Φώτο από τη Σκόπελο, του π. Κ.Ν. Καλλιανού |
«Τῇ ἀθανάτῳ Σου Κοιμήσει...»
Διετὲς Μνημόσυνο τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς, ποὺ σέβονταν μὲ ἀκρίβεια τὸ Θερινὸ τὸ Πάσχα...
Ἄχραντες καὶ τρυφερὲς οἱ ὧρες, οἱ στιγμές, οἱ καιροί αὐτοὶ τούτης τῆς θεσπέσιας παρένθεσης, ποὺ κάθε χρόνο, ὡς ἄλλο φυλαχτό, μᾶς δωρίζει ἡ Παναγιά μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάσει τὴ διάθεση, καταστείλει τὸν ὅποιο οἶστρο βιωτικῶν μελημάτων καὶ μᾶς καλλιεργήσει, μὲ τὸ ἄροτρο τοῦ λόγου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ τὴν ψυχή μας.
Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, τὶς χρειαζόμαστε αὐτὲς τὶς ἑόρτιες Ὧρες τοῦ θερινοῦ τοῦ Πάσχα, τοῦ πάντερπνου καὶ στοργικοῦ Δεκαπενταύγουστου, γιατὶ μέσα σὲ τούτη τὴν παγερὴ καὶ ἀπάνθρωπη ἀδιαφορία, ζοῦμε τὴν ἐπικοινωνία ὡς γεγονός: «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν Κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε...». Μιὰ ἐπικοινωνία ποὺ ὄχι μονάχα τὶς δεκαπέντε μέρες γευτήκαμε καὶ ζήσαμε μέσα ἀπὸ τοὺς ὕμνους προσευχὲς ποὺ κάθε βράδυ Τῆς λέγαμε μὲ παρακλητικὸ τρόπο, ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ ἀγαλλίαση, γιατὶ ξέρουμε πὼς μᾶς ἀφουγκράζεται.Ὅπως ἡ Μάνα μας: «Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω λοιπόν καὶ σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ, ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν... (γι᾿ αὐτό καὶ) προστρέχω τῇ σκέπῃ Σου· σῶσον με».
Δὲν ἀμφιβάλλεις πιὰ γιὰ τὴ σκέπη Της, ὅπως τότε ποὺ μικρὸ παιδὶ σὲ κράταγε γερὰ τὸ χέρι τῆς Μάνας ἤ σὲ τύλιγε μὲ ἄφατη στοργή, μοναδικὴ θὰ ἔλεγα ἡ ἀγκαλιά της, ἔνοιωθες σιγουριά, ἀσφάλεια, βεβαιότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Γιορτὴ αὐτὴ μέσα στὸ θερινὸ διάκοσμο τοῦ μοναδικοῦ ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ, χαριτώνει τὶς ψυχές, ὑψώνει τὶς συνειδήσεις πάνω ἀπὸ τὰ εὐτελῆ τοῦ κόσμου τούτου, ζωγραφίζει μέσα μας τοπία τοῦ αἰωνίου, ποὺ διακρατοῦν τὸ εἶναι θεμελιωμένο στὴν πίστη τῶν πατέρων μας, στὴ σοφία καὶ ἁπλότητά τους: στοιχεῖα πολιτισμοῦ ἀρυτίδωτα, ἀλλὰ καὶ μαθήματα θεολογίας καὶ κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ μοναδικά.
Δεκαπενταύγουστο. Ἑόρτιες ἐωθινὲς καμπάνες, εὐωδιὲς ἀπό θυμίαμα καὶ βασιλικό, ἀλλὰ καὶ σπαράγματα χαρμολύπης νὰ ντύνουν τὶς ψυχές μας. Γιατὶ πάντα μέσα σὲ τούτη τὴν ἑόρτιο χαρὰ κάποιος ἀπουσιάζει καὶ εἶναι ἡ ἀπουσία μιὰ μαχαιριὰ ποὺ κόβει στὰ δυὸ τὸ χρόνο. Ἔτσι παρηγοριόμαστε, καθὼς ξέρουμε πὼς μᾶς ἀγναντεύει ἀπὸ τὴ βίγλα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀναπαύεται. Ὅπως μᾶς ἀγνάντευε τότε, ποὺ μαζευόμασταν ἔνα γύρω στὴν ἑορταστικὴ τὴν τράπεζα καὶ νοιαζόταν γιὰ τὸ κάθε τί...
Τώρα πιὰ συλλαβίζεις τὸ χρόνο μὲ τροπάρια καὶ μνῆμες ίερές, ποὺ φωτίζουν, ὅπως τὰ κεριά, τὰ μονοπάτια τῆς ψυχῆς: «Μετέστης πρὸς τὴν ζωὴν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς...». Μήτηρ...Μητέρα, Μάνα. Γι᾿αὐτὸ καὶ φέτος, μὲ κλειδὶ τὴ λέξη αὐτή, λέξη ἱερὴ καὶ ἄχραντη, ἀνοίγεις τὴν Πύλη τῆς Γιορτῆς, ἀναζητώντας τὸ πανσέβαστο πρόσωπο τῆς Μάνας σου, στὸ ἄλλο, τὸ ἄχραντο, πανίερο καὶ πάντα ἀξεπέραστο πρόσωπο τῆς Μητέρας τῆς Ζωῆς, τῆς Παναγιᾶς μας. Ποὺ Τῆς ψυθιρίζεις ὅπως κι ὁ ποιητής:
«Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά. Γύρω-γύρω ἀμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές καὶ κάπου κάπου μοναχικὴ
καὶ κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε, ἄχυρο πιά• κι' ἀντὶς γι' ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια,
σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα».
(Τ. Κ. Παπατσώνης)
Λόγια γνώριμα, οἰκεῖα, ποὺ τὰ ἔζησες σιμὰ στὴ Μάνα ποὺ σὲ ἔφερε στὸν κόσμο, τὰ ταμίευσες μέσα σου ὠς κορυφαῖα, ἀξεπέραστα καὶ ἀλησμόνητα βιώματα καὶ κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες τὰ ξαναζεῖς, ὅπως τὰ παλιά, καλὰ στολίδια ποὺ τὰ παρουσιάζεις σὲ μέρες ξεχωριστές, χρονιάρες μέρες, γιὰ νὰ στολίσουν, ὄχι μονάχα τὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ τὶς ψυχὲς ὅσων κοπίασαν νὰ γίνουν «εἰς τιμὴν καὶ μνήμην» τους...
π. Κων. Ν. Καλλιανός, Δεκαπενταύγουστος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου