Στην Άννα Αχμάτοβα
Όταν έφερε για πρώτη φορά στην εκκλησιά
το παιδί, ήταν εκεί στους πολλούς ανάμεσα
ανθρώπους που βρίσκονταν μόνιμα
ο άγιος Συμεών και η προφήτισσα Άννα.
Κι ο γέροντας το βρέφος πήρε από τα χέρια
της Μαρίας∙ τρεις άνθρωποι στέκονταν γύρω
το παιδί, σαν άγρυπνη φρουρά
εκείνο το πρωί, χαμένοι στο μισοσκόταδο στης εκκλησιάς.
Σαν δάσος πυκνό τους σκέπαζε ετούτη η εκκλησιά.
Τις κορυφές από των ανθρώπων και τ’ ουρανού το βλέμμα
έκρυβε, σαν ξάπλωναν την ώρα εκείνη
αυτό το πρωινό, η Μαρία, η προφήτισσα κι ο γέροντας.
Και μόνο στο κεφάλι μια αχτίδα τυχαία
έριχνε φως στο βρέφος∙ μα τίποτα
δεν ήξερε ακόμη και βούρκωνε νυσταγμένα
ήρεμο στου Συμεών τα δυνατά χέρια.
Και όμως, ειπώθηκε στον γέροντα αυτόν
πως τον Υιό του Κυρίου θα γνωρίσει
πριν το θανάσιμο σκοτάδι αντικρίσει.
Εγένετο! Και σιγοψιθύρισε ο γέροντας: «Σήμερα,
φυλάσοντας τα προ καιρού ρηθέντα
Κύριε, μ’ ελευθερώνεις, ειρηνικά,
γιατί είδανε τα μάτια μου
Το βρέφος: αυτό είναι το φως και η συνέχεια σου
πηγή για τις φυλές που είδωλα τιμούν
και η δόξα του Ισραήλ». – ο Συμεών
σώπασε. Κι όλους τους σκέπασε η σιωπή.
Μόνη των λέξεων η ηχώ, πετούσε ψηλά
στροβιλιζόταν για λίγο ακόμη
πάνω από τα κεφάλια της, θροΐζοντας ελαφρά
κάτω από τις εκκλησιάς του θόλους, σαν πουλί,
που έχει δύναμη να πετάξει ψηλά, μα όχι και να κατέβει.
Ήταν τρομακτικά. Κι η σιωπή
ήτανε πιο τρομακτική από τα λόγια. Σκυθρωπή
Η Μαρία σώπαινε. «Τι λέξεις κι αυτές…»
Κι ο γέροντας, στράφηκε και είπε στη Μαρία:
«Αυτό που στα χέρια σου κρατάς,
για άλλους είναι η πτώση και γι’ άλλους η εξύψωση,
αντικείμενο προβλέψεων και αφορμή διαιρέσεων.
Και με τον ίδιο όπλο, Μαρία, με το οποίο
θα σκιστεί η σάρκα του και η δική σου
Η ψυχή θα πληγωθεί. Αυτό το τραύμα
μέλλει σ’ εσένα να το δεις, είναι βαθιά
κρυμμένο στον ανθρώπων τις ψυχές, σαν παραθύρι».
Απόσωσε τα λόγια του και κίνησε για την έξοδο.
Ξωπίσω του η Μαρία, σκυμμένη και από των χρόνων
τα βάρη η Άννα, κοιτούσαν σιωπηλά.
Περπατούσε, μικραίνοντας σε σημασία και στο κορμί,
για τις δύο αυτές γυναίκες, στον κολόνων την σκιά.
Κυνηγημένος θαρρείς από τα βλέμματα τους,
περπατούσε στην παγωμένη, άδεια εκκλησία,
προς την χλωμή κατάλευκη πόρτα.
Σταθερό ήταν το βήμα το γεροντικό.
Μόνο της προφήτισσας η φωνή από πίσω
σαν ακούστηκε, το βήμα του για λίγο κόμπιασε:
Δεν τον φωνάζανε αυτόν, μα το Θεό
η προφήτισσα άρχισε να υμνεί απ’ την αρχή.
Πλησίασε στην πόρτα. Τα ρούχα και το πρόσωπο
ο αγέρας ήδη αγγίζει και στην ψυχή του
όρμησε η ζωή έξω από της εκκλησιάς τα τείχη.
Ίσα στο θάνατο τραβούσε. Μέσα στης πόλης τον αχό,
ανοίγοντας την πόρτα με τα χέρια, δρασκέλισε,
στην κωφάλαλη επικράτεια του θανάτου.
Διέσχισε το χώρο, που ήταν πλέον ασταθής
κατάλαβε πως χάθηκε ο ήχος.
Και του Βρέφους η μορφή λάμποντας
γύρω από τον πυκνό σκοτάδι στο δρόμο του θανάτου
την ψυχή του Συμεών οδηγούσε,
σαν το κερί μες στο πυκνό σκοτάδι
που μέχρι εκείνη τη στιγμή
κανένας δεν είχε ματαδεί.
Φώτιζε το κερί και άνοιγε ο δρόμος.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου