Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

Αντί χαιρετισμού 
της ΙΟYΛΙ­ΤΑΣ ΗΛΙΟ­ΠΟΥΛΟY
Η ανα­χώ­ρη­ση του Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη από τη ζωή, έκλει­σε ορι­στι­κά - για την Ελ­λά­δα του­λά­χι­στον - το μι­σά­νοι­χτο ακό­μη πορ­τά­κι του ει­κο­στού αιώ­να. 
Έχο­ντας ό ίδιος κα­τα­φέ­ρει να συ­γκε­ρά­σει σε μια αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη την ιστο­ρία της επο­χής του, τα ιδα­νι­κά, τις αξί­ες, τις αμ­φι­σβη­τή­σεις, τις τα­ρα­χές, τους αγώ­νες για ελευ­θε­ρία, τις ιδε­ο­λο­γι­κές αντε­γκλή­σεις, την τόλ­μη και τις πα­λι­νω­δί­ες των και­ρών, αλ­λά και προ­πά­ντων την ζω­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή έκ­φρα­ση ενός τα­ρα­χώ­δους αιώ­να, πο­ρεύ­τη­κε μες τα πρώ­τα χρό­νια του ει­κο­στού πρώ­του σε­βά­σμιος, βα­ρύς αλ­λά και ανυ­πό­τα­χτος δη­μιουρ­γός μου­σι­κής, στο­χα­σμού και πρά­ξης. 
Δεν φυ­λα­κί­στη­κε πο­τέ κι ας φυ­λα­κί­στη­κε συ­χνά, δεν εντά­χτη­κε πο­τέ που­θε­νά κι ας εντά­χτη­κε ένα πο­λύ με­γά­λο μέ­ρος της ζω­ής του στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα. Ήξε­ρε πα­ρά όλα αυ­τά να μέ­νει κα­τ’ ου­σί­αν ανε­ξάρ­τη­τος, υπα­κού­ο­ντας πά­ντα στην χει­μαρ­ρώ­δη ορ­μή του εαυ­τού του. Σε αυ­τήν την ακα­τά­βλη­τη δύ­να­μη πά­θους που τον ωθού­σε να μι­λά, να παίρ­νει θέ­ση, να δη­μιουρ­γεί, όχι κα­τ’ ανά­γκη μέ­σα στο συ­γκε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο των καλ­λι­τε­χνι­κών και πο­λι­τι­κών ρευ­μά­των της επο­χής του, αλ­λά μέ­σα στην προ­σω­πι­κή κοί­τη του, που ήθε­λε κά­θε φο­ρά να βρί­σκει την φόρ­μα και το πε­ριε­χό­με­νο της δι­κή του αλή­θειας. Έγρα­ψε συμ­φω­νι­κά έρ­γα, σουί­τες, μου­σι­κή για το θέ­α­τρο, έγρα­ψε πολ­λά κι όμορ­φα τρα­γού­δια, όπως εκεί­να τα τό­σο συ­γκι­νη­τι­κά τρα­γού­δια του Επι­τά­φιου σε ποί­η­ση Γιάν­νη Ρί­τσου, αλ­λά ίσως να βρή­κε απο­λύ­τως τον εαυ­τό του στο υβρι­δι­κό, όπως το ονο­μά­ζει, έρ­γο, το Άξιον Εστί. Αυ­τό το εξαι­ρε­τι­κά επε­ξερ­γα­σμέ­νο πνευ­μα­τι­κά ποι­η­τι­κό έρ­γο του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, που ξέ­ρει να συ­μπυ­κνώ­νει την ιστο­ρία του Έλ­λη­να, του ποι­η­τή και του ερω­τευ­μέ­νου, συ­νά­ντη­σε την ευαι­σθη­σία του Θε­ο­δω­ρά­κη, όταν εκεί­νος, σχε­δόν από έν­στι­κτο, κα­τά­λα­βε την μέ­γι­στη ση­μα­σία του και αντέ­δρα­σε με τον δι­κό του πρω­τό­τυ­πο και πρω­τεϊ­κό τρό­πο, αφή­νο­ντας τον λό­γο να κυ­λή­σει στην κοί­τη μιας ψυ­χής που εκ­προ­σω­πού­σε, θε­λη­τά κι αθέ­λη­τα, την ατο­μι­κή, αλ­λά και την συλ­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση, την από­λυ­τα πνευ­μα­τι­κή αλ­λά και την από­λυ­τα αθώα υπό­στα­ση του Έλ­λη­να. 
Ο Θε­ο­δω­ρά­κης ήταν, ναι, μία εξαί­ρε­ση. Στο πλαί­σιο των ρε­α­λι­στι­κών νό­μων της κα­νο­νι­κό­τη­τας, θα’ λε­γα πως κα­τέ­λυ­σε κά­θε έν­νοια μο­νο­μέ­ρειας, ή αυ­στη­ρής εξει­δί­κευ­σης και μέ­τρου. Η ενα­ντί­ω­ση υπήρ­ξε πά­ντα η φυ­σι­κή του ανα­πνοή και η μου­σι­κή του, κα­τα­γρα­φή αυ­τής της ανά­σας που σχε­δόν πά­ντα δεν ζη­τού­σε πα­ρά να εί­ναι αλη­θι­νή, πη­γαία, έντο­νη απο­τύ­πω­ση της πε­ρι­πέ­τειάς του, όχι μό­νον της εξω­τε­ρι­κής τε­θλα­σμέ­νης της ζω­ής του, όχι μό­νον της αγω­νι­στι­κής πα­ρό­τρυν­σης, μα και της βύ­θιας αλή­θειας του. Εκεί­νης της μο­να­χι­κής ώρας πριν την από­φα­ση, μέ­σα στη με­γά­λη λύ­πη, ή στην στιγ­μή ενός απέλ­πι­δου ονεί­ρου, μιας τολ­μη­ρής σύλ­λη­ψης, ακό­μη και μιας υπο­τα­γής σ’ αυ­τό που ο ίδιος συ­χνά ονό­μα­ζε συ­μπα­ντι­κή αρ­μο­νία. 
Αυ­το­στρα­τευ­μέ­νος σε ιδέ­ες και όνει­ρα, σ’ έναν ανυ­πό­τα­κτο εαυ­τό που «δεν κοι­μά­ται πο­τέ», ταύ­τι­σε τη ζωή με την συ­νε­χή ανα­μό­χλευ­ση, με την διαρ­κή διεκ­δί­κη­ση και δρά­ση, με τον πλού­σιο ήχο του σύ­μπα­ντός του, με την άναρ­χη κραυ­γή μιας πά­ντα επό­με­νης γέν­νας. Μου­σι­κή, συ­χνές πο­λι­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις ως το τέ­λος, κεί­με­να, γράμ­μα­τα, συ­νε­ντεύ­ξεις, στί­χοι, σιω­πές· κά­πο­τε πο­λύ­τι­μες σιω­πές - όπως όταν χά­θη­κε ο αδελ­φός του και μα­ζί ανε­πί­στρε­πτα ένα δι­κό του αρ­χέ­γο­νο κομ­μά­τι αγά­πης κι αυ­το­γνω­σί­ας, αφού η «ψυ­χή, εἰ μέλ­λει γνώ­σε­σθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλε­πτέ­ον». 
Δεν του έφτα­νε πο­τέ το λί­γο, θέ­λη­σε σ’ αυ­τό το μι­κρό κα­λά­θι της ζω­ής να τα χω­ρέ­σει όλα. Κι όταν έβλε­πε ότι πη­γαί­νουν να πέ­σουν κά­ποια, νο­μί­ζω πως μά­τω­νε κι ίσως να μα­τώ­νει ακό­μη με κά­ποιες ανορ­θο­γρα­φί­ες που ξε­πε­τά­γο­νται ξαφ­νι­κά για να επι­βε­βαιώ­σουν την μο­να­ξιά του. 
Εμ­βλη­μα­τι­κός αναμ­φί­βο­λα, επι­κός ναι, αλ­λά και βα­θιά συ­ναι­σθη­μα­τι­κός. 
Τα λυ­ρι­κά του έρ­γα αιφ­νι­διά­ζουν με την τρυ­φε­ρό­τη­τα τους. Η δύ­να­μη της ευαι­σθη­σί­ας εί­ναι ένα πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο «όπλο», που όσοι, σπά­νιοι άντρες, έμα­θαν απ’ την γέν­νη­ση τους να το φέ­ρουν γεν­ναία, στό­χευ­σαν και βρή­καν τα πιο κα­θα­ρά χρώ­μα­τα του ου­ρα­νού. 
Τα Λυ­ρι­κά του, η Βε­α­τρί­κη στην οδό μη­δέν, τα Άσμα­τα, όπως η Εσπέ­ρα, έρ­γα για σό­λο τσέ­λο, μου­σι­κή δω­μα­τί­ου, το Adagio για φλά­ου­το, κλα­ρι­νέ­το, τρο­μπέ­τα και ορ­χή­στρα εγ­χόρ­δων -  ένας Θε­ο­δω­ρά­κης ανο­χύ­ρω­τος, μό­νος με την ισχύ της τρυ­φε­ρό­τη­τας, χω­ρίς πρό­θε­ση άλ­λη απ’ την έκ­φρα­ση της λα­μπε­ρής λύ­πης της καρ­διάς του. Ακού­στε τον και σ’ αυ­τά τα πιο άγνω­στα έρ­γα του για να τον ξα­να­δεί­τε να κλεί­νει τα μά­τια και να τρα­γου­δά τους στί­χους του αδελ­φού του Γιάν­νη, με μια φω­νή χω­ρίς μέ­ταλ­λο που έβγαι­νε απ’ τα βά­θη, αχός και άχνα: 
Χά­θη­κα μέ­σα στους δρό­μους που μ’ έδε­σαν για πά­ντα… 
χά­θη­κα για­τί εί­χα όνει­ρα πολ­λά και το λι­μά­νι εί­ναι μι­κρό 
Κα­λό τα­ξί­δι Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη στο με­γά­λο λι­μά­νι του ου­ρα­νού.


Δείτε και την ανάρτησή μας: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου