Της Χαράς Παπαδάτου - Γιαννοπούλου
Αρχιτέκτονος - Πολεοδόμου
Ἡ ἀρχιτεκτονική δέν εἶναι μιά τυχαία ἐπιστήμη. Ὡς τμῆμα τοῦ τρισδιάστατου χώρου ἡ ἀρχιτεκτονική ὀφείλει νά ἐνταχθεῖ σέ αὐτόν. Καί προπαντός νά ἀποτυπώσει τήν νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων, πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνεται. Τό θέμα εἶναι κατασκευστικό, λειτουργικό, αἰσθητικό, ἱστορικό καί κοινωνιολογικό. Οἱ ἀρχιτεκτονικοί λοιπόν διαγωνισμοί δέν εἶναι ἁπλῶς μιά διαδικασία γιά νά ἀναθέσουμε ὅπως ὅπως ἕνα ἔργο. Ὀφείλουν νά γίνονται σωστά καί νά προδιαγράφονται ἀπό ἀνθρώπους πού γνωρίζουν τό ἀντικείμενο. Ἀλλιῶς ἀρχίζουν οἱ περιπέτειες. Καί πῶς νά τό κάνουμε. Εἶναι δουλειά ἀρχιτεκτόνων καί ὄχι ὁποιωνδήποτε τεχνικῶν. Ἀλλιῶς ἡ τύχη τους εἶναι προδιαγεγραμμένη. Πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅτι στήν Ἀθήνα μετεπαναστατικά, γινότανε ἀρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί γιά ὅλα τά δημόσια ἔργα. Εἶναι ἴσως χρήσιμη, μιά ἀναδρομή στό παρελθόν τῆς Πάτρας, πρός γνῶσιν καί ἐξαγωγή συμπερασμάτων.
Νέος Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου
Ἡ ἀνέγερση Νέου Ναοῦ τοῦ Ἀγίου Ἀνδρέου ἦταν ἐπιτακτικό αἴτημα τῆς πόλεως. Ἡ ψήφιση τοῦ Νόμου γιά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ ἔγινε ὕστερα ἀπό προπάθειες τοῦ Δημ. Βότση, (Νεολόγος 1.11.1917), ὅταν ἦταν βουλευτής. Ὡς Δήμαρχος κίνησε τήν διαδιακασία γιά τό μεγάλο καί πολυδάπανο ἔργο. Φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ὅτι σκοπός ἦταν ὁ ναός νά ἔχει μνημειακό χαρακτῆρα. Ἡ χωρητικότητα τοῦ ναοῦ προεβλέπετο γιά 6.000 ἄτομα. Ἔτσι ἄρχισε ἡ μεγάλη περιπέτεια.
Τό 1902 τό Δημοτικό Συμβούλιο ἀπεφάσισε τήν ἀνέγερση νέου Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί προκήρυξε διεθνῆ ἀρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Στήν πρόσκληση ὑπεβλήθησαν 32 μελέτες. Τήν 1.2.1903 (Νεολόγος) ἀνακοινώνεται ὅτι ἡ ἐπιτροπή ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ συνεδρίασε γιά τήν ἀποσφράγιση τῶν ὑποβληθεισῶν μελετῶν. Στίς 27.2.1903 (Νεολόγος) ἡ ἐπιτροπή πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς κ. Κόγκο, κ. Ἀ. Μεταξᾶ ἀρχιτέκτονα καί Σπ. Ἀγαπητό μηχανικό, κατέληξαν σέ ὀκτώ ἀπό τίς τριαντα δύο (32) μελέτες. Οἱ μελέτες αὐτές, ἐκτός ἀπό μία, διαβιβάσθηκαν στήν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Βερολίνου γιά τήν τελική κρίση.
Θεωρῶ ὅτι παρά τίς ἐξαιρετικές προθέσεις τῆς πόλεως καί τοῦ Δήμου γιά τήν ἀνέγερση ἑνός τέτοιου μνημείου ἔκαναν λάθος: α) ὡς πρός τό ὅτι ὁ διαγωνισμός ἔπρεπε νά εἶναι πανελλήνιος καί ὄχι διεθνής καί β) στό ὅτι οἱ κριτές ἔπρεπε νά εἶναι ἕλληνες καί ὄχι ξένοι, πρός τήν ἑλληνική ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἰδίως πού στήν διακήρυξη τοῦ διαγωνισμοῦ ἔγραφαν: «Ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ Ναοῦ ἐπαφίεται εἰς τήν κρίσιν καί τήν καλαισθησίαν τῶν διαγωνισθησομένων, ὁ θρησκευτικός ὅμως τῦπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, δέον νά εἶναι σαφής καί ἐν καλλιτεχνικῇ μορφῇ ἀποτετυπωμένος κατά τε τό ἐξωτερικόν καί ἐσωτερικόν αὐτοῦ διάκοσμον καί διάταξιν». Τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχαν ἀξιόλογοι ἕλληνες ἀρχιτέκτονες πού θά μποροῦσαν νά ἀναλάβουν ἕνα τέτοιο μεγάλο ἔργο. Τά λάθη αὐτά ἀπέβησαν μοιραία διότι ὁ Ναός, ὅπως ἀναπτύσσουμε παρακάτω ἄργησε πολύ νά γίνει καί δεύτερον δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἑλληνική παράδοση.
Οἱ κριτές στό Βερολῖνο κατέταξαν τίς μελέτες ὡς ἑξῆς:
Πρῶτο βραβεῖο στόν γάλλο E. Rompert, δεύτερο στόν Αὐστριακό A. Dick καί τρίτο στόν ἰταλό Paniconi. Ἀκολουθοῦσαν G. Vinay ἀπό τό Παρίσι, ὁ Π. Τσίλλερ, ἀδελφός τοῦ Ἐρνέστου Τσίλλερ ἀπό τήν Δρέσδη, ὁ Νικ. Δημάδης ἀπό τήν Ἀθήνα, ὁ Π. Καραθανασόπουλος ἀπό τήν Ἀθήνα ἐπίσης καί ὁ Henderson ἀπό τήν Ἀγγλία. Δέν ἔχουμε τά σχέδια τῶν δύο ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων πού ἔλαβαν μέρος στόν διαγωνισμό καί ἦταν καί οἱ δύο διακεκριμμένοι ἀρχιτέκτονες. Ἀπό τήν περιγραφή ὅμως τοῦ Γ. Καραβέλα, πρέπει νά ἀκολούθησαν τήν βυζαντινή παράδοση καθώς ἐπίσης καί τό σχέδιο τοῦ Π. Τσίλλερ πού ἔμοιαζε μέ τόν Ναό τῆς Φανερωμένης τοῦ Αἰγίου, ἔργο ὡς γνωστόν τοῦ ἀδελφοῦ του Ἐρνέστου Τσίλλερ. Οἱ κριτές ὅμως στό Βερολίνο δέν γνώριζαν τίποτε περί βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Ἔκριναν μέ βάση τίς δικές τους ἀντιλήψεις περί μνημείων καί Ναῶν. Ἡ πρόταση τοῦ E. Rompert, δέν ἀνταποκρινόταν στήν παραδοσιακή βυζαντινή ναοδομία, ἀλλά δέν θά μποροῦσε κανείς νά περιμένει κάτι τέτοιο ἀπό ξένους ἀρχιτέκτονες.
Εἰκ.: 1. Ἡ σύνθεση τοῦ E. Rompert, τό πρῶτο βραβεῖο στόν πρῶτο διαγωνισμό. |
Ὁ Ναός θεμελιώθηκε τήν 1.6.1908 παρουσία τοῦ βασιλέως Γεωργίου τοῦ Α΄. Οἱ ἐργασίες ἄρχισαν μέ πολλά προβλήματα καί ἡ κατασκευή τῶν θεμελίων ὁλοκληρώθηκε τό 1910. Τότε ἀνατέθηκε ἡ έπίβλεψη τοῦ ἔργου στόν Ἀν. Μεταξᾶ, ὁ ὁποῖος, θεώρησε ὅτι ἡ κατασκευή, σέ ἑλῶδες ἔδαφος καί μάλιστα σέ σεισμογενῆ περιοχή μέ τά παραδοσιακά ὑλικά πού γινόταν, δέν ἦταν ἀσφαλής καί πρότεινε τήν χρῆσιν τοῦ ὡπλισμένου σκυροδέματος. Οἱ διαδικασίες τῆς ἐπανεγκρίσεως τῆς στατικῆς μελέτης τῶν θεμελίων ἀλλά καί τῆς γενικότερης διαχειρήσεως τοῦ τεράστιου αὐτοῦ ἔργου κράτησαν πολύ. Ἐπῆλθε ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος καί τό ἔργο σταμάτησε. Οἱ διαδικασίες γιά τήν ἐπανέναρξη τοῦ ἔργου ἄρχισαν τό 1926. Καί καλεῖται πάλι ὡς ἐπιβλέπων ὁ Ἀν. Μεταξᾶς.
Τό 1933 ἐγκρίθηκε ἡ νέα μελέτη θεμελιώσεως μέ χρήση ὡπλισμένου σκυροδέματος καί τό ἔργο ξανάρχισε τό 1934. Τό 1937 ὁ Ἀν. Μεταξᾶς πέθανε καί κλήθηκε γιά τήν συνέχιση τῆς ἐπιβλέψεως τοῦ ἔργου ὁ Ἀν. Ὀρλάνδος. Ὁ Ἀν. Ὀρλάνδος εἶπε ὅτι ἀναλαμβάνει ὑπό τόν ὅρον, νά τροποποιήσει τόν τροῦλλο πού δέν ἔχει οὐδεμία σχέση μέ τήν βυζαντινή παράδοση καί νά κάνει ἐπίσης μικρῆς κλίμακος τροποποιήσεις στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ. ¨Η ἄποψη αὐτή εἶχε σάν συνέπεια νά δημιουργηθεῖ μεγάλη ἀναστάτωση. Μέ τήν ἄποψή του τελικά συμφώνησαν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀρχιτέκτονες πού κλήθηκαν νά συνεχίσουν, τελικά καί τό Ὑπουργεῖο. Ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος σταματάει πάλι τίς ἐργασίες. Ἡ ἐπανεκκίνηση γίνεται μετά τό τέλος τοῦ πολέμου. Ὕστερα ἀπό πολλές διαδικασίες τό Ὑπουργεῖο ζητάει νά γίνει δεύτερος ἀρχιτεκτονικός διαγωνισμός, γιά τήν τροποποίηση, κυρίως, τοῦ τρούλλου, μιά καί τό κτίριο ἦταν μισοκατασκευασμένο. Στόν διαγωνισμό πού ἔγινε τό 1948, πρῶτο βραβεῖο παίρνει ὁ Γεώργιος Νομικός, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει τόν τροῦλλο καί τόν σχεδιάζει κατά τά βυζαντινά πρότυπα, ὅπως βλέπουμε στήν εἰκόνα (Εἰκ.: 2). Ἀπό τό ἀποτέλεσμα, οὔτε καί αὐτό τό σχέδιο ὑλοποιήθηκε. Ὁ Ναός δέν κατάφερε νά γίνει καθαρά βυζαντινός, ἀλλά κάποτε τελείωσε ὕστερα ἀπό πολλές περιπέτειες. Ὅπως ἀναπτύξαμε παραπάνω, τό σχέδιο ἄλλαξε καί ἔγινε αὐτό πού βλέπουμε σήμερα πού καμμία σχεδόν σχέση δέν ἔχει μέ τό σχέδιο τοῦ E. Rompert, ἀλλά οὔτε καί μέ τοῦ Νομικοῦ, (Εἰκ.: 3).
Βυζαντινό προστῶο, μεγάλο ἐννεάλοβο τύμπανο, παραλλαγή τῶν διλόβων καί τριλόβων βυζαντινῶν θυρωμάτων πού θυμίζει καί λίγο Palladio, κεντρικός τροῦλλος ἡμιαναγεννησιακῆς – ἡμιβυζαντινῆς μορφῆς, ὀκτώ κάθετα πυργοειδῆ κωδωνοστάσια μέ ἐπικάλυψη βυζαντινοῦ στύλ. Ἕνα ἄνισο αἰσθητικά καί μορφολογικά κτίριο. Ἀλλά στήν ἐποχή ἐκείνη στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί ὅλον τόν 20ό αἰῶνα, μποροῡσαν νά γίνονται πολλοί πειραματισμοί, ἰδίως σέ ἕνα χῶρο δύσκολο, ὅπως ἡ ναοδομία. Διότι στά λοιπά κτίρια οἱ κανόνες τοῦ νεοκλασικισμοῦ καί τοῦ ἐκλεκτικισμοῦ ἦταν δεδομένοι καί γνωστοί. Ὁ ναός ὅμως ἦταν κάτι ἄλλο. Καί ἡ βυζαντινή ἐκκλησιαστική ἀρχιτεκτονική δύσκολη καί μάλιστα σέ ἕναν Ναό πού εἶχε ἤδη κατά τό ἥμισυ χτισθεῖ.
Τά ἐγκαίνια ἔγιναν στίς 26 Σεπτεμβρίου τοῦ 1974. Ἑξήντα ἕξ (66) χρόνια ἀπό τότε πού τέθηκε ὁ θεμέλιος λίθος. Ἡ ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ ἦταν ἕνα μεγάλο ἔργο γιά τήν πόλη, ἀλλά καί γιά τήν Ἑλλάδα. Ὁ Δῆμος διαχρονικῶς κατέβαλε πράγματι ὑπεράνθρωπες προσπάθειες, ἐν ὄψει μάλιστα τῶν πολλῶν δυσχερειῶν μέ τήν ἔγκριση τῶν ἐπί μέρους μελετῶν ἀπό τό Ὑπουργεῖο, ἀλλά καί τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν προβλημάτων. Πολλοί ἐργάσθηκαν γιά τό μεγάλο αὐτό ἔργο, πού κράτησε δύο γενεές, ἀλλά κατάφεραν, παρά τά μεγάλα καί μερικές φορές δυσεπίλυτα προβλήματα, νά τό φέρουν εἰς πέρας. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν ἄλλαξαν 11 Δήμαρχοι καί 3 δημαρχεύσαντες.
Ἁγιογραφήθηκε στήν δεκαετία τοῦ 1980. Ἥδη ἡ βυζαντινή τέχνη στόν χῶρο τῆς Ἁγιογραφίας ἔχει ὑποστεῖ πολλούς νεωτερισμούς. Καί φυσικά δέν ὑπάρχουν πιά οἱ μεγάλοι ἁγιογράφοι πού πέραν τοῦ ταλέντου τους εἶχαν μιά ἄλλη βιωματική σχέση μέ τό εἰκονογραφεῖν. Κάνει πάντως ἐντύπωση ὅτι στήν ἁγιογράφηση ἐγκαταλείφθηκε ἕνα ἀπό τά οὐσιωδέστερα στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, τό χρυσό ὑπόβαθρο πού συμβολίζει τόν νοητό ἥλιο, τό πνευματικό φῶς, μέσα στό ὁποῖο ἀπεικονίζονται οἱ ἱερές μορφές, ἀπηλλαγμένες κάθε γήϊνου στοιχείου.
Κατά τόν Θωμόπουλο ἐκεῖ στήν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν Βαλανεῖα καί γυμναστήριο. Στόν χῶρο αὐτό μετά τήν ἀπελευθέρωση λειτούργησε γυμναστήριο, κάτι πού καταγράφεται στό Σχέδιο Τζέτζη τοῦ 1885. Ἀργότερα τό 1900 θεμελιώθηκε ἐκεῖ τό Θερινόν Θέατρο.
Στόν Φορολογούμενο 28.10.1977, ἀναφέρεται ὅτι ὁ σχετικά νεοσύστατος Δικηγορικός Σύλλογος (1876), ἀνέλαβε τήν πρωτοβουλία τῆς ἀνεγέρσεως Δικαστικοῦ Μεγάρου, στό οἰκόπεδο πού ἤδη σήμερα εἶναι καί μάλιστα κατόπιν συνεννοήσεως μέ το Ὑπουργεῖο εἶχε ἐκτιμηθεῖ καί τό κόστος πού θά ἀνήρχετο στό ποσόν τῶν 200.000 δρχ. Στόν Φορολογούμενο 13.9.1891, ἀναφέρεται ὅτι ἀπό τό Ὑπ. Ἐσωτερικῶν συστάθηκε ἐπιτροπή μέ συμμετοχή τοῦ Τσίλλερ γιά τήν έξεύρεση (;) καταλλήλου οἰκοπέδου γιά τήν ἀνέγερση Δικαστικοῦ Μεγάρου. Τό πρῶτο σχέδιο τοῦ Δικαστικοῦ Μεγάρου εἶχε ἐκπονήσει ὁ Ἐρνέστος Τσίλλερ, προϋπολογισμοῦ 600.000 δρχ. καί τό εἶχε ὑποβάλλει στό Ὑπουργεῖο. ὅπως άναφέρεται σέ δημοσίευση στόν Φορολογούμενο τῆς 31.1.1892. Καί ἐπίσης ἡ πληροφορία, ὅτι τό Ὑπουργεῖο εἶχε τήν πρόθεση νά ἀρχίσει ἀμέσως τήν ἀνέγερσή του. Κάτι ὅμως πού τότε δέν ἔγινε. Τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ὁ Τσίλλερ ἀρχίζει νά ἀσχολεῖται μέ τό δικαστικό Μέγαρο Ἀθηνῶν.
Τό 1911 ἐπανέρχεται τό θέμα μέ πρωτοβουλία τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου. Ἐξασφαλίζεται δάνειο καί προκηρύσσεται ἀρχιτεκτονικός διαγωνισμός. Τό 1912 βραβεύτηκε τό σχέδιο τοῦ Π. Καραθανασοπούλου, ὁ ὁποῖος περιέργως δέν ἀναφέρεται. Τό 1915 προκηρύχθηκε ἡ δημοπρασία γιά τήν ἀνέγερση τοῦ κτιρίου. Ὁ Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος σταμάτησε τήν πρόοδο του ἔργου. Ξανάρχισε τό 1924 καί ἐγκαινιάσθηκε τήν 1.10.1931, (Νεολόγος 2.10.1931, ὁμιλία προέδρου Δικηγορικοῦ Συλλόγου στά ἐγκαίνια τοῦ κτιρίου). Κατά τόν Κ. Τριανταφύλλου Ι.Λ.Π., σελ.530, τό σχέδιο ἐφαρμόσθηκε ἁπλοποιημένο, χωρίς δυστυχῶς περισσότερες λεπτομέρειες. Τό 1925 πέθανε ὁ Π. Καραθανασόπουλος καί φυσικά κάποιος ἄλλος ἀνέλαβε νά τό ὁλοκληρώσει, ἐπεμβαίνονας ἴσως καί στήν ἀρχική ἀρχιτεκτονική τοῦ κτιρίου. Ἄρα δέν εἴμαστε σίγουροι γιά τό ἀρχικό ἀρχιτεκτονικο σχέδιο.
Τό μεγάλο αὐτό ἔργο ὑλοποιήθηκε στό μεσοπόλεμο, παρά τά μεγάλα οἰκονομικά προβλήματα σέ μιά χειμαζομένη Ἑλλάδα, πού ὑπῆρχε ὅμως ἀκόμη ἡ βούληση καί ἡ ἰκανότητα, γιά τήν ἀνέγερση τόσο μεγάλων καί ἐντυπωσιακῶν κτιρίων. Ὁ Π. Καραθανασόπουλος θεωρεῖται μαθητής τοῦ Τσίλλερ. Στήν προκειμένη περίπτωση ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ κτιρίου δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν Τσίλλερ ἀλλά καί μέ ἄλλα ἔργα τοῦ Π. Καραθανασοπούλου. Θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἐκλεκτικιστική , ἀλλά ἐδῶ ὑπάρχει θέμα.
Ἡ ἀρχιτεκτονική του μορφολογία, ἔχει σχέση μέ τήν τάση, ἡ ὁποία ἀποτύπωσε τήν αὐξανόμενη ἐθνικιστική κυρίαρχη ἰδεολογία τήν ἐποχή αὐτή στήν Εὐρώπη, μέ ἀποκορύφωμα τήν ἀρχιτεκτονική τῶν δικτατοριῶν τοῦ μεσοπολέμου (Ρωσίας, Γερμανίας, Ἰταλίας, Ίσπανίας), καί ἐκφράζεται, ἐδῶ, κυρίως μέ τά κάθετα δυναμικά στοιχεῖα (κίονες) πού διατρέχουν, σέ ὅλο τό ὕψος, τήν κυρία ὄψη. Ἀνάλογο παράδειγμα εἶναι τό Σκαγιοπούλειο (1926).
Καί γιά το Ἀρσάκειο διενεργήθηκε ἀρχιτεκτονικός Διαγωνισμός, κλειστός ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Ὁ Δήμαρχος Ἰω. Βλάχος ἀνέθεσε τήν ἐκπόνηση τῆς μελέτης τοῦ Ἀρσακείου στούς ἀρχιτέκτονες Ἀναστάσιο Μεταξᾶ, Ἀνδρέα Κριεζῆ καί στόν πατρινό Τάκη Μιχελῆ, οἱ ὁποῖοι καί ὑπέβαλαν τίς μελέτες τους στόν Δῆμο.
Γιά δεύτερη φορά, ὁ Δῆμος παρά τό ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔχει πλέον πολύ σημαντικούς ἀρχιτέκτονες, δέν τούς ἐμπιστεύεται καί ζητᾶ τήν γνώμη, Ἰταλῶν αὐτή τήν φορά. Οἱ μελέτες ἐστάλησαν στόν ἕλληνα πρεσβευτῆ στήν Ρώμη γιά νά τεθοῦν στήν κρίση τοῦ καθηγητοῦ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς κ. Μιλάνι, ὁ ὁποῖος ἀπεφάνθη ὑπέρ τῆς μελέτης τοῦ Ἀν. Μεταξᾶ (Νεολόγος, 5.12.1928, 29.3.1929 καί 14.5.1929). Δέν γνωρίζουμε τίς μελέτες τῶν Ἀνδρέα Κριεζῆ καί τοῦ πατρινοῦ Τάκη Μιχελῆ. Ὁ Δήμαρχος Ἰωάννης Βλάχος θεμελίωσε τό κτίριο τό 1933. Τό Ἀρσάκειο ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ τό 1945. Ἀπό τό 1934 ἡ Ἀρσάκειος Παιδαγωγική Ἀκαδημία ἦταν τό μόνο ἀνώτερο πνευματικό ἵδρυμα στήν Πάτρα μέχρι τήν ἵδρυση τοῦ Πανεπιστημίου. Σήμερα τό κτίριο, ὕστερα ἀπό μιά μακρά περίοδο ἐγκαταλείψεως, ἐπισκευάζεται.
Ὑπ΄ ὄψιν, ὅτι τά παραπάτω ἐπιτεύγματα ἔγιναν σέ μιά Ἑλλάδα μέ σοβαρότατα ἐθνικά προβλήματα: Ἀτυχής πόλεμος τοῦ 1897, Νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι, «Ἀτυχής πόλεμος τοῦ 1897, Νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή καί πολλά ἄλλα». Τό ἐρώτημα εἶναι μεταπολεμικά, μέ τήν ἄνοδο τοῦ οἰκονομικοῦ ἐπιπέδου καί μέ τά χρήματα τῆς ΕΟΚ πού ἤρθανε, τί ἔκαναν οἱ Ἕλληνες καί ἰδίως στήν Πάτρα μέ τήν προϊστορία πού εἶχε; Μᾶς μένει βέβαια πάντα ἡ ἐλπίδα.
Δημοσιεύτηκε στήν Ἐφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ στίς 16.6.2020
(Πηγή : Ἀποσπάσματα ἀπό, Χ. Παπαδάτου – Γιαννοπούλου, Πατρώ, Πάτρα, 2018. Παραλείπονται οἱ παραπομπές λόγω οἰκονομίας χώρου).
Ο τρούλος, η πλατυτέρα και ένα μεγάλο τμήμα της υπόλοιπης αγιογράφησης, του Αγ. Ανδρέα είναι σε χρυσό υπόβαθρο. Άσχετα αν μας αρέσει ή όχι το αποτέλεσμα,που είδε ότι αυτό το στοιχείο εγκαταλείφθηκε;
ΑπάντησηΔιαγραφή