Επί τη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, τελέστηκε σήμερα, Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023, η Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Νέου Ψυχικού, προεστώτος του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Θεολόγου Αλεξανδράκη, Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Διευθυντού του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμόρφωσης.
Συλλειτούργησαν: ο προϊστάμενος του Ναού, Αρχιμ. Μιχαήλ Σταθάκης και οι εφημέριοι π. Νικόλαος και π. Ιωάννης.
Του μακαριστού Μητροπολίτου Άντονυ Μπλούμ
Είναι ο σταυρικός θάνατος του Χριστού που μας έχει σώσει από τον αιώνιο θάνατο, που μας έχει δώσει τη δύναμη να υπερνικούμε την αμαρτία και ν’ αρχίζουμε από τώρα πάνω στη γη μια καινούργια ζωή, τη ζωή του Θεού. Πώς να φανταστούμε όμως τη δολοφονία του Θεού από τους ανθρώπους να φέρνει τη συμφιλίωση των δύο μερών; Θα ήθελα να σας το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα παρμένο από την ιστορία, που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η αγάπη που εκφράζεται ως θυσία της ζωής μας έχει τη δύναμη να φέρνει τη συμφιλίωση.
Το 1192, το δωδέκατο δηλαδή αιώνα, ένας από τους πρίγκιπές μας, ο πρίγκιπας του Μούρομ ήταν σε πόλεμο με ένα μικρό πριγκιπάτο το οποίο δεν είχε ακόμα ασπαστεί το Χριστιανισμό. Με ένα γρήγορο πόλεμο κατάφερε να περικυκλώσει τους αντιπάλους του μέσα στο κάστρο τους. Αυτό που απέμενε, αν ήθελε να κερδίσει μια εύκολη και αποφασιστική νίκη, ήταν να αποκλείσει τη μικρή πόλη και να περιμένει μέχρις ότου η πείνα και η μιζέρια τους σκοτώσουν ή διαφορετικά τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Ο πρίγκιπας όμως ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί πως θα γινόταν αίτιος ενός τέτοιου βασανισμού, μιας τέτοιας κακομεταχείρισης και του θανάτου τόσων ανθρώπων τους οποίους ο Θεός είχε δημιουργήσει με αγάπη και ελπίδα, κι έτσι τους πρόσφερε ειρήνη. Ειρήνη χωρίς κανένα όρο, ειρήνη για χάρη του Θεού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στο Θεό των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δεν υπήρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιχνίδι κρυμμένο πίσω από την εισήγηση αυτή, και αφού έκαναν μια συνεδρίαση αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του πρίγκιπα με τον όρο ότι θα τους έστελνε για όμηρο στο κάστρο τους έναν από τους γιους του ώστε, αν εκείνος τους πρόδωνε, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μπορείτε να φανταστείτε το πώς ένιωσε ο πατέρας: δεν εμπιστευόταν την τιμή και το λόγο των ανδρών εκείνων κι όμως ένιωθε πως είχε καθήκον να κάνει ό,τι περνούσε από τις δυνάμεις του για να φέρει την ειρήνη και τη συμφιλίωση εν ονόματι του Χριστού, χωρίς όρους, για χατίρι της αγάπης. Ο βίος του Αγίου Μιχαήλ του Μούρομ μας λέει ότι ο πατέρας του βημάτιζε τη νύχτα πάνω και κάτω μέσα στη σκηνή του άυπνος, όλος αγωνία. Το ένα από τα παιδιά του που ήταν γύρω στα δεκατέσσερα κοιμόταν βαθιά, το μικρότερο όμως, που ήταν εννιά χρονών, παρακολουθούσε τον πατέρα του κι ύστερα τον φώναξε και κάνοντας τη μία ερώτηση ύστερα από την άλλη τον κατάφερε με πολύ κόπο να του πει την αλήθεια. Όταν έγινε αυτό κάθισε καλά στη θέση του και είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός; Αν με στείλεις σ’ εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί το Θεό κι εγώ τον Ιησού Χριστό, εσύ δε με έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού του Σωτήρα μας;»
Ύστερα απ’ αυτό ο πατέρας δέχτηκε την απόφαση του παιδιού. Την επόμενη μέρα με την ανατολή του ήλιου μπορούσες να δεις αυτό το εννιάχρονο αγόρι, μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως και ο Χριστός, ν’ αφήνει το σκοτεινό δάσος στο οποίο καθόταν ο πολιορκητής στρατός και να κατευθύνεται προς το ειδωλολατρικό φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στο δάσος και οι ματιές όλων ήταν καρφωμένες στο μικρό πρίγκιπα. Οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά και από την απλοχωριά της καρδιάς του. Ήταν όμως και κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που είχε μίσος στην καρδιά. Πήρε το τόξο του, έριξε ένα βέλος και το παιδί έπεσε πληγωμένο θανάσιμα. Τη στιγμή εκείνη όλοι οι άνδρες του πρίγκιπα κι ολόκληρος ο λαός της πόλης, ξεχνώντας πως ήταν εχθροί έτρεξαν για να δουν αν το παιδί είχε πεθάνει ή αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Το παιδί πέθαινε.
Όταν οι ειδωλολάτρες και οι Χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο είδαν τους στρατούς τους αναμιγμένους και κατάλαβαν τότε πως δεν ήταν πια εχθροί: ήταν απλώς άνθρωποι, βαθιά συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στεκόντουσαν με φρίκη μπροστά στην ασπλαχνία και το μίσος. Το παιδί με το θάνατό του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε όλοι να κάνουμε, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όταν γίνονται τσακώματα και συζητήσεις, στο σχολείο ή το σπίτι, δεν μπορεί το παιδί να πει στον πατέρα του, τη μητέρα του, το μεγαλύτερο αδελφό: «Μην το κάνετε αυτό. Εγώ αγαπώ και τους δυο σας, κι όμως εσείς με πληγώνετε, με σκοτώνετε»; Η αγάπη φέρνει τη συμφιλίωση, την ειρήνη, την αγάπη κι είναι δυνατότερη από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία μάς δείχνει το Σταυρό: είναι η ελπίδα μας, η μόνη αληθινή μας ελπίδα, είναι η χαρά μας, είναι η απόδειξη πως ο Θεός μάς αγαπά και πως τα πάντα είναι δυνατά με τη δύναμη του Χριστού.
Το 1192, το δωδέκατο δηλαδή αιώνα, ένας από τους πρίγκιπές μας, ο πρίγκιπας του Μούρομ ήταν σε πόλεμο με ένα μικρό πριγκιπάτο το οποίο δεν είχε ακόμα ασπαστεί το Χριστιανισμό. Με ένα γρήγορο πόλεμο κατάφερε να περικυκλώσει τους αντιπάλους του μέσα στο κάστρο τους. Αυτό που απέμενε, αν ήθελε να κερδίσει μια εύκολη και αποφασιστική νίκη, ήταν να αποκλείσει τη μικρή πόλη και να περιμένει μέχρις ότου η πείνα και η μιζέρια τους σκοτώσουν ή διαφορετικά τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Ο πρίγκιπας όμως ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί πως θα γινόταν αίτιος ενός τέτοιου βασανισμού, μιας τέτοιας κακομεταχείρισης και του θανάτου τόσων ανθρώπων τους οποίους ο Θεός είχε δημιουργήσει με αγάπη και ελπίδα, κι έτσι τους πρόσφερε ειρήνη. Ειρήνη χωρίς κανένα όρο, ειρήνη για χάρη του Θεού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στο Θεό των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δεν υπήρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιχνίδι κρυμμένο πίσω από την εισήγηση αυτή, και αφού έκαναν μια συνεδρίαση αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του πρίγκιπα με τον όρο ότι θα τους έστελνε για όμηρο στο κάστρο τους έναν από τους γιους του ώστε, αν εκείνος τους πρόδωνε, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μπορείτε να φανταστείτε το πώς ένιωσε ο πατέρας: δεν εμπιστευόταν την τιμή και το λόγο των ανδρών εκείνων κι όμως ένιωθε πως είχε καθήκον να κάνει ό,τι περνούσε από τις δυνάμεις του για να φέρει την ειρήνη και τη συμφιλίωση εν ονόματι του Χριστού, χωρίς όρους, για χατίρι της αγάπης. Ο βίος του Αγίου Μιχαήλ του Μούρομ μας λέει ότι ο πατέρας του βημάτιζε τη νύχτα πάνω και κάτω μέσα στη σκηνή του άυπνος, όλος αγωνία. Το ένα από τα παιδιά του που ήταν γύρω στα δεκατέσσερα κοιμόταν βαθιά, το μικρότερο όμως, που ήταν εννιά χρονών, παρακολουθούσε τον πατέρα του κι ύστερα τον φώναξε και κάνοντας τη μία ερώτηση ύστερα από την άλλη τον κατάφερε με πολύ κόπο να του πει την αλήθεια. Όταν έγινε αυτό κάθισε καλά στη θέση του και είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός; Αν με στείλεις σ’ εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί το Θεό κι εγώ τον Ιησού Χριστό, εσύ δε με έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού του Σωτήρα μας;»
Ύστερα απ’ αυτό ο πατέρας δέχτηκε την απόφαση του παιδιού. Την επόμενη μέρα με την ανατολή του ήλιου μπορούσες να δεις αυτό το εννιάχρονο αγόρι, μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως και ο Χριστός, ν’ αφήνει το σκοτεινό δάσος στο οποίο καθόταν ο πολιορκητής στρατός και να κατευθύνεται προς το ειδωλολατρικό φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στο δάσος και οι ματιές όλων ήταν καρφωμένες στο μικρό πρίγκιπα. Οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά και από την απλοχωριά της καρδιάς του. Ήταν όμως και κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που είχε μίσος στην καρδιά. Πήρε το τόξο του, έριξε ένα βέλος και το παιδί έπεσε πληγωμένο θανάσιμα. Τη στιγμή εκείνη όλοι οι άνδρες του πρίγκιπα κι ολόκληρος ο λαός της πόλης, ξεχνώντας πως ήταν εχθροί έτρεξαν για να δουν αν το παιδί είχε πεθάνει ή αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Το παιδί πέθαινε.
Όταν οι ειδωλολάτρες και οι Χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο είδαν τους στρατούς τους αναμιγμένους και κατάλαβαν τότε πως δεν ήταν πια εχθροί: ήταν απλώς άνθρωποι, βαθιά συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στεκόντουσαν με φρίκη μπροστά στην ασπλαχνία και το μίσος. Το παιδί με το θάνατό του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε όλοι να κάνουμε, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όταν γίνονται τσακώματα και συζητήσεις, στο σχολείο ή το σπίτι, δεν μπορεί το παιδί να πει στον πατέρα του, τη μητέρα του, το μεγαλύτερο αδελφό: «Μην το κάνετε αυτό. Εγώ αγαπώ και τους δυο σας, κι όμως εσείς με πληγώνετε, με σκοτώνετε»; Η αγάπη φέρνει τη συμφιλίωση, την ειρήνη, την αγάπη κι είναι δυνατότερη από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία μάς δείχνει το Σταυρό: είναι η ελπίδα μας, η μόνη αληθινή μας ελπίδα, είναι η χαρά μας, είναι η απόδειξη πως ο Θεός μάς αγαπά και πως τα πάντα είναι δυνατά με τη δύναμη του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου