέραντο
μ’ ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ’ αλάτι.
Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου