Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ο ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ


Για τα γενέθλια του Μάνου Χατζιδάκι
που γίνεται 95 χρονώ

Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος 
«Θυμάμαι δάσκαλο, καλή του ώρα, που πριν τριανταπέντε χρόνια μάς εμάθαινε τον Μάλερ: Συνθέτης γερμανός, έχων συνθέσει μακροσκελείς συμφωνίας, μη παιζομένας, και μερικάς μελωδίας επιτυχείς. Με τις δύο αυτές γραμμές, μαθαίναμε για τον αγαπημένο τότε, φίλο μας Γουσταύο Μάλερ που τον είχαμε κιόλας ανακαλύψει, είχαμε διαβάσει τις συμφωνίες του όλες και τις σφυρίζαμε τα βράδυα συνθηματικά ανάμεσα σε φίλους, σαν μελωδίες αγαπημένες και προσωπικές». 
Αυτά έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις από τη συχνότητα του Γ΄ Προγράμματος στις 8 Ιουλίου 1979. Προσθέτοντας κάτι… μελαγχολικό: «Μα ήδη κι ο Μάλερ κι ο Μπετόβεν κι ο Σοπέν, και όλοι οι μεγαλόσχημοι του αναγεννησιακού μας λάθους, φαντάζουν μακρυνοί και άχρηστοι στον κόσμο που γεννιέται». 
Το σχόλιο αυτό του Χατζιδάκι, από Τα σχόλια του Τρίτου, έχει τον κάπως παράδοξο τίτλο: «Όταν ελευθερωθούμε από τη δυναστεία των τεχνών και από τη δυστυχία των καλλιτεχνών». 
Στο άλλο βιβλίο με κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι, που φέρει τον τίτλο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, περιλαμβάνονται φωτογραφίες όχι μόνο του Χατζιδάκι αλλά και προσώπων της προσωπικής του μυθολογίας. Στο τέλος του βιβλίου ο ίδιος ο Χατζιδάκις σχολιάζει τις φωτογραφίες που επέλεξε. Ανάμεσά τους ο σπουδαίος Αυστριακός συνθέτης του ύστερου ρομαντισμού Γκούσταβ Μάλερ (1860-1911), για τον οποίο ο Χατζιδάκις σημειώνει: 
«Γκούσταβ Μάλερ, ο μεγάλος μου δάσκαλος στο τραγούδι και τροφοδότης της ακριβής νεανικής μου ευαισθησίας. Χάρη σ’ αυτόν γνώρισα τον Τόμας Μαν, τον Έσσε και τον Κάφκα». 
Αυτή τη λεζάντα –ας την πούμε έτσι– στη φωτογραφία του Μάλερ την εξηγεί ο Χατζιδάκις κάπως καλύτερα σε μια συνομιλία του με τον Θανάση Φωσκαρίνη: 
«Στον Έσσε και τη γερμανική τέχνη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μπήκα μέσα από τη μουσική. Μελετώντας, πολύ νέος, τον Μπεργκ και τον Μάλερ, χωρίς να το καταλάβω, οδηγήθηκα στον Έσσε και τον Τόμας Μαν… Ένιωσα κι εγώ την έλξη γι’ αυτή την περίοδο, κάπου στο τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, όταν για πρώτη φορά η νεολαία της Αμερικής αποκτούσε πολιτική συνείδηση». 
Απ’ όσα αναφέραμε αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι ο ίδιος ο Χατζιδάκις θεωρεί τη γνωριμία του με τη μουσική του Μάλερ κομβικής σημασίας. Τον θεωρούσε μεγάλο δάσκαλό του στο τραγούδι, τροφοδότη της ακριβής νεανικής του ευαισθησίας και τον άνθρωπο μέσω του οποίου ανακάλυψε μια ευρύτατη κουλτούρα: τους Γερμανούς συγγραφείς Τόμας Μαν (1875-1955), Χέρμαν Έσσε (1877-1962) και Φραντς Κάφκα (1883-1924). Ο Τόμας Μαν και ο Έσσε ήταν και σύγχρονοι του Χατζιδάκι, παρά το γεγονός ότι είχαν γεννηθεί τον 19ο αιώνα (πέθαναν σε μεγάλες ηλικίες). 
Τι σημαίνει όμως εκείνος ο λόγος του Χατζιδάκι που προτάξαμε: «τον αγαπημένο τότε, φίλο μας Γουσταύο Μάλερ που τον είχαμε κιόλας ανακαλύψει, είχαμε διαβάσει τις συμφωνίες του όλες και τις σφυρίζαμε τα βράδυα συνθηματικά ανάμεσα σε φίλους, σαν μελωδίες αγαπημένες και προσωπικές»; 
Ο Χατζιδάκις χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό. Είναι μεγαλοπρεπείας; Όχι. Μιλάει ρεαλιστικά. Λέει το 1979 ότι, όταν πριν από τριάντα πέντε χρόνια ένας δάσκαλος τους μάθαινε τα συμβατικά για τον συνθέτη Μάλερ, εκείνοι τον είχαν ήδη ανακαλύψει! 
1945. Η Κατοχή είναι παρελθόν κι ο Εμφύλιος σε εξέλιξη. Στη μεταπολεμική Αθήνα κάποιοι νέοι ακούν κλασικούς και σύγχρονους συνθέτες σ’ ένα δωμάτιο! 


Διηγείται ο Μένης Κουμανταρέας: 
«Ένα τετράγωνο πιο πάνω από το θεατράκι του Κουν, στο Μετοχικό Ταμείο, η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε εγκαταστήσει ένα καμαράκι μουσικής. Υπεύθυνη σ’ αυτό ήταν η Καίτη Κασιμάτη, μια νέα δραστήρια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη –μετέπειτα κυρία Μυριβήλη, νύφη του συγγραφέα– που, με αυταρχικότητα για τους άτακτους ακροατές και γλυκύτητα για τους αφοσιωμένους, μας έβαζε στο πικάπ τους ολοκαίνουργους τότε δίσκους των 33 στροφών, με έργα Αμερικανών συνθετών… 
Στο καμαράκι αυτό συγκεντρωνόταν η ανήσυχη νεολαία της εποχής, παιδιά φανατικά για γράμματα και μουσική. Ανάμεσά τους ο Αργύρης Κουνάδης, φίλος και συνοδοιπόρος του Χατζιδάκι, ο Νίκος Καρούζος… ο Δημήτρης Χριστοδούλου. Και πολλοί άλλοι, που ούτε τους θυμάμαι πια. Αργότερα θα πρωταγωνιστούσαν στη ζωή του τόπου». 
Αντιλαμβανόμαστε επομένως ότι υπήρχε μια παρέα που άκουγε μουσική από δίσκους –δυσεύρετο είδος εκείνες τις εποχές– στο Music Room (Μουσικό Δωμάτιο) του Μορφωτικού Τμήματος της Αμερικανικής Πρεσβείας. 
Η επί σειρά ετών υπεύθυνη του τμήματος Καίτη Κασιμάτη-Μυριβήλη είχε πει σε συνέντευξή της στον Θάνο Φωσκαρίνη: 
«Εκτός από τους αγαπημένους συνθέτες, όπως ήταν ο Μάλερ και ο Προκόφιεφ, ο Μάνος μελετούσε με προσοχή σύγχρονους συνθέτες όπως τον Άαρον Κόπλαντ, τον Τσαρλς Άιβς, που θαύμαζε ιδιαίτερα, τον Σάμουελ Μπάρμπερ, τον Λούκας Φος και άλλους. Τις όπερες του Τζ. Κ. Μενότι, το Μέντιουμ και τον Πρόξενο, τις πρωτάκουσε στο Music Room και αργότερα γνωρίστηκε με τον Μενότι και συνεργάστηκαν για το ανέβασμά τους στη Λυρική Σκηνή. Θυμάμαι ότι μια μέρα ο Μάνος ζήτησε ν' ακούσει την 4η Συμφωνία του Μάλερ και την άκουσε όχι μία, αλλά τέσσερις φορές». 
Ο λόγος και πάλι στον Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος σε κείμενό του με τίτλο «Μια θητεία στο Παγκράτι», μας αποκαλύπτει –αυτόπτης μάρτυρας– τη σχέση του Χατζιδάκι με τον Μάλερ, όταν μάλιστα ο Χατζιδάκις είχε αγοράσει πια κι ένα πικάπ και οι ακροάσεις στο σπίτι του στο Παγκράτι έδιναν κι έπαιρναν: 
«Η άλλη μεγάλη αποκάλυψη εκείνης της μακρινής εποχής ήταν ο Μάλερ. Αυτός ο παράδοξος, στρυφνός και πυρετώδης, ο ατέρμων σε μήκος Αυστριακός με το εβραϊκό αίμα και τη ζωηρή γυναίκα που άλλαξε τρεις διάσημους άντρες, έμπαινε ξαφνικά στη ζωή μας. Σωστή παράκρουση βασίλευε όταν ο Μάνος έβαζε τις συμφωνίες του στο πικάπ. Την Πρώτη με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Πέμπτη με τον Μπρούνο Βάλτερ, την Έβδομη με τον Χέρμαν Σέρχεν. Νομίζω ήταν ο πρώτος στην Ελλάδα που συνέλαβε την αξία αυτού του συνθέτη και έσπευσε να τη μεταδώσει στους φίλους πρώτα κι έπειτα στους μουσικούς. Ήταν τότε ένας συνθέτης δύσκολος κι αμφισβητούμενος, ακόμα και για τους Ευρωπαίους. Οι μαέστροι που τον έπαιζαν ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Καθισμένος άκρη στην πολυθρόνα του, ο Χατζιδάκις ήταν έτοιμος να τονίσει και να υπογραμμίσει το παραμικρό πέρασμα της ορχήστρας. Από το τρομώδες πένθιμο εμβατήριο της Πρώτης, το θρηνώδες πρώτο μέρος της Πέμπτης με τα εμβατήρια και τα βαλς να διασχίζουν τις συμφωνικές μάζες, προμηνώντας το τέλος της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και της Μπελ Επόκ, στο νοσταλγικό αντατζιέτο της ίδιας συμφωνίας –πολύ προτού ο Βισκόντι το χρησιμοποιήσει για θέμα στο Θάνατο στη Βενετία– ως την εξαίσια νυχτερινή μουσική της Έβδομης με το μαντολίνο. Πάει καιρός που ο Μάλερ έπαψε να ’ναι πρωτοπορία. Σήμερα κάθε ορχήστρα, ευρωπαϊκή ή αμερικάνικη, θεωρεί χρέος της να τον περιλάβει στα προγράμματά της. Και η δισκογραφία του έγινε απέραντη. Ως κι ο ίδιος ο Χατζιδάκις άρχισε να γκρινιάζει. “Ουφ”, έλεγε τα τελευταία χρόνια, “φλύαρος, βαρετός και επιτηδευμένος”. Όχι επειδή το πίστευε πραγματικά, μα από καθαρή αντίδραση στην υπερκατανάλωσή του. Καθετί που γινόταν μόδα, τον απωθούσε. Μήπως το ίδιο δεν είχε γίνει με τα ρεμπέτικα; Από τότε που μπήκαν στα σαλόνια, ο Χατζιδάκις τα είχε εξορίσει από τη ζωή και τη μουσική του. 
»Ενώ, στην εποχή για την οποία μιλώ, στη δεκαετία του ’50, μαζί με τον Προκόφιεφ ή τον Μάλερ, είχε γίνει ο απόστολος και προπαγανδιστής του λαϊκού τραγουδιού, βγάζοντας από την αφάνειά τους τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Παπαϊωάννου. 
»…Ήμασταν, πρέπει να πω, τότε ακόμη ανυποψίαστοι για το τι μπορεί να σήμαιναν οι βραδινές παραστάσεις στην οδό Μάνου 3. Αχνά και θολά αντιλαμβανόμασταν ότι μέσα από τον Τσιτσάνη ή τον Μάλερ, τον Λόρκα ή τον Γκάτσο, θα αναδυόταν το πρόσωπο μιας νέας Ελλάδας χωρίς εθνικοφροσύνες μα και χωρίς κομμουνιστολαγνεία». 


Άλλη μια μαρτυρία του Μένη Κουμανταρέα, σ’ ένα αφιέρωμα της κρατικής τηλεόρασης στον Χατζιδάκι που μόλις είχε φύγει, συνοψίζει τα παραπάνω: 
«Ο Μάνος σου ’βαζε στο πικάπ Μάλερ, ένα όνομα εντελώς άγνωστο εκείνη την εποχή, και σε κοίταζε στα μάτια για να δει αν συγκινείσαι –όπως εκείνος– απ’ αυτό που ακούς. Αλλιώς σε απέρριπτε». 
Στο βιβλίο του Πλανόδιος σαλπιγκτής ο Κουμανταρέας και πάλι μας φωτίζει την περίοδο: 
«Εκείνη την εποχή, γύρω στο ’50, άρχισα να πηγαίνω σπίτι του, σ’ ένα μικρό ισόγειο δυάρι στην οδό Μάνου στο Παγκράτι… Ερχόντουσαν μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι, φίλοι της τέχνης γενικά. Ακούγαμε τον Χατζιδάκι να παίζει τη “Μικρή Λευκή Αχιβάδα” στο πιάνο, κι από το πικάπ τις συμφωνίες του Μάλερ, που ήταν άκουσμα πρωτόφαντο για κείνη την εποχή. Τα ποιήματα του Λόρκα ήταν στην ημερήσια διάταξη, κι ο στίχος του Ελύτη “είμαστε από καλή γενιά” έμοιαζε να σφραγίζει με απέραντη αισιοδοξία την ομήγυρη… Χωρίς να το νιώσω γινόμουν μέλος μιας παρέας ανθρώπων με όνειρα πολύ διαφορετικά από όσα είχα διδαχθεί σπίτι μου και στο σχολείο. Αντί “γίνε δικηγόρος”, “εργάσου”, όλα εδώ έμοιαζαν αντίθετα να προστάζουν “γίνε αυτό που εσύ θέλεις”…»
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και ο μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης, στο κείμενό του Ο Μάνος κι εγώ (μια φιλία του 1955): 
«Μια από τις μεγαλύτερες ευχαριστήσεις μου, όταν πήγαινα στο σπίτι του Μάνου, ήταν να τον ακούω να παίζει ο ίδιος τα έργα του στο μικρό όρθιο πιάνο του (Αχιβάδα, Καταραμένο φίδι, Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές). Επίσης ρούφαγα αχόρταγα τα συνήθως άγνωστα σε μένα έργα που μας έβαζε ν’ ακούμε απ’ τους δίσκους του, που καμιά φορά αγόραζε ειδικά για τις συναντήσεις μας. Έτσι από τους δίσκους της συλλογής του πρωτογνωρίστηκα (μεταξύ πολλών άλλων έργων) με τις Συμφωνίες αρ. 2 και 8 του Μάλερ. Αλλά και ο Μάνος άκουγε με την ίδια προσήλωση τα έργα που του αποκάλυπτα εγώ, από τη δική μου δισκοθήκη, όπως την… Έβδομη του Μάλερ». 
Ανταλλαγή μουσικών εμπειριών! 
Ας σημειωθεί εδώ και η μαρτυρία του μεγάλου Μωρίς Μπεζάρ, ο οποίος σ’ ένα καρδιακό κείμενό του προς τον Μάνο Χατζιδάκι, μετά τον θάνατό του, έγραψε: «Εσύ ήσουν εκείνος που με έπεισε να μεταφέρω χορευτικά το Adagietto του Μάλερ. Αυτόν τον συνθέτη και πολλούς άλλους, μου τους φανέρωσες εσύ». Που σημαίνει ότι εκείνη η μεταπολεμική μαθητεία του Χατζιδάκι στον Μάλερ επηρέασε εν καιρώ και τη δημιουργία του Μωρίς Μπεζάρ! 


Το 1988 κυκλοφορεί ο δίσκος του Χατζιδάκι Οι μύθοι μιας γυναίκας σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Συνεργασία Χατζιδάκι – Μούσχουρη μετά από 25 σχεδόν χρόνια! Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου έχει τον τίτλο: «Κραυγές για ενός αγγέλου μνήμη (Ένα ταγκό για την Άλμα Μάλερ)». 
Η Άλμα Μάλερ (1879-1964), λέει ο Χατζιδάκις, ήταν «μια σημαντική γυναίκα. Ερωμένη και σύζυγος προσωπικοτήτων… Ανάμεσά τους ο Μάλερ και ο Καντίνσκι. Η κόρη της Μανόν πέθανε σε ηλικία 18 ετών και ενέπνευσε τον Άλμπαν Μπεργκ να γράψει γι’ αυτήν το περίφημο κοντσέρτο του για βιολί “στη μνήμη ενός αγγέλου”». 
Η Άλμα Μάλερ υπήρξε πολύπλευρη καλλιτέχνις: ζωγράφος, ηθοποιός, συνθέτρια, παντρεύτηκε τρεις επιφανείς άνδρες, τον συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ, τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους και τον συγγραφέα Φραντς Βέρφελ. Το 1935 πέθανε η κόρη της Μανόν Γκρόπιους από πολιομυελίτιδα. Για αυτή τη νεαρή ταλαντούχα κοπέλα ο Άλμπαν Μπεργκ, που υπήρξε αγαπημένος οικογενειακός φίλος τους, συνέθεσε το κοντσέρτο για βιολί Στη μνήμη ενός αγγέλου. 
Ο Γκάτσος έδωσε στο τραγούδι τον τίτλο «Κραυγές για ενός αγγέλου μνήμη». Γράφει ο Χατζιδάκις: «Είπα στο φίλο μου το Νίκο Γκάτσο λεπτομέρειες γύρω απ’ την περίπτωση αυτής της γυναίκας που την αγάπησαν και συνέζησε με μερικούς από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στις αρχές του αιώνα μας. Κι έγραψε αυτό το μικρό, κατά τη γνώμη μου, αριστούργημα». 


Και εξηγεί πώς προέκυψε αυτό το τραγούδι: 
«Η ιδέα για το τραγούδι αυτό ξεκίνησε από μία φράση του Χέρμαν Σέρχεν όταν μια φορά έκανε δοκιμή στο 2ο μέρος της 7ης. Αποτεινόμενος στους μουσικούς είπε: “Κύριοι, και τώρα ας παίξουμε ένα θαυμάσιο ταγκό του Μάλερ”. Και πράγματι μοιάζει, μπορεί να είναι και ταγκό. Στο τραγούδι χρησιμοποιώ μέρη από το δεύτερο μέρος της 7ης συμφωνίας και από τα “Τραγούδια για νεκρά παιδιά” του Μάλερ, καθώς και από το κοντσέρτο για βιολί του Μπεργκ». 
Αυτά έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις στις 15 Νοεμβρίου του 1988. Ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Οκτωβρίου 1989, την παραμονή των γενεθλίων του, ο Χατζιδάκις κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στον Μάλερ μέσα από μια ραδιοφωνική εκπομπή («Το Πέμπτο Πρόγραμμα» στον SKY 100,4). 
Αρχικά βάζει ένα απόσπασμα από το πρώτο μέρος της Πέμπτης, σχολιάζοντας στο τέλος: «Ενδιαφερθείτε ν’ ακούσετε τη συνέχεια. Οφείλετε να γνωρίζετε αυτή τη συμφωνία· εκπροσωπεί τους κραδασμούς του δεκάτου ενάτου αιώνα στις αρχές του δικού μας αιώνα, με επίκεντρο τη Βιέννη». 


Στη συνέχεια ο Χατζιδάκις αποδύεται σ’ έναν εμβριθέστατο σχολιασμό της προσωπικότητας και του έργου του Μάλερ, διατυπώνοντας παρατηρήσεις καίριες και καινοφανείς ακόμα και για τις μέρες μας:
«Ο υστερικός αυτός άνθρωπος υπήρξε μεγαλοφυής. Άγγιζε με άνεση αλλά και με μαγεία το μεγαλειώδες και το κοινότυπο. Κανείς άλλος έξω απ’ αυτόν δεν έπαιξε με το χυδαίο τόσο μαγικά. Η αίσθηση του δρόμου τον διαπερνούσε. Αφήστε κατά μέρος τους μουσικολόγους. Αυτοί γνωρίζουν όλα γύρω από τη μουσική και αγνοούν την ίδια τη μουσική. Γιατί δεν τους ανήκει. Μα ας έρθουμε στον Γουσταύο. Μια μέρα, σε δύσκολες στιγμές του, κοινοί φίλοι τον έσπρωξαν να επισκεφθεί τον Φρόυντ, που τον δέχτηκε στην Ολλανδία, εκεί που παραθέριζε. Ο Φρόυντ δεν ενδιαφερόταν για τη μουσική, αλλά τον γνώριζε. Τρεις ώρες βάσταξε η συνάντηση-περίπατος που κάνανε. Τον θαύμασε, καθώς είπε ο ίδιος ο Φρόυντ, για την ψυχολογική κατανόηση που έδειξε “αυτός ο μεγαλοφυής άνδρας” – έτσι τον ονόμασε. Και στη Μαρία Βοναπάρτη αποκάλυψε μια διαπίστωση του ίδιου του Μάλερ κατά τη διάρκεια της συναντήσεώς των: Στο διάστημα της συζήτησης ο Μάλερ ξαφνικά είπε ότι τώρα καταλάβαινε γιατί η μουσική του δεν έφτανε ποτέ τις πιο υψηλές σφαίρες, γιατί τα πιο ευγενικά περάσματα, εκείνα που εμπνέονται από τις βαθύτερες συγκινήσεις, χαλούσαν με την παρεμβολή κάποιας χυδαίας μελωδίας. Ο πατέρας του, που φαίνεται ότι ήταν βίαιος, μεταχειριζόταν πολύ άσχημα τη γυναίκα του, και όταν ο Μάλερ ήταν παιδί είχε παρακολουθήσει μια πολύ οδυνηρή σκηνή ανάμεσά τους. Τα πράγματα έγιναν ανυπόφορα και το αγοράκι έφυγε τρέχοντας από το σπίτι. Εκείνη, όμως, τη στιγμή, μια λατέρνα έπαιζε στο δρόμο το λαϊκό βιεννέζικο τραγούδι “Ω, εσύ, αγαπημένη Αυγουστίνα”. Σύμφωνα με την άποψη του Μάλερ, η συνύπαρξη στο έργο του της ευγενικής τραγωδίας και του ανάλαφρου χιούμορ ήταν από τότε μέσα του ριζωμένη και η μια διάθεση οδηγούσε πάντα την άλλη»1.
Και συνεχίζει ακάθεκτος ο Χατζιδάκις: 
«Αυτό το είχα διαπιστώσει από εικοσιενός χρονώ όταν πρωτάκουσα την πρώτη, την πέμπτη και την έβδομη του Μάλερ. Μα όπου κι αν το είπα βρήκα την αντίδραση του μουσικού λογιοτατισμού. Πώς είναι δυνατόν ένας θεός να ελκύεται από τη χυδαιότητα; Τότες η μουσική ήταν για τους εκλεκτούς παρθενογέννητη. Εγώ μόνο υποπτευόμουν τη σημασία της αμαρτίας. 
»Ακούστε ένα τμήμα από το τρίτο μέρος της πρώτης. Κάτι ουσιώδες και σημαντικό γι’ αυτό που θ’ ακούσετε. Διευθύνει ο Μητρόπουλος σε ζωντανή συναυλία. Αυτός γνώριζε τη σημασία των ανεξερεύνητων σε τόλμη λεπτομερειών». 


Ακούγεται το απόσπασμα και ο Χατζιδάκις επανέρχεται δριμύτερος: 
«Επίσης οφείλετε να τη γνωρίσετε ολόκληρη [ενν. τη συμφωνία]. Ο Μάλερ υπήρξε νευρωτικός, μεγαλοφυής και άρρωστος. Ακουμπούσε το μεγάλο όσο ακουμπούσε με το βλέμμα του τον ουρανό. Παράλληλα ζούσε την πτώση της αυστριακής αυτοκρατορίας σαν Εβραίος και σαν αστός. Διέκρινε την άνοδο των μαζών και συγχρόνως έκλαιγε την ταλαντευόμενη φλόγα των κεριών που πάν’ να σβήσουν οριστικά. Η σάρκα του υπήρξε παντοδύναμη. Με ελάχιστη πράξη. Αν ζούσε σήμερα θα ήθελε να είναι στους περιθωριακούς της Νέας Υόρκης. Μα θα κατοικούσε στη Μαγιόρκα ή στο Μοντεκάρλο. Εδώ θα σταματήσω και θα κάνω ένα αφιέρωμα στο Μάλερ· τη συγγενική ψυχή, ίσως τον πατέρα μου, που μου έδωσε το κλειδί για ένα ταξίδι στον καιρό του. Ο Ηλίας Λιούγκος θα τραγουδήσει από τις αυτοβιογραφικές Μπαλάντες της οδού Αθηνάς (το τραγούδι “Ένα αερόστατο με αίμα”)». 
Ο Μάλερ και ο Χατζιδάκις είχαν σίγουρα κοινά χαρακτηριστικά, κοινή θέαση της ζωής, γι’ αυτό άλλωστε ο δεύτερος θεωρούσε τον πρώτο συγγενική ψυχή, πατέρα του. Και οι δυο διακατέχονταν από ειρωνεία και σκεπτικισμό, από την έμμονη ιδέα του θανάτου. Ο Χατζιδάκις, μάλιστα, πολλά χρόνια πριν μιλούσε για τον θάνατό του και άφηνε υποθήκες προκειμένου να ελέγξει –όσο ήταν δυνατό– την ιερή αυτή στιγμή, για να μη γίνει εύκολη λεία των κάθε λογής κάπηλων και καιροσκόπων. Και οι δύο κατατρύχονταν από την αγιάτρευτη αναζήτηση κάποιου νοήματος στη ζωή. Ο Χατζιδάκις έγινε αρχιμουσικός χάρη στα ίδια προσόντα που διέθετε και ο Μάλερ στον υπερθετικό βέβαια βαθμό: ακατάβλητη ενεργητικότητα, διανοητική δύναμη, ακαμψία θέλησης. Έτσι ο Χατζιδάκις ως μαέστρος ευτύχησε να διευθύνει Μάλερ: Τα τραγούδια για νεκρά παιδιά (Kindertotenlieder), στις 23 Οκτωβρίου 1991 –κατά την ημέρα των γενεθλίων του– στο «Παλλάς» με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και σολίστ τον βαρύτονο Αντώνη Κοντογεωργίου. Όπως γράφει ο ίδιος στο πρόγραμμα: «Σήμερα είναι η μέρα των γενεθλίων μου. Γι’ αυτό διάλεξα να παίξω με την Ορχήστρα των Χρωμάτων 4 υπέροχους κύκλους τραγουδιών. Γιατί μου ταιριάζουν και με εκφράζουν, χωρίς αυτό βέβαια να υποδηλώνει πως έχω γράψει έστω κατ’ ιδέαν κάτι ανάλογο»2


O Χατζιδάκις θεωρούσε τον Μάλερ δάσκαλό του στο τραγούδι. Ο Μάλερ δεν έγραψε όπερα αλλά κύκλους τραγουδιών και κατέστη έτσι αδιαφιλονίκητος μετρ του είδους. Ο Χατζιδάκις, που τον απασχολούσε κατεξοχήν το τραγούδι στην υψηλή του εκδοχή, επηρεάστηκε βαθιά από την αντίληψη του Μάλερ για το τραγούδι. Την ενστερνίστηκε και προχώρησε με σοβαρότητα στην εφαρμογή της. Γι’ αυτό και πέτυχε ένα ακριβό αποτέλεσμα στον χώρο του τραγουδιού αποκαθαίροντας την έννοια του «λαϊκού», παραπέμποντας ταυτόχρονα και στο γερμανικό Lied. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε, όπως και ο Μάλερ, με ιδιοφυή τρόπο τις λαϊκές παραδοσιακές μελωδίες, και δεν δίστασε διόλου να ενδιατρίψει και στο είδος του εμβατηρίου, γράφοντας π.χ. το εξαιρετικό εμβατήριο της Μελισσάνθης. Είναι άραγε τυχαίο ότι και ο δάσκαλός του στο τραγούδι, ο Μάλερ, χρησιμοποίησε κατά κόρον το εμβατήριο σε μια ακούσια προσπάθεια συγκερασμού του υψηλού με το «χυδαίο», που είχε εξαιρετικού ενδιαφέροντος μουσικά αποτελέσματα; 
Πριν χρόνια, Ιούλιο μήνα, η φωνή του Μάνου ακουγόταν από τη συχνότητα του Γ΄ Προγράμματος να λέει: 
«Ονειρευόμαστε μια εποχή που η Μουσική θα είναι μια μακρινή ανάμνηση αλλοτινών μεσαιωνικών και σκοτεινών καιρών, που ο Μάλερ θα ξαναχωθεί στον τάφο του οριστικώς, μαζί του παίρνοντας κοπέλες με αλογοουρές και ναυτικούς γιακάδες, που μέχρι σήμερα κοσμούν ταφόπετρες παλαιών κοιμητηρίων. Γιατί τι να τον κάνουμε ετούτο τον νευρωτικό χείμαρρο μουσικής, που υποχρεωτικά τον παίζουν εκατό εξαθλιωμένοι κι άσχετοι, όταν απελευθερωμένοι κι ενταγμένοι σ’ ένα αστρικό σύστημα θάχουμε ένα τραγούδι για οδηγό και για επαφή μας με τους άλλους φίλους μας πλανήτες;» 
---------------------------------------- 
1. Προφανώς ο Μάνος Χατζιδάκις χρησιμοποίησε εδώ το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Φρανσουάζ Ζιρού, Άλμα Μάλερ. Η τέχνη να σ’ ερωτεύονται, μτφρ. Ανδρέας Ρικάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989, σ. 164-165. 
2. Στη συναυλία αυτή παρουσιάστηκαν κύκλοι τραγουδιών των Μάρτιν, Βάγκνερ, Μάλερ και Μπρίττεν.

Δείτε την σχετική διάλεξή μας στο blod εδώ
Ακούστε στη συνέχεια το μουσικό μέρος. 

Ο Γιάννης Καποδίστριας επεξεργάστηκε αυτήν την φωτογραφία της Μαργαρίτας Λυμπεράκη
 γύρω στο 1950, όταν ο Χατζιδάκις ήταν 25 χρονών.
Η συγγραφέας Μαργαρίτα Λυμπεράκη είναι εκείνη που έγραψε το σενάριο
για την πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου, Μαγική πόλις, το 1954,
σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, μια ταινία-σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου