Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Ο πόνος, ο χρόνος και η μνήμη - Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος της Ελένης Θωμά, «Α, ρε μαμά»

Ηπειρώτισσα μάνα

Δημήτρης Παπανικολάου, 
μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου
Σαν ταινία σε παλιό σινεμά, προβάλλεται απρόμαυρη όλο νερά, σαν δάκρυα που κυλάνε, η δραματοποιημένη ιστορία που εκτυλίσσεται σ΄ ένα μικρό χωριό της Ηπείρου, την πιο σκληρή περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Του Εμφυλίου σπαραγμού, των πέτρινων χρόνων, της μετανάστευσης και της μετέπειτα εποχής.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην πληγή του κοινωνικού και προσωπικού χρόνου, για ό,τι συνετελέσθη σε μια ρωγμή της μικρής πατρίδας, που  σαν χαράδρα άνοιξε στον τόπο η Ιστορία. Η αφηγήτρια, γράφει και καταγράφει εν είδει αστυνομικού «δελτίου συμβάντων», το χρονικό ενός «φονικού», το οποίο διεπράχθη στη σιωπή μιας βαριά τραυματισμένης κοινωνίας, από τη βία της εποχής και το πνεύμα της ενοχής. Εκεί όπου οι προκαταλήψεις και οι κώδικες τιμής, εμποτισμένοι από τον φόβο, είχαν τότε τον πρώτο λόγο. Εκεί, θύτες και θύματα, αίτιοι και υπαίτιοι, παρανομούντες και τιμωροί, μπερδεύονταν σ’ ένα σύννεφο πυκνό, που κάλυπτε όλους τους άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους. Μα σαν ξέσπασε η μπόρα, με τη βροχή των αποκαλύψεων, όλα στροβιλίζονταν στου ποταμού τις δίνες και τέλος παρασύρθηκαν απ’ τη μεγάλη κατεβασιά.
Τα πήρι όλα του πουτάμ’ πιδάκιμ’, λέγανε στην ντοπιολαλιά, όλοι όσοι θέλαν να ξορκίσουν το κακό και να ξεχάσουν. Ο Άραχθος, ο «Μέγας» ποταμός, ως καθαρμός, όλα τα παρασέρνει στου χρόνου τη ροή και λειτουργεί, τότε και τώρα, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πλωτό νησί των Λωτοφάγων.
Η συγγραφέας, σαν ψηφιδογράφος, ανασκάπτοντας το πίσω μέρος του χρόνου, ανακαλύπτει τις ψηφίδες και με κόπο καλύπτει τα κενά στο διάτρητο μωσαϊκό, δείχνοντας μ’ εκφραστικό τρόπο κι αποκαλυπτική γραφή, τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Τον συναισθηματικό κόσμο, την υπαρξιακή οδύνη, τα προσωπικά αδιέξοδα, τις τεκτονικές αλλαγές και τις επιπτώσεις σε εκείνους που, εκόντες άκοντες, μετείχαν ως παίγνια «στου κύκλου τα γυρίσματα».1  
Με οδηγό μια γλώσσα σκληρή, σαν τις πέτρες της Ηπείρου και με μεταβλητές από την καθομιλουμένη στην ντοπιολαλιά, ξετυλίγει το κουβάρι μιας ανείπωτης τραγωδίας, που εξακτινώνεται πέραν του «μικρού χωριού», σε κάθε κλειστή κοινωνία, ως συνθήκη και νομοτέλεια, παραπέμποντας με κοινωνιολογικούς και ψυχολογικούς όρους στο αναπόφευκτο και αναπόδραστο της Ιστορίας. Το προσωπικό αδιέξοδο των πρωταγωνιστών, - πέραν των πολιτισμικών επιλογών, της  ηθικής και των συναισθημάτων που τους κατακλύζουν, - παρουσιάζεται σαν μια κινηματογραφική ταινία «νέου  ρεαλισμού», όπου εκτυλλίσσονται με ρυθμό και ένταση, τα πεπραγμένα μιας ζωής κατατρεγμένης.

Ηπειρωτοπούλα
Η αφήγηση των διαδραματισθέντων, αρχικά κινούμενη στο σκοτάδι, φιλτράρεται στην πορεία και φανερώνεται με καθαρότητα, δίχως φωτοσκιάσεις και παραμορφωτικούς φακούς, ώστε να αποδοθούν με σαφήνεια τα συντελεσθέντα. Η έκφραση των συναισθηματικών κραδασμών, των εσωτερικευμένων θέσεων και αντιθέσεων,  των ιδεών και των απόψεων, - ως απόπειρα ανάλυσης, απελευθέρωσης και λύτρωσης του υποκειμένου, - επιτυγχάνεται μέσω της μετουσίωσης των τεκταινομένων σε γραφή συνεκτική, πάλλουσα και αποκαλυπτική. Η δομή και η πλοκή του περιεχομένου, η αφηγηματική ροή και οι εννοιολογικές αναγωγές, μέσω της μνημοτεχνικής, κατατάσσουν το πόνημα στο είδος εκείνο, όπου παράδοση και νεωτερικότητα, αποδίδουν τον τρόπο και το ύφος μιας ενιαία σύνθετης γραφής, η οποία ακτινογραφεί την ατομική και καταγράφει τη συλλογική μνήμη.
Στο εν λόγω έργο, η συνείδηση δεν αφήνει περιθώρια αναβολής, παρότι σπαράσσει το υποκείμενο. Γρηγορεί, εύχεται, ανυπομονεί και προσέρχεται στην τράπεζα του πόνου και της μνήμης, για να συνομιλήσει και ν’ αντικρύσει την αλήθεια. Το μυθιστόρημα, είναι μια σπουδή πάνω στη μνήμη και την αναγκαιότητά της, καθώς ως αλάθητος οδηγός, σε πάει εκεί όπου ο πόνος επιδρά λυτρωτικά και απελευθερωτικά, αρκεί να κοιτάξει κανείς με τα μάτια της ψυχής, ό,τι τον συνέχει και τον περιέχει. Τα λάθη και τα πάθη μιας ζωής, όπου η αναγνώριση και η αποδοχή τους, επιφέρει την καταλλαγή και τη συμφιλίωση.
Έτσι ο χρόνος παύει να τυραννά ενοχικά τον εαυτό, καθώς η μνήμη ενεργεί ιαματικά και πειστικά, θέτοντας τόν δάκτυλον «εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων».2 Το αποτέλεσμα της επενέργειας αυτής, είναι η ενσυνείδητη  καταφυγή στη δημιουργική πράξη, όπου «εν Φαντασία και Λόγω»3 καταλύονται τα δεσμά του χρόνου και του πόνου.

Σημειώσεις:
1. Βιτζέτζος Κορνάρος. «Ερωτόκριτος». Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1978 
2. «Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον» ( κ΄, 20-25) 
3. Κ.Π.Καβάφης. «Μελαγχολία στου Ιάσονος Κλεάρχου. Ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.χ». Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1982 


Βιογραφικό σημείωμα 
Η Ελένη Θωμά γεννήθηκε το 1959 στο Κωστήτσι Ιωαννίνων, μεγάλωσε και ζει στην Πάτρα. Εργάστηκε ως δασκάλα μουσικής, μουσικοκινητικής και θεατρικού παιγνιδιού, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και στα κέντρα Εργαζόμενης νεότητας (Κ.Ε.Ν.Ε.) του Οργανισμού Εργατικής Εστίας. Ήταν ενεργό μέλος στο Καλλιτεχνικό Εργαστήρι του Δήμου Πατρέων, στο μουσικό και θεατρικό τμήμα. Κέρδισε το βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Κορίνθου το 1981 και το 1982. Σκηνοθέτησε παιδικά θεατρικά και έγραψε την παιδική επιθεώρηση «Τα παιχνίδια της αυλής». Διευθύνει το γυναικείο φωνητικό σύνολο «Έκφραση» και τραγουδά στο «Ηπειρώτικο Πολυφωνικό Πάτρας». Το πόνημα «Α, ρε μαμά», εκδόσεις «άπαρσις», Αθήνα 2019, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. email: thomaeleni@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου