Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Η ΠΑΤΡΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Ο Νίκος Μπακουνάκης είναι ένας πραγματικός πατρινολάτρης, με γνώση, με λογισμό και μ’ όνειρο.
Έχει φύγει νωρίς από την γενέθλιο πόλη του, αλλά επειδή την κουβαλούσε πάντοτε μέσα του, φρόντισε να μας δώσει νωρίς δείγματα γραφής πολύτιμα. Η πόλη θα έπρεπε να τον έχει στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανάδειξή της διεθνώς, αλλά δυστυχώς... 
Ήδη στα 1988 μας δίνει την «Πάτρα 1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα». 
Η πόλη είναι το αντικείμενο του βιβλίου. Οργανωτής και έμπορος μαζί είναι η Πάτρα. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο παρακολουθούμε το χώρο, έντονα φορτισμένο με λειτουργίες και σημασίες (αλλά και την παράστασή του ή τη λειτουργική ερμηνεία του σε κείμενα και εικόνες των συγχρόνων του). Στο δεύτερο παρακολουθούμε τους ανθρώπους, κυρίως τους εμπόρους αλλά και τους παλιούς παραδοσιακούς κτηματίες. Στο τρίτο παρακολουθούμε τα προϊόντα, τις currants των Άγγλων, τις raisins de Corinthe των Γάλλων. Οι χρόνοι της σταφίδας καθορίζουν και τους χρόνους της πόλης.
Τον Δεκέμβριο του 1991 «Το φάντασμα της Νόρμα», όπου μας αποκαλύπτει την υποδοχή του μελοδράματος στον ελληνικό χώρο τον 19ο αιώνα, με την Πάτρα να πρωταγωνιστεί μαζί με την Ερμούπολη της Σύρου. Ο Μπακουνάκης σ΄ αυτό το μελέτημα τονίζει εμφαντικά το ειδικό βάρος του μελοδράματος ως λειτουργικού στοιχείου των νοοτροπιών των αστικών στρωμάτων, ως "συστατικού" των εμπορικών κοινωνιών. 
Στα 1997 ο Νίκος Μπακουνάκης μας δίνει «Το κρασί του Γουσταύου», ένα αφήγημα για την πρόσληψη της "λόγιας οινοποίησης", της oenologie saνante, από τα εμπορικά στρώματα των περιοχών της σταφίδας (Πελοπόννησος και Επτάνησα), και η βήμα το βήμα κατάκτηση της οινικής ωριμότητας, με την περίφημη οινοποιία της Αχάϊα Κλάους στο προσκήνιο. 


Ας απολαύσουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα: 
«Στην Πάτρα δραστηριοποιήθηκαν… «οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες σταφίδας, η αγγλική Burff και η γερμανική Fels. Στα στελέχη της Fels (μιας εταιρείας που δραστηριοποιείται στην πόλη από τα μέσα της δεκαετίας του 1840) οφείλουμε τις σοβαρότερες προσπάθειες στον τομέα της οινοβιομηχανίας. Η μακροβιότερη οινική εταιρεία του ελληνικού χώρου ιδρύθηκε από ένα στέλεχος της Fels, τον Γουσταύο Κλάους (Gustav Clauss), που το όνομά του είναι σήμερα στην Ελλάδα ταυτόσημο με το κρασί. Τα επιχειρηματικά πορτραίτα του Γουσταύου Κλάους και του δεύτερου στελέχους της Fels, του Θεόδωρου Άμβουργερ (Theodor Hamburger), δημιουργούν ένα ενδιαφέρον δίπτυχο οικονομικής δράσης, που πλουτίζει την, έτσι κι αλλιώς φτωχή από ιστοριογραφικής πλευράς, επιχειρηματική προσωπογραφική πινακοθήκη του 19ου αιώνα. 
Ο Κλάους και ο Άμβουργερ αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ξένων επιχειρηματιών που κάνουν την Ελλάδα κέντρο των επιχειρήσεών τους και πουπροσδιορίζουν τη φυσιογνωμία τοπικών κοινωνιών, σε μια Ελλάδα που δεν διαθέτει ακόμη επαρκή ενοποιητικά δίκτυα, τα οποία θα μας επέτρεπαν να κάνουμε λόγο για εθνικό χώρο. 
Μαζί με την επιχειρηματικότητα, οι Γερμανοί αυτοί φέρνουν μαζί τους κι έναν κοσμοπολιτισμό, που αποτελεί βασικό συστατικό των αστικών στρωμάτων των ελληνικών πόλεων του 19ου αιώνα. Ο κοσμοπολιτισμός των αστικών εμπορικών στρωμάτων των πόλεων, με την πολυεθνική τους σύνθεση αλλά και με τη συμμετοχή μη “αυτοχθόνων” Ελλήνων, αποτελεί ένα ερμηνευτικό κλειδί, όταν θέλουμε να αναλύσουμε τις ελληνικές αστικές κοινωνίες του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα, η εμφάνιση των ιταλικών σκηνών και του μελοδράματος ή της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των πόλεων δεν συνιστούν αποτέλεσμα “μαϊμουδισμού” -όπως ισχυρίζονται μερικοί σύγχρονοι μελετητές, κατά τα άλλα αξιόλογοι, που όμως παραλείπουν από τις αναλύσεις τους αυτή τη βασική ιστορική προϋπόθεση- αλλά αποτέλεσμα της καταγωγής των αστικών στρωμάτων. 
Ο Κλάους έφερνε μαζί του έναν κοσμοπολιτισμό και ένα ρομαντικό πνεύμα θρεμμένο από τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, αλλά και τον φιλελληνικό αέρα της βαυαρέζικης πατρίδας του. Το 1859 αγόρασε μια έκταση 60 στρεμμάτων στη θέση Ριγανόκαμπος, στα ανατολικά της πόλης, σε υψόμετρο 500 ποδών από τη θάλασσα, η οποία σε λίγο γίνεται το κέντρο της οινοποιητικής δραστηριότητάς του. 
Σ’ αυτή την περιοχή δημιούργησε τον πυρήνα του αμπελώνα του και της οινοποιίας του, της “Αχαΐα”. Έχει ενδιαφέρον να μείνουμε λίγο σ’ αυτή την αγορά και τη φύτευση των οιναμπέλων και όχι σταφιδαμπέλων, που ο καρπός τους είναι άμεσα εξαργυρώσιμος, γιατί αποκαλύπτει την επιθυμία ενός εμπόρου, δηλαδή ενός κοσμοπολίτη και “χωρίς πατρίδα” επιχειρηματία, να γίνει αμπελουργός, να συνδεθεί δηλαδή μ’ έναν τόπο, να αποκτήσει ρίζες μέσα από τις ρίζες των δικών του αμπελιών. Στον ευρωπαϊκό χώρο είναι πολλά τα παραδείγματα τραπεζιτών και εμπόρων που αγοράζουν αμπελώνες για να κατακτήσουν, πριν απ’ όλα, οι ίδιοι μια μόνιμη θέση στην ιστορία. Άν η γη, ακόμη και ακαλλιέργητη, δημιουργεί προϋποθέσεις νομιμότητας και μονιμότητας, η αμπελουργική ιδιοκτησία και καλλιέργεια δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιάς συμβολικής εγκατάστασης μέσα στο χώρο. 
Για την τοπική κοινωνία των Πατρών, ο Γουσταύος Κλάους δεν ήταν απλώς ο ευαίσθητος στα μηνύματα της προοδευτικής εξέλιξης επιχειρηματίας. Ήταν και ο φιλάνθρωπος –με την έννοια της αστικής αρχής της bienfaisance-, ο bon viveur, με τις παροιμιώδεις για τα δημοσιογραφικά χρονικά της εποχής χορευτικές εσπερίδες του, αλλά και ο seigneur, μια εικόνα που ενισχύθηκε που ενισχύθηκε από τη συνήθειά του να μεταβαίνει καθημερινά στο οινοποιείο, από το κέντρο της πόλης, με το άλογό του –συνήθεια που διατήρησε σχεδόν μέχρι το θάνατό του». 
Τον Οκτώβριο του 2005 ο Νίκος Μπακουνάκης μας έδωσε το φωτογραφικό λεύκωμα «Πάτρα τότε και τώρα» που αποτελεί μια περιήγηση της πόλης με στάσεις στα χαρακτηριστικά της σημεία. Επιλέχθηκαν κατά κύριο λόγο καρτ-ποστάλ του μεσοπολέμου αλλά και παλαιότερες των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς και ολιγάριθμες φωτογραφίες της ίδιας περιόδου. Ένα πανόραμα της πόλης όπως είχε διαμορφωθεί ως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. 


Το 2008 ο Μπακουνάκης μας δίνει το δοκίμιο «Μια στιγμή της Ευρώπης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ο λόγος, η εικόνα, ο μύθος του Ανδρέα Ρηγόπουλου», όπου ανασυνθέτει, με συναρπαστικό τρόπο και με αξιοποίηση ανέκδοτων πηγών, τη ζωή του ξεχωριστού πατρινού πολιτικού Ανδρέα Ρηγόπουλου (1821-1889), στοχεύοντας κυρίως στον δημόσιο λόγο του για την Ευρώπη. Μαζί με τον βίο του Ρηγόπουλου παρουσιάζεται και μια ολόκληρη εποχή, τόσο καθοριστική για την "αρχαιολογία" της Ευρώπης, με τις συγκρούσεις, τις αντιθέσεις, τις ιδέες, τα βιβλία, τις εφημερίδες, ακόμη και τη γεωγραφία της. 
Σκέπτομαι ότι η Πάτρα θα έπρεπε να τιμήσει το 2021 όχι μόνο τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Ρηγόπουλου. 
Ο Νίκος Μπακουνάκης από την θέση του υπευθύνου του ένθετου για το βιβλίο της εφημερίδας "ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής", έχει προβάλλει δεόντως πολλούς πατρινούς συγγραφείς και ποιητές, αποδεικνύοντας ότι δεν ξεχνά την γενέτειρά του, η οποία παρουσιάζει ταυτόχρονα μια ενδιαφέρουσα πνευματική παραγωγή και μια ανεξήγητη, για τις προϋποθέσεις της, παρακμή. 


Κλείνω με τον ίδιο τον Νίκο Μπακουνάκη, ο οποίος σε μια συνέντευξη που μου παραχώρησε – το 2005, θαρρώ - για το πολιτιστικό περιοδικό «το δόντι», προέβη στον ύμνο της Πάτρας των παιδικών του χρόνων. 
"Τα παιδικά και νεανικά χρόνια είναι η ηλικία της νοσταλγίας. Μόνο λοιπόν με γλύκα μπορώ να θυμηθώ την Πάτρα αυτής της εποχής. Θυμάμαι τις λιτανείες του Αγίου Ανδρέα• το βραβείο 1000 δραχμών που κέρδισα για έκθεση με θέμα τον Άγιο Ανδρέα και το «εξαργύρωσα» μ’ ένα κοστούμι γκρι-πρασινωπό καρό, ραμμένο σε ράφτη• την εξοχή του Τσαούση και τις ταινίες στους θερινούς κινηματογράφους «'Οασις», «Ελληνίς» και «Μουρτά»• το εστιατόριο «Εύα» και τα λασπόλουτρα• την «Ούφα» στα Ψηλά Αλώνια με τα αντιαεροπορικά καταφύγια• το Λυρικόν• το θέατρο «Ορφεύς» στην πλατεία Μαρούδα και την χορεύτρια Ολυμπία σε χορούς της κοιλιάς• τις καθηγήτριές μου Μέλπω Καραμπάγια και Πηνελόπη Κρέτση στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων• τον εκκλησιασμό στην Παντάνασσα• την τελευταία φωτογραφία των τελειοφοίτων στον κυματοθραύστη• το Φάρο• τα γλυκά στα μαρμάρινα τραπεζάκια κάτω από τον «'Εσπερο»• τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, χειμωνιάτικες Κυριακές με ήλιο στο χώρο του κινηματογράφου «Ζενίθ» στα Ψηλά Αλώνια• την Γωνιά του Βιβλίου και τον Τοξαβίδη στη Μαιζώνος• την καθηγήτρια Τούλα Μανιάκη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Φιλοποίμενος• τα γεμιστά κρουασάν στου Παυλίδη, στην Αγίου Νικολάου, με την μεγάλη εξωτική τοιχογραφία με το μάζεμα του καφέ• το φροντιστήριο Λαμπέτη στον ίδιο δρόμο• τα τόπια υφάσματος που ξετυλίγονταν στους πάγκους του Μαραγκόπουλου στην Αγίου Ανδρέου• το πανηγύρι του 15Αυγουστου στο Γηροκομειό• τις εκδρομές στο Δασύλλιο• τις ελληνικές ταινίες στο «Αττικόν»• έναν Μπέργκμαν στο Μίνι-Ρεξ• τη Δημοτική Βιβλιοθήκη• κάτι παιδικές γιορτές στο Δημοτικό Θέατρο και αποκριάτικες στολές φτιαγμένες από λινάτσα• το παιγνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού και τον σοκολατοπόλεμο• το πλοίο «Άγιος Γεράσιμος» που μας πήγαινε στην Ιθάκη• το μικρό καϊκι που μας πήγαινε για μπάνιο από τον κυματοθραύστη στην Τερψιθέα• την πρώτη γουλιά της μπύρας στα Ψηλά-Αλώνια• τις ντισκοτέκ Μπαγκλαντές και Μοσκίτο• την «Πελοπόννησο» με 1,5 δραχμή. Πολλά μπορώ να θυμηθώ απ’ αυτή την εποχή, διϋλισμένα μέσα από το εξυγιαντικό φίλτρο της νοσταλγίας. Βέβαια αυτό δεν με εμποδίζει να ξέρω πώς την ίδια εποχή είχε αρχίσει η κατεδάφιση της πόλης, η παράδοσή της στο μπετόν, είχε έρθει το τέλος του νεοκλασικού χαρακτήρα της".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου