«Σικχαίνω πάντα τά δημόσια»
(Ἡ φθορά τοῦ δημοσίου βίου εἰς περιόδους παρακμῆς)
Πολιτική - Φιλολογική των Πατρών
Τό κείμενον, πού ἀκολουθεῖ, εἶναι μικρόν τμῆμα ἐκ τοῦ 4ου κεφαλαίου («ἀπό τήν διαλεκτική στό δόγμα») τοῦ βιβλίου τοῦ ΙΩΑΝΝΟΥ Θ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ὑπό τόν τίτλον: «Ἀπό τόν Λόγο στήν Ἀλογία» (Ἑλλ. Εὐρωεκδοτική, Ἀθήνα 1993, σελ. 162-168).
Ὁ ἀναγνώστης θά λάβῃ γεῦσιν τῆς ἐποχῆς παρακμῆς, ἰδεολογικῆς καί ἠθικῆς, τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν χρόνων καί θά εὕρῃ ἀξιοσημείωτον ὁμοιότητα (ὀρθότερον: ταυτότητα) μέ τήν ἰδικήν μας καί ὡς πρός πολλά ἄλλα, ἰδιαίτατα ὅμως ὡς πρός τήν ἀπαξίαν τοῦ λεγομένου δημοσίου βίου.
«Ἡ πιό πάνω ἀνάλυση κατέδειξε τήν νέα πορεία τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, πού ἐσφράγισε τήν ἐποχή τῆς παρακμῆς τῆς πόλεως, ἐπηρέασε τόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο καί ἐπηρεάσθηκε ἀπό αὐτόν. Ἦταν φιλοσοφία φυγῆς καί ἐλπίδας. Φιλοσοφία παρηγοροῦσα τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὁλονέν περισσότερο βυθιζόταν στόν φόβο, τήν ἀνασφάλεια, τήν ἐξουθένωση, ἀτομική καί κοινωνική. Μέ ἕνα λόγο, ἐστήριζε τόν ἀνήσυχο ἄνθρωπο, τόν «μή ἔχοντα ἐλπίδα (1)» καί ἠρεμοῦσε τήν ταραγμένη ψυχή του καί τήν σκανδαλιζόμενη σκέψη του. Πιό πολύ ὁ μεταγενέστερος στωικισμός πού, ἀντίθετα ἀπό τούς ἐπικουρείους, διαβλέπει τήν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική τύχη τοῦ ἀνθρώπου μέ μιά καθαρή ὅραση, πού τόν φέρει ἐγγύτατα στόν χριστιανισμό. «Γιατί νά φοβᾶσαι κάθε τί πού συμβαίνει στούς ἀνθρώπους; Ἡ συγγένεια μέ τόν Καίσαρα καί ὅποιον ἄλλο μεγιστᾶνα τῆς Ρώμης θά κάμει ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά ζεῖ ἀσφαλής, μακρυά ἀπό τήν περιφρόνηση καί ἀπηλλαγμένος ἀπό κάθε φόβο; Καί δέν θά μᾶς ἐλευθερώσει (ἀπό τόν φόβο) τό νά ἔχουμε τόν Θεό πατέρα καί δημιουργό καί σκεπαστή καί ρύστη ἀπό κάθε κίνδυνο καί θλίψη» (2).
Ἐδῶ βλέπει κανείς ὅτι στήν προσπέλαση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, στήν ἀποκατάσταση σχέσεως φυσικῆς συγγενείας τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί υἱότητος τοῦ τελευταίου πρός Αὐτόν, λησμονεῖται καί ἐξοβελίζεται ἡ τυφλή εἱμαρμένη καί ἡ ἀνέκκλητη ἐτυμηγορία της. Γιατί μέ τόν Θεό γρηγοροῦντα γιά τήν προσωπική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν Θεό ρύστη του ἀπό κάθε κίνδυνο καί ἐναντιότητα, ἔρχεται σέ ἀντίθεση ὁ ἄκαμπτος φαταλισμός μέ τήν ἀλύγιστη αἰτιοκρατία του.
Ποιό ἦταν τό κοινωνικό «εἶναι» τήν ἐποχή πού αὐτές οἱ φιλοσοφικές τάσεις εἶχαν ἐξασφαλίσει μιά εὐρύτερη ἀποδοχή, δηλαδή ἐπί πέντε περίπου αἰῶνες, ἔχει ἀναφερθῆ συνοπτικά πιό πάνω σέ διάφορες εὐκαιρίες. Τό γενικό χαρακτηριστικό του ἦταν ἡ φθορά τῶν ἰδανικῶν, ἡ ἔκπτωση τῶν καθιερωμένων ἀξιῶν καί ἀρχῶν, ἡ ἀπουσία κατευθυντήριας αὐθεντίας. Δημογραφικοί καί πληθυσμιακοί ὅροι πού ἐπέβαλλαν τήν συμπίεση τῶν μαζῶν στά μεγάλα ἀστικά κέντρα, κυρίως τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, ἐτόνιζαν ἁδρῶς τήν σκληρότητα τοῦ ἀγῶνος γιά τήν ἀτομική ἐπιβίωση. Μιά προϊοῦσα περιέλευση τῆς ἐγγειοκτησίας στά χέρια ὀλίγων ἰσχυρῶν (πού τήν βλέπουμε ἀργότερα ὀξύτατη στόν ρωμαϊκό χῶρο (3)) καί ἡ ἀνισότιμη κατανομή τοῦ πλούτου ἔκαναν ἐπίπονη καί ἀγχώδη τήν πάλη γιά τήν αὐτοσυντήρηση. Καί ἄνιση. Ἡ ἀπομυθοποίηση τῆς πνευματικῆς παραδόσεως, ὑπό τά πλήγματα τῆς ὡριμασμένης φιλοσοφικῆς ἀντιρρητικῆς ἀλλά, ἐπίσης, καί ἡ πολύχυμη φυσικοεπιστημονική ἄνθηση, εἶχε στεγνώσει τίς ψυχές ἀπό τήν παρηγοριά τῆς μυθολογικῆς φυγῆς. Ὁ κόσμος ἐπρόβαλλε στυγνός, ἀφημένος σάν ἄθυρμα στά χέρια τῆς σκοτεινῆς μοίρας, παραζαλισμένος, ξεστρατισμένος. Πίσω δέ καί ἐπάνω ἀπό αὐτά, ἡ λαμπερή καί ἄκοπη εὐπραξία, τήν ὁποίαν ἐχάριζε ἡ κοινωνία ἐκείνη στούς ἀδίκους (4), ὅπως τονίσθηκε καί πιό πάνω, ἐσκανδάλιζε τίς συνειδήσεις, ὅπως καί σήμερα σκανδαλίζει. Οἱ θεοί δέν ἐφαίνοντο τώρα πλέον οἰ ἄγρυπνοι φρουροί τῆς ἠθικῆς τάξεως καί οἱ ἀδυσώπητοι κολαστές ἐκείνων πού τήν παραβιάζουν. Ἡ Αἰσχύλεια Δίκη, παροπλισμένη καί καθεύδουσα, δέν σκοτίζεται γιά τούς πολλούς ἐκείνους «πού δέν σέβονται τόν βωμό της καί μέ πόδι ἄθεο τόν πατοῦνγιά τό κέρδος (5)».
Ἡ ἀδίστακτη πλουτοκτητική βουλιμία εἶναι τώρα πλέον ἀσφαλισμένη ἀπό τέτοιες «ἀφελεῖς» ἀνασχέσεις. Παρήλικη καί σχεδόν πάντοτε «ἀργοτιμωροῦσα» (6) ἡ Δίκη ἔχει πέσει πλέον σέ πλήρη ἀνυποληψία γιά τήν ράθυμη λειτουργία τῶν κυρώσεών της. Καί τίς ἀκατάληπτες, ὅπως τίς ἐνόμιζαν, ἀντιφάσεις της. Γιατί πολλές φορές ἡ τιμωρητική ἐπέμβασή της εἶχε ἀντίστροφη μορφή. Ἐξεσποῦσε εἰς βάρος τῶν καλύτερων ἀνθρώπων.
Σέ ἐποχή πού ὁ πολιτικός καί κοινωνικός ἀρνητισμός θά προχωρήσει πολύ καί μαζί μέ αὐτόν ἐξ ἴσου ἔντονη ἡ ἠθική ἀπόγνωση τῶν χρηστῶν ἀνθρώπων, ὁ Εὐριπίδης (7) θά ἀποτυπώσει αὐτήν τήν ἀγωνία στόν στίχο: «Δέν βλέπει ἡ Δίκη τούς κακούς καί τῶν θνητῶν τήν ἀφροσύνη δέν κολάζει». Ὅσο καί ἄν ἡ σκοπιμότητα τῆς τραγικῆς πλοκῆς ὠθεῖ σέ ὑπερβολές, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτοί οἱ σχετλιασμοί πυκνώνονται καθώς ἡ πόλις, μαζί μέ τό ἦθος της, πλησιάζει πρός τό τέλος τοῦ ἱστορικοῦ βίου της.
Δέν εἶναι συνεπῶς περίεργο τό ὅτι ἡ φιλοσοφία τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων καί τοῦ ρωμαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀγκαλιάζει τό ἄτομο καί προβάλλει ἕναν ἀτομικισμό πολύ πιό ἐμφαντικό, παρά προηγουμένως. Ἕναν ἀτομικισμό ὅμως, θά ἔλεγε κανείς, βαθειά ἀνθρώπινο, ἀφοῦ τό ἄτομο χρειαζόταν νά γίνει ἄνθρωπος προσωπικός. Νά γίνει δηλαδή μονάδα σκεπτομένη, λυτρωμένη καί αὐτοδυνάμως πορευομένη τόν δρόμο τῆς τελειώσεως. Ὁ ἀτομικισμός τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κοινωνίας, ἀκόμη καί τῶν χρόνων τῆς οἰκουμενικῆς διασπορᾶς της, δέν ἔχει καμμιά ὁμοιότητα μέ τόν ἀτομικισμό πού, ὡς ἐλεεινή ἐκπόρευση τοῦ κοινωνικοῦ Δαρβινισμοῦ, ἔπλασσε τό κεφαλαιοκρατικό σύστημα τῆς Δύσεως. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη διαφορά. Ἀξίζει νά τό ἐπαναλάβουμε. Ὁ σκοπός τῆς πόλεως δέν ἦταν ἡ παραγωγή, ἡ ὡρολογιακῶς ρυθμισμένη ἐργασία, ἡ οἰκονομιστική στάθμιση τῶν ἀξιῶν, τά «πλάνα» καί οἱ χρηματιστηριακοί δεῖκτες. Ἦταν ἡ εὐδαιμονία. Καί σ᾿ αὐτήν ἐνατένιζε ἡ πόλις καί ἡ προσδοκία τῶν φιλοσόφων της καί τῶν διανοητῶν της. Καί ἀσφαλῶς ἡ ἀταραξία στό πάθος, πού φθάνει μέχρι τήν ἐκρίζωσή του, ἡ «ἀ-πάθεια» τῶν Στωικῶν καί ἡ «ἀταραξία» στόν πόνο τῶν Ἐπικουρείων, εἶναι προσφορά λυτρώσεως στό ἄτομο πού εἶχε ἀγνοηθῆ, ἐξανδραποδισθῆ, κακοπαθήσει. Γιατί τώρα πλέον ἡ φιλοσοφική ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ δυσθήρατου ἰδανικοῦ, τῆς εὐδαιμονίας, δέν γίνεται στήν χώρα τῶν Κόλχων, δέν ὑπάρχει ἐκεῖ τό χρυσόμαλλο δέρας τῆς εὐτυχίας. Δέν ἀναζητεῖται πλέον στήν περιοχή τῆς οὐτοπίας, στόν ὑπερφυῆ κόσμο τῶν πλατωνικῶν ἰδεῶν. Ἀλλά, πιό πολύ ἀπό ἄλλοτε, μέσα στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς του: «Ἔνδον σκάπτε· ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ» (8). Τήν φλέβα τοῦ ἀγαθοῦ σκάβει νά βρεῖ μέ τήν ἀξίνα τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Τήν φλέβα τῆς εὐδαιμονίας. Προηγουμένως ὅμως πρέπει ὁ σοφός νά θωρακισθῆ μέ αὐτοπειθαρχία. Αὐτό δέ ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἄγνωστο στόν ἐνεργητικό κλασικό πολίτη, ἡσυχασμό (9). Ὁ ὁποῖος ὅμως, καί ἐδῶ εἶναι τό βαρυσήμαντο, προβάλλει ὡς καρπός τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς φρονήσεως τοῦ σοφοῦ. Ὅ,τι προέχει εἶναι ἡ γαλήνια, ἡ ἄλυπη ζωή (10).
Εἶναι γι᾿ αὐτό πού τώρα ἀκούονται φωνές πού ἐξαίρουν ὄχι τήν ἀνάμειξη, ἀλλά τήν ἀποχή ἀπό τήν δράση. Ὄχι τήν ἐμπλοκή στήν ἀγοραία τύρβη, ἀλλά τό «ἀθορύβως ζῆν» (11). Τό δόγμα γιά τήν ἔμφυτη κοινωνικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστρέφεται. Τώρα, ἀντιθέτως πρός τήν ἀριστοτελική ἄποψη (12), ὁ ἄνθρωπος δέν θεωρεῖται ἐμφύτως κοινωνικό ὄν (13). Ἐγκαταλείπεται ἡ πίστη ὅτι εἶναι ἀνέφικτη ἡ ἀτομική ὁλοκλήρωση ἔξω ἀπό τήν δραστήρια πολιτική συμμετοχή τοῦ ἀτόμου. Κατά κύριο λόγο, γιατί τήν καθιστοῦσαν ἀντικειμενικῶς ἀδύνατη οἱ νέες ἱστορικές συνθῆκες. Ἀλλά καί ὅπου ἦταν δυνατή, ἔστω καί μέ ἕνα περιθωριακό ρόλο ἤ ἐντελῶς περιστασιακά, ὁ «φρόνιμος» πολίτης ἀπέφευγε νά ἐκτεθῆ στους κινδύνους πού συνεπαγόταν αὐτή ἡ ἀνάμειξη. Στήν πραγματικότητα σιχαινόταν νά ἀναμειχθῆ. Εἶναι δέ γνωστή ἡ φράση τοῦ Καλλιμάχου (14), αὐτοῦ τοῦ ἐκκεντρικοῦ διανοουμένου τῆς Αἰγύπτου τῶν Πτολεμαίων: «Σικχαίνω πάντα τά δημόσια!» (15). Ἀντιλαμβάνεται κανείς ποιά ἐντύπωση θά ἔκανε μιά τέτοια ἀθυρόστομη ὁμολογία στήν Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ, ὅπου ἡ πολιτική ἀπραγμοσύνη ἐλογιζόταν ὡς ἀχρειότητα (16). Χάριν τῆς ψυχικῆς ἠρεμίας καί τῆς γαλήνης ἐγκαταλείπεται ὁ πρακτικός βίος, ἀποδοκιμάζεται ἡ φιλόδοξη δράση, ἡ λαχτάρα τῆς ὑστεροφημίας. Ἐπαινεῖται, εἶναι πρωτοφανές, ὁ ἀκλεής βίος (17). Ἀκόμη καί ὁ πλοῦτος, τό «κάλλιστον δεξίωμα», τό ἴνδαλμα τοῦ χρηματιστηριακοῦ βίου, καί αὐτός συχνά ἀπεμπολεῖται ὡς πολυμέριμνη ἀσχολία.
Στό πλαίσιο αὐτό διατυπώθηκε μιά σκέψη, πού σήμερα θά προκαλοῦσε καί θά ἐπέσυρε τούς «σμερδαλέους κεραυνούς» τῶν σταυροφόρων τοῦ ὑλιστικοῦ ἀκτιβισμοῦ: «Εἶναι προτιμότερο νά πεθάνεις ἀπό τήν πείνα, χωρίς λύπες καί φόβους, παρά νά ζεῖς μέσα στήν ἀφθονία, χωρίς γαλήνη» (18). Οἱ φιλοσοφικές αὐτές τάσεις ἀνακλοῦν τήν λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου αὐτῆς τῆς ἐποχῆς γιά τήν λύτρωση ἀπό τά ψυχοβόρα ἄγχη πού τόν κατέτρυχαν. Ἡ δίψα δέ αὐτή τόν ἔφερε κοντά σέ ἄλλες θολές πηγές πού, ἄν δέν τήν ἐθεράπευαν, ὅμως ἐχάριζαν τήν ψευδαίσθηση τῆς λυτρώσεως, μεταφέροντας τόν νοῦ ἤ τήν ψυχή στούς μαγικούς κόσμους τοῦ ὀνείρου. Ὅσο πιό σκληρό γίνεται τό πρόσωπο τῆς ζωῆς, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τήν σιγουριά στό πιό εὔθραυστο καί ἐν ταυτῷ πιό δυνατό στοιχεῖο της ζωῆς. Τό ὄνειρο!».
* * *
1.- Α´ Θεσ. Δ´ 14.
2.- Ἐπικτήτου, Διατριβαί Ι, 9, 67. Πρβλ. Ψαλμός ΡΜΣΤ´ (145) 3-5.
3.- Βλ. Πλινίου, Φυσική Ἱστορία 18.7.35: «…Γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, τά λατιφούντια κατέστρεψαν τήν Ἰταλία καί συντόμως θά καταστρέψουν ἐξ ἴσου καί τίς ἐπαρχίες. Ἕξη γαιοκτήμονες κατεῖχαν τήν μισή ἐπαρχία τῆς Ἀφρικῆς!! τήν ἐποχή πού ὁ Νέρων διέταξε νά θανατωθοῦν…».
4.- Ἡ ἠθική ἀξιολογία τῆς πόλεως στούς χρόνους τῆς ἀκμῆς εἶχε διαποτίσει τήν ἰδεολογία τῆς ζωῆς μέ ἕνα ὑψηλό περίγραμμα δικαιοσύνης καί ἐμαστίγωνε τήν ἀδικία. Ὁ Σοφοκλῆς βάζει στό στόμα τοῦ Κρέοντος τήν φράση, πού φυσικά τόν ἴδιο καί τήν πόλη του ἐξέφραζε: «Ἔκ γ᾿ ἐμοῦ οὔποτε τιμήν προέξουσιν οἱ κακοί τῶν ἐνδίκων (ὅσο γιά ἐμένα, οἱ κακοί ἀπό τούς δίκαιους πρῶτοι, ποτέ δέν θάναι στήν τιμή)». - Ἀντιγόνη 221.
5.- Αἰσχύλου, Εὐμενίδες 538-542: «Ἐς δέ τό πᾶν δέ τοι λέγω – βωμόν αἴδεσαι δίκας – Μηδέ νιν – κέρδος ἰδών - ἀθέῳ - ποδί λάξ ἀτί – σης». Ἔκδ. Νεοφ. Δούκα 1839.
6.- Αἰσχύλου, Χοηφόροι 403-407. – Κι ἄς φώναζε ἡ Πυθία λίγο ἐνωρίτερα ὅτι: «δία Δίκη σβέσσει κρατερόν Κόρον, Ὕβριος υἱόν (τόν ἀκράτητο, τῆς Ὕβρεως τόν γυιό)». Ἡροδότου, Ἱστορ. 9, 77.
7.- Φοίνισσαι 1726: «Οὐχ᾿ ὁρᾷ Δίκα κακούς – οὐδ᾿ ἀμείβεται βροτῶν ἀσυνεσίας».
8.- Μάρκου Αὐρηλίου: Εἰς ἑαυτόν, Ζ´, 59.
9.- Ed. Zeller: μνημονευθέν ἔργο σελ. 260.
10.- Ἔλεγε πρός τόν Σωκράτη ὁ Ἀρίστιππος, ὁ ἱδρυτής τῆς Κυρηναϊκῆς Σχολῆς (πού μαζί μέ τόν Ἐπίκουρο ἔθεσε τήν ἡδονή ὡς βάση τῆς φιλοσοφίας του: βλ. Κλήμ. Ἀλεξ. Στρωματεῖς Β´ ΧΧΙ, 32): «Ἐγώ οὖν τούς μέν βουλομένους πολλά πράγματα ἔχειν αὐτούς τε καί ἄλλοις παρέχειν, οὕτως ἄν παιδεύσας, εἰς τούς ἀρχικούς καταστήσαιμι. Ἐμαυτόν γε μέντοι τάττω εἰς τούς βουλομένους ᾗ ρᾷστά τε καί ἥδιστα βιοτεύειν (αὐτούς πού θέλουν πολλούς περισπασμούς καί οἱ ἴδιοι νά ἔχουν καί στούς ἄλλους νά παρέχουν, θά τούς κατέτασσα στήν κατηγορία τῶν ἱκανῶν νά ἄρχουν. Τόν ἑαυτό μου ὅμως συγκαταλέγω σ᾿ αὐτούς πού θέλουν νά ζοῦν ὅσο γίνεται πιό ἄνετα καί εὐχάριστα)». Ξενοφῶντος Ἀπομν. 2, Ι, 9.
11.- «Οὐ γάρ ἰδιολογίας καί κενῆς δόξης ὁ βίος ἡμῶν ἔχει χρείαν, ἀλλά τοῦ ἀθορύβως ἡμᾶς ζῆν». Διογ. Λαέρτ. Χ 87. - Ἄν σήμερα τό «ἰδιολογίας», τό ἐκάναμε: «ἰδεολογίας», τό παράθεμα θά ἐξέφραζε τήν ψυχολογία πολλῶν ἀνθρώπων τῶν ἡμερῶν μας, πού τούς ἐκούρασαν (καί τούς ἐπλάνησαν) ἐκθεμελιωτικές ἰδεολογίες τῆς ἐποχῆς μας.
12.- Πολιτικά 1253α, 3. - Ἠθ. Νικ. 1097Β, 11 καί 1169Β18. Ὁ Ἰουλιανός θά θυμηθῆ τόν Ἀριστοτέλη, ὅταν θά γράψη γιά τούς Χριστιανούς ἀσκητές ὄτι: «Εἰσί δέ οἵ καί τάς ἐρημίας ἀντί τῶν πόλεων διώκουσιν, ὄντος ἀνθρώπου φύσει πολιτικοῦ ζῴου καί ἡμέρου». (Ἐπιστ. 288D, ἔνθ. ἀνωτ.).
13.- «Ἐπίκουρος λάθρα βιώσας ἐπῃνεῖτο καί ἔθετο δόγμα μή φύσει εἶναι τόν ἄνθρωπον κοινωνικόν τε καί ἥμερον». Θεμιστίου Λόγος XXVI, 390.
14.- Καταγόταν ἀπό τήν Κυρήνη (315 π.Χ.). Ἔζησε καί ἔδρασε στήν Ἀλεξάνδρεια ἐπί Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (282-246 π.Χ.). Συνέγραψε τούς πολύτιμους βιβλιογραφικούς πίνακες τῆς Ἀλεξανδρινῆς βιβλιοθήκης. Κυριώτερο ἔργο του τά «Αἴτια». Ἔγραψε ἐπίσης Ὕμνους στούς θεούς καί ἐπιγράμματα. – Βλ. Robert Flacelière: Histoire litteraire de la Grèce (Paris, 1962), Ἑλλ. ἔκδ. 1974, σελ. 512 κ.ἑ.
15.- Epigrs 29, 4. - Ἐπίσης M. Gary: ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 841.
16.- Θουκυδίδης 2, 40, 2.
17.- Εἶναι σαφής αὐτή ἡ ἐξαλλαγή τῆς ψυχολογίας τῶν ἀνθρώπων στόν Εὐριπίδη τοῦ τέλους τοῦ 5ου αἰῶνος. Ἀντικατοπτρίζεται στούς στίχους τῆς Ἰφιγενείας ἐν Αὐλίδι (16-19): «Ζηλῶ σε, γέρον, ζηλῶ δ᾿ ἀνδρῶν, ὅς ἀκίνδυνον βίον ἐξεπέρασ᾿ ἀγνώς, ἀκλεής· τούς δ᾿ ἐν τιμαῖς ἦσσον ζηλῶ (Γέροντα σέ ζηλεύω, ὅπως ζηλεύω καί τόν ἄνθρωπο πού ἔβγαλε τή ζωή του ἀπ᾿ τούς κινδύνους μακρυά, ἄγνωστος, δίχως δόξα. Αὐτούς πού οἱ ἄλλοι τούς τιμοῦν λιγώτερο ζηλεύω)».
18.- Ἐπικτήτου, Ἐγχειρίδιον ΙΒ´ Ι: «Κρεῖσσον γάρ λιμῷ ἀποθανεῖν ἄλυπον καί ἄφοβον γενόμενον ἤ ζῆν ἐν ἀφθόνοις ταρασσόμενον».